Σφαγή του Χορτιάτη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αντικατέστησαν μέρος του κειμένου με άλλο.
Ετικέτες: Οπτική επεξεργασία Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 17:
 
==Η σφαγή==
Δύο ώρες αργότερα τα Γερμανικά στρατεύματα κινούνται προς Χορτιάτη. Η διμηρία φεύγει προς το χωριό και ενημερώνει τον Καπετάν Φλωριά και τους άντρες του που βρίσκονται εκεί. Οι ΕΛΑΣίτες μαζεύουν τους κατοίκους και αποχωρούν προς το βουνό για να τους προστατέψουν. Αρκετοί όμως κάτοικοι παραμένουν κάτω από τις προτροπές του προέδρου Χρήστου Μπατάτσιου και του ιερέα Δημήτρη Τομαρά, να μη φύγουν γιατί αυτοί θα πείσουν τους Γερμανούς να μη τους κάνουν κακό.{{rp|534-535}}
Μετά τις δύο αυτές επιθέσεις των ανταρτών οι κάτοικοι του [[Χορτιάτης Θεσσαλονίκης|Χορτιάτη]] ζήτησαν τη συμβουλή του Καζάκου ως προς το αν έπρεπε να φύγουν από το χωριό, φοβούμενοι αντίποινα των Γερμανών, εκείνος όμως τους καθησύχασε, διαβεβαιώνοντας τους ότι δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Έτσι η πλειοψηφία των κατοίκων που ήταν τότε στο χωριό παρέμειναν στα σπίτια τους (ήταν κυρίως γυναικόπαιδα, καθώς οι περισσότεροι από τους άντρες είχαν φύγει από νωρίς για να πάνε στις δουλειές τους). Έπειτα οι αντάρτες έφυγαν προς το [[Λιβάδι Θεσσαλονίκης|Λιβάδι]] και την [[Πετροκέρασα Θεσσαλονίκης|Πετροκέρασα]], παίρνοντας μαζί τους τους αιχμαλώτους.<ref name="Δορδανά" />{{rp|534-535}}
 
Λίγο αργότερα, έφτασαν στο Χορτιάτη περίπου είκοσι φορτηγά με Γερμανούς στρατιώτες και άντρες του Αποσπάσματος Καταδίωξης Ανταρτών του [[Φριτς Σούμπερτ]] (Jagdkommando Schubert) και περικύκλωσαν το χωριό. Αφού συγκέντρωσαν στην κεντρική πλατεία τουτο χωριού τους κατοίκους που βρήκαν, άρχισαν να λεηλατούν και να πυρπολούν τα σπίτια.
 
Στη συνέχεια οδήγησαν τους κατοίκους που βρισκόταν στην πλατεία στο σπίτι του Ευάγγελου Νταμπούδη και τους έκαψαν ζωντανούς ενώ όσους βρισκόταν μπροστά στο καφενείο της πλατείας τους έκλεισαν στο φούρνο του Στέφανου Γκουραμάνη. Κατά την μεταφορά τους στο φούρνο του Γκουραμάνη ένας από τους άντρες του Σούμπερτ έπαιζε ένα χαρούμενο σκοπό στο βιολί. Αφού τους έκλεισαν στον φούρνο οι άντρες του Σούμπερτ έστησαν ένα πολυβόλο και άρχισαν να τους πυροβολούν από ένα μικρό παραθυράκι της πόρτας. Κατόπιν έβαλαν φωτιά για να κάψουν ζωντανούς όσους δεν είχαν σκοτωθεί από τις ριπές του πολυβόλου. Από τους εγκλωβισμένους όσοι προσπάθησαν να διαφύγουν από το κτίριο που καιγόταν μαχαιρώθηκαν από τους στρατιώτες που περίμεναν έξω. Μόνο δύο άνθρωποι κατάφεραν να γλυτώσουν από το φούρνο του Γκουραμάνη.