Σαΐφ αλ-Ντάουλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αντικατάσταση παρωχημένου προτύπου με references tag
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 54:
===Σταδιοδρομία υπό τον Νασίρ αλ-Ντάουλα===
[[File:Al-Jazira.svg|thumb|right|300px|Χάρτης της Τζαζίρα, της κοιτίδας και κύριας βάσης των Χαμδανιδών]]
Ο νεαρός Αλί ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του υπό τον αδερφό του. Το 936, ο Χασάν τον κάλεσε στην υπηρεσία του, υποσχόμενος την θέση του κυβερνήτη του [[Ντιγιάρ Μπακρ]] (της περιοχής γύρω από την Άμιδα, σημ. [[Ντιγιάρμπακιρ]]) σε αντάλλαγμα της βοήθειάς του εναντίον του Αλί ιμπν Τζαφάρ, του επαναστατημένου διοικητή της [[Μαγιαφαρικίν]] (Μαρτυρόπολις). Ο Αλί πέτυχε να αποτρέψει την συνένωση του Αλί ιμπν Τζαφάρ με τους [[Αρμενία|Αρμένιους]] συμμάχους του, και κατάφερε να διασφαλίσει τον έλεγχο των βόρειων περιοχών της γειτονικής επαρχίας [[Ντιγιάρ Μουντάρ]], αφού κατέβαλε τους [[Μπανού ΚαϋςΚάις]] της περιφέρειας Σαρούτζ (αρχαίες Βάτναι).<ref name="EI2-104"/> Από εκεί εξεστράτευσε για να βοηθήσει τα εμιράτα της αραβοβυζαντινής μεθορίου («Thughur») και κατόπιν επενέβη στην Αρμενία με σκοπό να ανατρέψει την αυξανόμενη βυζαντινή επιρροή (βλ. [[#Πρώτες συγκρούσεις|παρακάτω]]).<ref>Bianquis (1997), pp. 104, 107</ref>
 
Εν τω μεταξύ, ο Χασάν ενεπλάκη στις ίντριγκες της αββασιδικής αυλής. Από την δολοφονία του χαλίφη αλ-Μουκταντίρ το 932, η κυβέρνηση του Χαλιφάτου είχε σχεδόν καταρρεύσει, και το 936 ο ισχυρός κυβερνήτης της [[Ουασίτ]], [[Μουχάμαντ ιμπν Ραΐκ]], ανέλαβε τον τίτλο του «αμίρ αλ-ουμαρά» («εμίρης των εμίρηδων»), και μαζί του τον ουσιαστικό έλεγχο του κράτους. Ο χαλίφης [[αλ-Ραντί]] περιορίστηκε σε καθαρά διακοσμητικό ρόλο, ενώ τόσο το μέγεθος όσο και οι αρμοδιότητες της εκτεταμένης αυλικής γραφειοκρατίας περικόπηκαν δραματικά.<ref>Kennedy (2004), σ. 192–195</ref> Η θέση του Ιμπν Ραΐκ όμως ήταν κάθε άλλο παρά ασφαλής, και σύντομα μια πολύπλευρη διαμάχη ξέσπασε ανάμεσα στους γειτονικούς ημιαυτόνομους κυβερνήτες και τους Τούρκους στρατιωτικούς αρχηγούς με έπαθλο την θέση του «αμίρ αλ-ουμαρά» και τον έλεγχο του Χαλιφάτου, η οποία τερματίστηκε το 946 με την οριστική επικράτηση των [[Μπουγίδες|Μπουγιδών]].<ref>Kennedy (2004), σ. 195–196</ref>
Γραμμή 78:
 
====Εξεγέρσεις των αραβικών φυλών====
Πέρα από τη σύγκρουσή του με τους Ιχσιντίδες, στην προσπάθειά του να επιβληθεί στην Συρία ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αναγκάστηκε να εξασφαλίσει καλές σχέσεις και με τις ανυπάκουες γηγενείς αραβικές φυλές.<ref>Kennedy (2004), σ. 273–274</ref> Εκείνη την εποχή η βόρεια Συρία ελεγχόταν από έναν αριθμό αραβικών φυλών, που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή ήδη από την εποχή των [[Ομεϋάδες|Ομεϋαδών]], και σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη νωρίτερα. Η περιοχή γύρω από τη Χομς ανήκε στους [[Μπάνου Καλμπ]] και τους Μπάνου Ταϊγί, ενώ ο βορράς, μια φαρδιά ζώνη εκτεινόμενη από τον [[Ορόντης ποταμός|Ορόντη]] ως πέρα από τον [[Ευφράτης|Ευφράτη]] ελεγχόταν από ως επί το πλείστον νομαδικές φυλές ΚαϋσιτώνΚαϊσιτών, τους Ουκαΐλ, Νουμαΐρ, Καμπ και Κουσαΐρ, καθώς και από τους ήδη αναφερθέντες Κιλάμπ, γύρω από το Χαλέπι. Πιο νότια, οι Τανούχ, με προέλευση από την [[Υεμένη]], είχαν εγκατασταθεί γύρω από το Μααράτ αλ-Νουμαάν]], ενώ στις ακτές κατοικούσαν οι Μπαχρά και Κούρδοι.<ref name="EI2-106">Bianquis (1997), p. 106</ref>
 
Στις σχέσεις του μαζί τους, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα ωφελήθηκε από το γεγονός ότι ήταν φυλετικά Άραβας, και όχι ένας Τούρκος ή Πέρσης πολέμαρχος, όπως η πλειοψηφία των συγχρόνων του ηγεμόνων στον ισλαμικό κόσμο. Έτσι κατάφερε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των αραβικών φυλών, και αρκετοί [[βεδουίνοι]] έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διακυβέρνηση του κράτους του.<ref name="Humphreys538"/> Εντούτοις, μιμούμενο την συνήθη πρακτική των ύστερων Αββασιδών, που ήταν ήδη γνωστή στον Σαΐφ αλ-Ντάουλα και αποτελούσε το κοινό πρότυπο για την ισλαμική Μέση Ανατολή, το κράτος των Χαμδανιδών στηριζόταν, και κατέληξε και αυτό να κυριαρχείται από, την τάξη των στρατιωτικών σκλάβων («γκιλμάν» ή «[[μαμελούκοι]]»), που στρατολογούνταν μεταξύ των μη αραβικών πληθυσμών στα όρια του ισλαμικού κόσμου, κυρίως των Τούρκων. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στη σύνθεση του στρατού του, που πλάι στο ιππικό των αραβικών φυλών έκανε ευρεία χρήση Δαϋλαμιτών και [[Σουδάν|Σουδανέζων]] ως πεζικό και των Τούρκων ως [[ιπποτοξότες|ιπποτοξοτών]].<ref name="Humphreys538"/><ref>Kennedy (2004), σ. 269, 274–275</ref>
Γραμμή 97:
 
====Πρώτες συγκρούσεις====
Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα πρωτοσυγκρούστηκε με τους Βυζαντινούς το 936, όταν ηγήθηκε εκστρατείας για να βοηθήσει τα [[Σαμόσατα]], που πολιορκούνταν από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Μια εξέγερση στα μετόπισθεν τον ανάγκασε όμως να εγκαταλείψει την εκστρατεία, και κατάφερε μόνο να στείλει μερικά εφόδια στην πόλη, που αλώθηκε λίγο αργότερα.<ref name="EI2-107">Bianquis (1997), σ. 107</ref><ref name="Treadgold483">Treadgold (1997), σ. 483</ref> Το 938, ηγήθηκε επιδρομής στην περιοχή της Μελιτηνής και κατέλαβε το βυζαντινό οχυρό [[Χάρπετε]]. Μερικοί άραβες ιστορικοί αναφέρουν ότι τότε συνάντησε σε μάχη και νίκησε τον ίδιο τον Κουρκούα, αλλά η βυζαντινή προέλαση συνεχίστηκε.<ref name="EI2-107"/><ref name="Treadgold483"/><ref>Whittow (1996), σ. 318–319</ref> Ακολούθησε η πιο σημαντική του εκστρατεία κατά την πρώιμη αυτή περίοδο: τα έτη 939–940, εισέβαλε στη νοτιοδυτική Αρμενία και απέσπασε δηλώσεις υποταγής και την παράδοση μερικών φρουρίων από τους τοπικούς ηγεμόνες, τους μουσουλμάνους ΚαϋσίτεςΚαϊσίτες του [[Μαντζικέρτ]] και τους χριστιανούς [[Βαγρατίδες]] του [[Ταρών]] και τον [[Κακίκιος Α' Αρτζρούνι|Κακίκιο Αρτζρούνι]] (Gagik Artsruni) του [[Βασίλειο του Βασπουρακάν|Βασπουρακάν]], που είχαν αρχίσει να κλίνουν προς το Βυζάντιο. Κατόπιν στράφηκε δυτικά, εισέβαλε σε βυζαντινά εδάφη και τα λεηλάτησε, προωθούμενος μέχρι την [[Κολώνεια]].<ref>Ter-Ghewondyan (1976), σ. 84–87</ref><ref>Treadgold (1997), σ. 483–484</ref><ref>Whittow (1996), σ. 319–320</ref> Η εκστρατεία αυτή κατάφερε να σπάσει προσωρινά τον βυζαντινό κλοιό γύρω από τη Θεοδοσιούπολη, αλλά η απασχόληση του Σαΐφ αλ-Ντάουλα με τους πολέμους του αδελφού του στο Ιράκ για τα επόμενα χρόνια δεν επέτρεψε την περαιτέρω εκμετάλλευσή της επιτυχίας του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Mark Whittow, εάν οι Χαμδανίδες είχαν επιμείνει, θα μπορούσαν εύκολα να είχαν εκμεταλλευτεί το φόβο των Αρμένιων ηγεμόνων μπροστά στο βυζαντινό επεκτατισμό, και να είχαν δημιουργήσει ένα δίκτυο συμμαχιών για την ανάσχεση των Βυζαντινών. Στην πραγματικότητα, μετά την αναχώρηση του Σαΐφ αλ-Ντάουλα οι Βυζαντινοί είχαν πλήρη ελευθερία κινήσεων, με αποτέλεσμα την κατάληψη της Θεοδοσιούπολης και την στερέωση της βυζαντινής κυριαρχίας στην ευρύτερη περιοχή.<ref name="Kennedy276"/><ref name="EI2-107"/><ref>Whittow (1996), σ. 320, 322</ref>
 
====Αποτυχίες και νίκες, 945–955====
Γραμμή 123:
Παρά την ασθένειά του και τις εσωτερικές ταραχές, το 963 ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εξαπέλυσε τρεις επιδρομές στην Μικρά Ασία, μία εκ των οποίων έφτασε στα πρόθυρα του [[Ικόνιο|Ικονίου]]. Ο Ιωάννης Τσιμισκής όμως, διάδοχος του Νικηφόρου Φωκά ως Δομέστικος της Ανατολής, απάντησε με μια χειμερινή εισβολή στην Κιλικία, όπου συνέτριψε έναν αραβικό στρατό στο «Πεδίο του Αίματος» κοντά στα [[Άδανα]] και πολιόρκησε την [[Μοψουεστία]] ώσπου η έλλειψη εφοδίων τον ανάγκασε να επιστρέψει στις βάσεις του. Το φθινόπωρο του 964, ο Νικηφόρος Φωκάς, αυτοκράτορας πλέον, επανήλθε στην Ανατολή, όπου συνάντησε ασθενή αντίσταση. Η Μοψουεστία πολιορκήθηκε ξανά αλλά και πάλι άντεξε μέχρις ότου ο λιμός που μάστιζε την περιοχή ανάγκασε τους Βυζαντινούς να υποχωρήσουν.<ref name="EI2-108"/><ref>Treadgold (1997), σ. 499</ref> Ο αυτοκράτορας όμως επανέλαβε την εκστρατεία του τον επόμενο χρόνο και κατέλαβε την πόλη, εκδιώκοντας τους κατοίκους της. Λίγο μετά, στις 16 Αυγούστου 965, η Ταρσός παραδόθηκε από τους κατοίκους της σε αντάλλαγμα ασφαλούς διέλευσης για την Αντιόχεια. Η Κιλικία έγινε ξανά μια βυζαντινή επαρχία, και ο Νικηφόρος Φωκάς έλαβε μέτρα για τον επανεκχριστιανισμό της.<ref name="EI2-108"/><ref name="Whittow326"/><ref>Kennedy (2004), σ. 278–279</ref><ref>Treadgold (1997), σ. 500–501</ref>
 
Το 965 είδε δυο ακόμα μείζονες εξεγέρσεις στις χαμδανιδικές κτήσεις. Η πρώτη, υπό τον πρώην Καρμαθιανό Μαρουάν αλ-ΟυκαϋλίΟυκαϊλί, που είχε διατελέσει και κυβερνήτης των συριακών παραλίων, γρήγορα απέκτησε απειλητικές διαστάσεις: οι επαναστάτες κατέλαβαν τη Χομς, νίκησαν το στρατό που στάλθηκε εναντίον τους και προήλασαν προς το Χαλέπι, όμως σε μια σύγκρουση μπροστά στα τείχη ο αλ-Ουκαϊλί πληγώθηκε θανάσιμα και πέθανε λίγο μετά.<ref name="EI2-108"/><ref name="Kennedy279"/> Το φθινόπωρο, μια πιο σοβαρή εξέγερση ξέσπασε στην Αντιόχεια, υπό τον πρώην κυβερνήτη της Ταρσού, Ρασίκ ιμπν Αμπντ Αλλάχ αλ-Νασίμι, που προκλήθηκε από την είδηση της πτώσης της Κιλικίας. Αφού συγκέντρωσε στρατό από τους κατοίκους της πόλης, ο Ρασίκ με τη σειρά του πολιόρκησε το Χαλέπι, που υπεράσπιζαν ο Καρκούγια και ένας άλλος εκ των «γκιλμάν» του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, ο Μπισάρα. Οι Αντιοχείς κατάφεραν να καταλάβουν την κάτω πόλη, όταν, τρεις μήνες μετά την έναρξη της πολιορκίας, ο Ρασίκ σκοτώθηκε και τον διαδέχτηκε ένας Δαϋλαμίτης ονόματι Ντιζμπάρ. Ο Ντιζμπάρ νίκησε τον Καρκούγια και κατέλαβε την ακρόπολη, αλλά μετά εγκατέλειψε την πόλη για να κυριεύσει την υπόλοιπη βόρεια Συρία.<ref name="Kennedy279"/><ref>Bianquis (1997), σ. 108–109</ref> Την ίδια χρονιά ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα υπέστη και μια προσωπική τραγωδία, με τον θάνατο δυο γιών του, των Αμπούλ-Μακαρίμ και Αμπούλ-Μπακαράτ.<ref name="EI2-108"/>
 
Στις αρχές του 966, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα πέτυχε τη σύναψη ανακωχής με τους Βυζαντινούς, καθώς και τη διενέργεια ανταλλαγής αιχμαλώτων, που έλαβε χώρα στα Σαμόσατα. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εξαγόρασε τους πολυάριθμους μουσουλμάνους αιχμαλώτους με μεγάλα ποσά, αλλά οι περισσότεροι αμέσως πήγαν με το μέρος του Ντιζμπάρ. Τότε ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αποφάσισε να αντιμετωπίσει ο ίδιος την εξέγερση: μεταφερόμενος κλινήρης στο φορείο του επέστρεψε στο Χαλέπι, και την επόμενη μέρα νίκησε κατά κράτος τους επαναστάτες, με τη βοήθεια των Κιλάμπ, που αυτομόλησαν στο πλευρό του από το στρατό του Ντιζμπάρ. Οι επιζώντες επαναστάτες τιμωρήθηκαν χωρίς οίκτο.<ref name="Kennedy279"/><ref name="EI2-lastyears">Bianquis (1997), σ. 108, 109</ref> Εντούτοις, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα παρέμενε ανήμπορος να εμποδίσει τον Νικηφόρο Φωκά όταν αυτός επανέλαβε την προέλασή του. Ο Χαμδανίδης κατέφυγε στο οχυρό Σαϊζάρ, ενώ οι Βυζαντινοί δήωσαν την Τζαζίρα προτού στραφούν στη βόρειο Συρία, όπου επιτέθηκαν στη Μανμπίτζ, στο Χαλέπι και στην Αντιόχεια, της οποίας ο νεοδιορισθείς κυβερνήτης, Τακί αλ-Ντιν Μουχάμαντ ιμπν Μούσα, αυτομόλησε στο βυζαντινό στρατόπεδο φέρνοντας μαζί του το ταμείο της πόλης.<ref name="Whittow326"/><ref name="EI2-lastyears"/><ref>Treadgold (1997), σ. 501–502</ref> Στις αρχές του Φεβρουαρίου του 967, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα επέστρεψε στο Χαλέπι, όπου και πέθανε μερικές μέρες αργότερα (9 Φεβρουαρίου), αν και μία πηγή ισχυρίζεται ότι πέθανε στη Μαγιαφαρικίν. Η σωρός του ταριχεύτηκε και θάφτηκε στη Μαγιαφαρικίν, στο ίδιο μαυσωλείο με τη μητέρα του και την αδελφή του. Λέγεται ότι ένα τούβλο, φτιαγμένο από τη σκόνη που σκέπαζε την πανοπλία του όταν επέστρεφε από τις εκστρατείες του, τοποθετήθηκε ως προσκέφαλο του. Τον διαδέχτηκε ο μοναδικός επιζών γιος του, ο Αμπούλ-Μααλί Σαρίφ, πιο γνωστός ως [[Σαντ αλ-Ντάουλα]].<ref>Bianquis (1997), σ. 103, 108, 109</ref><ref name="Kennedy280">Kennedy (2004), σ. 280</ref>