Ο Μεσσίας (Κλόπστοκ): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Άσμα 9
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Άσμα 10
Γραμμή 56:
Ο Μεσσίας προσέρχεται για τρίτη φορά στο κριτήριο, προσφέροντας το αίμα του για τη σύναψη της Καινής Διαθήκης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Ο Θεός βλέπει από το Θαβώρ την αγωνία του θανάτου στην όψη του Χριστού. Ο Ελόα τότε στέλνεται από τον Θεό για να ψάλλει στον Μεσσία ένα άσμα θριάμβου για την μελλοντική του δόξα. Ο Μεσσίας φαιδρύνεται για λίγες στιγμές. Έπειτα τα βάσανά του γίνονται μεγαλύτερα από ό,τι ήταν προηγουμένως. Όλα τα Σεραφείμ, εκτός από τον Ελόα και τον Γαβριήλ, φεύγουν, μη μπορώντας να αντέξουν την αγωνία Του. Ο Μεσσίας βγαίνει νικητής από την κρίση του Θεού. Τώρα έχει περάσει η τρίτη ώρα. Οι άγγελοι ψέλνουν και ο Θεός επιστρέφει στον θρόνο του.
===Έκτο άσμα (Προδοσία, σύλληψη και δίκη του Χριστού στο Συνέδριο)===
Ενώ ο Ελόα και ο Γαβριήλ συνομιλούσαν για τα πάθη του Μεσσία στον κήπο της Γεθσημανή, φτάνει ο προδότης Ιούδας και η σπείρα για τη σύλληψη του Ιησού. Ο Ιούδας τους λέει ότι αυτός που θα χαιρετήσει με φίλημα θα είναι ο καταζητούμενος. Η σπείρα επιπίπτει στους κοιμισμένους ακόμα μαθητές. Εμφανίζεται ο Ιησούς και τους ρωτά ποιον ζητούν. Τον Ιησού τον Ναζωραίο, είναι η απάντηση. Οι μαθητές σηκώνονται για να υπερασπιστούν τον Κύριό τους. Εγώ είμαι αυτός που ζητείτε, λέει ο Ιησούς και τότε όλοι πέφτουν σαν νεκροί χάμω. Όταν συνέρχονται, ο Ιούδας προχωρά και δίνει το φιλί της προδοσίας στον Ιησού, ο οποίος αφήνει να τον συλλάβουν, θεραπεύοντας την πληγή ενός από την σπείρα, ο οποίος είχε δεχτεί ένα χτύπημα από τον Πέτρο με μαχαίρι.
 
Γραμμή 71:
Η καλή Πορτία, που δεν μπορούσε να βλέπει άλλο τις ταλαιπωρίες του Ιησού, αποτραβήχτηκε να προσευχηθεί στον Έναν Θεό, όποιο και να ήταν το όνομά του, Δίας, Ιεχωβά ή Θεός του Αβραάμ. Άκουσε τότε βαρείς στεναγμούς να έρχονται από την αυλή του κτηρίου. Ήταν ο Πέτρος, που θρηνούσε, γιατί είχε απαρνηθεί τρεις φορές τον Κύριο. Ο Ιωάννης ήταν κοντά του, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει.
 
===Έβδομο άσμα (ΟΔίκη Χριστόςκαι στονκαταδίκη του Ιησού από τον Πόντιο Πιλάτο)===
Ξημερώνει η μέρα του θανάτου του Ιησού. Ο άγγελος Ελόα ψέλνει για τα πάθη και την θυσία του και όλοι οι άγγελοι ανταποκρίνονται με άσματα. Άλλες ήταν οι σκέψεις αυτών που συνέλαβαν τον Χριστό, σκέψεις που έκανε και ο Σατανάς. Το Συνέδριο κάνει ακόμα μια σύσκεψη, όπου ο Φίλων λέει να μην καθυστερούν, γιατί ο Ιησούς πρέπει να πεθάνει προτού τελειώσει η μέρα. Έτσι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι οδηγούν τον Μεσσία στον Πιλάτο, που θαυμάζει βλέποντας όλους αυτούς τους επίσημους Ιουδαίους να έχουν έρθει να κατηγορήσουν έναν μόνο άνδρα. Ο Καϊάφας κατηγορεί τον Ιησού τον Ιησού για προσβολή του Μωυσή και του Νόμου, καθώς και για το ότι έλεγε ότι ήταν βασιλιάς των Ιουδαίων, αμφισβητώντας την εξουσία του Καίσαρα, κάνοντας μάλιστα και θριαμβευτική είσοδο στην Ιερουσαλήμ. Ο Φίλων κάνει το ίδιο, κατηγορώντας τον Ιησού για ψευδοπροφήτη, ταραχοποιό και επαναστάτη, που ξεσήκωνε τα πλήθη για να αναγκάσει τους αρχιερείς να τον αναγορεύσουν βασιλιά. Ο Μεσσίας δεν δίνει την παραμικρή σημασία σε αυτούς, τους θυσιαστές του. Ο Πιλάτος παίρνει τον Ιησού στον [[Πραιτώριο]] για να τον ακούσει ιδιαιτέρως.
 
Γραμμή 91:
Ο Ελόα αποφασίζει να ανεβεί στον Θρόνο του Υψίστου για να βλέπει ενώπιος ενωπίω τον Ιεχωβά. Τον συνοδεύουν δύο άγγελοι του θανάτου που ο Θεός στέλνει κάτω στον Γολγοθά. Η Εύα νιώθει υπέρμετρη συγκίνηση. Μη μπορώντας να αντέξει άλλο τη θέα του θνήσκοντος Μεσσία, κοιτάζει την Μαρία, αντιλαμβανόμενη ότι είναι η μητέρα του Σωτήρα. Οι δύο άγγελοι του θανάτου, ντυμένοι με τους τρόμους του Ιεχωβά, έρχονται από την Ανατολή. Φτάνουν στον Γολγοθά και βλέπουν με πύρινα μάτια κατάματα τον Χριστό. Έπειτα πετούν επτά φορές γύρω από τον σταυρό. Ο Ιησούς σηκώνει το κεφάλι του και τους βλέπει. Μεγάλος πόνος πιάνει τους προπάτορες, ιδίως την Εύα, από την άφιξη των αγγέλων του θανάτου. Οι άγγελοι του θανάτου ανεβαίνουν στον ουρανό. Η θλίψη της Εύας ξεσπά σε μια προσευχή προς τον Ιησού, τον Σωτήρα και υιό της. Μόλις ο Λυτρωτής τής ρίχνει ένα ευσπλαχνικό βλέμμα, η μητέρα των ανθρώπων, Εύα, νιώθει άφατη γαλήνη.
 
===Ένατο άσμα (Η Σταύρωση και οι Μαθητέςμαθητές του Χριστού. Ο άγγελος Αββαδόνα)===
Ο Ελόα επιστρέφει από τον Ουρανό και και λέει στους προπάτορες ότι δεν του επετράπη από έναν άγγελο του θανάτου να πλησιάσει τον Θρόνο του Κριτή Θεού. Ο Ιησούς, με γερμένο κεφάλι πάνω στο στήθος, φαινόταν σαν να κοιμόταν. Διασκορπισμένοι γύρω από τον λόφο ήταν όλοι αυτοί που τον αγαπούσαν. Όμως, μόνο ο αγαπημένος μαθητής του, ο Ιωάννης και η μητέρα του Ιησού, Μαρία, ήταν κοντά στον σταυρό. Ο Πέτρος, ακόμα γεμάτος πόνο που είχε απαρνηθεί τρις τον Σωτήρα εγκαταλείποντάς τον στους σταυρωτές του, έβλεπε από ένα γειτονικό ύψωμα προς τον Γολγοθά και ο προστάτης άγγελός του, Ιθουριήλ, προσπαθούσε να τον παρηγορήσει. Τότε ο Πέτρος, που ένιωσε να συνέρχεται κάπως από την απελπισία του, αποφάσισε να γυρέψει τους φίλους του Σωτήρα για να βρει παρηγοριά από αυτούς. Κοίταξε προς την Ιερουσαλήμ, αλλά η πόλη ήταν μέσα στη σκοτεινιά.
 
Γραμμή 103:
 
Τώρα πλησίαζε τρέμοντας μια ψυχή πολύ πιο μαύρη από του Αββαδόνα. Πώς είναι δυνατόν να είναι εδώ; έλεγαν μόλις την είδαν μεταξύ τους οι ευλογημένες ψυχές και οι άγγελοι. Παρατήρησαν όμως μετά τον άγγελο του Θανάτου, Οβαδδών, να τον συνοδεύει. Ήταν το φάντασμα του προδότη Ιούδα, που ο Οβαδδών το έφερνε τώρα κοντά στον σταυρό, δείχνοντάς του τον Λυτρωτή που πέθαινε για χάρη της ανθρωπότητας. Ο Οβαδδών γρήγορα πήρε την ψυχή του Ιούδα από εκεί. Του έδειξε τους Ουρανούς και μετά τον λόφο της Σιών, από όπου ο Μεσσίας στη Δευτέρα Παρουσία θα κρίνει με τους μαθητές του τον κόσμο. Ήσουν κι εσύ μαθητής του, προδότη! του λέει. Έπειτα ο άγγελος του Θανάτου οδήγησε την ψυχή του Ιούδα στην πύλη της Κόλασης. Εκεί, με το πύρινο ξίφος του έσπρωξε τον Ιούδα στην άβυσσο και τον αιώνιο θάνατο, που για να τον αποφύγουν οι καλές ψυχές πέθαινε τώρα ο Μεσσίας. Αφού έριξε τον Ιούδα στην Κόλαση ο Οβαδδών επέστρεψε ευθύς στον Γολγοθά.
 
===Δέκατο άσμα (Θάνατος του Χριστού στον σταυρό)===
Ο Ιεχωβά κοιτάζει τώρα τον Μεσσία στο σταυρό. Ο Χριστός καταλαβαίνει ότι ακόμα ο Θεός δεν είναι συμφιλιωμένος με τους ανθρώπους, αλλά απαιτεί τον θάνατό του, ως Συμφιλιωτή και Μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Ωστόσο, το τέλος είναι κοντά. Κοιτάζει κατά τον τάφο όπου θα αποθέσουν το σώμα του και προσεύχεται στον Θεό για τη σωτηρία όσων βρίσκονται αυτή την ώρα κοντά του. Έπειτα το βλέμμα του στρέφεται στη Νεκρά Θάλασσα, όπου έχουν ριχτεί ο Σατανάς και ο Αδραμελέχ. Ο Σατανάς, αν και βασανίζεται ο ίδιος στον πυθμένα της Νεκράς Θάλασσας, αναμένει με δαιμονική χαρά τον θάνατο του Χριστού, για να δει την ψυχή του στον Άδη. Με το βλέμμα του Μεσσία, τα βάσανα του Σατανά και του Αδραμελέχ αυξάνονται. Έπειτα ο Λυτρωτής κοιτάζει ξανά όλους αυτούς που βρίσκονται γύρω του, τους μαθητές του, τις ψυχές των πατριαρχών και των προπατόρων και ευλογεί τις ψυχές αυτών που πρόκειται να γεννηθούν και που πολλοί από αυτούς θα είναι οι [[Αποστολικοί Πατέρες]] και οι μάρτυρές. Βλέπει τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι τον γέροντα Συμεών της [[Υπαπαντή|Υπαπαντής]] και τον [[Ιωάννης ο Βαπτιστής|Ιωάννη τον Βαπτιστή]]. Η [[Δεββώρα]] μαζί με την Μυριάμ, την αδερφή του Μωυσή θρηνούν ψέλνοντας για τον Σωτήρα.
 
Η ώρα του θανάτου του Χριστού τώρα πλησιάζει. Οι περισσότεροι από τους Αγίους απομακρύνονται, μη αντέχοντας να δουν από κοντά τον θάνατο του Σωτήρα. Ο Λάζαρος παρηγορεί τον Λεββαίο. Ο άγγελος Ουριήλ έρχεται από τον ήλιο και αναγγέλλει ότι είδε τον πρώτο των Αγγέλων του Θανάτου να κατεβαίνει από τον Ουρανό. Το νέο συνταράσσει τη σύναξη των αγίων. Ο [[Ενώχ]], ο [[Άβελ]], ο [[Σηθ]], ο [[Δαβίδ]] και ο [[Ιώβ]] προσεύχονται. Πιο πολύ από όλους υποφέρουν οι προπάτορες, Αδάμ και η Εύα, που όλοι οι άγιοι τους είδαν τότε να κατεβαίνουν από το Όρος των Ελαιών, από όπου παρατηρούσαν μέχρι τότε τι γινόταν στον Γολγοθά. Έχοντας χάσει την λάμψη που είχαν, λόγω της θλίψης τους, στάθηκαν πλάι στην πέτρα που θα συρόταν στην είσοδο του τάφου όπου θα απέθεταν τον Σωτήρα και προσευχήθηκαν στον Μεσσία ζητώντας συγχώρεση για το προπατορικό αμάρτημα, που ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Μεσσίας τώρα πέθαινε. Οι προπάτορες, νιώθοντας ότι θα είχαν την συγχώρεση του Σωτήρα, που τώρα ξεψυχούσε, προσευχήθηκαν στη συνέχεια για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων.
 
Ο άγγελος Ελόα ανήγγειλε τότε από το πτερύγιο του Ναού ότι ο Άγγελος του Θανάτου έφτασε στη γη. Αυτός κατέβηκε πρώτα στο όρος Σινά και προσκυνώντας προς τον Γολγοθά, ζήτησε συγχώρεση από τον Μεσσία για την αποστολή που είχε να εκπληρώσει. Έπειτα σηκώθηκε, τρομερός, αναγγέλλοντας το πρόσταγμα του Εκδικητή Θεού: ότι ο άπειρος θυμός του απαιτούσε τον θάνατο του Θεανθρώπου Μεσσία ως εξιλασμό για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Είχε έρθει αυτή η στιγμή. Ο Ιησούς σήκωσε το βλέμμα του στον Ουρανό και φώναξε με δυνατή φωνή: ο Θεός μου, ο Θεός μου, γιατί με εγκατέλειψες; Έπειτα είπε: διψώ, και του έδωσαν και ήπιε. Πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου, ξαναείπε ο Ιησούς. Έπειτα φώναξε: Τετέλεσται. Έγειρε τότε το κεφάλι και πέθανε.
 
==Εκδόσεις==