Οθωμανικό Πολεμικό Ναυτικό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Διάσωση 3 πηγών και υποβολή 0 για αρχειοθέτηση.) #IABot (v2.0
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 59:
Το '''Οθωμανικό Ναυτικό''' (αραβική γραφή: البحرية العثمانية, [[τουρκικά]]: ''Osmanlı Donanması''), επίσης γνωστό ως '''Οθωμανικός Στόλος''', ιδρύθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα, έπειτα από την πρώτη επέκταση της [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|Οθωμανικής Αυτοκρατορίας]] με την προσάρτηση της [[Πραινετός|Πραινετού]] το 1323, στην οποία δημιουγήθηκε το πρώτο οθωμανικό ναυπηγείο, που αποτέλεσε τον πυρήνα του μελλοντικού Ναυτικού. Κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορίας του, είχε εμπλακεί σε πολλές συγκρούσεις και υπέγραψε μια σειρά από θαλάσσιες συνθήκες. Στη μεγαλύτερη ακμή του, το Ναυτικό επεκτάθηκε έως στον [[Ινδικός Ωκεανός|Ινδικό Ωκεανό]], στέλνοντας μια αποστολή στην [[Ινδονησία]] το 1565.<ref>Ottoman Warfare 1500-1700, Rhoads Murphey, 1999, p.23</ref>
 
Για ένα μεγάλο διάστημα της ιστορίας του, το Ναυτικό διοικήθηκε από τη θέση του [[Καπουδάν Πασάς|Καπουδάν Πασά]] (Μέγα Ναύαρχο, κυριολεκτικά: «Καπετάν Πασά»). Η θέση αυτή καταργήθηκε το 1867, όταν αντικαταστάθηκε από τον Υπουργό του Πολεμικού Ναυτικού (τουρκικά: ''Bahriye Nazırı'') και μια σειρά από Διοικητές Στόλου (τουρκικά: ''Donanma Komutanları''). Μετά το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη διακήρυξη της [[Τουρκία|Δημοκρατίας της Τουρκίας]] το 1923, η παράδοση του Ναυτικού συνεχίστηκε υπό το σύγχρονο [[Τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό]].<ref name="Cam">Shaw, Stanford J. ''History of the Ottoman Empire and Modern Turkey'', Vol. 1, pp. 131 ff. Cambridge University Press (Cambridge), 1976. Accessed 12 Sept 2011.</ref>
 
Από τη δεκαετία του 1830, μετά την κατάργηση των γενιτσάρων, έγινε προσπάθεια για υποχρεωτική στράτευση των Οθωμανών πολιτών στο στρατό και το ναυτικό. Στη δεκαετία του 1830 περίπου 2.500 Χριστιανοί - κυρίως Αρμίνιοι και Έλληνες - ναυτολογήθηκαν στο οθωμανικό πολεμικό ναυτικό. Αυτό προκάλεσε αντιδράσεις μεταξύ των Χριστιανών, και από νησιά όπως η Ρόδος και η Χίος πολλοί Έλληνες έφευγαν προς άλλα μικρότερα νησιά για να αποφύγουν τη ναυτολόγηση. Το 1847 οι Χριστιανοί ναύτες ζήτησαν την εγκατάσταση παρεκκλησίων και ιερέων πάνω στα πολεμικά πλοία, το οποίο δεν έγινε δεκτό λόγω της Σαρία (ισλαμικού νόμου). Ο αρχιναύαρχος και ο Μέγας Βεζύρης (αντίστοιχο του πρωθυπουργού) ήταν θετικοί στο αίτημα, αλλά ο Σεΐχ-ουλ-ισλάμης (ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης) το αρνήθηκε διότι έκρινε ότι ο εκκλησιασμός πάνω στα πλοία ισοδυναμούσε με την ανέγερση νέων εκκλησιών, το οποίο ήταν αντίθετο προς τη Σαρία.<ref>[https://www.jstor.org/stable/26265853?read-now=1&seq=6#page_scan_tab_contents Mehmet Hacısalihoğlu, "Inclusion and Exclusion: Conscription in the Ottoman Empire", ''J.of Modern European History'', Vol. 5, No. 2 (2007), pp 266, 269]</ref>
 
== Σημειώσεις ==