Χαβάη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
CHE (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 84:
 
== Ιστορία ==
Θεωρείται πιθανό –αλλά δεν συμφωνούν όλοι οι ειδικοί επ' αυτού- ότι τα νησιά της Χαβάης κατοικήθηκαν από [[Πολυνησία|Πολυνησίους]] γύρω στο 400 μ.Χ. και ότι αυτοί προέρχονταν από τα νησιά [[Νήσοι Μαρκέζας|Μαρκέζας]] και που τώρα ανήκουν στη [[Γαλλική Πολυνησία]]. Οι Πολυνήσιοι πριν από πολλούς αιώνες ήρθαν από την Ασία και στέριωσαν στα νησιά του Ειρηνικού, σχηματίζοντας ένα τρίγωνο στη μέση του ωκεανού. Οι κορυφές της τριγωνικής αυτής επικράτειάς τους αγγίζουν τη [[Νέα Ζηλανδία]] στα νοτιοδυτικά, το [[Νησί του Πάσχα]] στα ανατολικά, και το χαβανέζικο σύμπλεγμα στα βόρεια.
 
Σαν ναυτικοί και εξερευνητές, οι αρχαίοι Πολυνήσιοι ήταν ασυναγώνιστοι μεταξύ των συγχρόνων τους. Αναγκασμένοι να διανύουν τεράστιες αποστάσεις με τις πρωτόγονες βάρκες τους έγιναν περίφημοι θαλασσινοί, που οι μπόρες και οι τρικυμίες δεν τους δείλιαζαν. Τα μακρινά αυτά ταξίδια τους κρατούσαν και εβδομάδες μερικές φορές και δεν είχαν ούτε χάρτες ούτε πυξίδες ή οποιοδήποτε άλλο όργανο που θα τους βοηθούσε να φτάσουν στον προορισμό τους. Ο μοναδικός οδηγός τους ήταν η πείρα. Παρατηρούσαν τη θέση των άστρων και του ήλιου, παρακολουθούσαν το πέταγμα των πουλιών και ανάλογα κανόνιζαν την πορεία τους.
 
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς οι ριψοκίνδυνοι αυτοί θαλασσοπόροι αποβιβάστηκαν στη Χαβάη. Η παράδοση πληροφορεί ότι οι πρώτοι άποικοι ήταν οι νάνοι Μενεχούνι. Οι Μενεχούνι ήταν πολύ έξυπνοι και εργατικοί. Έχτιζαν ναούς, έσκαβαν διώρυγες, έφτιαχναν δρόμους και λιμάνια. Δούλευαν τόσο γρήγορα που ό,τι και αν έπιαναν στα χέρια τους το τέλειωναν σε μια νύχτα (ποτέ δεν εργάζονταν μέρα).
 
Θεωρείται ότι ίσως γύρω στο 1000 μ.Χ. έφτασε στη Χαβάη νέο κύμα αποίκων, πάλι από την Πολυνησία, αλλά αυτή τη φορά από την [[Ταϊτή]]. Οι νέοι επισκέπτες ήταν πολύ πιο προοδευμένοι από τους παλιούς και πολύ σύντομα κυριάρχησαν. Οι αρχηγοί τους έγιναν οι κυβερνήτες της χώρας και οι ιερείς τους έχτισαν καινούριους ναούς και εισήγαγαν καινούριες μορφές λατρείας. Οι Πολυνήσιοι έφεραν επίσης μαζί τους αρκετά χρήσιμα πράγματα που δεν υπήρχαν πριν στα νησιά. Έφεραν τρία κατοικίδια ζώα -γουρούνια, σκύλους και κότες- και μερικές ρίζες πολύτιμων δέντρων και φυτών, όπως μπανάνας, καρύδας, μουριάς και τάρο (τάρο είναι ένα λαχανικό από το οποίο φτιάχνουν το φαγητό τους πόυ).
 
Στην εμφάνιση οι πρώτοι Χαβανέζοι ήταν ψηλοί, γεροδεμένοι με σκούρο δέρμα και μαύρα μαλλιά. Όσο για τις ικανότητές τους, ήταν επιδέξιοι ναυτικοί αλλά δεν περιορίζονταν μόνο σ' αυτό το πεδίο. Ήταν επιπλέον ικανώτατοι γεωργοί, ψαράδες, χτίστες και τεχνίτες στην κατασκευή οικιακών σκευών ή όπλων. Όλα αυτά τα κατάφερναν με μόνα εργαλεία μερικές πέτρες, ξύλα ή κόκκαλα, γιατί ως τον ερχομό των λευκών οι Χαβανέζοι δεν γνώριζαν τα μέταλλα<ref>''Η Χαβάη'', Κλασσικά Εικονογραφημένα, σελ. 24, Νο 1062, Εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδη & Σία</ref>.
 
Στα νησιά κυριαρχούσε άλλοτε η ειρήνη και άλλοτε οι διαμάχες των φύλαρχων. Η σημαντικότερη εξέλιξη για την περιοχή ήταν η άφιξη του Βρετανού εξερευνητή [[Τζέιμς Κουκ]] το [[1778]]. Ο Κουκ κατέγραψε ότι τα νησιά ονομάζονταν από τους ντόπιους Owyhee και τα ονόμασε νησιά [[Νήσοι Σάντουϊτς|Σάντουϊτς]], προς τιμή του χρηματοδότη του Τζον Μόνταγκιου, που ήταν ο 4ος δούκας του Σάντουϊτς. Ένα χρόνο μετά, στη δεύτερη επίσκεψή του εκεί, το [[1789]], ο Κουκ σκοτώθηκε σε μάχη με τους ντόπιους.
 
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Χαβάη"