Το Νούμερο 31328: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ γενική βελτίωση εμφάνισης + μικρές διορθώσεις
Γραμμή 1:
 
{{DISPLAYTITLE:''Το Νούμερο 31328''}}
{{Infobox book <!-- See Wikipedia:WikiProject_Novels or Wikipedia:WikiProject_Books -->
| name =ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟΤο νούμερο 31328
| image = Αρχείο:Venezis-ilias-no31328-1931.jpg
| image_size = 200px
| caption = Εξώφυλλο της πρώτηςα΄ έκδοσης σε βιβλίο (1931)
| author = [[Ηλίας Βενέζης]]
| cover_artist =
| country = Ελλάδα (Αθήνα)
| language = Ελληνικά
| series = Εκτός κυκλοφορίας
| genre = [[Μυθιστόρημα]]
| publisher = Εκδόσεις Ν. Θεοφανίδη - Σ. Λαμπαδαρίδη
| published = 1931 (Εκδόσεις Ν. Θεοφανίδη - Σ. Λαμπαδαρίδη, Μυτιλήνη/Αθήνα), 1935 (Εκδόσεις Κασταλία, Αθήνα), 1945 (Εκδόσεις «Οι Φίλοι του Βιβλίου», Αθήνα), 1952 (Εκδόσεις «Άλφα», Αθήνα), 1959 (οριστική έκδοση, Εκδόσεις «Βιβλ. της Εστίας», Αθήνα)
| published = 1931
| media_type = Χαρτόδετο
| pages = 242
| isbn = 960-05-1011-3 (43η ανατύπωση, «Βιβλ. της Εστίας», 2002)
| preceded_by = Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδαεφημ. «''Καμπάνα»'' της Μυτιλήνης (1924)
| followed_by =Δεύτερη έκδοση, 1935
}}
'''«''Το νούμερο 31328»''''' (υπότιτλος ''Το βιβλίο της σκλαβιάς'') είναι το πρώτο μυθιστόρημα του λογοτέχνη [[Ηλίας Βενέζης|Ηλία Βενέζη]], το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το [[1924]] σε συνέχειες &mdash; αλλά όχι ολοκληρωμένο <ref>τα μειωμένα έσοδα ανάγκασαν τον Μυριβήλη να μειώσει τις σελίδες από 4τέσσερις σε 2δύο, και να διακόψει την επιφυλλίδα.</ref> &mdash; από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο του 1924, ως επιφυλλίδα στην εφημερίδα της Μυτιλήνης «''Καμπάνα»'', την οποία εξέδιδε και διεύθυνε ο [[Στράτης Μυριβήλης]], και αφορά την εμπειρία του συγγραφέα από την αιχμαλωσία του και την σκλαβιά στα [[Τάγματα Εργασίας (Οθωμανική Αυτοκρατορία)|εργατικά τάγματα της Τουρκίας]], αμέσως μετά την [[Μικρασιατική Καταστροφή|Μικρασιατική καταστροφή]]. Το βιβλίο το αφιέρωσε ο συγγραφέας στη μητέρα του, «''και σε όλες τις τυραγνισμένες μητέρες του κόσμου''».
 
Ο ίδιος ο συγγραφέας, καλύτερα από τον καθέναν, μας μιλάει για την ουσία του βιβλίου που έγραψε: «[''«...τοT'']''ο βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα....'' […] ''Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής. Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τ' άλλα σωπαίνουν....τίποτα'' […] [''Τ'']''ίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται. Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σε αυτόν τον πόνο.»'' »<ref>Από τον πρόλογο της β' έκδοσης, του 1945, σελ.13.</ref>
'''«Το νούμερο 31328»''' (υπότιτλος ''Το βιβλίο της σκλαβιάς'') είναι το πρώτο μυθιστόρημα του λογοτέχνη [[Ηλίας Βενέζης|Ηλία Βενέζη]], το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το [[1924]] σε συνέχειες – αλλά όχι ολοκληρωμένο <ref>τα μειωμένα έσοδα ανάγκασαν τον Μυριβήλη να μειώσει τις σελίδες από 4 σε 2, και να διακόψει την επιφυλλίδα</ref>από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο του 1924, ως επιφυλλίδα στην εφημερίδα της Μυτιλήνης «Καμπάνα», την οποία εξέδιδε και διεύθυνε ο [[Στράτης Μυριβήλης]], και αφορά την εμπειρία του συγγραφέα από την αιχμαλωσία του και την σκλαβιά στα [[Τάγματα Εργασίας (Οθωμανική Αυτοκρατορία)|εργατικά τάγματα της Τουρκίας]], αμέσως μετά την [[Μικρασιατική Καταστροφή|Μικρασιατική καταστροφή]]. Το βιβλίο το αφιέρωσε ο συγγραφέας στη μητέρα του, «και σε όλες τις τυραγνισμένες μητέρες του κόσμου».
 
Το έργο κυκλοφρόρησεκυκλοφόρησε σε βιβλίο το [[1931]], αφού ο συγγραφέας το επεξεργάστηκε ξανά, γνωρίζοντας την καταξίωση από το κοινό και τους κριτικούς. Ο Βενέζης γράφει για το πωςπώς δούλεψε το έργο, στην πρώτη έκδοση του 1931: «[''... πάνεΠ'']''άνε 21 χρόνια από το 1924 που έγραψα στην πρώτη του μορφή, γυρίζοντας, παιδί, απ' τα κάτεργα της Ανατολής, το χρονικό τούτο. Το ξαναδούλεψα το 1931, όταν βγήκε σε βιβλίο. Από τότε δεν το είχα πιάσει στα χέρια μου. Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη αυτής της ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που κυνηγημένος απ' τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο ούτε στον ύπνο. Γι' αυτό όταν βγήκε πια σε βιβλίο, το “Νούμερο''Νούμερο 31328”31328'', δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ &mdash; τέλος πάντων η ζωή όταν είσαι γερός και είσαι νέος έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θ έ λ ε ι ς να ξεχνάς.'' »<ref>όπου και παραπάνωΌ.π.</ref>
Ο ίδιος ο συγγραφέας, καλύτερα από τον καθέναν, μας μιλάει για την ουσία του βιβλίου που έγραψε: ''«...το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα.... Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής. Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τ' άλλα σωπαίνουν....τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σε αυτόν τον πόνο.»'' <ref>Από τον πρόλογο της β' έκδοσης, του 1945, σελ.13</ref>
 
Είναι από τα πιο πολυδιασμένα νεοελληνικά μυθιστόρηματα, αφού το διάστημα από το [[1961]] έως το [[2011]], κυκλοφόρησε σε 162.920 αντίτυπα,<ref>Δέσποινα Καρανίκα:, «''Η εργογραφία των αυτοτελών εκδόσεων του Ηλία Βενέζη» (1928-2010)'', σελ. 17.</ref> ενώ έχει μεταφραστεί και σε 8οκτώ ξένες γλώσσες.
Το έργο κυκλοφρόρησε σε βιβλίο το [[1931]], αφού ο συγγραφέας το επεξεργάστηκε ξανά, γνωρίζοντας την καταξίωση από το κοινό και τους κριτικούς. Ο Βενέζης γράφει για το πως δούλεψε το έργο, στην πρώτη έκδοση του 1931 ''... πάνε 21 χρόνια από το 1924 που έγραψα στην πρώτη του μορφή, γυρίζοντας, παιδί, απ' τα κάτεργα της Ανατολής, το χρονικό τούτο. Το ξαναδούλεψα το 1931, όταν βγήκε σε βιβλίο. Από τότε δεν το είχα πιάσει στα χέρια μου. Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη αυτής της ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που κυνηγημένος απ' τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο ούτε στον ύπνο. Γι' αυτό όταν βγήκε πια σε βιβλίο, το “Νούμερο 31328”, δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ – τέλος πάντων η ζωή όταν είσαι γερός και είσαι νέος έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θ έ λ ε ι ς να ξεχνάς.'' <ref>όπου και παραπάνω</ref>
 
Είναι από τα πιο πολυδιασμένα νεοελληνικά μυθιστόρηματα, αφού το διάστημα από το [[1961]] έως το [[2011]], κυκλοφόρησε σε 162.920 αντίτυπα,<ref>Δέσποινα Καρανίκα: «Η εργογραφία των αυτοτελών εκδόσεων του Ηλία Βενέζη», σελ. 17</ref> ενώ έχει μεταφραστεί και σε 8 ξένες γλώσσες.
 
==Πλοκή==
Βρισκόμαστε στο Φθινόπωροφθινόπωρο του 1922. Η Μικρασιατική καταστροφή είχε ήδη συντελεστεί. Οι Τούρκοι κατέλαβαν όλες τις ελληνικές πόλεις της Μικρασίας. Και ανάμεσα σε αυτές και το [[Αϊβαλί]], την γεννήτηρα πόλη του συγγραφέα.<br />
 
«'''...«Ο εχτρός είχε κατεβεί στην πόλη μας, το Αϊβαλί. Και στο λιμάνι είχαν αράξει βαπόρια με αμερικάνικες παντιέρες. Διαταγή: το σάπιο εμπόρευμα &mdash; τα παιδάκια κι οι γυναίκες &mdash; θα μπαρκέρναν για την Ελλάδα, μα οι άντρες από δεκαοχτώ ίσαμε σαρανταπέντε χρονώ, θα φεύγαν για το εσωτερικό, σκλάβοι στα εργατικά τάγματα.''' <br />
'''Η είδηση έφερε ένα δυνατό τίναγμα στους δικούς μας. Τα εργατικά τάγματα ήταν ένα μακρινό παρελθόν απ΄ τον Μεγάλο Πόλεμο. Είχαν γίνει θρύλος. Χιλιάδες Χριστιανοί είχαν αφήσει στα κάτεργα αυτά τα κόκκαλά τους. Τα δάκρυα στις μητέρες δεν είχαν στερέψει ακόμα.'''
 
'''Γι' αυτό, στην αρχή, κανένας από τα νιάτα δεν έβρισκε το κουράγιο να παραδοθή. Μα σιγά – σιγά το πήραν απόφαση. Έναν μπόγο στο χέρι. Σαν μαζεύονταν διακόσοι – τρακόσοι άνθρωποι τους στέλναν με συνοδεία στο εσωτερικό.''' <br />
'»''Η είδηση έφερε ένα δυνατό τίναγμα στους δικούς μας. Τα εργατικά τάγματα ήταν ένα μακρινό παρελθόν απ΄ τον Μεγάλο Πόλεμο. Είχαν γίνει θρύλος. Χιλιάδες Χριστιανοί είχαν αφήσει στα κάτεργα αυτά τα κόκκαλά τους. Τα δάκρυα στις μητέρες δεν είχαν στερέψει ακόμα.'''
Ο συγγραφέας – ακριβώς στο όριο, 18 χρονών -για να γλιτώσει από αυτή τη ζοφερή προοπτική, τον πρώτο καιρό – και μέχρι να φύγουν οι δικοί του – κρύβεται μέρα και νύχτα, στην υπόγεια αποθήκη του σπιτιού τους. Μα ο χρόνος περνά, η διορία τελειώνει και τα τελευταία καράβια πρέπει να αναχωρήσουν για την Μυτιλήνη. Η οικογένεια αποφασίζει να το ρισκάρει, παρόλο που ξέρει ότι ρισκάρει την ζωή του παιδιού της, - η ποινή σε αυτούς που προσπαθούν κρυφά να το σκάσουν, είναι ο άμεσος θάνατος. Δωροδοκούν έναν φύλακα του λιμανιού, και προσπαθούν να περάσουν κρυμμένον όπως – όπως, και τον μεγάλο γιό μαζί τους. Αλλά οι στρατιώτες τον ανακαλύπτουν. <br />
 
Τον μεταφέρουν κατευθείαν στην φυλακή της πόλης, και εκεί στοιβαγμένος μαζί με άλλους σαράντα άντρες, θα παραμείνει περιμένοντας από νύχτα σε νύχτα, το θάνατο.<br />
'»''Γι' αυτό, στην αρχή, κανένας από τα νιάτα δεν έβρισκε το κουράγιο να παραδοθή. Μα σιγά – σιγά το πήραν απόφαση. Έναν μπόγο στο χέρι. Σαν μαζεύονταν διακόσοι – τρακόσοι άνθρωποι τους στέλναν με συνοδεία στο εσωτερικό.''' <br />»
Και ο θάνατος φτάνει: '''...(ο αξιωματικός)... είναι μπροστά μου. Αισθάνουμαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα. Έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται, το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ' το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να ισορροπήσει αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δύο τιποτένιοι πόντοι.''' <br />
 
Ο συγγραφέας &mdash; ακριβώς στο όριο, 18 χρονών -&mdash; για να γλιτώσει από αυτή τη ζοφερή προοπτική, τον πρώτο καιρό, και μέχρι να φύγουν οι δικοί του, κρύβεται μέρα και νύχτα, στην υπόγεια αποθήκη του σπιτιού τους. Μα ο χρόνος περνά, η διορία τελειώνει και τα τελευταία καράβια πρέπει να αναχωρήσουν για την Μυτιλήνη. Η οικογένεια αποφασίζει να το ρισκάρει, παρόλο που ξέρει ότι ρισκάρει την ζωή του παιδιού της, -&mdash; η ποινή σε αυτούς που προσπαθούν κρυφά να το σκάσουν, είναι ο άμεσος θάνατος. Δωροδοκούν έναν φύλακα του λιμανιού, και προσπαθούν να περάσουν κρυμμένον όπως – όπωςόπως–όπως, και τον μεγάλο γιό μαζί τους. Αλλά οι στρατιώτες τον ανακαλύπτουν. <brΤον μεταφέρουν κατευθείαν στην φυλακή της πόλης, και εκεί στοιβαγμένος μαζί με άλλους σαράντα άντρες, θα παραμείνει περιμένοντας από νύχτα σε νύχτα, το θάνατο. Και ο θάνατος φτάνει: />
 
Και ο θάνατος φτάνει: «['''...(οΟ αξιωματικός)...''] ''είναι μπροστά μου. Αισθάνουμαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα. Έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται, το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ' το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να ισορροπήσει αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δύο τιποτένιοι πόντοι.''' <br />
 
[[File:Labor Battalions (Amele Taburu).png|thumb|left|250px|σκλάβοι στα Τάγματα Εργασίας]]
'»''Το χέρι του πέφτει ίσα απάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου.''' <br />
 
'»''Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά...χαρά…''' <br />»
Οι τελευταίοι που μείνανε στη φυλακή, δεν θα εκτελεστούν. Θα ξεκινήσουν μιαν νύχτα, την ατέλειωτη πορεία τους προς το άγνωστο. Η αποστολή- από τις τελευταίες – αποτελείται από σαραντατρία άτομα. Αυτήν την ίδια νύχτα, θα τους γδύσουν από όλα τα πράγματα που κουβαλούσαν μαζί τους και από όλα τα ρούχα τους. Ακόμα και από τα παπούτσια τους. Θα μείνουν, μόνο με τα εσώρουχα. Έτσι θα ξεκινήσουν την βασανιστική πορεία προς το εσωτερικό. Καίγουνται από τη ζέστη τη μέρα, παγώνουν από το κρύο το βράδυ. Το πόδια τους, πληγώνονται από το ανώμαλο έδαφος, ξεσκίζονται και ματώνουν, αλλά είναι υποχρεωμένοι να περπατούν. Η πείνα και η δίψα δυναμώνουν το μαρτύριό τους. Όταν βρίσκουν νερό -βούρκους - πέφτουν και πίνουν με μανία. Ο πυρετός και η δυσεντερία έρχεται να αποτελειώσει τους πιο αδύναμους.
 
Όσοι πέφτουν εξαντλημένοι, σφάζονται με τη λόγχη, ή εγκαταλείπονται να πεθάνουν αβοήθητοι. Φτάνουν, επιτέλους, στο [[Κιρκαγάτς]], την πόλη στην οποία θα δουλέψουν. Έχουν μείνει 23. Εκεί αρχίζει η σκλαβιά. Υποχρεώνονται να δουλέψουν, να δουλεύουν ασταμάτητα, σε οποιαδήποτε δουλειά, υπάρχει. Ο συγγραφέας ξεφορτώνει σακιά από τον σιδηροδρομικό σταθμό, ξεφορτώνει κάσες με πυρομαχικά, δουλεύει σε οικοδομές, κόβει ξύλα, καθαρίζει σπίτια, ξεχορταριάζει αγρούς, κουβαλάει κουλούρες συρματοπλέγματος, ξεφορτώνει κάρβουνο, σκάβει χαντάκια, σπάει πέτρες, κουβαλάει χαλίκι. Τα ίδια κάνει παντού, στο Κιρκαγάτς, στο Μπακιρκίοι, στο Αξάρ, και τέλος στη [[Μαγνησία του Σιπύλου|Μαγνησά]]. Για ένα κομμάτι ψωμί μόνο. Και μια πεταμένη γόπα από τσιγάρο. <br />
Οι τελευταίοι που μείνανε στη φυλακή, δεν θα εκτελεστούν. Θα ξεκινήσουν μιαν νύχτα, την ατέλειωτη πορεία τους προς το άγνωστο. Η αποστολή- &mdash; από τις τελευταίες &mdash; αποτελείται από σαραντατρίασαράντα τρία άτομα. Αυτήν την ίδια νύχτα, θα τους γδύσουν από όλα τα πράγματα που κουβαλούσαν μαζί τους και από όλα τα ρούχα τους. Ακόμα και από τα παπούτσια τους. Θα μείνουν, μόνο με τα εσώρουχα. Έτσι θα ξεκινήσουν την βασανιστική πορεία προς το εσωτερικό. Καίγουνται από τη ζέστη τη μέρα, παγώνουν από το κρύο το βράδυ. Το πόδια τους, πληγώνονται από το ανώμαλο έδαφος, ξεσκίζονται και ματώνουν, αλλά είναι υποχρεωμένοι να περπατούν. Η πείνα και η δίψα δυναμώνουν το μαρτύριό τους. Όταν βρίσκουν νερό -&mdash; βούρκους -&mdash; πέφτουν και πίνουν με μανία. Ο πυρετός και η δυσεντερία έρχεται να αποτελειώσει τους πιο αδύναμους.
Στη Μαγνησά, εντάσσεται και τυπικά στα εργατικά τάγματα.'''...είμαστε ένα τάγμα εργατικό. «Αμελέ ταμπουρού». Τα τάγματα των στρατιωτικών αιχμαλώτων είναι χώρια από μας. Αυτοί περνούν καλύτερα. Εμείς είμαστε ένα καθαρό τάγμα σκλάβων....Το «ταμπούρ» είναι χωρισμένο σε «μπουλούκια» (λόχους). Οι λόχοι σε «μάγγες» (ενωμοτίες). Αρχηγός της κάθε μάγκας, ένας «τσαούς», ένας από τους Έλληνες σκλάβους, που ξέραν τούρκικα και ήταν οι πιο καπάτσοι.'''<br />
 
Παίρνει το πολυπόθητο νούμερο,31328, 14ο εργατικό τάγμα. <br />
Όσοι πέφτουν εξαντλημένοι, σφάζονται με τη λόγχη, ή εγκαταλείπονται να πεθάνουν αβοήθητοι. Φτάνουν, επιτέλους, στο [[Κιρκαγάτς]], την πόλη στην οποία θα δουλέψουν. Έχουν μείνει 23είκοσι τρεις. Εκεί αρχίζει η σκλαβιά. Υποχρεώνονται να δουλέψουν, να δουλεύουν ασταμάτητα, σε οποιαδήποτε δουλειά, υπάρχει. Ο συγγραφέας ξεφορτώνει σακιά από τον σιδηροδρομικό σταθμό, ξεφορτώνει κάσες με πυρομαχικά, δουλεύει σε οικοδομές, κόβει ξύλα, καθαρίζει σπίτια, ξεχορταριάζει αγρούς, κουβαλάει κουλούρες συρματοπλέγματος, ξεφορτώνει κάρβουνο, σκάβει χαντάκια, σπάει πέτρες, κουβαλάει χαλίκι. Τα ίδια κάνει παντού, στο Κιρκαγάτς, στο Μπακιρκίοι, στο Αξάρ, και τέλος στη [[Μαγνησία του Σιπύλου|Μαγνησά]]. Για ένα κομμάτι ψωμί μόνο. Και μια πεταμένη γόπα από τσιγάρο. <br />
Καταγράφεται πλέον, δηλ. υπάρχει, και δεν είναι εύκολο πια να τον σκοτώσουν ή να τον εξαφανίσουν χωρίς να δώσουν λογαριασμό. <br />
 
Στο στρατόπεδο της Μαγνησάς, τώρα που εντάχτηκε στα εργατικά τάγματα, οι συνθήκες είναι λίγο καλύτερες. Τρώνε ένα πιάτο κουκιά το βράδυ, και έναν χυλό από αλεύρι και νερό, το πρωί. Τους επιτρέπουν να στείλουν και ένα γράμμα στους δικούς τους. Ωστόσο η δουλειά δεν σταματά. Τώρα δουλεύει στο άνοιγμα δρόμων, σπάει χαλίκι από το πρωί ως το βράδυ αλλά κάνει κάθε άλλου είδους αγγαρεία που θα προκύψει.<br />
Στη Μαγνησά, εντάσσεται και τυπικά στα εργατικά τάγματα.: «[''Ε'...είμαστε']''ίμαστε ένα τάγμα εργατικό. «"Αμελέ ταμπουρού»". Τα τάγματα των στρατιωτικών αιχμαλώτων είναι χώρια από μας. Αυτοί περνούν καλύτερα. Εμείς είμαστε ένα καθαρό τάγμα σκλάβων....'' […] ''Το «"ταμπούρ»" είναι χωρισμένο σε «"μπουλούκια»" (λόχους). Οι λόχοι σε «"μάγγες»" (ενωμοτίες). Αρχηγός της κάθε μάγκας, ένας «"τσαούς»", ένας από τους Έλληνες σκλάβους, που ξέραν τούρκικα και ήταν οι πιο καπάτσοι.'''<br />»
Από τη στιγμή που υπογράφηκε η [[Συνθήκη της Λωζάνης|συνθήκη της Λωζάνης]], το καλοκαίρι του [[1923]], άρχισε και η αντίστροφη μέτρηση για το γυρισμό στην Ελλάδα. Μια λέξη υπάρχει στα στόματα όλων: '''«μπουμπαντελέ»''' (ανταλλαγή). Πραγματικά η πολυπόθητη μέρα έρχεται. Οι σκλάβοι αφήνονται επιτέλους, ελεύθεροι.
 
Παίρνει το πολυπόθητο νούμερο 31328, 14ο Εργατικό Τάγμα. Καταγράφεται πλέον, δηλ. υπάρχει, και δεν είναι εύκολο πια να τον σκοτώσουν ή να τον εξαφανίσουν χωρίς να δώσουν λογαριασμό. <br />
 
Στο στρατόπεδο της Μαγνησάς, τώρα που εντάχτηκε στα εργατικά τάγματα, οι συνθήκες είναι λίγο καλύτερες. Τρώνε ένα πιάτο κουκιά το βράδυ, και έναν χυλό από αλεύρι και νερό, το πρωί. Τους επιτρέπουν να στείλουν και ένα γράμμα στους δικούς τους. Ωστόσο η δουλειά δεν σταματά. Τώρα δουλεύει στο άνοιγμα δρόμων, σπάει χαλίκι από το πρωί ως το βράδυ αλλά κάνει κάθε άλλου είδους αγγαρεία που θα προκύψει.<br />
 
Από τη στιγμή που υπογράφηκε η [[Συνθήκη της Λωζάνης|συνθήκη της Λωζάνης]], το καλοκαίρι του [[1923]], άρχισε και η αντίστροφη μέτρηση για το γυρισμό στην Ελλάδα. Μια λέξη υπάρχει στα στόματα όλων: '''«μπουμπαντελέ»''' (ανταλλαγή). Πραγματικά η πολυπόθητη μέρα έρχεται. Οι σκλάβοι αφήνονται επιτέλους, ελεύθεροι.
 
==Εκδόσεις==
=== Με επιμέλεια του συγγραφέα ===
*[[1931]]: «ΤΟ''Το ΝΟΥΜΕΡΟνούμερο 31328 (ΣΚΛΑΒΟΙΣκλάβοι ΣΤΑστα ΕΡΓΑΤΙΚΑεργατικά ΤΑΓΜΑΤΑτάγματα ΤΗΣτης ΑΝΑΤΟΛΗΣΑνατολής)»''. Εκδοτικός οίκος <small>«Ν.ΘΕΟΦΑΝΙΔΗ Θεοφανίδη - Σ.ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΗ»</small> Λαμπαδάρη, Μυτιλήνη/Αθήνα. 2000 αντίτυπα.
*[[1935]]:«ΤΟ ''Το Νο 31328»''. Εκδοτικός οίκος <small>«ΚΑΣΤΑΛΙΑ»</small>Κασταλία, Αθήνα. 2000 αντίτυπα, ελαφρά αναθεωρημένη έκδοση γραμματικά και συντακτικά μόνο.
*[[1945]], Αύγουστος: «ΤΟΤο ΝΟΥΜΕΡΟνούμερο 31328| ΤΟ(Το ΒΙΒΛΙΟβιβλίο ΤΗΣτης ΣΚΛΑΒΙΑΣ»,σκλαβιάς)''. εκδοτικόςΕκδοτικός οίκος <small>«ΟΙΟι ΦΙΛΟΙΦίλοι ΤΟΥτου ΒΙΒΛΙΟΥΒιβλίου»</small>, Αθήνα. 4000 αντίτυπα, εκ των οποίων 500 αριθμημένα και σε πολυτελή έκδοση. Αισθητά αναθεωρημένη και ως προς το περιεχόμενο του κειμένου. – σεΣε αυτήν την έκδοση προστίθενται σανως τίτλοι των κεφαλαίων στίχοι από τους [[Ψαλμοί|Ψαλμούς]] του Δαυίδ.
*[[1952]], ΑπρίληςΑπρίλιος: «''Το νούμερο 31328| ΤΟ(Το ΒΙΒΛΙΟβιβλίο ΤΗΣτης ΣΚΛΑΒΙΑΣ»,σκλαβιάς)''. εκδόσειςΕκδόσεις <small>«ΑΛΦΑΆλφα» Ι.Μ. Σκαζίκη</small>, Αθήνα. 3000 αντίτυπα.
*[[1959]] και εφεξής: «ΤΟ''Το ΝΟΥΜΕΡΟνούμερο 31328 |ΤΟ(Το ΒΙΒΛΙΟβιβλίο ΤΗΣτης ΣΚΛΑΒΙΑΣ»,σκλαβιάς)''. εκδόσειςΕκδόσεις <small>«ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝΒιβλιοπωλείον ΤΗΣτης ΕΣΤΙΑΣΕστίας»</small>, Ι. Δ. Κολλάρου <small>και Σίας</small>, Αθήνα.
 
====Εκδόσεις σεΣε άλλες γλώσσες= ===
1945, <big>«La grande pitié»</big> γαλλικά, 1947 ιταλικά <big>«La grande pietá»</big>, και πορτογαλικά <big>«A grande jornada»</big>. Το 1969 γερμανικά <big>«Nummer 31328|Leidensweg in Anatolien»</big>. Το 1996 κυκλοφόρησε στο Βελιγράδι <big>«БРОЈ 31328»</big>, το 2004 στο Βουκουρέστι <big>«Numǎrul 31 328 |Cartea robiei»</big> ,το 2005 στη Χιλή <big>«El número 31328»</big> και το 2006 στην Ισπανία <big>«El numero 31328 |El libro del cautiverio».</big>
* [[1945]]: ''La grande pitié'', γαλλικά.
* [[1947]]: ''La grande pietá'', ιταλικά.
* [[1947]]: ''A grande jornada'', πορτογαλικά.
* [[1969]]: ''Nummer 31328, Leidensweg in Anatolien'', γερμανικά.
* [[1996]]: ''БРОЈ 31328'', σερβοκροάτικα (έκδοση στο Βελιγράδι).
* [[2004]]: ''Numǎrul 31 328, Cartea robiei'', ρουμανικά.
* [[2005]]: ''El número 31328'', ισπανικά (έκδοση στο Σαντιάγκο Χιλής).
* [[2006]]: ''El numero 31328, El libro del cautiverio'' (έκδοση στην Σεβίλη Ισπανίας).
 
== Παραπομπές ==
<references />
 
==Πηγή==
* [http://ikee.lib.auth.gr/record/135760/files/GRI-2015-13710.pdf Δέσποινα Καρανίκα:, «''Βιβλιογραφία των αυτοτελών εκδόσεων Ηλία Βενέζη (1928-2010)»,'']. διπλωματικήΔιπλωματική εργασία, γιαΑριστοτέλειο τοΠανεπιστήμιο Α.Π.Θ.Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2004 http://ikee.lib.auth.gr/record/135760/files/GRI-2015-13710.pdf
 
== Εξωτερικοί σύνδεσμοι ==
* [http://users.sch.gr/symfo/sholio/kimena/venezis_31328_apospasmata.htm ''Το Νούμερο 31328'']. Προσωπικός διαδικτυακός τόπος Βασίλη Συμεωνίδη. (Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2017.)
*Προσωπικός Διαδικτυακός Τοπος Βασίλη Συμεωνίδη, Το Νούμερο 31328 [http://users.sch.gr/symfo/sholio/kimena/venezis_31328_apospasmata.htm]
* [http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=353917 Γ.Ν. Μπασκόζος: «Ηλίας Βενέζης Η ελεγεία του πόνου στο ''Νούμερο 31328''»]. Εφημ. ''Το Βήμα'' (Αθήνα), 12 Σεπτεμβριου 2010. (Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2017.)
*Το ΒΗΜΑ, Ηλίας Βενέζης Η ελεγεία του πόνου στο «Νούμερο 31328» [http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=353917]
* [http://www.mixanitouxronou.gr/noumero-31328-to-vivlio-ntokoumento-pou-graftike-me-to-aima-tou-ilia-venezi-sta-tagmata-ergasias-ton-tourkon-oi-perissoteroi-pethanan-alla-aftos-katafere-na-epiviosei-kai-na-grapsei-gia-ta-kat/ Η Μηχανή του Χρόνου: «Νούμερο 31328». Το βιβλίο ντοκουμέντο που γράφτηκε με το αίμα του Ηλία Βενέζη στα τάγματα εργασίας των Τούρκων.] (Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2017.)
*Η Μηχανή του Χρόνου: Ο Ηλίας Βενέζης και η θητεία του στα «Τάγματα Θανάτου» των Τούρκων... [http://www.mixanitouxronou.gr/o-ilias-venezis-ke-i-thitia-tou-sta-tagmata-thanatou-ton-tourkon/]