Λιβαδειά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
→‎Οθωμανική περίοδος: Διορθώθηκε τυπογραφικό λάθος
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 63:
Δύο χρόνια μετά την παράδοση της Αθήνας στον [[Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής|Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή]] ([[1458]]), η Λιβαδειά περιήλθε στην [[Οθωμανική Αυτοκρατορία]] και αποτέλεσε [[Καζάς|καζά]], διοικητική υποπεριφέρεια, που υπαγόταν ως το [[1470]] στο [[Σαντζάκι]] Τρικάλων και αργότερα στο σαντζάκιο Ευρίπου.
 
Τον 16ο αιώνα η Λιβαδειά ήταν χάσι (= τόπος χατζήδων) Οθωμανών αξιωματούχων και από την 3η ή 4η δεκαετία του 17ου αιώνα υπήρξε βακούφι της [[Μέκκα]]ς ή, κατ’ άλλους, της [[Μεδίνα]]ς. Τον 18ο αιώνα η πρόσοδος του καζά της Λιβαδειάς αφιερώθηκε στο Γενί-Τζαμί του Σκούταρι, που το είχε ιδρύσει η σύζυγος του σουλτάνου [[Μωάμεθ Δ΄]], η μετέπειτα ΒαλιδιέΒαλιντέ Σουλτάνα (= Βασιλομήτωρ).
 
Παρά τις καταστροφές που είχε υποστεί η Λιβαδειά από τις πολεμικές συγκρούσεις στη Βοιωτία κατά τη διάρκεια του Τουρκο-ενετικού πολέμου του [[1684]]-[[1699]] και συγκεκριμένα το 1694 και το 1695, από τις αρχές του 18ου αιώνα οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί βοήθησαν στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας: μετά την αφιέρωση των προσόδων στο Γενί-Τζαμί, όπου και είχε τεθεί υπό την αιγίδα της ΒελιδιέΒαλιντέ Σουλτάνας χορηγήθηκαν στους κατοίκους ιδιαίτερα προνόμια αυτοδιοίκησης, με συνέπεια την ενίσχυση του κοινοτικού θεσμού και τη δημιουργία μιας τάξης αρχόντων.
 
Ο [[βοεβόδας]], για παράδειγμα, δεν μπορούσε να λάβει καμία απόφαση χωρίς τη συγκατάθεση των προκρίτων της πόλης. Δέκα περίπου οικογένειες αποτελούσαν την αριστοκρατία της γης και της πόλης, των οποίων τη σύμπνοια δεν μπόρεσε να διασπάσει ούτε ο [[Αλή πασάς]], παρά την πίεση που ασκούσε στον Καζά της Λιβαδειάς, όταν είχε περιέλθει στο Πασαλίκι του. Έτσι η πόλη, η οποία στα τέλη του 18ου αιώνα χαρακτηριζόταν ως «η μεγαλύτερη της Βοιωτίας», καθώς βρισκόταν στον εμπορικό δρόμο (ανατολική διάβαση) Πελοποννήσου-Μακεδονίας, είχε «αξιόλογη πραγματεία εις μαλλιά, σιτάρι, ρύζι, τα οποία χορηγούσε σε άλλα μέρη της Ελλάδος και του εξωτερικού.