Κάρολος Β΄ της Ρουμανίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 67:
 
Το Φεβρουάριο του 1935 ο Κοντρεάνου, που μέχρι τότε είχε θεωρηθεί ως σύμμαχος της Κάρολου, για πρώτη φορά επιτέθηκε απευθείας στο βασιλιά. Τότε διοργάνωσε διαδηλώσεις έξω από τα βασιλικά ανάκτορα κατά του Κσρόλου, όταν ο Ρουμάνος επιστήμονας Ντιμίτριε Τζερότα φυλακίστηκε επειδή έγραψε ένα άρθρο που εξέθετε τις διεφθαρμένες επιχειρηματικές συναλλαγές της Λουπέσκου. Ο Κοντρεάνου στην ομιλία του μπροστά στα Βασιλικά Ανάκτορα αποκάλεσε τη Λουπέσκου μια «Εβραία πόρνη» που ληστεύει τυφλά τη Ρουμανία.
 
 
 
Ο Κάρολος είχε ελάχιστη κατανόηση ή ενδιαφέρον για τα οικονομικά, αλλά ο σημαντικότερος οικονομικός του σύμβουλος ήταν ο Mιχαήλ Μανοϊλέσκου, ο οποίος ευνόησε ένα κρατικίστικο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης με το κράτος να παρεμβαίνει στην οικονομία για να την ενθαρρύνει.
 
Κατά την άποψή του ο Κάρολος ήταν πολύ ενεργός στον πολιτιστικό τομέα, γενναιόδωρος προστάτης των τεχνών που υποστήριζε ενεργά το έργο του Βασιλικού Ιδρύματος, ενός οργανισμού που έλαβε ευρεία εντολή να προωθήσει και να μελετήσει το Ρουμανικό πολιτισμό σε όλους τους τομείς. Συγκεκριμένα υποστήριξε το έργο του κοινωνιολόγου Ντιμίτριε Γκούστι της Κοινωνικής Υπηρεσίας του Βασιλικού Ιδρύματος, που στις αρχές της δεκαετίας του 1930 άρχισε να συγκεντρώνει κοινωνικούς επιστήμονες από κλάδους όπως η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, η εθνογραφία, η γεωγραφία, η μουσικολογία, η ιατρική και η βιολογία να συνεργασθούν σε μια «επιστήμη του έθνους». Ο Γκούστι έπαιρνε κάθε καλοκαίρι στην ύπαιθρο ομάδες καθηγητών από διάφορους κλάδους για να μελετήσουν μια ολόκληρη κοινότητα ως προς όλα τα πλεονεκτήματά της και στη συνέχεια να συντάξουν μια μακροσκελή έκθεση για την κοινότητα.
 
===Ρουμανική εξωτερική πολιτική, 1930-1938===
Στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων, η Ρουμανία ανήκε στη γαλλική σφαίρα επιρροής και τον Ιούνιο του 1926 υπέγραψε αμυντική συμμαχία με τη Γαλλία. Αυτή η συμμαχία, μαζί με μια ακόμη που υπογράφηκε με την Πολωνία το 1921 και τη «Μικρή Αντάντ» μεταξύ Ρουμανίας, Τσεχοσλοβακίας και Γιουγκοσλαβίας, ήταν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της ρουμανικής εξωτερικής πολιτικής μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Ξεκινώντας από το 1919, οι Γάλλοι επιχείρησαν να δημιουργήσουν ένα ''προστατευτικό κλοιό'' που θα απέκλειε τόσο τη Γερμανία όσο και τη Σοβιετική Ένωση από την Ανατολική Ευρώπη. Ο Κάρολος δεν επιδίωξε να αντικαταστήσει την εξωτερική πολιτική που είχε αρχικά κληρονομήσει το 1930, αφού θεωρούσε τη διατήρηση του ''προστατευτικού κλοιού'' ως την καλύτερη εγγύηση για την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Ρουμανίας. Ως εκ τούτου η εξωτερική του πολιτική ήταν ουσιαστικά γαλλόφιλη. Οταν η Ρουμανία υπέγραψε τη συμμαχία με τη Γαλλία, η περιοχή της [[Ρηνανία]]ς της Γερμανίας ήταν αποστρατικοποιημένη. Στη Ρουμανία πίστευαν ότι, εάν η Γερμανία πραγματοποιούε οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια οπουδήποτε στην Ανατολική Ευρώπη, οι Γάλλοι θα ξεκινούσαν επίθεση στο έδαφός της. Από το 1930, όταν οι Γάλλοι άρχισαν να κατασκευάζουν τη [[Γραμμή Μαζινό]] κατά μήκος των συνόρων τους με τη Γερμανία, άρχισαν να εκφράζονται κάποιες αμφιβολίες στη Ρουμανία σχετικά με το αν θα μπορούσαν πραγματικά να βοηθήσουν οι Γάλλοι σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Το 1933 ο Κάρολος διόρισε το Νικολάε Τιτουλέσκου, έναν ειλικρινή υπερασπιστή της συλλογικής ασφάλειας υπό την αιγίδα της [[Κοινωνία των Εθνών|Κοινωνίας των Εθνών]], υπουργό εξωτερικών με οδηγίες να χρησιμοποιήσει αυτήν την αρχή ως δομικό στοιχείο για τη δημιουργία κάποιου είδους δομής ασφάλειας για να κρατήσει τόσο τη Γερμανία όσο και τη Σοβιετική Ένωση έξω από την Ανατολική Ευρώπη. Ο Κάρολος και ο Τιτουλέσκου αντιπαθούσαν προσωπικά ο ένας τον άλλο, αλλά ο Κάρολος ήθελε τον Τιτουλέσκου ως υπουργό εξωτερικών καθώς πίστευε ότι ήταν ο καλύτερος άνθρωπος για την ενίσχυση των δεσμών με τη Γαλλία και την προσέλκυση της Μεγάλης Βρετανίας στις υποθέσεις της Ανατολικής Ευρώπης υπό τη μορφή των δεσμεύσεων συλλογικής ασφάλειας που περιέχονταν στο Σύμφωνο Της Κοινωνίας των Εθνών.
 
Η διαδικασία του ''[[Gleichschaltung]]'' («συγχρονισμός»), ένα μέσο στη Ναζιστική Γερμανία για την άσκηση ολοκληρωτικού ελέγχου πάνω σε όλες τις πτυχές της κοινωνίας, δεν επεκτάθηκε μόνο στις εσωτερικές υποθέσεις, αλλά μάλλον θεωρήθηκε από τη ναζιστική ηγεσία ως μια παγκόσμια διαδικασία με την οποία το [[Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα|Ναζιστικό Κόμμα]] θα αναλάμβανε τον έλεγχο όλων των εθνοτικά Γερμανικών κοινοτήτων σε ολόκληρο τον κόσμο. Ξεκινώντας από το 1934 το Τμήμα Εξωτερικής Πολιτικής του Ναζιστικού Κόμματος, με επικεφαλής τον [[Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ]], προσπάθησε να αναλάβει τον έλεγχο της ''volksdeutsch'' (Γερμανικής) κοινότητας στη Ρουμανία, πολιτική που προσέβαλε σημαντικά τον Κάρολο, που τη θεωρούσε ως εξωφρενική γερμανική παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ρουμανίας. Δεδομένου ότι η Ρουμανία είχε περίπου μισό εκατομμύριο ''volksdeutsch'' πολίτες τη δεκαετία του 1930, η ναζιστική εκστρατεία για τον έλεγχο της γερμανικής κοινότητας στη Ρουμανία ήταν βάσιμη ανησυχία για τον Κάρολο, που φοβόταν ότι η γερμανική μειονότητα θα μπορούσε να γίνει μια [[πέμπτη φάλαγγα]]. Επιπλέον, οι πράκτορες του Ρόζενμπεργκ συνήψαν συμβόλαια με τη Ρουμανική άκρα δεξιά, κυρίως με το Εθνικό Χριστιανικό Κόμμα με επικεφαλής τον Οκτάβιαν Γκόγκα, αλλά και λιγότερο ουσιαστικούς δεσμούς με τη Σιδηρά Φρουρά με επικεφαλής τον Κοντρεάνου, πράγμα που ενοχλούσε περαιτέρω τον Κάρολο. Το γεγονός ότι ο πρώτος ξένος ηγέτης που επισκέφθηκε τη Ναζιστική Γερμανία (αν και όχι με επίσημη ιδιότητα) ήταν ο Ούγγρος πρωθυπουργός Γκιούλα Γκέμπες (που υπέγραψε μια οικονομική συνθήκη, που έθεσε την Ουγγαρία στη γερμανική οικονομική σφαίρα επιρροής, κατά την επίσκεψή του στο Βερολίνο τον Οκτώβριο του 1933 ) ήταν πηγή μεγάλης ανησυχίας για τον Κάρολο. Σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου η Ουγγαρία αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα σύνορα που επέβαλε η [[Συνθήκη του Τριανόν]] μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ήγειρε αξιώσεις για την περιοχή [[Τρανσυλβανία]] της Ρουμανίας. Ο Κάρολος, όπως και η υπόλοιπη ρουμανική ελίτ, ανησυχούσε φοβούμενος ότι η Γερμανία θα υποστήριζε τις αξιώσεις αυτές. Η Ουγγαρία είχε εδαφικές διεκδικήσεις από τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία και την Τσεχοσλοβακία, που όλες συνέβαιναν να είναι σύμμαχοι της Γαλλίας. Κατά συνέπεια, οι γαλλοουγγρικές σχέσεις ήταν εξαιρετικά άσχημες κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, και έτσι φαινόταν φυσικό η Ουγγαρία να συμμαχήσει με τη Γερμανία, κύριο αντίπαλο της Γαλλίας.
 
==Μετά το 1938==