Βλάχοι (όρος): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
τον όρο (βλάχος) και το ιδίωμά τους.
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον 79.166.112.188 (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό [[Χρ...
Γραμμή 1:
{{ουδετερότητα|@=14-1-2012}}
Αρειμάνος(βλάχος) είναι ο γηγενής αυτόχθον κάτοικος της Πίνδου, κτηνοτρόφος κατά κύριο λόγο. Ο όρος βλάχος δεν αποτελεί εθνότητα αλλά εργασιακή ενασχόληση με την κτηνοτροφία και η ονομασία προέρχεται από τις βληχές των ζώων, τα βελάζματα.(Δωρικά βλαχά). Το ιδίωμά τους είναι πελασγικό κυρίως με δωρικά και αιολικά στοιχεία που αναλόγως τις περιοχές προστίθενται ή αφαιρούνται σύμφωνα και φωνήεντα.{{ουδετερότητα|@=14-1-2012}}
 
Στην [[Ελλάδα]] η λέξη ''Βλάχος'' (με κεφαλαίο Β) χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τους ομιλούντες την Βλάχικη γλώσσα ([[Αρμάνοι]]) ή τους ομιλούντες την Βλαχομογλενίτικη. Με την υποχώρηση της γλώσσας που παρατηρήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, η λέξη αναφέρεται πλέον και σε όσους προέρχονται από βλαχόφωνες οικογένειες χωρίς απαραίτητα να γνωρίζουν και να ομιλούν τη βλάχικη.<br />
Σε κάποιες περιοχές των Βαλκανίων η λ. Βλάχος σήμαινε γενικά τον ορθόδοξο χριστιανό, ανεξαρτήτως γλώσσας.<ref>[http://books.google.gr/books?id=Rf8P-7ExoKYC&pg=PA68&lpg=PA68&dq=poturciti&source=bl&ots=KOtjeSLQff&sig=VkkuKKuFkpclq93vXIweLcp9tzc&hl=el&sa=X&ei=FK9jUcXJCYSs0QXFh4GoCg&ved=0CDMQ6AEwAQ#v=onepage&q=poturciti&f=false Mitja Velikonja, ''Religious Separation and Political Intolerance in Bosnia-Herzegovina'', Texas A&M University Press, 5 Φεβ 2003. σελ. 68.]</ref>
 
 
==Προέλευση της λέξης "Βλάχος"==
{{βικιλεξικό|βλάχος}}
Η ιστορική έρευνα δεν έχει καταλήξει σε ένα γενικώς αποδεκτό συμπέρασμα για την πρόλευση της λέξης και η έλλειψη ομοφωνίας σχετίζεται ως ένα βαθμό με τις διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν για την καταγωγή των Βλάχων. Η ονομασία ''Βλάχος'' είναι ασαφής με γενικό κανόνα να σημαίνει τον ''λατινόφωνο''. Οι κυριότερες απόψεις που αναπτύχθηκαν όσον αφορά την ετυμολογία του όρου είναι:
 
*Από την Πρωτο-[[Γερμανική γλώσσα|γερμανική]] λέξη, κέλτικης ρίζας, "Walha" αργότερα "walch" ή "welsch", με την οποία οι αρχαίοι γερμανοί προσδιόριζαν τους Ρωμαίους και γενικότερα τους λαούς που είχαν ενσωματωθεί πολιτειακά και πολιτισμικά στον ρωμαϊκό κόσμο, που επίσης σημαίνει ξένο, μη [[Γερμανία|Γερμανό]] αλλά λατινόφωνο και αφορά όλους τους λατινοποιημένους αυτόχθονες πληθυσμούς (συνήθως οι Κέλτες) της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως φαίνεται και από τις ονομασίες των περιοχών όπως Wallonie στο Βέλγιο, Cornwall και Wales στη Βρετανία, Wallis στην Ελβετία, Wallachia στη Ρουμανία. Στη συνέχεια υιοθετήθηκε από τους περισσότερους λαούς οι οποίοι είχαν γείτονες λατινόφωνους πληθυσμούς, κι έτσι προκύπτει και η αντίστοιχη ετυμολογία από την [[Σλαβικές γλώσσες|παλαιοσλαβική]] λέξη ''vlah'' που σημαίνει ξένος, αλλοεθνής, μη Σέρβος αλλά λατινόφωνος.Ο δανεισμός της από τους μεσαιωνικούς Σλάβους επιφέρει την φωνητική της μετατροπή σε Vlah. Υπό αυτή την μορφή μετεξελίσσεται σε όρο που προσδιορίζει πληθυσμούς της νοτιανατολικής Ευρώπης που ομιλούν διάφορες μορφές της βαλκανο-ρωμανικής γλώσσας δηλαδή των νεολατινικών διαλέκτων του Βαλκανικού χώρου.
*
*Από τον [[Αίγυπτος|αιγυπτιακό]] όρο ''"φελάχ"''(=αγρότης), αυτός που ασχολείται με γεωργικές εργασίες. Συγκεκριμένα οι λόγω λιμού καταφυγόντες στην Αίγυπτο Εβραίοι άποικοι αυτοαποκαλούμενοι ''γεωργοί'' (σημητιστί φαλάχ) επειδή καλλιεργούσαν τα χωράφια που βρίσκονταν κοντά στα σύνορα που τους είχαν παραχωρηθεί από τις Αιγυπτιακές αρχές. Οι διάδοχοι Πτολεμαίοι τους αποκαλούσαν επισήμως γεωργούς, λαικώς όμως ''φαλάχ'' με την προσθήκη της ελληνικής κατάληξης -ος μεταβάλλοντας το αρχικό δασύ ''φ'' στο αντίστοιχο του μέσου ''β'' και το διαμόρφωσαν σε ''βαλάχος''. Τον τύπο ''Βαλάχος'' διατήρησαν οι Ρωμαίοι όρος που εισάγουν στη διοίκηση του Ρωμαϊκού κράτους ως ''Vlachus'' και μεταρρυθμίζεται τότε και ο θεσμός του αποικισμού των ακτημόνων Ρωμαίων στις χώρες που καταλάμβαναν οι Ρωμαίοι.<ref>Αντώνιος Κεραμόπουλλος, «Ο Στράβων και οι Βλάχοι της Πίνδου», Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τομ.23 (1953), σελ.66-67</ref>
*Είναι εξέλιξη της λέξης ''Βληχή'' ([[Δωρική διάλεκτος|δωρικά]] ''βλαχά'') που σημαίνει ''βέλασμα''.
*Προέρχεται από την λέξη ''Volcae'', [[Κέλτικος πολιτισμός|κέλτικη]] φυλή η οποία συνόρευε με τα γερμανικά φύλα και με αυτό το όνομα οι Γερμανοί αποκαλούσαν οποιονδήποτε λατινόφωνο<ref>Αχιλλέας Λαζάρου, Βαλκάνια και Βλάχοι, εκδ. Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Αθήναι.1993, σελ. 29</ref>
*Από την συνένωση των λέξεων ''valles'' (''=κοιλάδα'') και ''aqua'' (''=νερό''), δείγμα της ενασχόλησης των βλάχων με την [[κτηνοτροφία]] και την φροντίδα των ζώων.
*Από το [[Λατινική γλώσσα|λατινικό]] ''villicus'' που ήταν για τους [[Ρωμαίοι|Ρωμαίους]] ο αγρότης.
 
==Ασχολίες==
Γραμμή 14 ⟶ 20 :
 
==Γλώσσα==
Οι Βλάχοι της Νότιας Βαλκανικής αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμούνιι (Αrmɨɲi) <ref>Στις παρενθέσεις καταχωρείται η φωνητική απόδοση των βλάχικων λέξεων βάση των γραφημάτων του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου.</ref> ή Ρεμένιι (Remeɲi) όροι που προέρχονται από το Μένοςλατινική τουλέξη ΘεούRomani«Ρωμαίοι». Άρη(Αρειμένιοι)Από τους ίδιους όρους διαμορφώθηκε ο νεολογισμός Αρωμούνοι που χρησιμοποιεί σήμερα η επιστημονική βιβλιογραφία. Η πλειοψηφία τους ζει στην Ελλάδα, την Αλβανία, την Π.Γ.Δ.Μ. και την Ρουμανία. Ιστορική τους κοιτίδα θεωρείται η οροσειρά της Πίνδου και οι ορεινές της προεκτάσεις. Η χρήση της Βλάχικης γλώσσας υπήρξε κυρίως προφορική ενώ ως γραπτή γλώσσα χρησιμοποιήθηκε από τους Βλάχους κυρίως η ελληνική.
==Στην καθημερινή γλώσσα==
Στην καθημερινή γλώσσα ο ''βλάχος'' (με μικρό β, προφ. ''βλά-χους'') αποτελεί γενικευμένο όρο για όσους κατάγονται από βουνίσια ή αγροτική περιοχή, και αναφέρεται σε κάποιον που μιλάει με χωριάτικη προφορά. Συνήθως είναι υποτιμητικός χαρακτηρισμός και υποδηλώνει έλλειψη μόρφωσης και συμπεριφοράς. Χρησιμοποιείται κυρίως μεταφορικά για κάποιον απολίτιστο, αμόρφωτο και χωρίς τρόπους.<ref>Νικόλαος Κοντοσόπουλος, «Οι Έλληνες και οι άλλοι», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, τομ. 29-30 (1999-2003), σελ.298</ref>