Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 62:
'''Δέκατο όγδοο άσμα'''
Η Μαρφίζα αντιμετώπισε πρώτα τον Πρασίλδο και τον Ιρόλδο και τους νίκησε εύκολα, τον Ρανάλδο όμως ήταν δύσκολο να τον καταβάλει, πράγμα που την εξόργιζε. Ενώ αυτοί μάχονταν, στην Αλμπράκα ο Ορλάνδος μαζί με τον Βρανδιμάρτη και τους άλλους ιππότες εξολόθρευαν τους εχθρούς. Εν τέλει ο Αγρικάνης και ο Ορλάνδος άρχισαν ξανά να μονομαχούν με μεγαλύτερη αγριότητα από ό,τι πριν. Ο Αγρικάνης σκέφτηκε τότε ένα κόλπο. Διέκοψε τη μονομαχία και κατευθύνθηκε σε ένα γειτονικό δάσος, ενώ ο Ορλάνδος ανυποψίαστος τον ακολούθησε. Μόλις έφτασαν στο ξέφωτο που υπήρχε στη μέση του δάσους ο Αγρικάνης ξεπέζεψε και μόλις ο Ορλάνδος τον πλησίασε του είπε ότι δεν έφυγε λόγω δειλίας, αλλά γιατί δεν ήθελε να τον σκοτώσει. Ο Ορλάνδος του είπε ότι δεν πρόκειται να χαθεί ακόμα κι αν πεθάνει, γιατί είναι χριστιανός, αυτός όμως ως ειδωλολάτρης θα πάει στην κόλαση. Βαπτίσου, του λέει, και θα σε αφήσω να ζήσεις. Ο Αγρικάνης αρνείται και αρχίζουν να μονομαχούν ξανά, εξακολουθώντας να συνομιλούν για διάφορα. Πάνω στη συνομιλία αποκαλύπτεται ότι ο Ορλάνδος αγαπάει την Αγγελική. Ο Αγρικάνης με αυτά τα λόγια νιώθει ακόμα μεγαλύτερη μανία, καθώς αντιλήφθηκε ότι ο ξένος αυτός ήταν ανταγωνιστής του και στον έρωτα. Τώρα και οι δύο τους καβάλα στα άλογά τους μάχονταν ακόμα κι όταν έφτασε η νύχτα υπό το σεληνόφως.
 
'''Δέκατο ένατο άσμα'''
Μετά από μια άγρια μάχη μέσα στη νύχτα ο Ορλάνδος καταφέρνει να τραυματίσει θανάσιμα τον Αγρικάνη, ο οποίος προτού ξεψυχήσει ζητά κλαίγοντας από τον Ορλάνδο να τον βαπτίσει Χριστιανό. Ο Ορλάνδος, με δάκρυα στα μάτια κι αυτός, βαπτίζει τον Αγρικάνη με το νερό της πηγής. Έπειτα αφήνει τον νεκρό πάνω σε ένα μάρμαρο κοντά στην κρήνη. Καβαλικεύει μετά τον Βαγιάρδο (που μέχρι τότε τον είχε ο Αγρικάνης) και κρατώντας από τα ηνία το δικό του άλογο, τον Βριλιαδόρο προχωρά σιγά-σιγά να βγει από το δάσος, όταν ακούει κάτι κραυγές. Ήταν τρεις γίγαντες που κρατούσαν αιχμάλωτη μια κοπέλα πάνω σε μια καμήλα και μαζί τους μαχόταν ένας ιππότης (ο οποίος ήταν ο Βρανδιμάρτης) για να την ελευθερώσει. Στο μεταξύ, λίγο πιο πριν, πίσω στο πεδίο της μάχης, οι δυνάμεις του Γαλάφρονα εξολόθρευαν το εχθρικό στράτευμα, που είχε μείνει μετά τον θάνατο του Αγρικάνη χωρίς αρχηγό. Ο Γαλάφρονας φτάνοντας στη σκηνή του Αγρικάνη βρίσκει αιχμαλώτους τον Αστόλφο, τον Αντίφορ της Αλβαρωσίας και τον Μπαλάνο, οι οποίοι, αφού πρώτα οδηγούνται στην Αγγελική για να εξακριβωθεί ποιοι είναι, μπαίνουν ευθύς στη μάχη. Ο Αστόλφος είναι τυχερός και πετυχαίνει έναν Τάρταρο που κουβαλούσε τη λόγχη και τον θώρακά του. Τον σκοτώνει και έτσι ξαναγίνεται κύριος της μαγικής λόγχης, οπότε και επιτελεί ξανά μεγάλα άθλα κατατροπώνοντας τους εχθρούς, που έφευγαν μέσα στον πανικό. Ο βασιλιάς Γαλάφρονας τότε άρχισε να τους κυνηγά με μανία, ώσπου έφτασε στο σημείο που ακόμα μάχονταν η Μαρφίζα με τον Ρανάλδο δίπλα στο ποτάμι. Βλέποντας ο Γαλάφρονας το φτερωτό άλογο του Ρανάλδου, αναγνωρίζει ότι ήταν ο Ραμπικάνος, ο ίππος που ανήκε κάποτε στον Αργαλία, τον αδερφό της Αγγελικής, τον γιο του. Νομίζοντας ότι ο Ρανάλδος ήταν αυτός που σκότωσε τον γιο του, ορμά με το σπαθί του καταπάνω του. Η Μαρφίζα αισθάνεται τότε προσβεβλημένη από την παρέμβαση του Γαλάφρονα σε μια μονομαχία που ήταν δική της υπόθεση και του επιτίθεται. Φτάνουν τότε ο Βρανδιμάρτης με τον Αντίφορ της Αλβαρωσίας και προσπαθούν να προστατεύσουν τον βασιλιά από τη μανία της Μαρφίζας, που τον είχε ρίξει από το άλογο και είχε τείνει το ξίφος εναντίον του. Η παρέμβασή τους έσωσε τη ζωή του Γαλάφρονα, αλλά η Μαρφίζα πρώτα έριξε από το άλογο τον Αντίφορα και μετά άρχισε να μονομαχεί με τον Βρανδιμάρτη, ενώ ο Ρανάλδος κοιτούσε. Στο μεταξύ ο Αντίφορ και ο Γαλάφρονας είχαν ξανασηκωθεί και ήταν έτοιμοι να επιτεθούν κατά της Μαρφίζας. Αυτό δεν φαινόταν πολύ ιπποτικό στον Ρανάλδο, που ζήτησε άδεια από τη Μαρφίζα να την βοηθήσει. Αυτή δέχτηκε ευχαρίστως και τότε οι πρώην αντίπαλοι έγιναν σύμμαχοι. Μια φοβερή πάλη άρχισε, όταν κατέφτασε η Φιορδελίζα, που είχε αφήσει πιο πίσω τον Ιρόλδο και τον Πρασίλδο, φοβούμενη για την τύχη του Βρανδιμάρτη. Τον βρήκε να είναι παράμερα, μη θέλοντας να πολεμήσει τη Μαρφίζα. Ο Βρανδιμάρτης μόλις βλέπει την αγαπημένη του ξεχνά τη μοναμαχία, τον πόλεμο και όλα και την αγκαλιάζει θερμά. Αυτή, ντροπαλή, του λέει να πάνε στο δάσος. Εκεί, πάνω στη χλόη φιλιούνται ένα σωρό φορές και χαίρονται τον έρωτα έξι φορές. Έπειτα όμως συνέβη κάτι που χώρισε ξανά τους δυο εραστές.
 
'''Εικοστό άσμα'''
Την ώρα που ο Βρανδιμάρτης και η Φιορδελίζα χαίρονταν τον έρωτα, ένας γέρος μάγος τους έβλεπε από ψηλά, από τη σπηλιά του στην πλαγιά ενός βουνού. Αποφάσισε να αρπάξει τότε την κοπέλα. Πλησίασε όταν οι δυο τους είχαν αποκοιμηθεί και με τη βοήθεια μιας υπνωτικής ρίζας την οποία πίεσε στον μηρό της Φιορδελίζας κατάφερε να την κρατήσει κοιμισμένη ακόμη και όταν την άρπαξε εκεί που κοιμόταν δίπλα στον Βρανδιμάρτη. Καθώς απομακρύνονταν μέσα στα δάση, η Φιορδελίζα ξύπνησε. Πίσω στο ξέφωτο ο Βρανδιμάρτης ξύπνησε από μια διαπεραστική κραυγή και έμεινε σαν απολιθωμένος μη βλέποντας δίπλα του την αγαπημένη του. Αμέσως αρματώθηκε, καβαλίκεψε στο άλογό του και κατευθύνθηκε προς τα εκεί που ακουγόταν η κραυγή, που φαινόταν να είναι γυναικεία. Καλπάζοντας συνάντησε τρεις γίγαντες που οδηγούσαν μια αιχμάλωτη κοπέλα πάνω σε μια καμήλα. Η κοπέλα έμοιαζε με τη Φιορδελίζα και ο Βρανδιμάρτης όρμησε εναντίον τους. Τότε εμφανίστηκε ο Ορλάνδος, που έβγαινε από το δάσος όπου είχε σκοτώσει τον Αγρικάνη. Με τη βοήθεια του Ορλάνδου ο Βρανδιμάρτης εξοντώνει τους τρεις γίγαντες και ελευθερώνει την κοπέλα, που όμως δεν ήταν η Φιορδελίζα (λεγόταν ''Λεοδίλα'', Leodilla). Ο τραυματισμένος από τον έναν από τους γίγαντες Βρανδιμάρτης γίνεται κατάχλωμος μόλις συνειδητοποιεί πως η κοπέλα δεν ήταν η αγαπημένη του, τόσο που ο Ορλάνδος αναγκάζεται να του ρίξει νερό στο πρόσωπο για να τον συνεφέρει. Στο μεταξύ στο πεδίο της μάχης πλάι στο ποτάμι (που είχε γίνει κόκκινο από το τόσο αίμα), η Μαρφίζα μαζί με τον Ρανάλδο πολεμούσαν κατά του στρατού του Γαλάφρονα και των ιπποτών, που όλοι καταπτοημένοι (ακόμα και ο κατά τα άλλα ατρόμητος Αστόλφος) κατέφυγαν εντός των τειχών της Αλμπράκας. Η Μαρφίζα απειλούσε να καταστρέψει το κάστρο γεμάτη μανία. Είπε στον Ρανάλδο ότι εκεί μέσα ήταν μια διαβολεμένη πόρνη μάγισσα, που λεγόταν Αγγελική, καθώς και ένας εγκληματικός και προδοτικός βασιλιάς, ο Τρουφαλδίνος. Η Μαρφίζα ήθελε να εξοντώσει, εκτός από αυτούς τους δύο, και τον Γραδάσο, τον βασιλιά της Σηρικανής, έπειτα τον Αγρικάνη, τον βασιλιά της Ταρταρίας (δεν ήξερε ότι ήταν ήδη νεκρός και τέλος τον ίδιο τον Καρλομάγνο, τον βασιλιά των Φράγκων! Ο Ρανάλδος της απάντησε ότι θα την βοηθήσει μόνον όσο αφορούσε τον Τρουφαλδίνο και όχι για τίποτε άλλο. Η Μαρφίζα συμφώνησε και την επόμενη ο Ρανάλδος βγήκε με το άλογο προκαλώντας τον Τρουφαλδίνοι σε μονομαχία. Αυτός ο δειλός μόλις άκουσε την πρόσκληση, παρακάλεσε τους ιππότες να τον βοηθήσουν, όπως είχαν υποσχεθεί. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Τορίνδος ο Τούρκος είχε αφεθεί ελεύθερος να φύγει (ο ερωτευμένος Σακριπάντης προτίμησε να μείνει κοντά στην Αγγελική). Φεύγοντας ο Τορίνδος απειλούσε τον Τρουφαλδίνο (που τον είχε ρίξει προηγουμένως στο μπουντρούμι) ότι θα τον εκδικηθεί. Ο Τορίνδος συνανυήθηκε με την Μαρφίζα και της υποσχέθηκε να την βοηθήσει κατά της Αγγελικής και του Τρουφαλδίνου, τον οποίον μάταια περίμενε ο Ρανάλδος να βγει για τη μονομαχία.
 
===Άσματα 17-25===
'''Άσμα εικοστό πρώτο'''
Μετά τις κραυγές και τις βρισιές του Ρανάλδου, ο Τρουφαλδίνος βγαίνει από τα τείχη συνοδευόμενος από τους υπερασπιστές του, όλους εξαιρουμένου του Ορλάνδου, στο σύνολο έξι ιππότες. Ο Ρανάλδος συνομιλεί λίγο μαζί τους και μετά τον λόγο έχουν τα όπλα. Ο Ρανάλδος νικά τον Ουβέρτο και τον Αδριανό αμέσως, αλλά η μονομαχία του με τον Γρίφωνα είναι αμφίρροπη. Στο μεταξύ ο σοβαρά τραυματισμένος και απαρηγόρητος για τον χαμό της Φιορδελίζας Βρανδιμάρτης δέχεται τις φροντίδες της Λεοδίλας, της κοπέλας που έσωσε από τους γίγαντες. Αυτή για να τον παρηγορήσει του διηγείται την ιστορία της. Ήταν η κόρη του πάμπλουτου βασιλιά των Μακρινών Νησιών και την ζήτησαν δύο μνηστήρες: ο γηραιός ''Φολδέριχος'' (Folderico) και ο νεαρός και ωραίος ''Όρδαυρος'' (Ordauro). Η ίδια προτιμούσε προφανώς τον νεαρό, αλλά η απόφαση θα ήταν και του πατέρα της. Έκανε τότε αυτή το σφάλμα να ζητήσει από τον πατέρα της να δεχτεί να την πάρει ως σύζυγο αυτός που θα την νικήσει σε αγώνα δρόμου. Αυτός όμως που θα έχανε, θα έχανε και τη ζωή του. Την ημέρα του αγωνίσματος κατέφθασαν οι δύο επίδοξοι μνηστήρες, ο νεαρός Όρδαυρος και ο γηραιός και παχύς Φολδέριχος που είχε ένα μεγάλο πουγκί κρεμασμένο στα αριστερά του. Ο αγώνας δρόμου άρχισε και η Λεοδίλα άφησε επίτηδες να περάσει εμπρός ο Φολδέριχος. Μόλις πήγε όμως να τον προσπεράσει, αυτός έβγαλε από το πουγκί του ένα ολόχρυσο μήλο και το άφησε να πέσει κάτω. Η Λεοδίλα καθυστέρησε για να το μαζέψει. Το ίδιο συνέβη και για δεύτερη φορά, μόλις η Λεοδίλα πλησίασε ξανά τον Φολδέριχο, ο οποίος προηγήθηκε ξανά με αυτό το κόλπο. Η Λεοδίλα πλησίασε ξανά τον Φολδέριχο λίγο πριν τον τερματισμό, αλλά αυτός έριξε τότε ένα τρίτο ολόχρυσο μήλο και η Λεοδίλα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο πειρασμό και έτσι έχασε τον αγώνα. Η Λεοδίλα τότε αποφάσισε για εκδίκηση αυτή την αλεπού, δηλαδή τον γέρο σύζυγό της, να την κάνει τράγο (δηλαδή κερατά). Αυτό και έκαμε. Η Λεοδίλα διέκοψε την διήγησή της γιατί έβλεπε τον Βρανδιμάρτη περισπασμένο. Ο Βρανδιμάρτης της είπε ότι ανησυχεί για την Φιορδελίζα και το μόνο που ήθελε ήταν να την βρει. Έτσι οι τρεις τους αποφάσισαν να μην σταματήσουν να ψάχνουν μέσα στο δάσος μέχρι να βρουν τη Φιορδελίζα.