Πράσινη Επανάσταση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον 79.131.195.242 (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό [[Χρ...
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2:
[[Αρχείο:Cropduster spraying pesticides.jpg|μικρογραφία|Διάφορες τεχνολογίες όπως εντομοκτόνα, φυτοκτόνα, και λιπάσματα, καθώς και νέες ποικιλίες καλλιεργειών υψηλής απόδοσης χρησιμοποιήθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για να αυξήσουν σημαντικά την παγκόσμια παραγωγής τροφής.]]
 
Η "Πράσινη Επανάσταση", στη δεκαετία του 1960, αποτέλεσε το επιστέγασμα γενετικών ερευνών και πειραματισμών 30 χρόνων. Σκοπός τους ήταν η εφαρμογή νέων μεθόδων και η δημιουργία ποικιλιών φυτικών ειδών με όσο το δυνατό μεγαλύτερη απόδοση ανά στρέμμα.
Η '''Πράσινη Επανάσταση''' ήταν μια επιστημονική πρόταση η οποία υλοποιήθηκε με εντυπωσιακά αποτελέσματα, στις αρχές του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, σε χώρες όπως η [[Κίνα]] και η [[Ινδία]] που είναι ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένες. Στηρίχτηκε στην εξασφάλιση εκτάσεων γης, οι οποίες καλλιεργήθηκαν εντατικά και συνήθως με ένα μόνο είδος φυτού ([[μονοκαλλιέργεια]]).
 
Η "Πράσινη Επανάσταση" αφορούσε κυρίως στην ανάπτυξη μονοκαλλιεργειών υψηλής ποιότητας και απόδοσης μέσω μεθόδων γενετικής μηχανικής σε βασικούς καρπούς όπως το ρύζι, το σιτάρι και το καλαμπόκι. Παράλληλα η αύξηση της παραγωγής προέκυψε από τη χρήση αφθονίας λιπασμάτων, ζιζανιοκτόνων και νερού. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω η εντατικοποίηση των καλλιεργειών και η επέκτασή τους αύξησε σημαντικά την παραγωγή στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες μεταξύ 1950 και 1970.
 
Η Δεύτερη Πράσινη Επανάσταση ξεκίνησε από το 1967 όταν οι νέες, κοντές ποικιλίες σιταριού και ρυζιού εισήχθησαν σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Οι νέες ποικιλίες σιταριού και ρυζιού είναι νάνα φυτά που εκμεταλλεύονται καλύτερα τα λιπάσματα και το νερό που τους παρέχονται με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη στρεμματική απόδοση σε σχέση με τις παραδοσιακές καλλιέργειες. Στις παραδοσιακές ποικιλίες αυξημένες ποσότητες λιπασμάτων και νερού δημιουργούν ψηλά φυτά αλλά όχι μεγαλύτερη καρποφορία. Αντίθετα στις νέες ποικιλίες μεγαλύτερες δόσεις λιπασμάτων και νερού ευνοούν την καρποφορία. Έτσι δημιουργούνται βραχυστέλεχα, δύσκαμπτα στον άνεμο και τη βροχή και υψηλής απόδοσης φυτά (2-5 φορές υψηλότερη από αυτή των παραδοσιακών ποικιλιών - εικ. 2). Παράλληλα οι νέες ποικιλίες χαρακτηρίζονται από μεγάλη προσαρμοστικότητα, μπορούν να αναπτυχθούν σε διαφορετικά κλίματα, ωριμάζουν σε συντομότερο χρονικό διάστημα και γι αυτό, με επάρκεια νερού, μπορούν να δώσουν δύο ή περισσότερες σοδιές το χρόνο.
 
Τα πρώτα χρόνια της Πράσινης Επανάστασης συνοδεύτηκαν από μεγάλο ενθουσιασμό παγκόσμια καθώς οι πρακτικές της υπόσχονταν την εξάλειψη της πείνας στα αναπτυσσόμενα έθνη. Χώρες όπως η Ινδονησία και η Ινδία, που πριν στηριζόταν σε εισαγωγές για τη θρέψη των πληθυσμών τους, σύντομα έγιναν αυτάρκεις, προχώρησαν ακόμα και σε εξαγωγές προϊόντων. Το 1971 ο Norman Borland, ο θεωρούμενος πατέρας της πράσινης επανάστασης, βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ειρήνης.
 
Το 90% της αύξησης στην παγκόσμια παραγωγή στη δεκαετία του 1960, το 70% περίπου στη δεκαετία του 1970 και το 80% στη δεκαετία του 1980 αποδίδεται στη Δεύτερη Πράσινη Επανάσταση. Στις μέρες μας λιγότεροι παραγωγοί διατρέφουν πολύ περισσότερους καταναλωτές από οποιαδήποτε προηγούμενη περίοδο. Η αυξημένη στρεμματική απόδοση συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της βιοποικιλότητας καθώς ευνοεί τη διάσωση σημαντικών εκτάσεων δάσους, βοσκοτόπων, υγροτόπων κ.ά. Ωστόσο η εντατικοποίηση των καλλιεργειών οδήγησε στην κατάχρηση χημικών λιπασμάτων, αρδευτικού νερού, φυτοφαρμάκων και μηχανικής επεξεργασίας του εδάφους, στην εγκατάλειψη της αμειψισποράς και στην απώλεια πολύτιμου γενετικού υλικού φυτών και ζώων.
 
Καθώς η απόδοση μιας καλλιέργειας δεν μπορεί να αυξηθεί πάνω από ένα ορισμένο όριο, η συνεχής αύξηση της χρήσης των παραπάνω πόρων και μέσων (νερό, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, εντομοκτόνα) κρίνεται όχι μόνο περιττή αλλά και επιβλαβής. Η διάβρωση του εδάφους μειώνει τη γονιμότητά του, τα υπόγεια αποθέματα νερού υποβαθμίζονται ποσοτικά και ποιοτικά εξαιτίας της ρύπανσης τους από φυτοφάρμακα και τις αζωτούχες ενώσεις που περιέχονται στα λιπάσματα. Η Ένωση Προστασίας του Περιβάλλοντος των Η.Π.Α θεωρεί τη γεωργία το σημαντικότερο παράγοντα ρύπανσης του νερού.
 
Παράλληλα η αύξηση της παραγωγής προϋποθέτει, πέρα από γόνιμο έδαφος και άφθονο νερό, εντατική χρήση ορυκτών καυσίμων για τη λειτουργία των σχετικών μηχανημάτων, την άντληση του αρδευτικού νερού και την παραγωγή των λιπασμάτων και των εντομοκτόνων. Στα τελευταία 50 χρόνια η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων σε αγροκαλλιέργειες τετραπλασιάστηκε, οι αρδευόμενες περιοχές τριπλασιάστηκαν, η χρήση λιπασμάτων δεκαπλασιάστηκε, ενώ η χρήση εντομοκτόνων αυξήθηκε κατά 30 φορές. Στις μέρες μας οι αγροκαλλιέργειες καταναλώνουν το 8% περίπου της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, ενώ χωρίς μεγάλες δόσεις λιπασμάτων και νερού οι νέες ποικιλίες έχουν στην πραγματικότητα χαμηλότερη απόδοση από τις παραδοσιακές.
 
Οι νέες καλλιεργούμενες ποικιλίες είναι μονοκαλλιέργειες, προέρχονται από φυσικούς πληθυσμούς με μεθόδους γενετικής βελτίωσης. Τα φυτά των μονοκαλλιεργειών είναι όμοια μεταξύ τους, στερούνται δηλαδή γενετικής ποικιλίας, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο καταστροφής τους από ασθένειες και επιβάλλει την εκτεταμένη χρήση φυτοφαρμάκων. Αντίθετα οι φυσικές καλλιέργειες είναι περισσότερο ανθεκτικές καθώς η αυξημένη γενετική ποικιλότητα που τις χαρακτηρίζει ευνοεί την προσαρμογή τους σε νέες συνθήκες και την εξέλιξη των πληθυσμών τους. Η μειωμένη γενετική ποικιλότητα των μονοκαλλιεργειών σε συνδυασμό με την συνεχή αύξηση της ανθεκτικότητας των φυτοπαράσιτων στα φυτοφάρμακα έχουν κηρύξει έναν ατέλειωτο πόλεμο ανάμεσα στους ερευνητές και στις ασθένειες των φυτών. Η τυχόν πλήρης αντικατάσταση των παραδοσιακών ποικιλιών από τις μονοκαλλιέργειες θα οδηγούσε σε εξαφάνιση πολύτιμης ποικιλίας γονιδίων, γεγονός που θα δημιουργούσε οξύτατο οικολογικό πρόβλημα.
 
Στις μέρες μας την κύρια απειλή για την παγκόσμια παραγωγή δεν αποτελεί η έλλειψη ποικιλιών υψηλής απόδοσης και η ανεπάρκεια νερού, ενέργειας, λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, αλλά οι επιβλαβείς συνέπειες που έχει για το περιβάλλον η χρήση όλων αυτών σε ιδιαίτερα αυξημένες ποσότητες και η απώλεια της γενετικής ποικιλότητας.
 
{{γεωργία-επέκταση}}