Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 11:
===Κηδεμονία===
 
[[File:Hodierna_and_Jaufre_Rudel.jpg|thumb|right|250px|Ο τροβαδούρος Τζέφρυ Ρούντελ (1113 - 1147) πεθαίνει στα χέρια της μητέρας του Ραϋμόνδου Γ΄ Οδιέρνας της Ιερουσαλήμ.]]
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ καταγράφεται για πρώτη φορά σε διάταγμα του πατέρα του (1151).<ref>Lewis 2017, σ. 185.</ref> Ένα έγγραφο παρουσιάζει την μητέρα του να είναι σε μεγάλο βαθμό ''"πολιτικά ενεργή"'' όπως οι αδελφές της [[Μελισσάνθη της Ιερουσαλήμ]] και [[Αλίκη της Αντιόχειας]].<ref>Lewis 2017, σ. 166.</ref> Ο σύζυγος της την ζήλευε έντονα, αυτό προκάλεσε στις αρχές της δεκαετίας του 1150 προστριβές στο βασιλικό ζεύγος.<ref>Runciman 1989, σσ. 332-333.</ref> Η Μελισσάνθη ήρθε προσωπικά στην Τρίπολη να τους συμφιλιώσει αλλά η Οδιέρνα αρνήθηκε να φύγει για την Ιερουσαλήμ.<ref>Lewis 2017, σ. 170.</ref><ref>Barber 2012, σ. 157.</ref> Η Οδιέρνα κάλεσε κατόπιν τους Ασασίνους που δολοφόνησαν τον Ραϋμόνδο Β΄ σε μία από τις νότιες πύλες της Τρίπολης.<ref>Lewis 2017, σ. 170.</ref> Ο γιος της Μελισσάνθης [[Βαλδουίνος Γ΄ της Ιερουσαλήμ]] που έμενε τότε στην Τρίπολη κάλεσε την χήρα Οδιέρνα στην πόλη, οι ευγενείς της Τρίπολης έδωσαν όρκο υποτέλειας στην ίδια και στα δύο παιδιά της Ραϋμόνδο και Μελισσάνθη.<ref>Lewis 2017, σ. 184.</ref> Ο Βαλδουίνος Γ΄ όρισε την Οδιέρνα αντιβασίλισσα της Τρίπολης αγνοώντας την διαθήκη του συζύγου της, ο Ραϋμόνδος Β΄ ήθελε να αναλάβει την κηδεμονία του ανήλικου βασιλιά ο αρχηγός της κοινότητας της πόλης.<ref>Lewis 2017, σ. 185.</ref> Ο ανήλικος Ραϋμόνδος Β΄ πέρασε πολλά χρόνια στην βασιλική αυλή των Ιεροσολύμων, το πρώτο έγγραφο εκδόθηκε την διετία 1152 - 1153.<ref>Lewis 2017, σ. 186.</ref> Ο συγγραφέας Κέβιν Λιούις αναφέρει ότι ο ίδιος ο Βαλδουίνος Γ΄ επέβλεπε προσωπικά την ιπποτική εκπαίδευση του μικρού Ραϋμόνδου.<ref>Lewis 2017, σ. 187.</ref>
 
Γραμμή 21 ⟶ 22 :
===Σύγκρουση με τον Μανουήλ Κομνηνό===
 
[[File:Map_Crusader_states_1165-en.svg|thumb|right|250px|Χάρτης των [[Σταυροφορικά κράτη|Σταυροφορικών κρατών]] (1165).]]
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας [[Μανουήλ Α΄ Κομνηνός]] αναζητώντας μία ισχυρή σύζυγο από την Ανατολή έστειλε απεσταλμένους στον βασιλιά Βαλδουίνο Γ΄ για να δεχτεί προτάσεις.<ref>Lilie 1993, σ. 183.</ref> Οι επιθυμίες του ήταν η [[Μαρία της Αντιόχειας (1145-1182)|Μαρία της Αντιόχειας]] και η αδελφή του Ραϋμόνδου Γ΄ Μελισσάνθη, είχαν και οι δυο στενή συγγένεια με τον βασιλιά των Ιεροσολύμων.<ref>Lewis 2017, σ. 197.</ref> Ο Βαλδουίνος Γ΄ του πρότεινε την Μελισσάνθη και ο Μανουήλ Κομνηνός έκανε την πρόταση δεκτή.<ref>Lewis 2017, σ. 197.</ref> Ο Ραϋμόνδος κατασκεύασε 20 μεγάλες γαλέρες και πλήρωσε μια τεράστια συνοδεία για να συνοδεύσει την αδελφή του μεγαλοπρεπώς στην [[Κωνσταντινούπολη]].<ref>Lewis 2017, σ. 197.</ref> Η μητέρα τους Οδιέρνη και η θεία τους Μελισσάνθη ξόδεψαν τεράστια ποσά για τα κοσμήματα και τα φορέματα της μελλοντικής Βυζαντινής αυτοκράτειρας.<ref>Lewis 2017, σ. 198.</ref> Την τελευταία στιγμή ο Μανουήλ άλλαξε γνώμη, αποφάσισε να παντρευτεί την Μαρία και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την μητέρα της [[Κωνσταντία της Αντιόχειας]] για τον γάμο.<ref>Lewis 2017, σσ. 200-201.</ref><ref>Lock 2006, σ. 55.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ εξοργισμένος με την αλλαγή γνώμης του Μανουήλ έστειλε τον στόλο που είχε κατασκευάσει να λεηλατήσει τις Βυζαντινές ακτές και νησιά, οι πειρατές λεηλάτησαν πολλές εκκλησίες και ιερούς τόπους.<ref>Lock 2006, σ. 55.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 199.</ref>
 
Γραμμή 35 ⟶ 37 :
===Πρώτη αντιβασιλεία===
 
[[File:Boh3_ray3.jpg|thumb|right|250px|Ο [[Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας]] και ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης στον δρόμο προς την [[Ιερουσαλήμ]], μικρογραφία 13ου αιώνα.]]
Ο πρίγκιπας της Γαλιλαίας [[Γκωτιέ του Σαιντ-Ομέρ]] πέθανε στις αρχές του 1174, ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Αμωρί Α΄ έδωσε την χήρα του Εσίβα του Μπυρ σύζυγο στο Ραϋμόνδο Γ΄ μαζί με ένα μεγάλο φέουδο στο βασίλειο.<ref>Hamilton 2000, σ. 33.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 222.</ref> Ο γάμος τους παρέμεινε άτεκνος αλλά ο Ραϋμόνδος Γ΄ αγαπούσε υπερβολικά την σύζυγο του και υιοθέτησε τα παιδιά της από τον πρώτο γάμο σαν να ήταν δικά του όπως γράφει ο Γουλιέλμος της Τύρου.<ref>Barber 2012, σ. 266.</ref> Ο Αμωρί Δ΄ πέθανε (11 Ιουλίου 1174) και τον διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος του [[Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ]] που υπέφερε εκ γενετής από λέπρα.<ref>Riley-Smith 1973, σ. 102.</ref><ref>Runciman 1989, σσ. 399, 404.</ref><ref>Lock 2006, σ. 61.</ref> Ο Σενεσκάλιος Μιλ του Πλανσί ανέλαβε την ευθύνη στην κυβέρνηση αλλά δεν μπόρεσε να πείσει τους στρατηγούς να συμμαχήσουν μαζί του.<ref>Hamilton 2000, σ. 88.</ref> Με πλεονέκτημα την αντιδημοτικότητα του Σενεσκάλιου ο Ραϋμόνδος επιτέθηκε την [[Ιερουσαλήμ]] και ανέλαβε τον Αύγουστο την αντιβασιλεία.<ref>Riley-Smith 1973, σσ. 102-103.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 222.</ref> Ο Ραϋμόνδος ισχυρίστηκε ότι ήταν ο πιο στενός συγγενής και ο ισχυρότερος υποτελής του νεαρού άρρωστου βασιλιά και ότι ο ίδιος έδωσε στον Αμωρί Α΄ την αντιβασιλεία της Τρίπολης όταν ήταν αιχμάλωτος.<ref>Lewis 2017, σ. 235.</ref><ref>Riley-Smith 1973, σ. 103.</ref> Ο Μιλ του Πλανσί αμφισβήτησε την απόφαση λέγοντας ότι μόνο η Υψηλή αυλή της Ιερουσαλήμ έχει αυτή την αρμοδιότητα.<ref>Lewis 2017, σ. 235.</ref>
 
Γραμμή 56 ⟶ 59 :
===Εσωτερικές συγκρούσεις===
 
[[File:Français_2824,_fol._162v,_Raymond_de_Tripoli_nommé_régent.jpeg|thumb|right|250px|Ο [[Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ]] ορίζει στο νεκροκρέβατο τον Ραϋμόνδο Γ΄ της Τρίπολης αντιβασιλιά και κηδεμόνα για λογαριασμό του θετού του γιου [[Βαλδουίνος Ε΄ της Ιερουσαλήμ|Βαλδουίνου του Μομφερράτου]].]]
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ και ο Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας βάδισαν τον Απρίλιο του 1180 στην Ιερουσαλήμ.<ref>Lewis 2017, σ. 245.</ref><ref>Barber 2012, σ. 274.</ref> Ο Βαλδουίνος Δ΄ πίστευε ότι είχαν στόχο να τον εκθρονίσουν ,πάντρεψε την αδελφή του Σιβύλλα με τον Γκυ των Λουζινιάν έναν ιππότη από το Πουατού αν και είχε υποσχεθεί να την παντρέψει με τον [[Ούγος Γ΄ της Βουργουνδίας|Ούγο Γ΄ της Βουργουνδίας]].<ref>Barber 2012, σσ. 274-275.</ref><ref>Hamilton 2000, σσ. 150-154.</ref> Ο ιστορικός Μπέρναρντ Χάμιλτον (γεννήθηκε το 1932) γράφει ότι ο στόχος της εκστρατείας τους ήταν να περιορίσουν την εξουσία που ασκούσε στον ασθενή βασιλιά η μητέρα του Αγνή των Κουρτεναί και ο αδελφός της Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας.<ref>Hamilton 2000, σ. 154.</ref> Ο Μπέρναρντ Χάμιλτον συνεχίζει ότι οι δύο κόμητες είχαν επίσης στόχο να ακυρώσουν τον γάμο της Σιβύλλας με τον Ούγο Γ΄ και να πείσουν τον Βαλδουίνο Δ΄ να την παντρέψει με τον σύμμαχο τους Βαλδουίνο των Ιμπελέν αλλά ο γάμος της με τον Γκυ τους κατέστρεψε τα σχέδια.<ref>Hamilton 2000, σ. 154.</ref> Ο Ραϋμόνδος και ο Βοημούνδος έχασαν την εύνοια του βασιλιά και εγκατέλειψαν τα Ιεροσόλυμα μετά το [[Πάσχα]].<ref>Lewis 2017, σ. 247.</ref>
 
Γραμμή 66 ⟶ 70 :
===Πρώτες επιδρομές του Σαλαντίν===
 
[[File:Saladin_1190_mint_of_Mayyafariqin.jpg|thumb|right|250px|Νόμισμα του [[Σαλαντίν]] (1190).]]
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ αντιτάχθηκε επειδή πίστευε ότι θα παρέμεναν ανυπεράσπιστα τα δυτικά εδάφη αλλά η πλειοψηφία των βαρόνων έκανε δεκτή την πρόταση.<ref>Hamilton 2000, σ. 172.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ συνόδευσε τον βασιλικό στρατό στην Υπεριορδανία, στην διάρκεια της απουσίας του στρατεύματα από τις γειτονικές Μουσουλμανικές πόλεις επιτέθηκαν στην Γαλιλαία και αιχμαλώτισαν 500 γυναίκες.<ref>Barber 2012, σ. 278.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 254.</ref> Οι εισβολείς κυρίευσαν επίσης ένα οχυρωμένο σπήλαιο κοντά στην Τιβεριάδα με την υποστήριξη της τοπικής χριστιανικής φρουράς.<ref>Barber 2012, σ. 278.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 173.</ref> Ο βασιλικός στρατός επέστρεψε στις κεντρικές περιοχές του βασιλείου επειδή ο Βαλδουίνος Δ΄ υποπτεύθηκε ότι ο Σαλαντίν σχεδίαζε περισσότερες επιδρομές.<ref>Hamilton 2000, σ. 174.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ έφτασε στην Τιβεριάδα και αρρώστησε βαριά, άφησε τον θετό του γιο Ούγο να διευθύνει τα στρατεύματα στην Γαλιλαία και ενώθηκε ο ίδιος με τον βασιλικό στρατό.<ref>Lewis 2017, σ. 254.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 174.</ref> Ο βασιλικός στρατός πίεσε τον Σαλαντίν να λύσει την πολιορκία και να αποχωρήσει από το πριγκιπάτο.<ref>Hamilton 2000, σ. 174.</ref>
 
Γραμμή 76 ⟶ 81 :
===Δεύτερη αντιβασιλεία===
 
[[File:Crusader_Citadel,_Tiberias_1203_(511276825).jpg|thumb|right|250px|Τα ερείπια του κάστρου της [[Τιβεριάδα|Τιβεριάδας]].]]
Ο Λατίνος πατριάρχης της Ιερουσαλήμ και οι Μεγάλοι Μάγιστροι των Ναιτών και των Ιωαννιτών μεσολάβησαν για να κλείσει ειρήνη ανάμεσα στον Βαλδουίνο Δ΄ και τον Γκυ αλλά ο βασιλιάς δεν συγχωρούσε τον γαμπρό του.<ref>Barber 2012, σ. 285.</ref> Ο Γκυ έκανε επιδρομή σε [[Βεδουίνοι|Βεδουίνους]] που έβοσκαν τα πρόβατα τους στα βασιλικά κτήματα.<ref>Lewis 2017, σ. 255.</ref> Η πράξη αυτή εξόργισε τον βασιλιά, σύμφωνα με τον Γουλιέλμο της Τύρου ο Βαλδουίνος Δ΄ συγκάλεσε Συνέλευση βαρόνων και ανέθεσε στον Ραϋμόνδο Γ΄ την ''"διακυβέρνηση και την γενική διοίκηση του βασιλείου"''.<ref>Lewis 2017, σ. 255.</ref> Τα ''"Χρονικά του Έρνουλ"'' και οι ''"Ιστορίες του Ηράκλειου"'' αναφέρουν ότι ο Βαλδουίνος Δ΄ συγκάλεσε συνέλευση μόνο όταν τον προειδοποίησαν οι βαρόνοι ότι ο Γκυ ήταν εξουσιοδοτημένος να κυβερνήσει το βασίλειο μετά τον θάνατο του.<ref>Hamilton 2000, σσ. 205-206.</ref> Ο ετοιμοθάνατος βασιλιάς ζήτησε από τους βαρόνους να του δηλώσουν το όνομα του κηδεμόνα και αυτοί απάντησαν ομόφωνα τον Ραϋμόνδο.<ref>Hamilton 2000, σ. 206.</ref> Τα ''"Χρονικά του Έρνουλ"'' γράφουν ότι ο Βαλδουίνος Δ΄ έκανε δεκτή την απόφαση και όρισε τον Ραϋμόνδο ''"αντιβασιλιά και κηδεμόνα για δέκα χρόνια μέχρι την ενηλικίωση του μικρού Βαλδουίνου"''.<ref>Hamilton 2000, σ. 206.</ref> Οι περισσότερες πηγές δεν αναφέρουν την ημερομηνία του γεγονότος, μόνο τα ''"Χρονικά του Έρνουλ"'' γράφουν ότι ο Ραϋμόνδος ορίστηκε αντιβασιλιάς το 1185.<ref>Hamilton 2000, σ. 204.</ref><ref>Lock 2006, σ. 69.</ref>
 
Γραμμή 86 ⟶ 92 :
===Άνοδος του Γκυ των Λουζινιάν και της Σιβύλλας===
 
[[File:Fortezza_di_Arqa.jpg|thumb|right|250px|Τα ερείπια του κάστρου της [[Άκρα (πόλη)|Άκρας]].]]
Ο μικρός Βαλδουίνος Ε΄ πέθανε αιφνίδια στην Άκρα το καλοκαίρι του 1186, ο Ζοσλέν Γ΄ κάλεσε τον Ραϋμόνδο στην Τιβεριάδα να παραστεί στην συνέλευση και άφησε τους Ναΐτες να μεταφέρουν την σωρό του νεαρού βασιλιά στα Ιεροσόλυμα.<ref>Barber 2012, σ. 293.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 217.</ref> Με πλεονέκτημα την απουσία του Ραϋμόνδου ο Ζοσλέν κατέλαβε την Άκρα και την Βηρυτό.<ref>Hamilton 2000, σ. 217.</ref><ref>Riley-Smith 1973, σ. 109.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ κάλεσε τους βαρόνους του βασιλείου του στην [[Ναμπλούς]], φέουδο του Μπαλιάν του Ιμπελέν ενός από τους οπαδούς του.<ref>Barber 2012, σ. 293.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 217.</ref> Οι συγγραφείς Άρνολντ όφα Λούμπεκ (1150 -1211) και Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ (1160 - 1233) γράφουν ότι στην Συνέλευση αυτή ο Ραϋμόνδος προσπάθησε να καταλάβει τον θρόνο.<ref>Hamilton 2000, σ. 217.</ref> Η αλήθεια της αναφοράς αμφισβητείται επειδή δεν ήταν παρόντες στην Συνέλευση και έγραψαν τις ιστορίες τους μετά τα γεγονότα, οι αναφορές ωστόσο δείχνουν τις φιλοδοξίες του Ραϋμόνδου για τον θρόνο.<ref>Hamilton 2000, σ. 217.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 259.</ref>
 
Γραμμή 99 ⟶ 106 :
===Η επέλαση του Σαλαντίν===
 
[[File:Zippori_-_The_Ancient_Water_System_(5).JPG|thumb|right|250px|Το αρχαίο αδρευτικό σύστημα της Σέπφωρις στο οποίο οι Σταυροφόροι σταμάτησαν για να συγκεντρώσουν νερό.]]
Ο Σαλαντίν αποφάσισε να κάνει μία τεράστια επίθεση εναντίον του βασιλείου και συγκέντρωσε στις αρχές του 1187 δυνάμεις από ολόκληρη την αυτοκρατορία.<ref>Barber 2012, σ. 297.</ref> Οι βαρόνοι του βασιλείου έπεισαν τον Γκυ των Λουζινιάν να συμφιλιωθεί με τον Ραϋμόνδο.<ref>Lewis 2017, σ. 267.</ref> Οι Μάγιστροι των δυο μεγάλων Στραυιωτικών Ταγμάτων, ο αρχιεπίσκοπος της Τύρου Ρέτζιναλντ της Σιδώνας (1130 - 1202) και ο Μπαλιάν του Ικπελέν ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τον Ραϋμόνδο στην Τιβεριάδα.<ref>Barber 2012, σ. 297.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 267.</ref> Ο γιος του Σαλαντίν [[Μαλίκ αλ-Αφντάλ]] έστειλε τον Κύριο του Χαρίμ και της Έδεσσας Μουζάφαρ Αλ-Ντιν να ξεκινήσει την επιδρομή στο βασίλειο.<ref>Barber 2012, σσ. 297-298.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ σύμφωνα με την συνθήκη που είχε κλείσει επέτρεψε στα Μουσουλμανικά στρατεύματα να περάσουν από την Γαλιλαία.<ref>Barber 2012, σ. 298.</ref> Μετά την επιδρομή του Μαλίκ αλ-Αφντάλ στην [[Ναζαρέτ]] οι αρχηγοί των Στρατιωτικών Ταγμάτων επιτέθηκαν στους εισβολείς αν και οι δυνάμεις τους ήταν σημαντικά λιγότερες.<ref>Hamilton 2000, σ. 228.</ref> Οι Μουσουλμάνοι συνέτριψαν ολοκληρωτικά τους Σταυροφόρους (1 Μαΐου 1187), μονάχα ο [[Ζεράρ ντε Ριντφόρ]] με άλλους τρεις ιππότες δραπέτευσαν από το πεδίο της μάχης.<ref>Barber 2012, σ. 298.</ref> Οι ''"Ιστορίες του Ηρακλέους"'' κατηγόρησαν τον Ριντφόρ για την συντριβή με τον δισταγμό του να επιτεθεί στον Συριακό στρατό.<ref>Hamilton 2000, σ. 228.</ref> Οι επιδρομείς επέστρεψαν στην Συρία αφού λεηλάτησαν ολόκληρη την Γαλιλαία, οι κεφαλές των ιπποτών κρεμάστηκαν επιδεικτικά πάνω στις λόγχες τους.<ref>Hamilton 2000, σ. 228.</ref>