Ποινική προδικασία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 1:
{{πηγές|17|01|2011}}
{{ελληνοκεντρικό}}
Η '''ποινική προδικασία''' είναι η διαδικασία που μεσολαβεί από την άσκηση της [[ποινική δίωξη|ποινικής δίωξης]] από τον [[εισαγγελέας|εισαγγελέα]] και τερματίζεται με την οριστική παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή την απαλλαγή του χωρίς [[δίκη]]. Σκοπός της προδικασίας είναι να διαλευκανθεί
Η προδικασία οφείλει να συμβιβάσει δύο αντίθετα συμφέροντα. Το ένα συμφέρον είναι τα [[έγκλημα|εγκλήματα]] να διαλευκάνονται γρήγορα και ο ένοχος να τιμωρείται σύντομα σε σχέση με την τέλεση της πράξης, να αποδίδεται δηλαδή γρήγορα δικαιοσύνη. Το άλλο συμφέρον είναι να μην επιβαρύνονται τα δικαστήρια άσκοπα με υποθέσεις και να μην ταλαιπωρούνται αθώοι συρόμενοι στα δικαστήρια με αστήρικτες κατηγορίες. Το δικαστήριο στο ακροατήριο δεν έχει τη δυνατότητα να συλλέξει νέα στοιχεία για την υπόθεση. Τα στοιχεία πρέπει να έχουν κατά το δυνατόν συλλεγεί από πριν.
== Άσκηση Δίωξης ==
Ο [[Εισαγγελέας]], με το που λάβει γνώση της τέλεσης ενός [[έγκλημα|εγκλήματος]], είτε μετά από ενημέρωση Αρχής, είτε μετά από [[έγκληση]] του παθόντος είτε μετά από [[μήνυση]] τρίτου είτε μόνος του (αυτεπαγγέλτως), οφείλει να ασκήσει [[ποινική δίωξη]] (εφόσον συντρέχουν καταφανείς λόγοι) κατά του φερόμενου ως ενόχου. Μόνο, αν η επαπειλούμενη κατηγορία είναι προφανώς αβάσιμη οφείλει να θέσει την υπόθεση στο αρχείο. Σε [[κακούργημα|κακουργήματα]] και πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου και τριμελούς εφετείου πρέπει να έχει προηγηθεί πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης [[προκαταρκτική εξέταση]] ή να έχουν διενεργηθεί προανακριτικές πράξεις (εξέταση στοιχείων, μαρτύρων, εμπλεκομένων κλπ.) από την [[Αστυνομία]] ή τον [[πταισματοδίκης|πταισματοδίκη]] (
== Διαδικασία του Αυτοφώρου ==
Γραμμή 12:
== Ανάκριση ==
Αν ασκηθεί ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος, μετά τη διεξαγωγή προανάκρισης ή και προκαταρκτικής εξέτασης
Η δικογραφία επιστρέφεται στην εισαγγελία. Ο εισαγγελέας υποβάλλει πρόταση στο δικαστικό συμβούλιο για παραπομπή του κατηγορουμένου στο αρμόδιο κατά την ύλη και τόπο δικαστήριο. Αν το δικαστικό συμβούλιο κρίνει ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις εκδίδει παραπεμπτικό βούλευμα. Κατόπιν ορίζεται τακτική δικάσιμος. Το συμβούλιο έχει το δικαίωμα να εκδώσει και απαλλακτικό βούλευμα, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ή
== Συμβούλιο ==
Ο νομοθέτης, φοβούμενος ότι ο ανακριτής μπορεί επηρεασμένος από την έρευνα να μην είναι αντικειμενικός στην κρίση του, αν τα στοιχεία επαρκούν για την παραπομπή της υπόθεσης σε δίκη, αναθέτει την απόφαση για την περάτωση της ανάκρισης και για το αν θα παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο σε άλλους δικαστές, δηλαδή στο [[Δικαστικό Συμβούλιο]]. Ο εισαγγελέας εισηγείται στο [[Συμβούλιο Πλημμελειοδικών]] την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (παραπεμπτική πρόταση) ή, αν δεν έχουν προκύψει επιβαρυντικά στοιχεία για τον κατηγορούμενο, την παύση της ποινικής δίωξης και την απαλλαγή του κατηγορουμένου (απαλλακτική πρόταση). Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποτελείται από έναν Πρόεδρο Πρωτοδικών και δύο Πρωτοδίκες. Παλαιότερα συμμετείχε και ο [[ανακριτής]] (ως ένας από τους τρεις), αλλά πλέον δε συμμετέχει. Στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών εκτός από την πρόταση του [[εισαγγελέας|εισαγγελέα]], υποβάλλουν τις απόψεις τους ο κατηγορούμενος και ο [[πολιτικώς ενάγων]] (το θύμα του εγκλήματος), αν υπάρχει. Η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου είναι γραπτή, δεν υπάρχει δηλαδή δημόσια συνεδρίαση, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφασίζει με βάση τα στοιχεία που έχει αν πρέπει να περατωθεί ή να συνεχιστεί η ανάκριση και αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα για το οποίο του έχει ασκηθεί η [[ποινική δίωξη]]. Η απόφασή του ονομάζεται [[βούλευμα]]. Αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις, παραπέμπει την υπόθεση να δικαστεί στο ακροατήριο από το αρμόδιο δικαστήριο ([[παραπεμπτικό βούλευμα]]), αν όχι, απαλλάσσει τον κατηγορούμενο και παύει την ποινική δίωξη ([[απαλλακτικό βούλευμα]]).
Κατά του [[βούλευμα|βουλεύματος]] του [[Συμβούλιο Πλημμελειοδικών|Συμβουλίου Πλημμελειοδικών]] μπορεί να ασκηθεί [[έφεση]], ανάλογα με τη βαρύτητα του [[έγκλημα|εγκλήματος]]. [[Έφεση]] μπορεί να ασκήσει ο κατηγορούμενος, ο [[εισαγγελέας]] ή ο [[πολιτικώς ενάγων]]. Η [[έφεση]] εκδικάζεται κατά την ίδια διαδικασία από το [[Συμβούλιο Εφετών]], αποτελούμενο από έναν Πρόεδρο Εφετών και δύο Εφέτες. Κατά του [[βούλευμα|βουλεύματος]] του [[Συμβούλιο Εφετών|Συμβουλίου Εφετών]] μπορεί να ασκηθεί από τα ίδια πρόσωπα [[αναίρεση]] ενώπιον του [[Άρειος Πάγος|Αρείου Πάγου]]. Ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο εκδίδει αμετάκλητο [[βούλευμα]].
== Εξαιρέσεις ==
Αυτή η διαδικασία αποτελεί τον κανόνα για τα [[κακούργημα|κακουργήματα]]. Επειδή όμως είναι πολύ χρονοβόρα και μπορεί να διαρκέσει χρόνια, ο νομοθέτης έχει
[[Κατηγορία:Ποινικό Δίκαιο]]
|