Μάχη του Μαντζικέρτ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ioanab (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Διόρθωση ορθογραφικών λαθών/στίξης, γλωσσική επιμέλεια
Ioanab (συζήτηση | συνεισφορές)
Μικρές αλλαγές και διορθώσεις
Γραμμή 22:
Τον χειμώνα του 1071, ο Ρωμανός Διογένης πληροφορήθηκε ότι ο [[Αλπ Αρσλάν]] απουσίαζε από την περιοχή της [[Αρμενία]]ς, πολιορκώντας τη βυζαντινή Έδεσσα (σημ. [[Ούρφα]]). Έχοντας σκοπό να εισβάλει στην Αρμενία, ο Ρωμανός άρχισε από τον Φεβρουάριο του 1071 να συγκεντρώνει μεγάλη στρατιά στην Κωνσταντινούπολη. Με σκοπό να εξαπατήσει τους Σελτζούκους,<ref name=Markham>Markham (2005)</ref> έστειλε στον Αλπ Αρσλάν πρεσβεία με ειρηνευτικούς όρους, τους οποίους εκείνος δέχτηκε αμέσως, γιατί έτσι μπορούσε να επιτεθεί απερίσπαστα εναντίον του [[Αλέπο|Χαλεπίου]], το οποίο ανήκε στην επικράτεια του [[Χαλιφάτο]]υ των [[Φατιμίδες|Φατιμιδών]].
 
Έχοντας έτσι παραπλανήσει τον Σελτζούκο σουλτάνο, το καλοκαίρι του 1071 ο Ρωμανός εισέβαλε με στρατό 40.000 (κατά την επικρατέστερη άποψη) ανδρών στην Αρμενία και κινήθηκε προς τη Θεοδοσιούπολη (σημ. [[Ερζερούμ]]), στην οποία έφτασε τον Ιούλιο. Ύστερα, αποφάσισε ότι θα βάδιζε προς το [[Μαντζικέρτ]], αν και οι στρατηγοί του τον συμβούλεψαν να περιμένει τον Αλπ Αρσλάν και να μην κινηθεί προς το εσωτερικό της κατεχόμενης από τους Σελτζούκους Αρμενίας<ref name=Markham/>. Πριν ξεκινήσει για το σημαντικό αυτό φρούριο που έπρεπε να καταλάβει, εάν ήθελε να έχει προφυλαγμένα τα νώτα του, ο Ρωμανός έθεσε τον Ανδρόνικο Δούκα επικεφαλής της οπισθοφυλακής και έστειλε ανιχνευτές να ελέγξουν το πέρασμα. Οι ανιχνευτές τον διαβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχε αντίπαλος στρατός.
 
Όμως, ο αυτοκράτορας υπέπεσε σε σοβαρά λάθη. Έθεσε τον γιο του πολιτικού του αντιπάλου αρχηγό της οπισθοφυλακής, δεν υπολόγισε το δίκτυο πληροφοριοδοτών του Αλπ Αρσλάν και δεν φρόντισε να έχει καλή εικόνα των κινήσεων του αντιπάλου του. Ο Ρωμανός δεν γνώριζε ότι ο σουλτάνος ήταν όχι πάνω από 200 χλμ μακριά από τη Θεοδοσιούπολη, καθώς είχε ενημερωθεί για τις κινήσεις του αυτοκράτορα. Ο Άλπ Αρσλάν είχε λύσει την πολιορκία του Χαλεπίου και στον δρόμο συγκέντρωσε ακόμα πιο πολλούς μαχητές για να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς, ανεβάζοντας τη δύναμη του στρατού του στις 30.000 άνδρες.<ref name=Haldon118/>
Γραμμή 37:
==Η μάχη==
 
Στις 24 Αυγούστου 1071,<ref name="Haldon121">Haldon (2000), σ. 120</ref> ημέρα Τετάρτη, ένα ανιχνευτικό απόσπασμα Βυζαντινών αψιμάχησε με ένα Σελτζουκικόσελτζουκικό, στα ανατολικά της λίμνης Βαν. Ο [[Ρωμανός Δ' Διογένης|Ρωμανός]], μη γνωρίζοντας πως έχει να κάνει με την εμπροσθοφυλακή του στρατεύματος του [[Αλπ Αρσλάν]], την οποία διοικούσε ο [[Νιζάμ αλ-Μουλκ]], υπασπιστής του σουλτάνου, έστειλε τον επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας Νικηφόρο Βρυέννιο με μικρή δύναμη για να απωθήσει τους Τούρκους. Σύντομα ο Βρυέννιος, βλέποντας ότι μονάδες του ενεπλάκησαν σε ενέδρες και περικυκλώθηκαν από ισχυρές εχθρικές δυνάμεις, διέταξε υποχώρηση στο βυζαντινό στρατόπεδο. Ο αυτοκράτορας, μη έχοντας ακόμη πειστεί πως επρόκειτο για μονάδες του κυρίως σελτζουκικού στρατού, έστειλε τον αρμενικής καταγωγής [[Βασιλάκιος|Νικηφόρο Βασιλάκιο]], δούκα της Θεοδοσιούπολης (σημ. [[Ερζερούμ]]), με πολύ ισχυρότερη δύναμη ιππικού εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι τότε εφάρμοσαν τη συνήθη σε αυτούς τακτική της ψεύτικης υποχώρησης με σκοπό την ενέδρα. Ο Βασιλάκιος, περιφρονώντας τις βασικές αρχές της βυζαντινής τακτικής απέναντι στα πολεμικά τεχνάσματα των νομαδικών λαών, παρασύρθηκε σε ανεξέλεγκτηαλόγιστη καταδίωξη των Τούρκων και τελικά έπεσε στην ενέδρα τους. Ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος, ενώ οι άντρες του έπεσαν νεκροί σχεδόν μέχρι τον τελευταίο.<ref name="Haldon121"/>
 
Τότε ο Ρωμανός, συνειδητοποιώντας την ισχύ του τουρκικού αποσπάσματος αλλά μη δεχόμενος ακόμη πως επρόκειτο για τοτον στρατό του Αλπ Αρσλάν, έστειλε εναντίον του ξανά τον Βρυέννιο, επικεφαλής ολόκληρης της αριστερής πτέρυγας. Όμως, ως τότε οι Τούρκοι είχαν προλάβει να αποσυρθούν στους γύρω λόφους. Τελικά, ο Βρυέννιος κατάλαβε τι πραγματικά συνέβαινε, όταν βρήκε έναέναν τραυματισμένο επιζώντα της δύναμης του Βασιλάκιου. ΕκείνηΚαι τηενώ το βυζαντινό απόσπασμα βρισκόταν ακόμη στιγμήεκεί, το απόγευμα της 24ης Αυγούστου, οι Τούρκοι επέστρεψαν στο πεδίο της μάχης σε πλήρη παράταξη και επιτέθηκαν προσπαθώντας να περικυκλώσουν τη δύναμη του Βρυέννιου. Ο τελευταίος αναγκάστηκε, τότε, μπροστά στις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, να σημάνει συντεταγμένη υποχώρηση. Η υποχώρηση αυτή συνδυάστηκε με τοπικές αντεπιθέσεις, οι οποίες οδήγησαν σε προσωρινή υποχώρηση των Τούρκων, και το βυζαντινό απόσπασμα επέστρεψε ασφαλές στο στρατόπεδο. Λέγεται ότι ο Βρυέννιος επέστρεψε τραυματισμένος από δυο βέλη στηστην πλάτη και ένα ακόντιο στο στήθος. Την άλλη μέρα, πάντως, ήταν και πάλι σε θέση να πολεμήσει.<ref>Haldon (2000), σ. 120-121</ref>
 
Ο αυτοκράτορας διέταξε τότε το στρατό του να ετοιμαστεί για επίθεση σε πλήρη παράταξη. Όμως οι Τούρκοι είχαν ξανά αποσυρθεί πέρα από τους λόφους και δεν ήταν δυνατό να εντοπιστούν ούτε από τα βυζαντινά ανιχνευτικά αποσπάσματα., Τότεοπότε ο βυζαντινός στρατός επέστρεψε στο στρατόπεδο. Ενώ είχε φτάσει ήδη το βράδυ, ο τουρκικός στρατός, σε μια ακόμη επίδειξη της κινητικότητάς του, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά και μέσα στο μισοσκόταδο, εναντίον Ούζων (ή, αλλιώς, Ογούζων, τουρκ. Oğuz) Τούρκων μισθοφόρων του Διογένη, οι οποίοι συναλλάσσονταν με εμπόρους έξω από το βυζαντινό στρατόπεδο. Στην προσπάθεια των πανικόβλητων Ογούζων να επιστρέψουν στην ασφάλεια του στρατοπέδου, δημιουργήθηκεπροκλήθηκε σύγχυση, καθώς αυτοί δεν διέφεραν σε εμφάνιση από τους ομόγλωσσούς τους Σελτζούκους. Τελικά, οι Σελτζούκοι επιδρομείς εξαφανίστηκαν το ίδιο γρήγορα, όπως είχαν εμφανιστεί, και η υπόλοιπη νύχτα κύλησε με περιορισμένες μόνο επιθέσεις εναντίον του αυτοκρατορικού στρατοπέδου.<ref>Haldon (2000), σ. 121</ref>
 
Το πρωί της 25ης Αυγούστου, οι Σελτζούκοι προσπάθησαν να καταλάβουν την όχθη του ποταμού απέναντι από το βυζαντινό στρατόπεδο και ο Ρωμανός έστειλε το βαρύ πεζικό να τους απωθήσει. Το πεζικό πέτυχε στην αποστολή του αλλά, λίγο μετά, μεγάλο μέρος των Ούζων άλλαξε στρατόπεδο και προσχώρησε στους ομόγλωσσούς τους Τούρκους. Ο φόβος ότι και οι υπόλοιποι Ούζοι θα έπαιρναν το μέρος των Σελτζούκων καταπραΰνθηκε μετά από όρκο πίστης που έδωσαν στον αυτοκράτορα. Στη συνέχεια, κατέφθασε πρεσβεία από τον [[χαλίφης|χαλίφη]] της [[Βαγδάτη]]ς, Al-Mouhalban, ζητώντας διαπραγματεύσεις. Ο Ρωμανός, όμως, ζήτησε όρους, -μεταξύ των οποίων την αποχώρηση των Σελτζουκικώνσελτζουκικών δυνάμεων από τη Μ. Ασία-, οι οποίοι οδήγησαν στην αποχώρηση της πρεσβείας. Ίσως πίστευε πως η αποστολή πρεσβείας ήταν προϊόν παρελκυστικής τακτικής εκ μέρους των Σελτζούκων, με σκοπό να συγκεντρώσουν κι άλλα στρατεύματα, ενώ ο ίδιος είχε ήδη στείλει αγγελιαφόρους προς τα τμήματα του ΟυρσέλιουΡουσέλ και του Ταρχανειώτη με εντολή να ενωθούν με το κυρίως στράτευμα. Εξ άλλουΕξάλλου, παρά τις ως τότε δυσάρεστες εξελίξεις, ο βυζαντινός στρατός εξακολουθούσε να διαθέτει ισχυρή αυτοπεποίθηση, λόγω της πειθαρχίας και της τάξης του, στοιχείων που του έδιναν υπεροχή του σε συνθήκες μάχης εκ παρατάξεως.<ref name=Haldon121>Haldon (2000), σ. 120</ref>
 
Ο [[Αλπ Αρσλάν]] παρέταξε το στράτευμά του σε σχήμα ημισελήνου, χωρισμένο σε τρεις διοικήσεις. Όλα τα σώματα αποτελούνταν κυρίως από ελαφρόελαφρύ ιππικό, εφοδιασμένο με βέλη, ακόντια και σπαθιά. Πιο πίσω βρισκόντουσανβρίσκονταν πεζοί, ντυμένοιστρατιώτες ελαφράμε αμυντικάελαφρύ μεοπλισμό αποτελούμενο από δόρατα, ασπίδες, σπαθιά και τσεκούρια. Ο [[Ρωμανός Δ' Διογένης]] παρέταξε το στρατό του σε δυο παράλληλες γραμμές, η κάθε μια μεεκ των οποίων είχε βάθος 8 έως 10 ανδρών για τους πεζούς και 3 έως 4 για τους ιππείς. Το πλάτος της παράταξης του στρατού ήταν μέτριο. Τα 2/3 του στρατεύματος χωρίστηκαν σε τρία τμήματα, ενώ κράτησε το 1/3 του στρατεύματος ως εφεδρεία. Το αριστερό τμήμα το κρατούσαν τα θεματικά στρατεύματα από τη [[Μακεδονία]], τη [[Θεσσαλία]] και τη [[Θράκη]] μαζί με τους [[Σλάβοι|Σλάβους]], μεέχοντας επικεφαλής τον Νικηφόρο Βρυέννιο. Το κέντρο το διοικούσε ο αυτοκράτορας Ρωμανός, με την αυτοκρατορική φρουρά των 500 [[Βάραγγοι|Βαράγγων]] που είχε πάρει μαζί του, ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις ήταν [[Καππαδοκία|Καππαδόκες]] στρατιώτες, [[Φράγκοι]] και Τουρκομάνοι. Στο δεξιό τμήμα τητην διοίκησηευθύνη είχε ο Θεόδωρος Αλυάτης και διοικούσε τους Ίβηρες της [[Αρμενία]]ς, τους [[Χαζάροι|Χαζάρους]] και τους Σλάβους. Την εφεδρεία την διοικούσε ο Ανδρόνικος Δούκας με τμήματα Χαζάρων, Γερμανών, Φράγκων και των ιδιωτικών στρατών που είχε διαθέσει ο ίδιος και η φατρία του. Στις [[26 Αυγούστου]] του [[1071]] θα δινόταν η μεγάλη μάχη.
 
 
 
Καθώς άρχισε να κινείται το βυζαντινό στράτευμα, οι Σελτζούκοι άρχισαν να εξαπολύουν βέλη και να ανοίγουν τα άκρα τους με σκοπό να κυκλώσουν τους Βυζαντινούς. Τα δυο κέντρα συγκρούστηκαν, ενώ τα άκρα των Βυζαντινών κατεδίωκαν τα άκρα των Σελτζούκων. Όλη η τουρκική παράταξη άρχισε να υποχωρεί στοπρος το όρος Σουφάν, συνεχίζοντας όμως να εξαπολύει βέλη. Η συνοχή του βραδυκίνητου βυζαντινού στρατεύματος κλονίστηκε και αυτό άρχισε να σπάειεμφανίζει ρωγμές. Οι Σελτζούκοι κύκλωναν απομονωμένες μονάδες και τις αποτελείωναν γρήγορα. Σε δυο ώρες θα έπεφτε η νύχτα και το στράτευμα του Ρωμανού είχε πολλές απώλειες, ενώ οι Σελτζούκοι δεν είχαν ούτε 1.000 απώλειες,. έτσιΈτσι, ο Ρωμανός διέταξε τακτική αναστροφή του μετώπου για αποχώρηση. Οι Βρυέννιος και Αλυάτης νόμισαν ότι το σύνθημα έδειχνε ότι ηττήθηκαν και υποχωρούσαν. Πολλοί μαχητές πέταξαν τα όπλα και άρχισαν να τρέχουν και οι ιππείς έκαναν μεταβολή και σπιρούνισαν τα άλογά τους. ΟΤότε, ο σουλτάνος διέταξε και την εφεδρεία του να μπει στη μάχη και να καταδιώξουνκαταδιώξει τους Βυζαντινούς. ΜεΜετά από αυτή την κίνηση του σουλτάνου, ο αυτοκράτορας δεν είχε άλλη επιλογή από το να πολεμήσει και διέταξε επανάληψη της επίθεσης. Το πεδίο της μάχης έγινε μια απέραντη χαοτική μάζα στρατιωτών που μάχονταν, υποχωρούσαν ή κρυβόντουσαν. Τότε έπρεπε να δράσει η εφεδρεία του Ανδρόνικου Δούκα, αλλά αυτός, είτε από προδοτική διάθεση είτε βλέποντας την εξέλιξη της μάχης και πιστεύοντας πως ο αυτοκράτορας θα σκοτωθεί εκεί, διέταξε την εφεδρεία να αποσυρθείείτε από τοπροδοτική πεδίοδιάθεση της μάχης, ώστεγια να μείνει ανοιχτός ο δρόμος για τον θρόνο, διέταξε την εφεδρεία να αποσυρθεί από το πεδίο της μάχης. Ο Βρυέννιος έσπασε τον κλοιό των Σελτζούκων και διέφυγε. Ο Αλυάτης πιάστηκε αιχμάλωτος και το κέντρο της παράταξης κατέρρευσε. Μόνο οι Βάραγγοι με τις ασπίδες τους προστάτευαν τον αυτοκράτορα και συνέχισαν να μάχονται μανιασμένα. Με την πάροδο του χρόνου, όλοι έπεσαν νεκροί, ενώ ο αυτοκράτορας [[Ρωμανός Δ' Διογένης]] αιχμαλωτίστηκε βαριά τραυματισμένος στο στήθος και στο χέρι. Δέκα Σελτζούκοι τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στοστον σουλτάνο, ενώ οι συμπολεμιστές τους γιόρταζαν στο πεδίο της μάχης τη νίκη τους. Οι απώλειες των Βυζαντινών έφτασαν ίσως και τους 8.000 άνδρες, νεκροίνεκρούς και αιχμάλωτοιαιχμαλώτους.
 
==Αιχμαλωσία Ρωμανού Δ'==
[[Αρχείο:BnF Fr232 fol323 Alp Arslan Romanus.jpg|thumb|right|Ο [[Αλπ Αρσλάν]] εξευτελίζει τον [[Ρωμανός Δ' Διογένης|Ρωμανό Διογένη]] (γαλλική μινιατούρα του 15ου αι.)]]
Όταν παρουσιάστηκεπαρουσίασαν οτον αιχμάλωτοςαιχμάλωτο [[Ρωμανός Δ' Διογένης|ΡωμανόςΡωμανό Δ']] μπροστά στον [[Αλπ Αρσλάν]], ο δεύτερος δεν πίστευε ότι αυτός ο γεμάτος αίματα και σακατεμένος άνδρας, ήταν πράγματι ο παντοδύναμος Βυζαντινός Αυτοκράτορας. Μετά την επαλήθευση των στοιχείων του αυτοκράτορα, ένας(παραδίδεται διάλογοςότι) έγινε μεταξύ τους ένας διάλογος ο οποίος έμεινε στην ιστορία:
 
:'''Αλπ Αρσλάν''': ''"Τι θα έκανες, αν ήμουν εγώ δικός σου αιχμάλωτος;"''
Γραμμή 63:
Σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, την ευθύνη για την ήττα φέρει η κρατούσα τάξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας για λόγους καθαρά οικονομικούς, ως αντίδραση προς την προσπάθεια του Ρωμανού Δ' να συγκεντρώσει φόρους που θα επέτρεπαν την αποκατάσταση της ισχύος των βυζαντινών στρατευμάτων.
 
«Σύμφωνα με την ''Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης'' ''Στα μέσα του 11ου αιώνα γίνονταν στο Βυζάντιο άγριοι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι που χαρακτηρίζονταιχαρακτηρίζονταν από την ένταση του φεουδαρχικού κομματιάσματος. Η πάλη για τοτον θρόνο ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της κυρίαρχης τάξης έφτασε σε οξύτατο σημείο. Από το 1057 ως το 1081 άλλαξαν πέντε αυτοκράτορες. Οι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι έγιναν αιτία να εξασθενίσει το βυζαντινό κράτος και να χειροτερεύσει η εξωτερική πολιτική θέση του. Στην κατάρρευση της στρατιωτικής δύναμης του Βυζαντίου βοήθησε και η μετατροπή των ελεύθερων αγροτών σε δουλοπάροικους, καθώς και η καταστροφή των στρατιωτών''»<ref>[http://www1.rizospastis.gr/page.do?publDate=19/8/2000&id=1213&pageNo=2&direction=1 «1071: Πανωλεθρία των Βυζαντινών στο Μαντζικέρτ» ''Σαν Σήμερα'', εφ. Ριζοσπάστης].</ref>.
Σύμφωνα με την ''Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης'' αναφέρεται ότι:
 
Ακόμα ένα στοιχείο που φέρεται ότι οδήγησε στην ήττα του βυζαντινού στρατεύματος ήταν η ετερογένειά του, καθώς βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ξένους μισθοφόρους<ref>Hillenbrand Carole 2001, "Manzikert, battle of" ''The Oxford Companion to Military History''. Ed. Richard Holmes. Oxford University Press, σ. 540</ref>. Το στράτευμα του Ρωμανού αποτελούνταν από Νορμανδούς, [[Βουλγαρία|Βούλγαρους]], [[Πετσενέγκοι|Πετσενέγκους]], [[Φράγκοι (φυλή)|Φράγκους]], [[Αλανοί|Αλανούς]], [[Γότθοι|Γότθους]], [[Σλάβοι|Σλάβους]], [[Χαζάροι|Χαζάρους]], [[Τουρκομανικά εμιράτα|Τουρκομάνους]] [[Ούζοι|Ούζους]] και [[Κουμάνοι|Κουμάνους]], καθώς και Ίβηρες από την [[Αρμενία]]. Ο θεματικός στρατός, ένας εμπειροπόλεμος και πιστός στην αυτοκρατορία στρατός, είχε παραμεληθεί δραματικά από τους προηγούμενους αυτοκράτορες, αναγκάζονταςώστε τονο αυτοκράτορααυτοκράτορας ΡωμανόΡωμανός βρέθηκε στην ανάγκη να καταφύγει σε μισθοφόρους.
«''Στα μέσα του 11ου αιώνα γίνονταν στο Βυζάντιο άγριοι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι που χαρακτηρίζονται από την ένταση του φεουδαρχικού κομματιάσματος. Η πάλη για το θρόνο ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της κυρίαρχης τάξης έφτασε σε οξύτατο σημείο. Από το 1057 ως το 1081 άλλαξαν πέντε αυτοκράτορες. Οι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι έγιναν αιτία να εξασθενίσει το βυζαντινό κράτος και να χειροτερεύσει η εξωτερική πολιτική θέση του. Στην κατάρρευση της στρατιωτικής δύναμης του Βυζαντίου βοήθησε και η μετατροπή των ελεύθερων αγροτών σε δουλοπάροικους, καθώς και η καταστροφή των στρατιωτών''»<ref>[http://www1.rizospastis.gr/page.do?publDate=19/8/2000&id=1213&pageNo=2&direction=1 «1071: Πανωλεθρία των Βυζαντινών στο Μαντζικέρτ» ''Σαν Σήμερα'', εφ. Ριζοσπάστης].</ref>.
 
Σε αυτά τα δυο προβλήματα προστέθηκε και ένα τρίτο. Ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να εμπιστευθεί ανώτατους αξιωματούχους του στρατού και της πολιτικής σκηνής, καθώς πολλοί συνωμοτούσαν εναντίον του. Από το στρατό του δεν μπορούσε να εμπιστευθεί τον διοικητή των Νορμανδών, τον στρατηγό [[ΟυρσέλΡουσέλ ντε Μπαγιέλ]], καθώς και τον διοικητή των Φράγκων Μάγιστρο Ιωσήφ Ταρχανειώτη και τον [[Ανδρόνικος Δούκας ο Δουκιτζής|Ανδρόνικο Δούκα]], γιο του [[Ιωάννης Δούκας (καίσαρ)|Ιωάννη Δούκα, πολιτικού αντιπάλου του Ρωμανούαντιπάλου. Στην πολιτική σκηνή εκτός από τον Ιωάννη Δούκα]], είχε να αντιμετωπίσει τον συγκλητικό Νικηφόρο Παλαιολόγο και τον [[Μιχαήλ Ψελλός|Μιχαήλ Ψελλό]], που υποστήριζαν την οικογένεια των Δουκών στη διαδοχή του θρόνου. ΠαρόλαΥπήρχαν, αυτάεντούτοις, υπήρχανκαι τρία άτομαπρόσωπα, παλαιοί συμπολεμιστές του αυτοκράτορα, όταν ήταν στρατηγός, τα οποία μπορούσε να εμπιστευτεί. Ήταν ο Μάγιστρος Κατεπάνω Νικηφόρος Βασιλάκιος, ο στρατηγός Θεόδωρος Αλυάτης, που καταγόταν από την [[Καππαδοκία]], και ο [[Δομέστικος των Σχολών]] της Δύσης [[Νικηφόρος Βρυέννιος]].
Ακόμα ένα στοιχείο που φέρεται ότι οδήγησε στην ήττα του βυζαντινού στρατεύματος ήταν η ετερογένειά του, καθώς βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ξένους μισθοφόρους<ref>Hillenbrand Carole 2001, "Manzikert, battle of" ''The Oxford Companion to Military History''. Ed. Richard Holmes. Oxford University Press, σ. 540</ref>. Το στράτευμα του Ρωμανού αποτελούνταν από Νορμανδούς, [[Βουλγαρία|Βούλγαρους]], [[Πετσενέγκοι|Πετσενέγκους]], [[Φράγκοι (φυλή)|Φράγκους]], [[Αλανοί|Αλανούς]], [[Γότθοι|Γότθους]], [[Σλάβοι|Σλάβους]], [[Χαζάροι|Χαζάρους]], [[Τουρκομανικά εμιράτα|Τουρκομάνους]] [[Ούζοι|Ούζους]] και [[Κουμάνοι|Κουμάνους]], καθώς και Ίβηρες από την [[Αρμενία]]. Ο θεματικός στρατός, ένας εμπειροπόλεμος και πιστός στην αυτοκρατορία στρατός, είχε παραμεληθεί δραματικά από τους προηγούμενους αυτοκράτορες, αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα Ρωμανό να καταφύγει σε μισθοφόρους.
 
Σε αυτά τα δυο προβλήματα προστέθηκε ένα τρίτο. Ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να εμπιστευθεί ανώτατους αξιωματούχους του στρατού και της πολιτικής σκηνής, καθώς πολλοί συνωμοτούσαν εναντίον του. Από το στρατό του δεν μπορούσε να εμπιστευθεί τον διοικητή των Νορμανδών, τον στρατηγό [[Ουρσέλ ντε Μπαγιέλ]], καθώς και τον διοικητή των Φράγκων Μάγιστρο Ιωσήφ Ταρχανειώτη και τον [[Ανδρόνικος Δούκας ο Δουκιτζής|Ανδρόνικο Δούκα]], γιο του [[Ιωάννης Δούκας (καίσαρ)|Ιωάννη Δούκα, πολιτικού αντιπάλου του Ρωμανού. Στην πολιτική σκηνή εκτός από τον Ιωάννη Δούκα]], είχε να αντιμετωπίσει τον συγκλητικό Νικηφόρο Παλαιολόγο και τον [[Μιχαήλ Ψελλός|Μιχαήλ Ψελλό]] που υποστήριζαν την οικογένεια των Δουκών στη διαδοχή του θρόνου. Παρόλα αυτά υπήρχαν τρία άτομα, παλαιοί συμπολεμιστές του αυτοκράτορα όταν ήταν στρατηγός, τα οποία μπορούσε να εμπιστευτεί. Ήταν ο Μάγιστρος Κατεπάνω Νικηφόρος Βασιλάκιος, ο στρατηγός Θεόδωρος Αλυάτης που καταγόταν από την [[Καππαδοκία]] και ο [[Δομέστικος των Σχολών]] της Δύσης [[Νικηφόρος Βρυέννιος]].
 
==Αποτελέσματα==