Δούκας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 5:
Ο '''δούκας''' ({{lang-de|''Ηerzog'', θηλ. ''Ηerzogin''}}<b>·</b> {{lang-en|''Duke'', θηλ. ''Duchess''}}<b>·</b> {{lang-fr|''duc'', θηλ. ''duchesse''}}) είναι τίτλος ευγενείας καθώς και στρατιωτικός τίτλος, προερχόμενος από την [[λατινικά|λατινική]] λέξη [[Δουξ|dux]], που σημαίνει τον στρατιωτικό διοικητή.
Στην ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καθώς και στο Βυζάντιο, συνέχισε να σημαίνει τον περιφερειακό στρατιωτικό διοικητή. Ιδιαίτερα στο Βυζάντιο, δινόταν κατά τον
Στη μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη, εξελίχτηκε σε τίτλο που έφεραν τοπικοί άρχοντες επικεφαλής μειζόνων περιοχών, συχνά με φυλετική βάση, λ.χ. τα Stammesherzogtümer της πρώιμης [[Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]]. Αν και θεωρητικά υποτελείς σε κάποιον μονάρχη, πολλοί δούκες δρούσαν ως αυτόνομοι ηγεμόνες. Μετά το τέλος της φεουδαρχίας, σε γενικό τίτλο ευγενείας χωρίς εδαφικό ρόλο.
Παραλλαγές του τίτλου ήταν ο [[Αρχιδούκας]] (γερμ. Erzherzog) που υιοθετήθηκε από τα μέλη του οίκου των [[Αψβούργοι|Αψβούργων]], και ο [[Μέγας Δούκας]] (γερμ. Grossfürst, ρωσ. великий князь), τίτλος ανώτερος του Δούκα που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Στο Βυζάντιο, ο [[Μέγας Δουξ]] ήταν ο επικεφαλής του στόλου από τον ύστερο 11ο αιώνα. ανανανα
==Δείτε επίσης==
|