Χαλιφάτο των Αββασιδών: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Okranas (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ Κουτί πληροφοριών --> Πληροφορίες
Γραμμή 1:
{{πηγές|29|01|2013}}
 
{{Κουτί πληροφοριώνΠληροφορίες πρώην χώρας
| ιθαγενές_όνομα = <big>الخلافة العباسية</big> (αλ-Χιλάφα αλ-Αμπασίγια)
| επίσημο_πλήρες_όνομα = Χαλιφάτο των Αββασιδών
Γραμμή 26:
}}
 
To '''Χαλιφάτο των Αββασιδών''' (750-1258 μ.Χ., [[αραβική γλώσσα|αραβικά]]: العبّاسيّون) υπήρξε το τρίτο χρονικά ισλαμικό [[χαλιφάτο]]. Κυβερνήθηκε από τη δυναστεία των Αββασιδών [[χαλίφης|χαλίφηδων]], που έχτισαν την πρωτεύουσά τους στη [[Βαγδάτη]] αφού ανέτρεψαν το [[Χαλιφάτο των Ομεϋαδών]] από όλες τις περιοχές που διαφέντευε εκτός της [[Ανδαλουσία|Ανδαλουσίας]]ς.
 
Το Χαλιφάτο των Αββασιδών ιδρύθηκε από τους απογόνους του νεότερου θείου του Προφήτη [[Μωάμεθ]], [[Αμπάς ιμπν Αμπντ αλ-Μουτάλιμπ]] (566-653 μ.Χ.) στην [[Κούφα]] το 750, ενώ το 762 η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Βαγδάτη. Μέσα σε 150 χρόνια από τότε που ολοκλήρωσαν τον έλεγχο της [[Περσία|Περσίας]]ς, οι χαλίφηδες αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν εξουσία στους τοπικούς δυναστικούς [[εμίρης|εμίρηδες]] που μόνο τυπικώς αναγνώριζαν την εξουσία τους. Το χαλιφάτο απώλεσε επίσης τις δυτικές επαρχίες της [[Ανδαλουσία|Ανδαλουσίας]]ς, του [[Μαγκρέμπ]] και της [[Ιφρικίγια]] από τον Ομεϋάδα πρίγκηπα Αμπντ αρ-Ραχμάν Α΄, τους [[Αγλαβίδες]] και τους [[Χαλιφάτο των Φατιμιδών|Φατιμίδες]] αντίστοιχα.
 
Η εξουσία των Αββασιδών διακόπηκε για τρία χρόνια το 1258, όταν ο Xoυλεγκού χαν, ο Μογγόλος [[Χαν|χάνος]], λεηλάτησε και ερήμωσε τη Βαγδάτη. Επανήλθε όμως στην [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]] των [[Μαμελούκοι|Μαμελούκων]] το 1261, απ΄ όπου συνέχισε να διεκδικεί την ηγεσία και πρωτοκαθεδρία σε θρησκευτικά θέματα του μουσουλμανικού κόσμου μέχρι το 1519, όταν η θρησκευτική εξουσία μεταφέρθηκε επίσημα στην [[Οθωμανική Αυτοκρατορία]] και η πρωτεύουσα του χαλιφάτου στην [[Κωνσταντινούπολη]].
Γραμμή 68:
Η αββασιδική ηγεσία χρειάστηκε να εργαστεί σκληρά κατά το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα (750-800), υπό αρκετούς ικανούς χαλίφηδες και τους βεζίρηδές τους, ώστε να ξεπεράσει τις πολιτικές προκλήσεις που αντιμετώπιζε λόγω της αχανούς φύσης της αυτοκρατορίας, την επακόλουθη περιορισμένη δυνατότητα τάχιστης επικοινωνίας μεταξύ των διάφορων περιοχών της, καθώς και για να εισαγάγει διοικητικές αλλαγές ώστε να διατηρήσει την τάξη.
 
Παρότι οι [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία|Βυζαντινοί]] μάχονταν την αββασιδική εξουσία στη [[Συρία]] και τις παρυφές της [[Ανατολία|Ανατολίας]]ς, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά την περίοδο αυτή ήταν μικρής κλίμακας, καθότι το χαλιφάτο εστίαζε τότε την προσοχή του στις εσωτερικές του υποθέσεις, όπως αυτή των τοπικών διοικητών, οι οποίοι στα πλαίσια της καθορισμένης διοικητικής δομής, λειτουργούσαν κυρίως ανεξάρτητα από την κεντρική εξουσία. Το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι χαλίφηδες ήταν ότι οι κυβερνήτες αυτοί είχαν αρχίσει προσπάθειες για να κερδίσουν μεγαλύτερη αυτονομία, χρησιμοποιώντας την αυξανόμενη εξουσία τους για να καθιερώσουν την κληρονομική διαδοχή στα εδάφη που διοικούσαν.
 
Την ίδια ώρα, οι Αββασίδες αντιμετώπιζαν προκλήσεις κοντά στην καρδιά της αυτοκρατορίας τους. Στο [[Χορασάν]] της βόρειας [[Περσία]]ς, πρώην υποστηρικτές του χαλιφάτου είχαν αποσκιρτήσει, δημιουργώντας ξεχωριστό βασίλειο. Ο χαλίφης [[Χαρούν αλ Ρασίντ|Χαρούν αρ-Ρασίντ]] (786–809) συγκρούστηκε με τους [[Βαρμακίδες]], εξολοθρεύοντας τα περισσότερα μέλη της φημισμένης αυτής οικογένειας. Την ίδια χρονική περίοδο, αρκετές φατρίες ξεκίνησαν να εγκαταλείπουν την αυτοκρατορία για άλλα εδάφη ή προσπάθησαν να αποκτήσουν τον έλεγχο σε απομακρυσμένα τμήματα αυτής, μακριά από τον πυρήνα της εξουσίας των Αββασιδών.
 
Έως το 820, οι [[Σαμανίδες]] είχαν ξεκινήσει τη διαδικασία άσκησης ανεξάρτητης εξουσίας στην [[Υπερωξιανή]] και το [[Χορασάν|Μεγάλο Χορασάν]], όπως οι σιίτες [[Χαμδανίδες]] στη βόρεια Συρία και οι διάδοχες δυναστείες των [[Ταχιρίδες|Ταχιριδών]] και [[Σαφαρίδες|Σαφαριδών]] στο [[Ιράν]]. Ειδικά μετά την περίοδο της [[Αναρχία στη Σαμάρα|"Αναρχίας στη Σαμάρα"]], η κεντρική εξουσία των Αββασιδών εξασθένησε και φυγόκεντρες τάσεις εμφανίστηκαν πιο καθαρά στις επαρχίες του χαλιφάτου.
 
Στις αρχές του 10ου αιώνα, οι Αββασίδες σχεδόν απώλεσαν τον έλεγχο του [[Ιράκ]] από διάφορους εμίρηδες και ο χαλίφης Αρ-Ραντί εξαναγκάστηκε να αναγνωρίσει την εξουσία τους, δημιουργώντας το αξίωμα του "αμίρ αλ-ουμάρα" (Πρίγκηπα των Πριγκήπων), στρατιωτικό αξίωμα που υποκατέστησε τον χαλίφη στην άσκηση της πραγματικής εξουσίας, αφήνοντάς του μόνο την τυπική πλευρά της. Λίγο μετά, μια περσική [[Γκιλάν|δαϋλαμιτική]] φατρία γνωστή ως [[Μπουγίδες]], σάρωσε την πολιτική σκηνή και απέκτησε τον έλεγχο της γραφειοκρατικής δομής στη Βαγδάτη. Σύμφωνα με την ιστορία του Πέρση κρατικού αξιωματούχου Ιμπν Μισκαβεΰ, άρχισαν να μοιράζουν ''ικτάς'' ([[φέουδο|φέουδα]]) στους υποστηρικτές τους.
Γραμμή 94:
Παρά τη δύναμη των Μπουγιδών εμίρηδων, οι Αββασίδες διατήρησαν μια αυστηρά τυπολατρική Αυλή στη Βαγδάτη, όπως περιγράφεται από τον Μπουγίδη γραφειοκράτη Χιλάλ αλ-Σαμπί, και διατήρησαν επίσης ένα βαθμό επιρροής στα πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα της Βαγδάτης, λόγω της αίγλης που ασκούσαν στον απλό μουσουλμανικό κόσμο, γεγονός που ελάμβαναν υπόψη οι διάφορες φατρίες που τους είχαν πλέον ως μαριονέτες τους, τηρώντας κάποια προσχήματα. Καθώς η εξουσία των Μπουγιδών εξασθενούσε μετά το θάνατο του εμίρη του [[Ιράκ]], [[Φαρς]] και [[Καρμανία|Κερμάν]], [[Μπαχά αντ-Ντάουλα]], οι Αββασίδες κατάφεραν να ανακτήσουν κάποιο βαθμό εξουσίας. Ο χαλίφης Αλ-Καντίρ, για παράδειγμα, οδήγησε την ιδεολογική πάλη εναντίον των σιιτών με γραπτά κείμενα όπως το [[Μανιφέστο της Βαγδάτης]]. Οι χαλίφηδες διατήρησαν την τάξη στη Βαγδάτη, επιχειρώντας να εμποδίσουν το ξέσπασμα διχόνοιας (''φίτνα'') στην πρωτεύουσα, συχνά διαξιφιζόμενοι με τους Αγιάρους (τάξη πολεμιστών, μελών μικροαστικών και μεσοαστικών εθνικιστικών-τοπικιστικών ισλαμικών οργανώσεων).
 
Με τη δυναστεία των Μπουγιδών υπό εξαφάνιση, δημιουργήθηκε ένα κενό εξουσίας το οποίο καλύφθηκε τελικώς από τους [[Σελτζούκοι| Σελτζούκους Τούρκους]], κλάδο των [[Ογούζοι Τούρκοι|Ογούζων Τούρκων]]. Όταν ο εμίρης (πρώην σκλάβος) Μπασασιρί ύψωσε τα λάβαρα της σιιτικής φατρίας των Φατιμιδών στη Βαγδάτη το 1058, ο σουνίτης Αββασίδης χαλίφης Αλ-Κάιμ ήταν ανήμπορος να αντιδράσει χωρίς εξωτερική βοήθεια. Ο Τογρούλ μπέης, σουλτάνος των Σελτζούκων, αποκατέστησε το σουνιτικό έλεγχο στη Βαγδάτη και ενσωμάτωσε το Ιράκ στα εδάφη της δυναστείας του. Άλλη μια φορά, οι Αββασίδες ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν μια στρατιωτική δύναμη που δεν μπορούσαν να νικήσουν, παρόλο που ο Αββασίδης χαλίφης παρέμεινε τυπικά ηγέτης της ισλαμικής κοινότητας. Οι διάδοχοι Σελτζούκοι σουλτάνοι [[Αλπ Αρσλάν]] και [[Μαλίκ Σαχ Α΄|Μαλίκ Σαχ]], καθώς και ο βεζίρης [[Νιζάμ αλ-Μουλκ]], είχαν την έδρα τους στην Περσία, αλλά διατηρούσαν την εξουσία πάνω στους Αββασίδες της Βαγδάτης. Όταν η δυναστεία άρχισε να εξασθενεί το 12ο αιώνα, οι Αββασίδες κέρδισαν μεγαλύτερη ανεξαρτησία για ακόμα μια φορά.
 
==== Αναζωογόνηση της στρατιωτικής δύναμης (1118–1258) ====
 
Ενώ ο χαλίφης Αλ-Μουταρσίντ ήταν ο πρώτος χαλίφης που έφτιαξε στρατό ικανό να αντιμετωπίσει το σελτζουκικό στρατό σε μάχη, ηττήθηκε παραταύτα το 1135 και σύντομα δολοφονήθηκε. Ο χαλίφης Aλ-Μουκταφί ήταν ο πρώτος Aββασίδης χαλίφης που ανέκτησε την πλήρη στρατιωτική ανεξαρτησία του χαλιφάτου, με τη βοήθεια του βεζίρη του, Αούν αντ-Ντιν ιμπν Χουμπάυρα. Μετά από σχεδόν 250 χρόνια υποταγής σε ξένες δυναστείες, κατάφερε να υπερασπιστεί τη Βαγδάτη κατά την πολιορκία της από τους Σελτζούκους το 1157, εξασφαλίζοντας έτσι το Ιράκ για τους Αββασίδες.
 
Η χαλιφεία του Aν-Νάσιρ (πέθανε το 1225) ισχυροποίησε την εξουσία του χαλιφάτου σε όλη την περιοχή του Ιράκ, βασισμένη στις αδελφότητες των [[Σουφισμός|σουφιστών]] που ο ίδιος ο χαλίφης καθοδηγούσε. Αργότερα, ο χαλίφης Αλ-Μουστανσίρ ίδρυσε τη Σχολή Μουστανσιρίγια, σε μια προσπάθεια να εξαλείψει την επίδραση της Σχολής Νιζαμίγια που είχε ιδρύσει ο [[Νιζάμ αλ-Μουλκ]] κατά τη σελτζουκική εποχή.
Γραμμή 104:
=== Εισβολή των Μογγόλων ===
 
Το 1206, ο [[Τζένγκις Χαν|Τζενγκίς Χαν]] ίδρυσε μια πανίσχυρη δυναστεία μετά από συνένωση φυλών των [[Μογγόλοι|Μογγόλων]] της Κεντρικής Ασίας. Κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα, η [[Αυτοκρατορία των Μογγόλων]] κατέκτησε το μεγαλύτερο τμήμα της [[Ευρασία]]ς, περιλαμβάνοντας τόσο την [[Κίνα]] στην Ανατολή όσο και ένα μεγάλο τμήμα του παλαιού ισλαμικού χαλιφάτου στη Δύση, καθώς και τους Ρως του [[Κράτος των Ρως|Κράτους του Κιέβου]] στα βορειοδυτικά. Η καταστροφή της Βαγδάτης από τον [[χαν|χάνο]] Xoυλεγκού το 1258, παραδοσιακά θεωρείται ως το τέλος της "Χρυσής Εποχής" του ισλαμικού χαλιφάτου.
 
Ο Xoυλεγκού χαν λεηλάτησε και κατέστρεψε τη [[Βαγδάτη]] στις 10 Φεβρουαρίου 1258, προκαλώντας μεγάλες απώλειες ζωών. Οι μουσουλμάνοι φοβόντουσαν ότι μια υπερφυσική καταστροφή θα συνέβαινε αν χυνόταν το αίμα του τελευταίου Αββασίδη χαλίφη στη Βαγδάτη, Aλ-Μουστασίμ, απευθείας απόγονου του θείου του Μωάμεθ, [[Αμπάς ιμπν Αμπντ αλ-Μουτάλιμπ]]. Οι σιίτες της Περσίας δήλωσαν ότι δεν είχε ξανασυμβεί τέτοια καταστροφή στο μουσουλμανικό κόσμο μετά το θάνατο του σιίτη ιμάμη [[Χουσεΐν ιμπν Αλί|Χουσεΐν]]. Παρόλα αυτά, ως προφύλαξη και εξαιτίας μιας προκατάληψης των Μογγόλων που απαγόρευε να χύσουν βασιλικό αίμα, ο Χουλεγκού χαν τύλιξε τον Αλ-Μουστασίμ σε ένα χαλί και τον έβαλε να ποδοπατηθεί από άλογα στις 20 Φεβρουαρίου 1258. Η στενή οικογένεια του χαλίφη επίσης εκτελέστηκε, με τη μόνη εξαίρεση του νεότερου γιου του που στάλθηκε ως δούλος στη [[Μογγολία]], και μιας κόρης του που έγινε σκλάβα στο χαρέμι του Χουλεγκού.
Γραμμή 110:
=== Χαλιφάτο (αββασιδικό) του Καΐρου ===
 
Τον 9ο αιώνα, οι Αββασίδες δημιούργησαν ένα στρατό πιστό μόνο στο χαλιφάτο τους, από στρατιώτες μη αραβικής καταγωγής, γνωστούς ως [[Μαμελούκοι|Μαμελούκους]]. Η δύναμη αυτή, που δημιουργήθηκε κατά τη χαλιφεία του Αλ-Μαμούν (813-833) και του αδελφού του και διαδόχου του, Αλ-Μουτασίμ (833–842), απέτρεψε την περαιτέρω αποδιάλυση της αυτοκρατορίας.
 
Η λέξη Μαμελούκος (μαμλούκ στα αραβικά) σημαίνει "λευκός σκλάβος". Ο μαμελουκικός στρατός, αν και συχνά βοήθησε ταυτόχρονα ζημίωσε το χαλιφάτο, προσφέροντας στην κυβέρνηση μια σταθερή δύναμη ώστε να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα, αλλά και δημιουργώντας παράλληλα σημαντικά προβλήματα. Η δημιουργία του ξένου αυτού στρατού και η μεταφορά από τον χαλίφη Αλ-Μουστασίμ της πρωτεύουσας από τη Βαγδάτη στη [[Σαμάρα (Ιράκ)|Σαμάρα]], επέφερε τη διένεξη ανάμεσα στο χαλιφάτο και τους υπηκόους του, ενώ κατέστησε τον χαλίφη όμηρο των τουρκικής καταγωγής στρατιωτικών αρχηγών. Επιπρόσθετα, η δύναμη των Μαμελούκων σταδιακά αυξανόταν, μέχρι που ο χαλίφης Αρ-Ραντί (934–941) αναγκάστηκε να παραδώσει τις περισσότερες εξουσίες του στον Μαμελούκο αξιωματούχο Μουχάμμαντ ιμπν Ράικ ([[Χάζαροι|Χάζαρο]] στην καταγωγή), διατηρώντας ένα διακοσμητικό περισσότερο ρόλο.
Γραμμή 124:
Τα εγγόνια του σεΐχη Χάσαν, ο σεΐχης Μοχάμμεντ Σαγιέντ (1703–1759) και ο σεΐχης Μοχάμμεντ Χαν Μπαστακί (1720–1804), έγιναν οι πρώτοι δύο Αββασίδες κυβερνήτες της περιοχής. Το 1744, ο σεΐχης Μοχάμμεντ Σαγιέντ, άρχισε να συγκεντρώνει ενισχύσεις για την τελική κατάληψη της πόλης [[Λαρ]], την οποία κατέλαβε και κυβέρνησε με τα υποτελή εδάφη της για 12 με 14 χρόνια πριν πεθάνει το 1759. Ο αδελφός του, σεΐχης Μοχάμμεντ Χαν Μπαστακί, που ήταν στο μεταξύ κυβερνήτης της Μπαστάκ και της περιοχής της Τζαχανγκιρίγιε, έφυγε το 1768 για το κάστρο Ντιντεχμπάν, αφήνοντας τη Μπαστάκ και τα γύρω εδάφη στα χέρια του μεγαλύτερου γιου του, σεΐχη Μοχάμμεντ Σαντέκ και του εξάδελφού του, Αγά Χάσαν Χαν.
 
Ο σεΐχης Μοχάμμεντ Χαν κυβέρνησε την περιοχή Τζαχανγκιρίγιε από το κάστρο του Ντιντεχμπάν για μια περίοδο 20 με 24 χρόνων, αναφερόμενος εξ΄ αυτού και ως σεΐχης Μοχάμμεντ "Ντιντεχμπάν". Τελικώς, επέστρεψε στη Μπαστάκ και συνέχισε να κυβερνά από εκεί μέχρι το θάνατό του. Στην ακμή της εξουσίας του, το Χανάτο της Μπαστάκ περιελάμβανε όχι μόνο την περιοχή της Τζαχανγκιρίγιε, αλλά και τη Λαρ και το [[Μπαντάρ Αμπάς]] καθώς και τα υποτελή τους εδάφη, όπως και αρκετά νησιά στον [[Περσικός Κόλπος|Περσικό Κόλπο]]. Ο σεΐχης Μοχάμμεντ Χαν Μπαστακί υπήρξε ο πρώτος Αββασίδης κυβερνήτης της Μπαστάκ που πήρε τον τίτλο του [[χαν|Χάνου]]. Ο τίτλος παρέμεινε σε όλους τους διαδόχους Αββασίδες κυβερνήτες της Μπαστάκ και της Τζαχανγκιρίγιε.
 
Ο τελευταίος Αββασίδης χάνος της Μπαστάκ και της Τζαχανγκιρίγιε ήταν ο Μοχάμμεντ Α΄ Μπανιαμπασιάν. Έγραψε το βιβλίο "Ταρίχ-ε Τζαχανγκιρίγιε βα Μπαναμπασιάν-ε Μπαστάκ" (1962), όπου περιγράφει την ιστορία της περιοχής και της οικογένειας των Αββασιδών που την κυβέρνησε. Ο Μοχάμμεντ Α΄ Μπανιαμπασιάν πέθανε το 1967, σηματοδοτώντας το τέλος της αββασιδικής ηγεμονίας στη Μπαστάκ.
Γραμμή 158:
| Αλ-Αμίν || 809–813
|-
| [[αλ-Μαμούν|Αλ-Μαμούν]] || 813–833
|-
| Αλ-Μουτασίμ || 833–842
Γραμμή 218:
| Αλ-Μουστανσίρ || 1226–1242
|-
| [[αλ-Μουστασίμ|Αλ-Μουστασίμ]] || 1242–1258
|-bgcolor="#C0C0C0"
|align="center" colspan="2"|'''Χαλίφηδες του Καΐρου'''
Γραμμή 261:
==Παραπομπές==
<references/>
 
 
{{Commonscat}}
Γραμμή 267 ⟶ 266 :
 
{{DEFAULTSORT:Αββασιδων, Χαλιφατο των}}
 
[[Κατηγορία:Χαλιφάτο των Αββασιδών]]
[[Κατηγορία:Μουσουλμανικές δυναστείες]]