Γλωσσικό ζήτημα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Odoiporos (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Odoiporos (συζήτηση | συνεισφορές)
Ακολουθεί Ψυχάρης, πηγές και καλλωπισμός.
Γραμμή 42:
Το γεγονός ότι είχε φίλους εκατέρων των παρατάξεων δεν σημαίνει ότι δεν είχε και εχθρούς. Πράγματι λοιπόν πολεμήθηκε και από τους δύο για τελείως διαφορετικούς λόγους. Οι μεν δημοτικίζοντες τον εγκαλούσαν ότι προσπαθεί να δώσει μια μορφή της γλώσσας η οποία δεν εξελίχτηκε με φυσιολογικό τρόπο όπως η τότε δημοτική ή η καθαρεύουσα των λογίων.
 
Πόλεμος φυσικά ξέσπασε και με τον Π. Σοῦτσο, και όπως συνηθίζετο εκείνη την περίοδο ο Σοῦτσος εξέδωσε ένα βιβλίο με το οποίο όχι απλώς επεσήμαινε αλλά και έψεγε τους σολοικισμούς άλλων συγγραφέων. Τον χαρακτήριζε η παραδοχή του ότι η λανθασμένη χρήση της γλώσσας θα λυνόταν με την στενότερη επαφή αυτής με την αρχαία. Μεγάλο μέρος αυτών των λαθών κατ’ αυτόν υπήρχε λόγω της αθέμιτης προσμίξεως της κλασσικής με την καθαρεύουσα του Κοραή, την οποία χαρακτήριζε ως «''ἀνεπαρκῆ συμβιβασμόν''». Το ίδιο συνεχίστηκε καθώς πολλοί διόρθωναν τα έργα του Κοραή με πρότυπο την κλασσική και άλλοι με πρότυπο την δημοτικίστικη. Οι πρώτοι κατηγορούσαν τον Κοραή όχι τόσο για την έλλειψη των γνώσεών του (αυτό σε σπάνιες περιπτώσεις σημείωνε ο Γ. Χατζιδάκις) όσο για την πορεία του στην «''μέσην ὁδόν''» απέχων εξ ίσου από τους πλέον αγραμμάτους και τους λογίους (σοφούς) του έθνους.Η μέση αυτή οδός βασιζόταν στην ερώτηση «Μόνον οι σπουδαίοι πρέπει να κατεβαίνουν στην γλώσσα των αμαθών και όχι οι αμαθείς να ανεβαίνουν στην γλώσσα των σπουδαίων;» για να κλείσει με το «μήτε τύῤῥανοι τῶν χυδαίων μήτε πάλιν δοῦλοι τῆς χυδαιότητος αὐτῶν».
 
Η μέση αυτή οδός βασιζόταν στην ερώτηση «Μόνον οι σπουδαίοι πρέπει να κατεβαίνουν στην γλώσσα των αμαθών και όχι οι αμαθείς να ανεβαίνουν στην γλώσσα των σπουδαίων;» για να κλείσει με το «μήτε τύῤῥανοι τῶν χυδαίων μήτε πάλιν δοῦλοι τῆς χυδαιότητος αὐτῶν».
 
Άλλοι δημοτικιστές υποστήριζαν ότι το «γλωσσικό ζήτημα» καθ' εαυτό άρχεται με την επανάσταση του 1821, ενώ η διγλωσσία όπως σημειώθηκε και ανωτέρω εμφανίζεται από τους αττικιστικούς χρόνους τού Πλουτάρχου και τού Λουκιανού. <ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMAN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 14 κ.ε.</ref>. Μάλιστα ο Κοραής κατηγορείται με χυδαίο τρόπο από το στρατόπεδο του Brugman ότι «θαλλάσωσε τα πάντα» με την επιλογή του να σταματήσει τον δρόμο προς την δημοτική, διότι ο «''καημένος ἀντὶς νὰ ρυθμίζει τὰ ἀρχαῖα στοιχεῖα πρὸς τὰ δημοτικά. Ρύθμιζε ἀνάποδα τὰ δημοτικὰ στοιχεῖα πρὸς τὰ ἀρχαῖα. Ἔπειτα ἔστησε… διωγμὸ τῶν λεξῶνε, χωρὶς νὰ λογαριάσει πὼς οἱ κατοπινοί του θὰ τραβοῦσαν πολὺ μακρύτερά του καὶ θὰ κλάδεβαν κάθε λέξη μὴ κλασσικιά καὶ πὼς δὲ σύφερνε τῆς γλώσσας νὰ χάσει ρίζες...''»<ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMAN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 15 σημ. 2 κ.ε.</ref>. Επί τη βάσει αυτής τής λογικής οι δημοτικιστές πίστευαν ότι με την είσοδο του νεοσυστάτου τότε Ελληνικού κράτους στην Ευρώπη έπρεπε μεν να συμπληρωθεί και να πλουτισθεί η γλώσσα ανάλογα αλλά όχι δε και να καθαρισθεί από τα πολλά Τούρκικα και Βενετσιάνικα στοιχεία. Ούτω κατηγόρησαν τον Κοραή ότι αντικατέστησε Τουρκικές και Ιταλικές λέξεις ανακατεμένες ήδη από πολλές δεκαετίες στην Ελληνική. Πρός τούτοις θα έπρεπε με θάρρος η καθαρεύουσα να ξεριζωθεί λόγω τής πολύτιμης δημοτικής ποιήσεως και των τραγουδιών. Τεκμήριό τους ήταν κάποιες μεταφράσεις τού Γκαίτε στη Γερμανική. Σύμφωνα με τον Brugman η δημοτική έπρεπε να βασιστεί επί τών απόψεων του Βηλαρά με τελικό σκοπό «''ἡ κοινὴ ἀφτὴ γλώσσα παντοῦ νὰ ἀνεβοκατεβαίνει ποικιλότατα, τὸ συμμορφωτικό της ὅμως πάντα μένει τέτιο ὥστε οἱ χῶρες παντοῦ στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Τουρκία νὰ συναγρικοῦνται δίχως καμιὰ δυσκολία''»<ref> ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMAN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 20 κ.ε.</ref>. Με αυτόν τον τρόπο η ψευτοπαιδεία (δηλαδή η διδασκαλεία τής γραπτής γλώσσας στο σχολείο) θα έφθινε σταδιακώς και οι μαθητές θα αποκτούσαν τήν αληθινή γνώση. Μάλιστα επιχείρημά τους ήταν η διδασκαλία τών Ρητορικών λόγων τού Γ. Μιστριώτου στα ανώτατα σχολεία τών «κοριτσιῶνε» με την συνενοχή τού επισήμου κράτους. Η δε καθαρεύουσα περιγράφεται ως ψώρα, λόγω τής οποίας ο Έλληνας σταμάτησε να παράγει οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο. Πιο χαρακτηριστική δεν θα μπορούσε να είναι άλλη φράση για τις απόψεις τού γράψαντος παρά η ακόλουθη. «''Τῆς καταρέβουσας ἡ βλάβη στάθηκε ἀσύγκριτα μεγαλύτερη παρὰ τ’ ὄφελός της. Τὰ κεφάλια ποὺ κλούβιανε δὲν ἔχουν μετρημό''» (έν. αν. σ. 25). Ξεκάθαρα αντίθετη είναι πλέον είναι η άποψη των περισσοτέρων διακεκριμένων φιλολόγων και γλωσσολόγων όπως ο Γ. Μπαμπινιώτης, ο οποίος αναφέρει ότι η περί το γλωσσικό ζήτημα διαμάχη υπήρξε κάτι θετικό καθώς πολλοί ασχολήθησαν με την βαθύτερη καλλιέργεια της γλώσσας στην διπλή της παράδοση.<ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 13.</ref>. Τέλος ο Brugman, συμφωνών και αυτός <ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMAN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 27 κ.ε.</ref> με τον [[Καρλ Κρούμπαχερ|Krumbacher]] και τον Ρόιδη, με την σειρά του παραδέχεται ότι η «αγνή» δημοτική τού Ψυχάρη δεν είναι η πραγματική γλώσσα τού λαού καθώς «''ἀφτοὶ τὸ παραξηλώνουν''». Καταλήγει δε στο ότι χρειάζεται ένας συμβιβασμός, όχι με βάση όμως τον Κοραή αλλά με βάση τον Βηλαρά. Δηλαδή δεν θα πρέπει να εξευγενίσουμε την γλώσσα προς την μέση οδό αλλά να την προσαρμόσουμε περισσότερο προς τις εκάστοτε «ντοπιολαλιές». Επί τη βάσει αυτής τής λογικής η καθαρεύουσα θα πρέπει να «κατεβεί πολλά σκαλοπάτια από το θρόνο της» και να ακολουθήσει την ζωντανή δημοτική, η οποία θα παραμείνει ως έχει με την προσθήκη ελαχίστων λέξεων από «''τὸ λεξικολογικὸ θησαβρὸ… ποὺ ξοδιάστηκε καὶ ἀποθηκέφτηκε στην Καθαρέβουσα''». Και σε αυτό το ζήτημα η άποψη του Γ. Μπαμπινιώτη είναι τελείως διαφορετική καθώς αποκαλεί υγιή αυτόν τον εσωτερικό δανεισμό και καθαρισμό τής γλώσσας με βάσει την αρχαία πρός αποφυγήν το κινδύνου τής πληθύος τών ξένων λέξεων στο σώμα τής δημοτικής γλώσσας τής εποχής. Υπεύθυνος γι’ αυτό υπήρξε ο «φωτισμένος» Αδαμάντιος Κοραής, συνεχίζει ο Μπαμπινιώτης, που έσωσε τη γλώσσα από βέβαιο μιγαδισμό και άλλοι διδάσκαλοι του γένους. Καθ’ όμοιο τρόπο οι τοποθετήσεις τού Ψυχάρη χαρακτηρίζονται ακραιες.<ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 15-22.</ref>.
[[Image:Panagiotis_Soutsos_(Woodcut,_Mentor_1873).png|thumb|Ο [[Παναγιώτης Σούτσος|Παναγιώτης Σοῦτσος]], ο πιο ακραίος υποστηρικτής τού αρχαΐζοντος κινήματος.]]
Στον αντίποδα των ανθελληνικών απόψεων τού [[Φαλμεράιερ|Fallmerayer]] (βλ. διαμάχη [[Γεώργιος Χατζιδάκις|Χατζιδάκι]]-[[Κρουμπάχερ|Krumbacher]] παρακάτω) έλαβε χώρα η μεγάλη αναβίωση τού ακραίου αρχαΐζοντος κινήματος, με κυρίους υποστηρικτές τούς [[Νεόφυτος Δούκας|Νεόφυτο Δούκα]], [[Στέφανος Κομμητάς|Στέφανο Κομμητά]], [[Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων|Κ. Οικονόμο]] (από πρώην υποστηρικτής τού Κοραή), [[Σκαρλάτος Βυζάντιος|Σκαρλάτο Βυζάντιο]], [[Κλέων Ρίζος Ραγκαβής|Κλ. Ραγκαβή]], [[Παναγιώτης Σούτσος|Παν. Σούτσο]], [[Αναστάσιος Γεωργιάδης Λευκίας|Αν. Λευκία Γεωργιάδη]], [[Σπυρίδων Ζαμπέλιος|Σπ. Ζαμπέλιο]], [[Γεώργιος Μιστριώτης|Γ. Μιστριώτη]] κ.ά. Τελικός σκοπός αυτής τής ομάδος ήταν η βαθμιδόν επιστροφή στην [[Αττική διάλεκτος|Ἀττική διάλεκτο]], τουτέστιν στο υψηλότερο επίπεδο τής καταλογάδην αρχαίας Ελληνικής τού 4ου αιώνος π.Χ. Ο Σκαρλάτος μάλιστα υποθέτει ότι ίσως σε πενήντα με εκατό χρόνια θα είμαστε σε θέση να πετύχουμε το ακατόρθωτο αυτό έργο<ref>Δ. Σκαρλάτου Βυζαντίου, Λεξικὸν τῆς καθ’ ἡμᾶς ἑλληνικῆς διαλέκτου, Ἀθῆναι 1874 σ. στ΄-ζ΄ (6-7), προλεγόμενα Α΄ εκδ. 1835.</ref>. Για να επιτευχθεί αυτό το, πράγματι ακατόρθωτον, έργο όριζε ως γραμματική αυτή τήν τής αττικής διαλέκτου πρός το απλούστερον (τουλάχιστον τα πρώτα έτη) ακόμη και για τα Δημοτικά σχολεία, στα οποία υπήρξε Διευθυντής τής Δημοτικής εκπαιδεύσεως από το 1854-1878 (έως δηλαδή τον θάνατό του). Το κίνημα αυτό είχε τόσο ακραίες και ρομαντικά ουτοπικές απόψεις ούτως ώστε εκτός τών ανωτέρω λογίων κανείς δεν τους ακολούθησε. Κύριος καθοδηγητής αυτής τής ιδεολογίας υπήρξεν ο [[Παναγιώτης Σούτσος]], ο οποίος το 1853 εξέδωσε το βιβλίο «''Νέα σχολὴ τοῦ γραφομένου λόγου ἢ Ἀνάστασις τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης ἐννοουμένης ὑπὸ πάντων''», στο οποίο απέρριπτε τους τότε (τού Κοραῆ) τύπους και τους αντικαθιστούσε με τους αρχαίους ή τούς βραχύ μεταγενεστέρους (βλ. ἦν/ἤμην). Η μεγάλη όμως διαφορά τού Σούτσου από τούς ανωτέρω, καίπερ μόνο μία, είναι πολύ ουσιώδης. Ο Π. Σούτσος επεδίωκε την αντικατάσταση κάθε ύφος με το αττικόν και μόνον, ενώ όλοι οι άλλοι περιόρισαν ηθελημένα αυτό το αττικίζον μόνον στην εκπαίδευση ύφος και εν πολλοίς στον επίσημο γραπτό λόγο.
Οι αντιδράσεις απ’ όλες τις πλευρές δήλον ότι ήταν ραγδαίες. Οι σημαντικότερες μελέτες επί τού θέματος ήταν τα «''Σούτσεια''» (1853) που εξεδόθησαν ανωνύμως υπό τού [[Κωνσταντίνος Ασώπιος|Κων. Ασωπίου]], το έργο «''Γλωσσικαὶ παρατηρήσεις''» (1882) τού μέγα [[Κωνσταντίνος Κόντος|Κων. Κόντου]] και τέλος τού [[Δημήτριος Βερναρδάκης|Δ. Βερναρδάκη]] (1884) «''Ψευδοαττικισμοῦ ἔλεγχος''». Το πρώτο ελέγχει απλώς την εγκράτεια τού Σούτσου (και συντάσσεται μαζί του), το δεύτερο επισημαίνει τα φιλολογικά λάθη όλων τών καθαριστών, από τον Κοραῆ ώς τον Σοῦτσο (χωρίς όμως να κάνει κάτι περισσότερο, παρά τις αβάσιμες κατηγορίες<ref>Ἰ. Σταματάκου, Ἱστορικὴ γραμματικὴ ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, εκδ 6η ΔΕΔΕΜΑΔΗ, 2006 σ. ε΄ (5).</ref> και το τρίτο ελέγχει, ανεπιτυχώς, τον Κωνσταντίνο Κόντο ως ψευδοαττικίζοντα.
 
 
ΆλλοιΤην ίδια περίπου περίοδο άλλοι δημοτικιστές υποστήριζαν ότι το «γλωσσικό ζήτημα» καθ' εαυτό άρχεται με την επανάσταση του 1821, ενώ η διγλωσσία όπως σημειώθηκε και ανωτέρω εμφανίζεται από τους αττικιστικούς χρόνους τού [[Πλούταρχος|Πλουτάρχου]] και τού [[Λουκιανός|Λουκιανού. ]]<ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMAN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 14 κ.ε.</ref>. Μάλιστα ο Κοραής κατηγορείται με χυδαίο τρόπο από το στρατόπεδο του BrugmanBrugmann ότι «θαλλάσωσε τα πάντα» με την επιλογή του να σταματήσει τον δρόμο προς την δημοτική, διότι ο «''καημένος ἀντὶς νὰ ρυθμίζει τὰ ἀρχαῖα στοιχεῖα πρὸς τὰ δημοτικά. Ρύθμιζε ἀνάποδα τὰ δημοτικὰ στοιχεῖα πρὸς τὰ ἀρχαῖα. Ἔπειτα ἔστησε… διωγμὸ τῶν λεξῶνε, χωρὶς νὰ λογαριάσει πὼς οἱ κατοπινοί του θὰ τραβοῦσαν πολὺ μακρύτερά του καὶ θὰ κλάδεβαν κάθε λέξη μὴ κλασσικιά καὶ πὼς δὲ σύφερνε τῆς γλώσσας νὰ χάσει ρίζες...''»<ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMANBRUGMANN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 15 σημ. 2 κ.ε.</ref>. Επί τη βάσει αυτής τής λογικής οι δημοτικιστές πίστευαν ότι με την είσοδο του νεοσυστάτου τότε Ελληνικού κράτους στην Ευρώπη έπρεπε μεν να συμπληρωθεί και να πλουτισθεί η γλώσσα ανάλογα αλλά όχι δε και να καθαρισθεί από τα πολλά Τούρκικα και Βενετσιάνικα στοιχεία. Ούτω κατηγόρησαν τον Κοραή ότι αντικατέστησε Τουρκικές και Ιταλικές λέξεις ανακατεμένες ήδη από πολλές δεκαετίες στην Ελληνική. Πρός τούτοις θα έπρεπε με θάρρος η καθαρεύουσα να ξεριζωθεί λόγω τής πολύτιμης δημοτικής ποιήσεως και των τραγουδιών. Τεκμήριό τους ήταν κάποιες μεταφράσεις τού Γκαίτε στη Γερμανική. Σύμφωνα με τον BrugmanBrugmann η δημοτική έπρεπε να βασιστεί επί τών απόψεων του Βηλαρά με τελικό σκοπό «''ἡ κοινὴ ἀφτὴ γλώσσα παντοῦ νὰ ἀνεβοκατεβαίνει ποικιλότατα, τὸ συμμορφωτικό της ὅμως πάντα μένει τέτιο ὥστε οἱ χῶρες παντοῦ στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Τουρκία νὰ συναγρικοῦνται δίχως καμιὰ δυσκολία''»<ref> ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMANBRUGMANN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 20 κ.ε.</ref>. Με αυτόν τον τρόπο η ψευτοπαιδεία (δηλαδή η διδασκαλεία τής γραπτής γλώσσας στο σχολείο) θα έφθινε σταδιακώς και οι μαθητές θα αποκτούσαν τήν αληθινή γνώση. Μάλιστα επιχείρημά τους ήταν η διδασκαλία τών Ρητορικών λόγων τού Γ. Μιστριώτου στα ανώτατα σχολεία τών «κοριτσιῶνε» με την συνενοχή τού επισήμου κράτους. Η δε καθαρεύουσα περιγράφεται ως ψώρα, λόγω τής οποίας ο Έλληνας σταμάτησε να παράγει οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο. Πιο χαρακτηριστική δεν θα μπορούσε να είναι άλλη φράση για τις απόψεις τού γράψαντος παρά η ακόλουθη. «''Τῆς καταρέβουσας ἡ βλάβη στάθηκε ἀσύγκριτα μεγαλύτερη παρὰ τ’ ὄφελός της. Τὰ κεφάλια ποὺ κλούβιανε δὲν ἔχουν μετρημό''» (έν. αν. σ. 25). Ξεκάθαρα αντίθετη είναι πλέον είναι η άποψη των περισσοτέρων διακεκριμένων φιλολόγων και γλωσσολόγων όπως ο Γ. Μπαμπινιώτης, ο οποίος αναφέρει ότι η περί το γλωσσικό ζήτημα διαμάχη υπήρξε κάτι θετικό καθώς πολλοί ασχολήθησαν με την βαθύτερη καλλιέργεια της γλώσσας στην διπλή της παράδοση.<ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 13.</ref>. Τέλος ο BrugmanBrugmann, συμφωνών και αυτός <ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMANBRUGMANN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 27 κ.ε.</ref> με τον [[Καρλ Κρούμπαχερ|Krumbacher]] και τον Ρόιδη, με την σειρά του παραδέχεται ότι η «αγνή» δημοτική τού Ψυχάρη δεν είναι η πραγματική γλώσσα τού λαού καθώς «''ἀφτοὶ τὸ παραξηλώνουν''». Καταλήγει δε στο ότι χρειάζεται ένας συμβιβασμός, όχι με βάση όμως τον Κοραή αλλά με βάση τον Βηλαρά. Δηλαδή δεν θα πρέπει να εξευγενίσουμε την γλώσσα προς την μέση οδό αλλά να την προσαρμόσουμε περισσότερο προς τις εκάστοτε «ντοπιολαλιές». Επί τη βάσει αυτής τής λογικής η καθαρεύουσα θα πρέπει να «κατεβεί πολλά σκαλοπάτια από το θρόνο της» και να ακολουθήσει την ζωντανή δημοτική, η οποία θα παραμείνει ως έχει με την προσθήκη ελαχίστων λέξεων από «''τὸ λεξικολογικὸ θησαβρὸ… ποὺ ξοδιάστηκε καὶ ἀποθηκέφτηκε στην Καθαρέβουσα''». Και σε αυτό το ζήτημα η άποψη του Γ. Μπαμπινιώτη είναι τελείως διαφορετική καθώς αποκαλεί υγιή αυτόν τον εσωτερικό δανεισμό και καθαρισμό τής γλώσσας με βάσει την αρχαία πρός αποφυγήν το κινδύνου τής πληθύος τών ξένων λέξεων στο σώμα τής δημοτικής γλώσσας τής εποχής. Υπεύθυνος γι’ αυτό υπήρξε ο «φωτισμένος» Αδαμάντιος Κοραής, συνεχίζει ο Μπαμπινιώτης, που έσωσε τη γλώσσα από βέβαιο μιγαδισμό και άλλοι διδάσκαλοι του γένους. Καθ’ όμοιο τρόπο οι τοποθετήσεις τού Ψυχάρη χαρακτηρίζονται ακραιες.<ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 15-22.</ref>.
 
 
Γραμμή 59 ⟶ 65 :
Όπως είναι φυσικό δέχτηκε τα βέλη του [[Γεώργιος Χατζιδάκις|Γ. Χατζιδάκι]] ο οποίος έγραψε ότι πρέπει να πάσχει από κάποιου εγκεφαλικού νοσήματος για να υποστηρίζει ότι πρέπει να δημιουργήσουμε ένα κράμα, αφού πρώτα το χωρίσουμε για να το ξαναφτιάξουμε<ref>{{Cite book|title=Γλωσσικῶν ἀτοπημάτων ἀναίρεσις|last=Χατζιδάκις|first=Γεώργιος|publisher=Τυπογραφεῖον Παπαλεξανδρῆ καὶ Παπαγεωργίου|year=1886|isbn=|location=|page=}}</ref><ref>{{Cite book|title=Μελέτη ἐπὶ τῆς νέας Ἑλληνικῆς ἢ Βάσανος του ἐλέγχου τοῦ ψευδοαττικισμοῦ|last=Χατζιδάκις|first=Γεώργιος|publisher=ἐκ τοῦ τυπογραφείου τοῦ Κορομηλᾶ|year=1884|isbn=|location=|page=}}</ref>.
 
Χαρακτηριστικό είναι ότι όσο ο Βερναρδάκης τόσο και ο Εμμ. Ρόιδης άν και ήταν υπέρμαχοι της δημοτικής επέλεγαν να γράφουν σε αυστηρά καθαρεύουσα, σχεδόν υπερκαθαρεύουσα λόγω των κενών τής έως τότε άπλαστης δημοτικής. Βέβαια ο Βερναρδάκης παραδέχθηκε ότι «''ὁ ἀγὼν δὲν ἦτο περὶ ἀρχῶν καὶ ἰδεῶν ἀλλὰ ὑπὲρ προσώπων καὶ κατὰ προσώπων''»<ref>{{Cite book|title=Ἱστορία τοῦ γλωσσικού ζητήματος Α.Ε. Μέγα, Τόμος Β΄|last=Μέγας|first=Αναστάσιος|publisher=Δωδώνη|year=1997|isbn=960-248-882-4|location=|page=338}}</ref><ref>Ψευδοαττικισμοῦ ἔλεγχος, ἐν Τεργέστῃ 1884 σ. 445.</ref>. Το γενονός αυτό φαίνεται από πολλές πηγές, χαρακτηριστικώς ο Γερμανός δημοτικιστής [[Karl BrugmanBrugmann]] αναφέρει <ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMANBRUGMANN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 9, 12, 22.</ref> ότι το έθνος το τρώει η σκουριασμένη γραπτή γλώσσα, η αρρώστια του έθνους, και δίκην Ιταλικής (η οποία βέβαια αποτελεί διαφορετική περίπτωση κατά τον έγκριτο γλωσσολόγο [[Γεώργιος Μπαμπινιώτης|Γ. Μπαμπινιώτη]] <ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 10.</ref>, τον Γερμανό φιλόλογο [[Heymann Steinthal]] <ref>Geschichte der Sprachwissenschaft bei den Griechen und Römern, 1863 σ.411</ref> κ.α.) πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια για να ανθίσει το έθνος. Έτσι εάν δεν βρεθεί το φάρμακο οι τεράστιες ζημιές που έπαθε ο Ελληνικός πολιτισμός από το γλωσσικό ζήτημα θα συνεχιστούν. Έτσι, συνεχίζει, όπως η Λατινική στον μεσαίωνα κρατούσε πίσω τις φυσικές γλώσσες έτσι ακριβώς και η καθαρεύουσα καταστρέφει το Ελληνικό έθνος.
Ο δριμύς αυτός προσωπικός πόλεμος απεικονίζεται ξεκάθαρα μέσω τού Karl BrugmanBrugmann. Εκεί κατηγορεί τον Χατζιδάκι, τον οποίον αποκαλούσε ακραίο επειδή τόλμησε μεν να αντιπαρατεθεί με τον (δάσκαλό του) Krumbacher και χρησιμοποιούσε δε αυστηρή καθαρεύουσα στον προσωπικό γραπτό του λόγο ενώ διεκήρυσσε υπέρ τής απλή καθαρεύουσας <ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMANBRUGMANN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 12 και σημ. 2.</ref>, ό,τι δηλαδή έκανε και ο Ε. Ρόιδης. Εκεί μάλιστα χρεώνει στον «ξεδιάντροπο» Χατζιδάκι, χωρίς επιρροή καθηγητή όπως αναφέρει, «''παιδιάτικες, σιχαμένες καὶ πρόστυχες σοφιστεῖες''» και ότι προσπαθεί να αποδείξει τον Krumbacher μισέλληνα. Έφτασε μάλιστα σε σημείο να τον παρουσιάζει ως εθνικό κίνδυνο στους ξένους, καθώς «''τέτιος πρόστυχος ἄθρωπος… εἶναι κίντυνος ἐθνικός… καὶ ἀφτοχειροτόνητος''»<ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMANBRUGMANN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 16 σημ. 1.</ref>. Τούτο προφανώς είναι μια ακραία ερμηνεία καθώς ο ίδιος ο Χατζιδάκις αλλού έγραφε ότι οι περισσότεροι φιλόλογοι δεν είναι άξιοι να λύσουν ούτε τον ιμάντα τών υποδημάτων τού [[Καρλ Κρούμπαχερ|Krumbacher]] <ref> Διασαφήσεις εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ καθηγητοῦ κ. Γ. Χατζιδάκι περὶ τοῦ νόμου τῆς ἐξασθενώσεως, ὑπὸ Ἀθανασίου Χ. ΜΠΟΥΤΟΥΡΑ, Τυπογραφεῖον Β, ΑΥΛΗΣ Α. ΡΑΦΤΑΝΗ, Ἐν Ἀθήναις 1922 σ. 10.</ref>.
 
Οι υπέρμαχοι της απλής καθαρευούσης, και όχι τα άκρα όπως οι ''μακαρονιστές'' (οι οποίοι ανεμίγνυαν αυστηρά καθαρεύουσα με την καθαρή αττική δημιουργούντες «τέρατα») και οι ''Αττικιστές'' (οι οποίοι ήθελαν την άμεση επιστροφή στην Χρυσή γλώσσα του Πλάτωνος και του [[Δημοσθένης|Δημοσθένους]] μετά από περίοδο προσαρμογής 2-3 γενεών όπως ο [[Παναγιώτης Σούτσος|Π. Σούτσος]]) ή οι ''μαλλιαροί'' (έχοντες ως πρότυπο γλώσσας αυτή των πλέον αγραμμάτων και αποβολή κάθε άλλης) υπεστήριζαν ότι έχουμε την τύχη να έχουμε δύο ενδύματα, το ένα καθημερινό και το άλλο επίσημο και εορταστικό<ref>{{Cite book|title=Ἱστορία τοῦ γλωσσικού ζητήματος Α.Ε. Μέγα, Τόμος Β΄|last=Μέγας|first=Ἀναστάσιος|publisher=Δωδώνη|year=1997|isbn=|location=|page=381}}</ref>.
Γραμμή 71 ⟶ 77 :
«''...Καὶ ταῦτα δῆλον ὅτι ἡμεῖς δὲν μεταχειριζόμεθα οὔτε τὴν Ἀττικὴν διάλεκτον, ὅπως ἀναλήθως ἐπὶ διαβολῇ ἐλέχθη, ...οὔτε καθόλου τὴν ἀρχαίαν ἢ τὴν Κοινὴν τοῦ Εὐαγγελίου ἀμετάβλητον καὶ ἑπομένως ἀπηρχαιωμένην καὶ ἄχρηστον ἡμῖν νῦν (οὐκ ἀληθὲς ἄρα ὅτι «ἡ γραφομένη εἶναι ἐκτὸς ἄλλων ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου»). Ἐπίσης εἶναι δῆλον ὅτι ἡμεῖς δὲν ἐπλάσαμεν, δὲν ἠδυνάμεθα νὰ πλάσωμεν κατ' ἀλήθειαν νέαν γλῶσσαν, ἀλλ' ἁπλῶς μετερρυθμήσαμεν προσηκόντως καὶ προσηρμόσαμεν κατὰ τὸ δυνατὸν πρὸς τὰς νεωτέρας ἀνάγκας ἡμῶν τὴν γλῶσσαν (δηλαδή την καθαρεύουσα), ἣν ἀπὸ αἰώνων ἠκούομεν... Πάντα ἄρα τὰ λεγόμενα περὶ ἐπιβολῆς εἰς τὸ ἔθνος ἡμῶν γλώσσης νέας ἢ ξένης, ἀρχαίας, ἀγνώστου αὐτῷ εἶναι αὐτὸ τοῦτο ἀναλήθη''».
 
Η πεποίθηση τού Χατζιδάκι ήταν ότι ένα έθνος δύναται κάλλιστα να χρησιμοποιεί μία γλώσσα σε διάφορες μορφές (λ.χ. στη Λογοτεχνία), χωρίς όμως να αποτελέσει επίσημη γραπτή γλώσσα (πρότυπο) για το έθνος <ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 5.</ref>. Όπως και ο δάσκαλός του εν Ελλάδι, Κων. Κόντος, ομοίως και αυτός κατηγορήθη ότι άνοιγε συνειδητά τον δρόμο τής επιστροφής στην «[[Αττική διάλεκτος|χρυσῆ ἀττική]]» διάλεκτο του [[Ξενοφών|Ξενοφώντος]] και του [[Ισοκράτης|Ισοκράτους]]. Σε πολλά πονήματα όμως ο ίδιος διαρρήδην ηρνείτο για πολλούς λόγους ότι αυτό ούτε σκοπός του είναι (προβάλλων μάλιστα ως παραδείγματα την εγκατάλειψη των απαρεμφάτων, των μονολεκτικών μελλόντων, των ρημάτων τής δευτέρας συζυγίας, τής προφοράς κ.τ.τ.) ούτε και πρέπει να γίνει<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 8-11.</ref> καθώς «''ἤδη ἐκηρύχθη ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι θὰ ἦτο ἐθνικὴ συμφορὰ, ἄν ποτε ἐπεδιώκετο καὶ ἐπανήρχετο εἰς χρῆσιν παρ’ ἡμῖν ἡ ἀρχαία γλώσσα… ὅτι ἡ γλῶσσα τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ξενοφῶντος εἶναι ἀλλοτρία τῶν ἀναγκῶν καὶ δυνάμεων αὐτῶν''»<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 21, 25.</ref>. Υπήρξε ο μεγαλύτερος εχθρός τού [[Γιάννης Ψυχάρης|Ψυχάρη]], συνάδελφοι όντες, μεμφόμενος την γλώσσα του ως ψεύτικη και τον ίδιο ως μέγα εθνικό κίνδυνο (έ.α. σ. 34, 41-45), ενώ σκώπτοντας τη γραπτή τους γλώσσα σημείωνε ότι αυτοί (ενν. οι ακραίοι δημοτικιστές), άν και λίγοι, ερίζουν μεταξύ τους για το ποιος γράφει τη σωστή δημοτική και ποιος τη λάθος. Τέλος, όπως και ο [[Ανδρέας Σκιάς|Αν. Σκιάς]], υποστήριζε ότι έχουμε δυο ενδύματα, το μεν επίσημο και το δε καθημερινό, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες καλλιεργούντες ξεχωριστά τη γλώσσα τής ποιήσεως από την του καθημερινού λόγου και πίστευε ότι η δημοτική δεν έπρεπε να ξεριζωθεί αλλά να διατηρηθεί καλλωπισμένη γράφοντας ότι «''οὐ μόνον βάρβαρον ἢ διεφθαρμένην οὐδέποτε ὠνόμασα ἐγὼ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ τοὐναντίον κατὰ δύναμιν ἐκαλλιέργησα καί, ἂν μὴ σφάλλωμαι, ἔπραξα ὑπὲρ αὐτῆς οὐχ ἥσσονα τῶν νῦν ἐπαινετῶν αὐτῆς''»<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 57.</ref>.
 
[[Image:Karl_Krumbacher.jpg|thumb|left|Ο καθηγητής τού Βυζαντινού πολιτισμού και ακραίος υποστηρικτής τής Δημοτικής [[Κρουμπάχερ|Karl Krumbacher]].]]
Οι απόψεις τού [[Φαλμεράιερ|Fallmerayer]] εκείνα τα χρόνια έτυχαν μεγάλης υποδοχής ανά την Ευρώπη και δή ανά την Γερμανία. Ο γνωστός βυζαντινολόγος [[Κρουμπάχερ|Krumbacher]] (όπως και ο [[Karl Brugmann]]) κατηγορήθη ότι δεν αποτελούσε εξαίρέση <ref> Τὸ γλωσσικὸν ἡμῶν ζήτημα ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης ἐξεταζόμενον, Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης Ἑλληνικῆς ὑπὸ K. Krumbacher καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, Αθήνησιν, ἐκ τῆς ἐφημρίδος ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ 1905 σ. 4-7, 35.</ref>. Σύμφωνα με τούς κατηγόρους του, καθ’ όν τρόπον οι δήθεν επιστημονικές αυτές αποδείξεις τού Fallmerayer (οι οποίες σήμερα θεωρούνται ανθελληνικές και αντιεπιστημονικές <ref>Θεοδώρου Γ. Γιαννόπουλου Πόθεν και πότε οι Έλληνες, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2014 ([https://www.naftemporiki.gr/story/744934 Τιμηθέν] με το [https://erroresgraecorum.files.wordpress.com/2013/12/ceb2cf81ceb1ceb2ceb5ceafcebf1.jpg Λυκούργειο βραβείο] τής Ακαδημίας τών Αθηνών τῷ 2013) σ. 467-70, 498.</ref>) επηρέασαν τα μέγιστα τον Krumbacher ο οποίος βλέποντας ένα λαό κατ’ αυτόν μιγαδοποιημένο να θέλει, διά τής γλώσσας του, να πλησιάσει τον Κλασσικό Ελληνικό πολιτισμό υιοθέτησε μία εξαιρετικά σκληρή γραμμή υπέρ τής ακράτου Δημοτικής τών εκάστοτε «''ντοπιολαλιῶνε''». Αυτών ακριβώς τών απόψεων την ανασκευή ανέλαβε ο έγκριτος και διεθνώς αναγνωρισμένος Γλωσσολόγος (μαθητής τού [[Κωνσταντίνος Κόντος|Κων. Κόντου]]) [[Γεώργιος Χατζιδάκις|Γ. Χατζιδάκις]], κατηγορώντας τον, μεταξύ άλλων, ως μή επαρκώς κατηρτισμένον στα επί τού θέματος (δηλαδή επί τής γλωσσολογίας και τής ιστορικής συνέχειας τής εξεταζομένης γλώσσας) και τέλος επί μεροληψία, σφάλμασι και αντιφάσεσιν<ref>Τὸ γλωσσικὸν ἡμῶν ζήτημα ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης ἐξεταζόμενον, Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης Ἑλληνικῆς ὑπὸ K. Krumbacher καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, Αθήνησιν, ἐκ τῆς ἐφημρίδος ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ 1905 σ. 7.</ref>. Πρώτο μέλημα του Χατζιδάκι ήταν να επισημάνει την διαφορά τής Λατινικής από την κλασσική Ελληνική γλώσσα. Διότι όπως διετείνετο ο Krumbacher κατά το παράδειγμα άλλων εθνών τα οποία αποσκοράκισαν την [[Λατινική γλώσσα|Λατινική]], έπρεπε ομοίως και εμείς να αποβάλλουμε εν συνόλῳ τα στοιχεία τής αρχαίας Ελληνικής (βλ. «''καμπίσιος''» αντί τού «αγνώστου» αρχαίου «''ἀγροτικός''» και «''ἀπέθαντος''» αντί τού «''ἀθάνατος''» <ref>Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 56-57, 43-44 (αναφερόμενος στους περί τον Ψυχάρη ακραίους).</ref>. Μεταξύ άλλων εξήγησε γλωσσολογικώς τήν με αργούς ρυθμούς εξέλιξη τής Ελληνικής Κοινής γλώσσας και επεσήμηνε ότι σε κάθε εποχή ακόμη και οι αγράμματοι μπορούσαν με σχετική ευκολία να εννοήσουν αρχαίες μεν εν χρήσει δε λέξεις και συντάξεις ώς τήν τότε περίοδο (βλ. Βυζαντινή αυτοκρατορία). Από την άλλη μεριά η Λατινική ποτέ δεν έμεινε ζώσα (τουτέστιν ελαφρώς μετηλλαγμένη) είτε λεξιλογικώς είτε καθ’ οιονδήποτε τρόπον σε κάποια άλλη χώρα, συνεπώς οι χρησιμοποιούντες την Λατινική το μόνο το οποίο έκαναν είναι να μιμούνται, αντιγράφουν και επαναφέρουν απολεσθέντες και μηδαμώς εν χρήσει ορφανούς και παρωχημένους τύπους. Και καταλήγει εμφατικώς «''Καὶ τοῖς τυφλοῖς ἄρα δῆλον ὅτι σαφέστατα καὶ προσφιλέστερα τοῖς πολλοῖς, τῷ ἔθνει εἶναι τὰ ἐν τῇ γραφομένῃ συντασσόμενα τῶν ἐν τῇ νεοτεύκτῳ ταύτῃ, καὶ ὅτι ἡ ἀποβολὴ τῆς νῦν παρ’ ἡμῖν γραφομένης πρὸς τὴν κατὰ τὸν μέσον αἰῶνα ἐν χρήσει Λατινικὴν εἶναι παντελῶς πλημμελής καὶ καιρὸς νὰ μὴ ἐπιτρέπηται τό λοιπόν''»<ref>Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 12-15.</ref>. Μάλιστα ο Krumbacher έφτασε σε σημείο να παραλληλίσει τήν κυριαρχία τής [[Αττική διάλεκτος|Αττικής διαλέκτου]] (γενομένης βαθμηδόν Κοινή) έναντι πασών τών άλλων διαλέκτων. Η απάντηση εδώ φυσικά ήταν ότι πάντες οι Έλληνες, παντού οικούντες τής Ελλάδος, εδύναντο να εννοήσουν τις άλλες διαλέκτους, καίπερ με κάποια δυσκολία σε ακραίες περιπτώσεις (βλ. Αρχαιότητα). Την σύγχρονη όμως εποχή (καθ’ ήν έγραφε ο Χατζιδάκις) η συνεννόηση μεταξύ ενός κατοίκου τής [[Κωνσταντινούπολη|Πόλεως]] και ενός [[Κρήτη|Κρητός]] ή [[Κύπρος|Κυπρίου]] ή [[Θεσσαλονίκη|Θεσσαλονικέως]] διά τής ιδιωματικής δημοτικής ήταν εξαιρετικά δύσκολη ώς και αδύνατη<ref> Τὸ γλωσσικὸν ἡμῶν ζήτημα ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης ἐξεταζόμενον, Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης Ἑλληνικῆς ὑπὸ K. Krumbacher καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, Αθήνησιν, ἐκ τῆς ἐφημρίδος ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ 1905 σ. 10.</ref>. Την αντίθετη γνώμη είχε ο «''ποιητὴς μὲν βεβαίως πλείστου λόγου ἄξιος, ἄπειρος δ’ ὅμως τελέως τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ τῆς ἱστορίας αὐτῆς''» [[Διονύσιος Σολωμός|Σολωμός]]<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 19 άνω και 40.</ref>. Αυτό και μόνο το επιχείρημα καθιστούσε την χρήση τής Δημοτικής ως «Κοινή» γλώσσα όλων τών Ελλήνων εκείνη την εποχή αδύνατη. Η εν χρήσει όμως καθαρεύουσα στον Τύπο, στα σχολεία, στην εκκλησία<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 9.</ref><ref> Τὸ γλωσσικὸν ἡμῶν ζήτημα ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης ἐξεταζόμενον, Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης Ἑλληνικῆς ὑπὸ K. Krumbacher καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, Αθήνησιν, ἐκ τῆς ἐφημρίδος ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ 1905 σ. 32-33.</ref>, στα δικαστήρια, στόν στρατό, στο κράτος κ.ο.κ. ήταν ευνόητη στους Έλληνες καθώς «''Οὕτω σήμερον ἡ λαλουμένη ἐν ταῖς πόλεσι καὶ ταῖς κωμοπόλεσι γλῶσσα διαφέρει τῆς Κοινῆς τοῦ [[Πολύβιος|Πολυβίου]] ὀλιγώτερον ἢ ἡ Κοινὴ αὕτη τῆς [[Όμηρος|Ὁμηρικῆς]]''»<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 17.</ref>. Μάλιστα ο Χατζιδάκις αλλού φέρνει συγγενικά του πρόσωπα (συγκεκριμένα τα ανίψια του) ως επιχείρημα, τα οποία και τού ζητούσαν να ερμηνεύει ξένες ή καθόλου δημοτικές λέξεις «διὰ τῶν ἀντιστοίχων τῆς γραφομένης»<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 27.</ref>. Απεναντίας οι ακραίοι δημοτικιστές έλεγαν ότι γράφουν την φυσική τους γλώσσα αλλά αφού πρώτα σκεπτούν πολλές ώρες τον κάθε τύπο και την κάθε λέξη, ενδεικτικό τής τότε καταστάσεως αφ’ ενός τής δημοτικής και αφ’ ετέρου τών περί τόν Ψυχάρη<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 42.</ref>. Εν τούτοις λοιπόν την καθαρεύουσα μπορούσαν να την χειριστούν άξια και οι μη φιλόλογοι (και συγκεκριμένα φέρει ως παράδειγμα τους δημοσιογράφους). Άρα ακόμη και εκείνη την εποχή οι απανταχού αγράμματοι άπτονταν της γλώσσας, τής οποίας η εξέλιξη προέρχεται μέσω τής Κοινής από την Αττική διάλεκτο<ref> Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 114-118.</ref>. Συνεπώς η άποψη τού Γερμανού Βυζαντονολόγου ότι η γραπτή γλώσσα (διάβ. Καθαρεύουσα, η οποία τότε μόλις είχε ούτω από Κοινή ονομασθεί) είναι ένα κράμα από ζωντανές και πεθαμένες λέξεις είναι καθόλου σφαλερό. Ως παραδείγματα τέτοιων λέξεων αναγράφει ενδεικτικώς τις λέξεις «''οἶκος''» «''οἶνος''» «''ὕδωρ''». Ομοίως και εδώ η απάντηση είναι ότι «''...ἐπίσης εἶναι ψευδὲς τὸ λεγόμενον, ὅτι ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ εἶναι οὕτω νεκρὰ διὰ τοὺς νεωτέρους Ἕλληνας ὅπως καὶ διὰ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους, διότι ἡμεῖς ἕνεκα τῆς μεγάλης ὁμοιότητος καὶ τῆς ἐν πολλοῖς ταυτότητος τῆς νέας πρὸς τὴν ἀρχαίαν, εὐκολώτερον ἢ πάντες οἱ λοιποὶ μανθάνομεν, αἰσθανόμεθα καὶ νοούμεν αὐτήν, τοῦτο, πιστεύω, θὰ μοὶ ὁμολογήσῃ πᾶς ἐχέφρων''»<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 21.</ref>. Προσέτι, στην πραγματεία του ο Krumbacher αναγάγει τον διαχωρισμό γραπτής και λαλουμένης μόλις στον προηγούμενο αιώνα (βλ. Αρχαιότητα), ενώ αλλού κατηγορήθη ότι υπό μεροληψίας επήνεσε μία μετάφραση της [[Ιλιάδα|Ιλιάδος]] υπό τόν [[Ιάκωβος Πολυλάς|Ιάκωβο Πολυλά]] η οποία όμως δεν είχε ακόμη τυπωθεί! Σύμφωνα με αυτόν η καθαρεύουσα ήταν ο μοναδικός λόγος διά τον οποίον «''δὲν ἔχομεν μηχανικούς, ἀρχιτέκτονας, χημικούς...''» και όχι οι ραγδαίως ρέουσες πολιτικές στα [[Βαλκάνια]] εξελίξεις<ref> Τὸ γλωσσικὸν ἡμῶν ζήτημα ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης ἐξεταζόμενον, Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης Ἑλληνικῆς ὑπὸ K. Krumbacher καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, Αθήνησιν, ἐκ τῆς ἐφημρίδος ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ 1905 σ. 24-27.</ref>. Αυτός είναι και ο λόγος διά τόν οποίον όχι μόνον θα έπρεπε να διατηρηθούν οι ξένες λέξεις τής, γεμούσης ιδιωμάτων, δημοτικής αλλά και να ληφθούν όσες το δυνατόν περισσότερες ως ανάμνηση «επιμειξιών»! Λόγου χάριν δεν έπρεπε να πλάττουμε ιατρικούς όρους από την Ελληνική (βλ. Οφθαλμίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος κ.ά.) αλλά έπρεπε να τις παραλάμβάνουμε αυτούσιες από άλλες γλώσσες, κάτι το οποίο ο Χατζιδάκις χαρακτήρισε ως παρανοϊκό και ως ανταλλαγή «''σίτου ἀντὶ δρυοβαλάνων''» (=βελανιδιών)<ref>Τὸ γλωσσικὸν ἡμῶν ζήτημα ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης ἐξεταζόμενον, Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης Ἑλληνικῆς ὑπὸ K. Krumbacher καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, Αθήνησιν, ἐκ τῆς ἐφημρίδος ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ 1905 σ. 29 κ.ε.</ref> και επεσήμηνε ότι η ενσωμάτωση αυτή δεν οφειλόταν στις επιμειξίες αλλά στους χρόνους δουλείας και τυραννικής πιέσεως. Αλλού τού φαίνεται αδιανόητο ο [[Χίος|Χιώτης]] λ.χ. να χρησιμοποιεί μία αλλοδαπή λέξη αντί τής ήδη υπαρχούσης, και εν πλήρει χρήσει, Ελληνικής στην [[Πελοπόννησος|Πελοπόννησο]] και τούμπαλιν. Με το πέρας τής επιχειρηματολογίας του αναφέρει ότι «''Κατ’ ἀνάγκην ἄρα ἔδει (=έπρεπε) ἢ νὰ μὴ δανειζόμεθα τὸ παράπαν (=καθόλου) ἢ δανειζόμενοι νὰ διατηρῶμεν ἀπαθῆ τὸν τύπον αὐτῶν χάριν τοῦ εὐδιαγνώστου''». Σημαντική από ιστορικής πλευράς είναι και η τυφλή προσήλωση του Krumbacher στον Ψυχάρη και στους περί αυτόν ώστε να αναφέρει ότι όπως υπάρχουν αγάλματα του [[Θεόδωρος Κολοκοτρώνης|Κολοκοτρώνη]] και του [[Κωνσταντίνος Κανάρης|Κανάρη]] ούτω θα έπρεπε να υπήρχαν και αντίστοιχα για τους [[Γιάννης Ψυχάρης|Ψυχάρη]], [[Ροΐδης|Ροΐδη]], [[Νικόλαος Κονεμένος|Κονεμένο]] και [[Ιάκωβος Πολυλάς|Πολυλά]]<ref>Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης Ἑλληνικῆς ὑπὸ K. Krumbacher καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, ἐν Ἀθήναις, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου 1905 σ. 181.</ref>!
 
Ο μεγάλος φιλόλογος [[Ιωάννης Σταματάκος]], όντας συντηρητικός μάλλον παρά ακραίος υποστηρικτής τής καθαρεύουσας, υπήρξε επί σειρά ετών εμπόδιο στον [[Μανόλης Τριανταφυλλίδης|Τριανταφυλλίδη]] επί τη έδρᾳ τής γλωσσολογίας λόγω ακριβώς τών επιλογών τού δευτέρου υπέρ τής δημοτικής. Αντιθέτως από τούς άλλους διαξιφισμούς, οι οποίοι οδήγησαν σε χυδαίες προσωπικές επιθέσεις, τών προαναφερθέντων προσώπων ο Σταματάκος σε μία εισηγητική έκθεση<ref>{{Cite web|url=http://digital.lib.auth.gr/record/40566/files/arc-2005-14108.pdf|title=Ἔκθεσις καθηγητοῦ κ. Ἰω. Σταματάκου περὶ τῶν ὑποψηφίων διὰ τὴν ἕδραν τῆς Γλωσσολογίας καὶ τῆς ἕδρας τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας|last=|first=|ημερομηνία=10 Ιανουαρίου 1958|website=|publisher=|archiveurl=|archivedate=|accessdate=}}</ref> για την υποψηφιότητα του κ. Τριανταφυλλίδη τόν επήνεσε χαρακτηρίζοντάς τον διαπρεπή γλωσσολόγο, ιδιοφυή περί την γλωσσική επιστήμη και σημείωσε ότι δεν στερείται καλές, στο εξωτερικό, σπουδές ενώ υπήρξε και συγγραφέας πολλών και ποιοτικών πονημάτων. Η κύρια επιχειρηματολογία τού Σταματάκου ήταν ότι «ἠδίκησεν αὐτὸς ἑαυτόν» καθώς αντί να ακολουθήσει την λεωφόρο τής αντικειμενικής και επιστημονικής ερεύνης προτίμησε, μετά φανατισμού, «''νὰ βαδίζῃ τὴν ἀτραπὸν αὐτὴν μέχρι τοῦ κρημνοῦ''». Την άποψή του αυτή την αποδίδει ο Σταματάκος σε νεανική παραπλάνηση όπως χαρακτηριστικά ανέφερε και τον έψεγε διότι δι’ αυτών του τών απόψεων (την αυτοκτονία κατά τον Σταματάκο) ζητεί και επιβράβευση, προφανώς διά τής έδρας. Την δημοτική ο Σταματάκος την ονόμαζε «''ἀξίαν δι’ ὡρισμένους τομεῖς τῆς πνευματικῆς δράσεως καὶ δημιουργίας''», ενώ προσέθετε ότι την ανέχεται και δεν οκνεί να χρησιμοποιεί στοιχεία της στις διάφορες αποδόσεις αρχαίων κειμένων, τονίζοντας την όλη θεωρία τού Δημοτικισμού ως σεβαστή και αξιοπρόσεκτη. Δυστυχώς, όπως αναφέρεται και κατωτέρω, εκείνα να χρόνια η δημοτική χρησιμοποιήθηκε από πολιτικές παρατάξεις (βλ. [[Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο|Ε.Α.Μ]].) και η χρήση της συνδέθηκε με πολιτικές (και όχι καθαρά εθνικές) ιδεολογίες. Γι’ αυτόν τον λόγο «''ὁ Δημοτικισμὸς ἔγινε συνωμότης, ἐπαναστάτης και ἐτέθη ἐκτὸς Νόμου διὰ τὴν συνείδησιν τῶν Ἑλλήνων''» σύμφωνα με την έκθεσή του. Η έκθεση αυτή συνεχίζει με την πεποίθηση ότι ο Τριανταφυλλίδης έπρεπε να προφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού τήν παράδοση και να σέβεται «''ὡς στοργικὴν μητέρα ἢ Πρεσβυτέραν ἀδελφὴν τὴν καθαρεύουσαν''», υπό της οποίας ο Δημοτικισμός θα εφροντίζετο ως «χαϊδεμένο παιδί». Αντιθέτως εμφανίζεται ως μητροκτόνος, παιδοκτόνος κ.τ.τ. Τέλος σύμφωνα με αυτόν ο αγράμματος άνθρωπος του λαού στέλνει τα παιδίά του στο σχολείο για να γίνουν καλύτερα από αυτόν, κυρίως διά τής γλώσσας, ενώ ο Δημοτικισμός τον επιστρέφει από το σχολείο χειρότερο απ’ ό,τι πρίν, έχοντας ως σκοπό να «κρημνήσει» τη γλώσσα τής παραδόσεως και ό,τι συνδέεται με το παρελθόν.