Λογοτεχνία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 23:
Το λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να οριστεί ως κείμενο που δεν εξυπηρετεί κάποιον πρακτικό σκοπό, για παράδειγμα την πληροφόρηση για κάποιο θέμα. Έτσι το λογοτεχνικό κείμενο διαφέρει για παράδειγμα από ένα επιστημονικό κείμενο. Με μια τέτοια θεώρηση το ενδιαφέρον στη μελέτη ενός λογοτεχνικού κειμένου δεν εστιάζεται στο θέμα για το οποίο μιλάει το κείμενο, αλλά στον τρόπο με τον οποίο μιλάει <ref>Eagleton 1989, σ. 30</ref>. Η πρακτική από την μη πρακτική χρήση των κειμένων όμως είναι δύσκολο να διαχωριστεί, αφού δεν εξαρτάται μόνο από την πρόθεση του συγγραφέα να γράψει ένα κείμενο «πρακτικό» ή «λογοτεχνικό», αλλά (κυρίως) και από τον τρόπο με τον οποίον ο αναγνώστης επιλέγει να διαβάσει το κείμενο. Γι’ αυτόν τον λόγο, είναι δυνατό κάποιο κείμενο να γραφτεί με «λογοτεχνική» πρόθεση, αλλά σταδιακά να πάψει να αντιμετωπίζεται ως λογοτεχνικό, ενώ αντίθετα κάποιο άλλο να ανήκει σε είδος λόγου που δεν θεωρείται «λογοτεχνικό», αλλά με την πάροδο του χρόνου να συμπεριλαμβάνεται στα λογοτεχνικά κείμενα.
===Η Λογοτεχνία ως αισθητική απόλαυση===
Υπάρχει η τάση να ορίζονται ως λογοτεχνικά κείμενα τα κείμενα που θεωρούνται «καλά», που έχουν δηλαδή αξιολογηθεί ως ανώτερα από κάποια άλλα και προσφέρουν στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση. Μια τέτοια θεώρηση είναι προβληματική, γιατί δεν υπάρχουν κάποια εγγενή κριτήρια με τα οποία μπορεί να αξιολογηθεί ένα κείμενο˙ οι αισθητικές αντιλήψεις δεν παραμένουν αμετάβλητες μέσα στον χρόνο, γιατί εξαρτώνται απόλυτα από το περιβάλλον, τις πεποιθήσεις και τους προβληματισμούς κάθε εποχής. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν, ένα κείμενο που σε μια συγκεκριμένη εποχή είχε αναγνωρισμένη λογοτεχνική αξία, σε κάποια άλλη να πάψει να ανταποκρίνεται στους σύγχρονους προβληματισμούς και να χάσει την αξία του. Επιπλέον, η αξιολόγηση ενός έργου συχνά καθορίζεται από την συγκεκριμένη εικόνα που έχουμε σχηματίσει για τον «λογοτεχνικό κανόνα»: αν διαβάσουμε ένα έργο γνωρίζοντας ότι είναι έργο ενός αναγνωρισμένου και καταξιωμένου λογοτέχνη θα το αξιολογήσουμε θετικά με αυτό το κριτήριο, ενώ μπορεί να απορρίψουμε κάποιο άλλο γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι πρόκειται για έργο ενός λογοτέχνη που θεωρείται ελάσσων. Ενδεικτικό της σχετικότητας των αξιολογικών κρίσεων είναι το πείραμα του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Cambridge I. A. Richards, ο οποίος το [[1929]] έδωσε στους φοιτητές του ποιήματα χωρίς να αποκαλύψει τους συγγραφείς τους και ζήτησε να εκφράσουν την αξιολογική τους κρίση: οι φοιτητές απέρριψαν πολλά ποιήματα καθιερωμένων ποιητών και προτίμησαν άλλα, αγνώστων ή υποτιμημένων.
 
===Συμπέρασμα===
Οι '''οντολογικές''' θεωρήσεις του φαινομένου της Λογοτεχνίας τελικά καταλήγουν σε αδιέξοδο, γιατί στηρίζονται στην παραδοχή ότι τα «λογοτεχνικά» χαρακτηριστικά είναι σταθερά και μόνιμα. Αυτή η άποψη όμως ανατρέπεται εύκολα από το γεγονός ότι «οι αντιλήψεις για τη φύση και τη λειτουργία της λογοτεχνίας αλλάζουν διαρκώς» και «τα χαρακτηριστικά της δεν γίνονται αποδεκτά ως ειδοποιά σε οποιονδήποτε τόπο και χρόνο» <ref>Ε. Φρυδάκη, ''Η θεωρία της λογοτεχνίας στην πράξη της διδασκαλίας'', εκδ. Κριτική, Αθήνα 2003, σ. 29</ref>