Αυστροουγγαρία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 164:
[[File:Parliament Buildung Hungary 20090920.jpg|thumb|upright=1.35|Το κτίριο του Ουγγρικού Κοινοβουλίου]]
 
Η Ουγγαρία και η Αυστρία διατήρησαν ξεχωριστά [[κοινοβούλιο|κοινοβούλια]], το καθένα με το δικό του [[πρωθυπουργός|πρωθυπουργό]]. Η σύνδεση / συντονισμός των δύο κοινοβουλίων κατέληξε σε μια κυβέρνηση υπό το μονάρχη. Υπό την έννοια αυτή η Αυστροουγγαρία παρέμεινε υπό αυταρχική διακυβέρνηση, καθώς ο Αυτοκράτορας-Βασιλιάς διόριζε τους πρωθυπουργούς της Αυστρίας και της Ουγγαρίας μαζί με τους αντίστοιχους υπουργούς. Αυτό κατέστησε και τις δύο κυβερνήσεις υπεύθυνες προς το Βασιλιά-Αυτοκράτορα, καθώς κανένα μέρος δεν μπορούσε να έχει μια κυβέρνηση με πρόγραμμα αντίθετο με τις απόψεις του μονάρχη. Ο Αυτοκράτορας-Βασιλιάς μπορούσε, για παράδειγμα, να διορίσει μη κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις ή να διατηρήσει στην εξουσία μια κυβέρνηση που δεν είχε πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, για να εμποδίσει τη δημιουργία μιας άλλης χωρίς την έγκρισή του. Ο Μονάρχης είχε άλλα προνόμια, όπως το δικαίωμα της Βασιλικής Συγκατάθεσης, πριν από την υποβολή κάθε είδους Νομοσχεδίου στην Εθνοσυνέλευση (το κοινό όνομα της Ουγγρικής Δίαιτας), το δικαίωμα Βέτο σε όλους τους νόμους που ψήφιζε η Εθνοσυνέλευση και την εξουσία να αναστέλλει ή να διαλύσει τη Συνέλευση και να προκηρύσσει νέες εκλογές (είχε τα ίδια προνόμια όσον αφορά την Κροατο-Σλαβονική Δίαιτα ή το Κροατικό Κοινοβούλιο, το κοινό όνομα της Κροατο-Σλαβονικής Δίαιτας). Στο Αυστριακό τμήμα, ωστόσο, η εξουσία των Μοναρχών ήταν ακόμη μεγαλύτερη, καθώς ο αυτοκράτορας είχε την εξουσία να διορίζει και να απολύει τον πρωθυπουργό και τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Η κοινή κυβέρνηση του μονάρχη, στην οποία οι υπουργοί του διορίζονταν από αυτόν και ήταν υπεύθυνοι απέναντί ​​του, είχε την ευθύνη για το [[Αυστροουγγρικός Στρατός Ξηράς|στρατό]], το [[Αυτοκρατορικό και Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό (Αυστροουγγαρία)|πολεμικό ναυτικό]], την εξωτερική πολιτική και για την τελωνειακή ένωση.<ref name="Kann 1974"/> Λόγω της έλλειψης κοινής νομοθεσίας μεταξύ Αυστρίας και Ουγγαρίας, για τη σύναψη πανομοιότυπων κειμένων, κάθε κοινοβούλιο εξέλεξε 60 από τα μέλη του για να σχηματίσουν μια αντιπροσωπεία που συζητούσε τις ξεχωριστές κινήσεις των αυτοκρατορικών και βασιλικών υπουργείων και εργαζόταν προς ένα συμβιβασμό.<ref name="Taylor 1964"/>
 
Ένα κοινό Υπουργικό Συμβούλιο ασκούσε την κοινή διακυβέρνηση: περιλάμβανε τους τρεις υπουργούς για τις κοινές αρμοδιότητες (κοινά οικονομικά, αμυντική και εξωτερική πολιτική), τους δύο πρωθυπουργούς, μερικούς Αρχιδούκες και το μονάρχη.<ref name="Sked 1989">{{harvnb|Sked|1989|pp=}}</ref> Δύο επιτροπές αντιπροσώπων (60-60 μέλη), από το Αυστριακό και το Ουγγρικό κοινοβούλιο, συνέρχονταν χωριστά και ψήφιζαν για τις δαπάνες του κοινού υπουργικού συμβουλίου, δίνοντας έτσι επιρροή στις κυβερνήσεις για την κοινή διοίκηση. Ωστόσο οι υπουργοί αναφέρονταν τελικά μόνο στο μονάρχη, που έπαιρνε την τελική απόφαση για θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Γραμμή 989:
==Ενοπλες δυνάμεις==
[[File:KuK Infanterie 1898.jpg|thumb|''k.u.k.'' [[Πεζικό]] 1898]]
Η στρατιωτική οργάνωση της Αυστροουγγρικής μοναρχίας ήταν παρόμοιοπαρόμοια και στα δύο κράτη και βασίστηκε από το 1868 στην αρχή της καθολικής και προσωπικής υποχρέωσης των πολιτών να φέρουν όπλα. Η στρατιωτική της δύναμη απαρτιζόταν από τον κοινό στρατό, τους ειδικούς στρατούς, ήτοι τον Αυστριακό ''Landwehr'' και τον Ουγγρικό ''Honved'', που ήταν ξεχωριστοί εθνικοί θεσμοί, και τη ''Landsturm'' ή [[πολιτοφυλακή]]. Όπως προαναφέρθηκε ο κοινός στρατός ήταν υπό τη διοίκηση του κοινού υπουργού πολέμου, ενώ οι ειδικοί στρατοί ήταν υπό τη διοίκηση των αντίστοιχων υπουργείων εθνικής άμυνας. Ο ετήσιος αριθμός των επιλεγομένων για το στρατό καθοριζόταν από τα στρατιωτικά νομοσχέδια που ψηφίζονταν από το αυστριακό και το ουγγρικό κοινοβούλιο και υπολογιζόταν γενικά με βάση τον πληθυσμό, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της τελευταίας. Το 1905 ανήλθε σε 103.100 άνδρες, εκ των οποίων η Αυστρία προσέφερε 59.211 άνδρες και η Ουγγαρία 43.889. Εκτός από αυτούς 10.000 άνδρες κατανέμονταν ετησίως στον Αυστριακό ''Landwehr'' και 12.500 στον Ουγγρικό ''Honved''. Ο χρόνος της θητείας ήταν δύο χρόνια (τρία χρόνια στο ιππικό) και επτά ή οκτώ στην εφεδρεία και δύο στο ''Landwehr''. Στην περίπτωση ανδρών που δεν εντάσσονταν στον ενεργό στρατό, η ίδια συνολική περίοδος υπηρεσίας γινόταν σε διάφορες βοηθητικές υπηρεσίες.<ref name="Headlam 1911, p. 3">{{EB1911 |inline=1 |last=Headlam |first=James Wycliffe |year=1911b |wstitle=Austria-Hungary |volume=3 |page=3}}</ref>
 
Ο κοινός υπουργός πολέμου ήταν ο επικεφαλής της διοίκησης όλων των στρατιωτικών εκτός από εκείνους του Αυστριακού ''Landwehr'' και του Ουγγρικού ''Honved'', που υπάγονταν στα υπουργεία εθνικής άμυνας των δύο αντίστοιχων κρατών. Αλλά η ανώτατη διοίκηση του στρατού ανήκε στο μονάρχη, ο οποίος είχε την εξουσία να λάβει κάθε μέτρο σε σχέση με το σύνολο του στρατού.<ref name="Headlam 1911, p. 3"/>