Αλέξιος Ε΄ Δούκας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 47:
==Άνοδος στον θρόνο==
 
[[File:Gustave_dore_crusades_mourzoufle_parleying_with_dandolo.jpg|thumb|right|250px|Ο Αλέξιος Μούρτζουφλος διαπραγματεύεται με τον Δόγη [[Ενρίκο Ντάντολο]] - έργο του [[Γκυστάβ Ντορέ]].]]
Ο Αλέξιος Μούρτζουφλος εκμεταλλεύτηκε το μίσος των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης για τους Λατίνους ώστε να πετύχει την προσωπική του άνοδο.<ref>Choniates, pp. 303–304, 307</ref><ref>Madden (1992)</ref><ref>Madden (1995) p. 742</ref> Στα τέλη του Ιανουαρίου 1204 οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης επαναστάτησαν, στην ταραχή που ακολούθησε ο ευγενής [[Νικόλαος Καναβός]] ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας αλλά αρνήθηκε να δεχτεί το στέμμα. Οι δυο συναυτοκράτορες αποκλείστηκαν στο [[Παλάτι των Βλαχερνών]] και ζήτησαν από τον Μούρτζουφλο να αναλάβει να υποστηρίξει την πόλη από τους Σταυροφόρους. Ο Μούρτζουφλος όμως αποφάσισε να ανατρέψει τους αυτοκράτορες και να τους αντικαταστήσει, την νύχτα της 28ης Ιανουαρίου 1204 δωροδόκησε την [[Βαράγγειος Φρουρά|Βαράγγειο Φρουρά]] και συνέλαβε τους αυτοκράτορες. Οι Βαράγγοι κατόπιν τον οδήγησαν στο θησαυροφυλάκιο, ο νεαρός Αλέξιος Δ΄ στραγγαλίστηκε από τους επαναστάτες, ο τυφλός και ψυχικά διαταραγμένος πατέρας του πέθανε από την λύπη του. Ο Καναβός διορίστηκε αξιωματούχος από τον νέο αυτοκράτορα αλλά αρνήθηκε κάθε επαφή μαζί του, απομονώθηκε και δολοφονήθηκε στα σκαλιά του Καθεδρικού ναού της [[Αγία Σοφία (Κωνσταντινούπολη)|Αγίας Σοφίας]].<ref>Choniates, pp. 307–309</ref><ref>Hendrickx and Matzukis, p. 118-120</ref><ref>Runciman, pp. 120–121</ref>
 
Γραμμή 55 ⟶ 56 :
==Η πολιορκία των Σταυροφόρων==
 
[[File:PriseDeConstantinople1204PalmaLeJeune.JPG|thumb|right|250px|Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204) - έργο του [[Ιάκωβος Πάλμα (νεότερος)|Ιάκωβου Πάλμα]].]]
Η απώλεια της συγκεκριμένης εικόνας που εκπροσωπούσε την προστασία της πόλης από τους ξένους εχθρούς με την βοήθεια της Παναγίας ήταν τεράστιο ηθικό πλήγμα για τους Βυζαντινούς, ύστερα από αυτό άρχισαν να πιστεύουν σοβαρά ότι η πτώση της πόλης στους Λατίνους ήταν θέλημα θεού.<ref>Giarenis, p. 78</ref>
Ο Αλέξιος Ε΄ συνάντησε τον Δόγη της Βενετίας [[Ενρίκο Ντάντολο]] για να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις (8 Φεβρουαρίου 1204) αλλά οι όροι που του ζήτησε ο υπερήλικας δόγης ήταν τόσο σκληροί που τους αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ο Χωνιάτης αναφέρει ότι ο Αλέξιος Ε΄ σύρθηκε με την βία σε διαπραγματεύσεις ύστερα από αιφνίδια επίθεση των Σταυροφόρων και ο νεαρός Αλέξιος Δ΄ θανατώθηκε την ίδια μέρα, η επιμονή των Σταυροφόρων να τον κάνουν αυτοκράτορα ίσως να ήταν η αιτία της θανάτωσης του.<ref>Choniates, p.312</ref><ref>Hendrickx and Matzukis, pp. 123–124</ref> Ο Αλέξιος Μούρτζουφλος εξοργίστηκε όταν έμαθε τα νέα για την θανάτωση του Αλέξιου Δ΄ και έδιωξε όλους τους Λατίνους από την Κωνσταντινούπολη. Οι Φράγκοι με την σειρά τους άρχισαν τα σχέδια για την διανομή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και έβαλαν μπροστά τα σχέδια τους για την τελική έφοδο και την κατάκτηση της πόλης τον επόμενο μήνα.<ref>Hendrickx and Matzukis, pp. 124–125</ref>
Γραμμή 64 ⟶ 66 :
==Τύφλωση και δολοφονία==
 
[[File:Alexius_V_Doukas.jpg|thumb|right|250px|Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας - τοιχογραφία του 15ου αιώνα.]]
Ο Αλέξιος Ε΄ και οι οπαδοί του έφτασαν στην [[Μαξιμιανούπολις - Μοσυνούπολις|Μοσυνούπολη]] που έμενε ο πεθερός του, ο έκπτωτος αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄, η υποδοχή του πεθερού του ήταν στην αρχή καλή αφού τον βόλεψε το χώρο των λουτρών, τον προέτρεψε να λουστεί με την κόρη του. Μόλις ο Αλέξιος Ε΄ βρέθηκε μέσα στο λουτρό, όρμησαν οι υπηρέτες του Αλεξίου Γ΄ και τον τύφλωσαν, ο πεθερός του ήθελε με αυτόν τον τρόπο να τον αποκλείσει από την διεκδίκηση του αυτοκρατορικού θρόνου. Η Ευδοκία όρθια, δίπλα στην πόρτα των λουτρών, έβριζε τον πατέρα της κι αυτός την προπηλάκιζε για τον αδιάντροπο και λάγνο έρωτά της. Όντας πλέον τυφλός ο Αλέξιος Ε΄ περιπλανιόταν στην περιοχή της Μοσυνούπολης σαν αλήτης, οι Λατίνοι τον αναγνώρισαν και τον συνέλαβαν τον Νοέμβριο του 1204.<ref>Falk, p. 163</ref>
<ref>Akropolites, p. 117</ref>