Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 104:
 
'''Δεύτερο άσμα'''
Οι βασιλείς των Σαρακηνών ευτυχώς δεν γνώριζαν ότι όλοι οι ιππότες του Καρλομάγνου έλειπαν, γιατί τότε θα εκστράτευαν αμέσως και θα κατέστρεφαν τους χριστιανούς. Ενώ όμως οι Σαρακηνοί έψαχναν να βρουν τον Ρουτζέρο, ο Ρανάλδος στην Αλμπράκα ήταν εκνευρισμένος που ο Ορλάνδος είχε φύγει παρατώντας στη μέση την μονομαχία τους. Απόφάσισε έτσι να φύγει καβάλα στον Βαγιάρδο, το άτι του, για να τον ψάξει. Ο Αστόλφος τον ακολούθησε καβάλα στον Ραμπικάνο. Ο Πρασίλδος και ο Ιρόλδος έφυγαν κι αυτοί μαζί τους. Στο δρόμο οι τέσσερίς τους συνάντησαν μια κοπέλα που κλαίγοντας τους παρακάλεσε να την βοηθήσουν γιατί ένας γίγαντας με ένα μεγάλο ρόπαλο είχε απαγάγει την αδελφή της και την είχε δέσει ψηλά σε ένα δέντρο πλάι σε μια λίμνη και τις έκανε φρικτά μαρτύρια. Στη μάχη με τον ροπαλοφόρο γίγαντα ο Πρασίλδος και ο Ιρόλδος ηττώνται και καταλήγουν πάνοπλοι στο βυθό της λίμνης. Το ίδιο παθαίνει και ο Ρανάλδος, που κρατώντας γερά τον γίγαντα τον παρέσυρε κι αυτόν στο βυθό της λίμνης, ενώ ο Αστόφος κοιτούσε γεμάτος αγωνία. Στο μεταξύ η κοπέλα έλυσε την αιχμάλωτη αδερφή της. Καθώς περνούσε η ώρα χωρίς οι ιππότες να φαίνονται, ο Αστόλφος άρχισε να πιστεύει πως πνίγηκαν. Οι δύο κοπέλες τον παρηγορούσαν. Αυτός τότε τις ανέβασε στα άλογα των άλλων ιπποτών και έφυγαν μαζί από εκεί. Μόλις έφτασαν σε ένα ποτάμι, ακούστηκε ο διαπεραστικός ήχος μιας σάλπιγγας. Στο μεταξύ στην Αλμπράκα, όπου η Μαρφίζα και ο Τορίνδος ο Τούρκος (ο οποίος είχε μάλιστα ζητήσει ενισχύσεις από την Προύσα) συνέχιζαν την επίθεση, πολλοί υπερασπιστές της Αγγελικής την είχαν εγκαταλείψει: πρώτα είχε φύγει ο Βρανδιμάρτης και μετά οι δύο γιοι του Ολιβιέρου, οι δίδυμοι ΓρίφοναςΓρίφωνας και Ακιλάντης. Αυτοί οι δύο έφτασαν κάποια στιγμή στις όχθες της [[Κασπία Θάλασσα|Κασπίας Θάλασσας]], όπου βρέθηκαν μπροστά σε ένα παλάτι τριγυρισμένο από έναν θελκτικό κήπο. Μόλις μπήκαν εκεί οι δύο ιππότες, τους υποδέχτηκαν μουσικοί και χορεύτριες και τους ανακοινώθηκε από μια κοπέλα (αυτή ήταν η Οριγίλλη, που είχε εξαπατήσει τον Ορλάνδο) ότι έπρεπε να μείνουν μία ολόκληρη νύχτα στο παλάτι και ότι επίσης ο Ορλάνδος ήταν δήθεν νεκρός. Εν τέλει κάποιοι τους συνέλαβαν μέσα στη νύχτα και τους αιχμαλώτισαν σε ένα μπουντρούμι κάποιου κάστρου. Στην Αλμπράκα στο μεταξύ η Μαρφίζα, προστατευμένη από τη μαγική της πανοπλία, είχε αιχμαλωτίσει κατά τη διάρκεια της μάχης τον Μπαλάνο, τον Κιαρόν και τον Αδριανό και είχε σκοτώσει τον Οβέρτο της Λεόνης. Βλέποντας ο Σακριπάντης τον τελευταίο να πέφτει νεκρός, όρμησε εναντίον της Μαρφίζας και τότε άρχισε μια φοβερή μονομαχία.
 
'''Τρίτο άσμα'''
Γραμμή 147:
Ο πόλεμος σταματά ενώ μάχονται οι δύο αντρειωμένοι πολεμιστές, ο Ρανάλδος με τον Ροδομόντη, σαν άγρια θηρία, σαν διάβολοι βγαλμένοι από την ίδια την κόλαση. Η τρομερή μονομαχία διαρκεί όλη την ημέρα, τα χτυπήματα που δίνουν ο ένας στον άλλον θα διέλυαν τον καθένα, αλλά η έκβαση είναι αβέβαιη. Την ώρα αυτή εμφανίζεται ο βασιλιάς Καρλομάγνος με τη στρατιά του και ο Ροδομόντης, ατρόμητος όπως πάντα, αφήνει προς στιγμήν μόνο του τον έκπληκτο Ρανάλδο για να αντιμετωπίσει τους νεοερχόμενους, τους οποίους αρχίζει να κατασφάζει. Δεν έχει ξεχάσει όμως τον αντίπαλό του. Η νύχτα έρχεται και ο Ροδομόντης συνεχίζει να κατασφάζει ανελέητα τους χριστιανούς, οι υπόλοιποι όμως Σαρακηνοί αντιθέτως καταδιώκονται σκληρά από τη στρατιά του νεαρού Δουδώνα και αναγκάζονται να καταφύγουν στα πλοία. Ο Ροδομόντης σπεύδει να βοηθήσει τους δικούς του και σφάζει πολλούς χριστιανούς και άλλους αιχμαλωτίζει, μεταξύ των οποίων και τον Δουδώνα. Ο Ρανάλδος στο μεταξύ γυρεύει να ελευθερώσει τους αιχμαλώτους. Με τον ερχομό της νύχτας, ο Ροδομόντης και ο Ρανάλδος εξακολουθούν να ψάχνουν ο ένας τον άλλον. Ο Ροδομόντης βασανίζει κάποιους αιχμαλώτους για να του πουν πού είναι ο Ρανάλδος και αυτοί εφευρίσκουν μια ψεύτικη ιστορία, ότι δήθεν ο Ρανάλδος έχει φύγει για το δάσος των Αρδεννών, εκεί που υπήρχε η πηγή του μάγου Μέρλιν. Ο Ροδομόντης αποφασίζει αμέσως να πάει να τον βρει. Εν συνεχεία και ο Ρανάλδος μαθαίνει από έναν Σαρακηνό ότι ο αντίπαλός του έφυγε για το δάσος των Αρδεννών και φεύγει κατευθείαν για το δάσος. Αντιθέτως, ο Ροδομόντης, μη γνωρίζοντας τον δρόμο, φτάνει σε μια πεδιάδα κοντά στην ακτή και ρωτά κάποιον ιππότη να του πει προς τα πού πρέπει να πάει. Ο ιππότης αυτός τυχαίνει να είναι ο Φεραγούτος, που είχε φύγει από τη Γρανάδα ερχόμενος μυστικά στη Φραγκία για να μάθει αν είχε επιστρέψει η αγαπημένη του Αγγελική. Ακόμα ήταν ερωτευμένος πολύ μαζί της και ήταν σε απελπισία, καθώς δεν είχε νέα της παρόλο που είχε ρωτήσει όλους όσους είχε συναντήσει. Ενώ οι δυο τους συνομιλούν, ο Ροδομόντης ανακαλύπτει ότι κάποτε ο Φεραγούτος αγαπούσε την ''Δωραλίκη'' (Doralice), την κόρη του ''Στορδιλάνου'' (Stordilano), του βασιλιά του Μαρόκου. Τυχαίνει τώρα να είναι ερωτευμένος με την Δωραλίκη ο Ροδομόντης, ο οποίος βλέπει στο πρόσωπο του Φεραγούτου έναν ερωτικό αντίζηλο. Μια νέα φοβερή μονομαχία ξεσπά μεταξύ του Ροδομόντη και του Φεραγούτου.
 
Ο Ρανάλδος στο μεταξύ είχε φτάσει στο δάσος των Αρδεννών. Μόλις είχε φτάσει κοντά στην πηγή του Μέρλιν (αυτή που το νερό της έκανε τους ερωτευμένους να μισούν όποιον αγαπούσαν παθολογικά), συναντά έναν γυμνό νεαρό που το κατηγόρησε για προδοσία. Δίπλα στον νεαρό ήταν τρεις νεαρές ωραίες κοπέλες. Ο νεαρός ήταν ο Έρωτας και οι κοπέλες οι τρεις [[Χάριτες]]. Αυτές επιτίθενται στον Ρανάλδο χτυπώντας τον με άνθη που έβγαζαν από τα καλάθια τους. Ο Έρωτας, μόλις οι Χάριτες είχαν ξοδέψει τα λουλούδια τους, σημαδεύει με έναν κρίνο τον Ρανάλδο κατακέφαλα, τον σωριάζει στο έδαφος και αρχίζει να τον σέρνει ολόγυρα στο λιβάδι. Παράλληλα, οι Χάριτες τον μαστιγώνουν με γιρλάντες για ώρες, ενώ ο ιππότης ικέτευε να τον λυπηθούν, γιατί παρ' όλο που ήταν αρματωμένος, η αρματωσιά του έκαιγε ολόκληρη από τα χτυπήματα και αισθανόταν τρομερές πληγές στο κορμί του. Εν τέλει οι τέσσερις βγάζουν φτερά και πετούν στα ύψη, αφήνοντας τον Ρανάλδο να βασανίζεται από φριχτούς πόνους. Η μία από τις Χάριτες, η [[Πασιθέα]], επιστρέφει τότε, σταλμένη από τον Έρωτα. Αφού του αποκαλύπτει ποιοι ήταν στην πραγματικότητα οι τέσσερίς τους, του λέει ότι για να σωθεί από τον οδυνηρό θάνατο που τον περίμενε, θα έπρεπε να αισθανθεί ακριβώς αυτόν τον πόνο που ένιωθε αυτή που είχε εκείνος απορρίψει την αγάπη της: αυτός ήταν ο νόμος του έρωτα. Έπειτα του δείχνει την πηγή εκείνη που θα τον γιάτρευε από τους φοβερούς πόνους, που το νερό της θα τον έκανε να ερωτευθεί αυτή που που μέχρι τότε μισούσε, ενώ εκείνη δεν θα τον αγαπούσε πια. Λέγοντας αυτά, η Πασιθέα πέταξε μακριά σαν πουλί. Ο Ρανάλδος, πονώντας φοβερά, πίνει από εκείνη την πηγή (για την οποία το αντίδοτο βρισκόταν στη άλλη πηγή, που είχε φτιάξει ο Μέρλιν). Μόλις πίνει ο Ρανάλδος, κάθε πόνος περνά. Πίνει αχόρταγα και είναι πάλι ερωτευμένος τρελά με την Αγγελική, νιώθοντας φοβερές τύψεις για την προηγούμενη συμπεριφορά του. Αμέσως θέλει να ξαναπάει στην Ανατολή για να την βρει. Ξεκινά καβάλα στον Βαγιάρδο, το άλογό του. Δεν είχε προχωρήσει πολύ, όταν βλέπει από μακριά, χωρίς να διακρίνει ποιοι είναι, μια πανέμορφη κοπέλα πάνω σε ένα λευκό άλογο και έναν έφιππό ιππότη δίπλα της (αυτοί θα αποδειχθεί ότι ήταν η Αγγελική και ο Ορλάνδος, που είχαν επιστρέψει από την Ανατολή). Την ίδια ώρα όμως στη Δύση είχε φτάσει και ο κλέφτης Μπρουνέλλος (που έκλεβε πάντα κατιτί από όσους συναντούσε στο δρόμο), καβάλα στον ταχύ Φρονταλάτη, το άλογο του Σακριπάντη, ενώ η ακούραστη Μαρφίζα τον ακολουθούσε πάντα καβάλα στο δικό της άλογο για να τον πιάσει.
 
===Άσματα 16-20===
'''Δέκατο έκτο άσμα'''
Δεκαπέντε ημέρες ήδη είχαν περάσει από τότε που η Μαρφίζα άρχισε να καταδιώκει τον Μπρουνέλλο και ήταν πλέον πολύ αδύνατη, καθώς δεν τρεφόταν καλά. Ήδη από την έκτη μέρα το άλογό της είχε ψοφήσει και αυτή ήταν πεζή και δίχως πανοπλία. Παρόλα αυτά εξακολουθούσε να κυνηγάει τον Μπρουνέλλο και θα τον είχε προφτάσει, αν δεν της αποσπούσαν την προσοχή μία πανέμορφη κοπέλα πάνω σε ένα λευκό άλογο που συνοδευόταν από έναν ιππότη. Ο Μπρουνέλλος βρήκε τότε ευκαιρία να της ξεφύγει. Έφτασε σε λίγες μέρες στη θάλασσα, βρήκε ένα πλοίο, πέρασε τη θάλασσα γρήγορα και έφτασε στην Αφρική. Αποβιβάστηκε στη Μπιζέρτα, όπου βρήκε τον Αγραμάντη, εκνευρισμένο που ο στόλος θα αναχωρούσε δίχως να έχουν βρει τον Ρουτζέρο. Παρουσιάζεται σε αυτόν και όλη την Αυλή, αναγγέλλοντας ότι φέρνει το μαγικό δαχτυλίδι που θα τους βοηθήσει να αποκαλύψουν το καταφύγιο του μάγου Αταλάντη όπου βρισκόταν ο Ρουτζέρος. Τους διηγείται λεπτομερώς πώς κατάφερε να πάρει το δαχτυλίδι και για απόδειξη δείχνει στον Αγραμάντη το κόρνο του Αλμόντη, που ο Ορλάνδος είχε πάρει κατά τη μάχη του Ασπτρομόντε. Όλοι θαύμασαν και τότε ο Μπρουνέλλος βγάζει και δείχνει το δαχτυλίδι στον Αγραμάντη, που αμέσως τον αντάμειψε αναγορεύοντάς τον βασιλιά της Τιγγιτάνης, δηλαδή της [[Ταγγέρη|Ταγγέρης]] στο [[Μαρόκο]]. Όλοι σπεύδουν τότε να βρουν τον Ρουτζέρο στο πανύψηλο όρος Καρένα, το οποίο ως κόλουρος κώνος είχε στην κορυφή του μια μεγάλη πεδιάδα γεμάτη δάση που την διέσχιζε ένας ποταμός. Στο κέντρο της πεδιάδας υπήρχε ένα μικρότερο όρος, πολύ απόκρημνο, που η κορφή του άγγιζε, λες, τον ουρανό. Αυτό ήταν περιτριγυρισμένο από ένα μαγικό κρυστάλλινο τείχος, ούτως ώστε να μη φαίνεται τίποτα πίσω του. Αυτή τη μαγεία αποκάλυψε το δαχτυλίδι, διαλύοντας το μαγικό ξόρκι που περιέβαλε το όρος. Πάνω στην κορυφή υπήρχε ένας κήπος με καταπράσινους κέδρους και φοίνικες όπου ο μάγος Αταλάντης έκρυβε τον Ρουτζέρο. Ωστόσο το κρυστάλλινο αυτό τείχος ήταν τόσο γλιστερό και απότομο που θα έπρεπε κανείς να διαθέτει φτερά για να το υπερβεί. Ο Μπρουνέλλος είχε τότε μια ιδέα. Ξέροντας ότι ο Ρουτζέρο θα παρακολουθούσε κρυμμένος βάζει τον Αγραμάντη και τους στρατιώτες του να παραστήσουν ότι μάχονται γενναία μεταξύ τους. Η φασαρία της υποτιθέμενης μάχης κάνει τον Ρουτζέρο να κοιτάξει και αμέσως θέλει να συμμετάσχει κι αυτός στη μάχη. Παρά τις προειδοποιήσεις του Αταλάντη, ότι θα πέθαινε πολεμώντας και προδιδόμενος, ο Ρουτζέρο πείθει τον μάγο να τον αφήσει να πάει έξω. Αρματώνεται, παίρνει το ξίφος και βγαίνει, δελεασμένος και από το άλογο του Σακριπάντη που ίππευε ο Μπρουνέλλος, τον Φρονταλάτη, τον οποίο ιππεύει αμέσως ο ίδιος με ένα σάλτο. Ο πονηρός Μπρουνέλλο του λέει ότι του χαρίζει το άλογο υπό τον όρο να ακολουθήσει τον Αγραμάντη στην εκστρατεία στη χώρα των Φράγκων και ο Ρουτζέρο δέχεται, μετονομάζοντάς τον Φρονταλάτη σε '''Φροντίνο''' (Frontino).
 
'''Δέκατο έβδομο άσμα'''
Ο Ρουτζέρο φορώντας την πανοπλία του Μπρουνέλλου, κρατώντας στο χέρι το σπαθί του, την ''Βαλισάρδα'' (Balisarda) και καβάλα στο άλογό του (έτσι που όλοι να πιστεύουν ότι πρόκειται για τον Μπρουνέλλο), διαπρέπει στην υποτιθέμενη μάχη εναντίον των άλλων ιπποτών. Αντιμετωπίζει και τον ίδιο τον βασιλιά Αγραμάντη, καταφέρνοντας να τον πετάξει από τη σέλλα. Αυτό προκαλεί την αντίδραση των υπολοίπων, που επιτίθενται στον Ρουτζέρο, ένας μάλιστα Σαρακηνός ιππότης, ο ''Βαρδουλάστος'' (Bardulasto), δίνει ένα πισώπλατο χτύπημα στον Ρουτζέρο, ο οποίος αντιδρώντας οργισμένα τον σκοτώνει. Έπειτα ο Ρουτζέρο αποσύρεται στο κάστρο για να φροντίσει την πληγή του ο μάγος Αταλάντης, που γνώριζε από ιαματικά βότανα. Στο σημείο αυτό ο ποιητής επιστρέφει πίσω στο χρόνο στον Ορλάνδο και τον Βρανδιμάρτη, οι οποίοι προχωρούσαν προς την Ανατολή για να επιστρέψουν στην Αλμπράκα (βλέπε δέκατο τρίτο άσμα), όταν είδαν σε μια γέφυρα έναν νεαρό πολεμιστή, τον ''Ιζολιέρη'' (Isolieri), που εμπόδιζε το πέρασμα και δίπλα του μια κοπέλα, την ''Καλλιδώρα'' (Calidora) να κλαίει. Ένας προσκυνητής (στην πραγματικότητα ένας ισχυρός ιππότης) θέλοντας να περάσει αρχίζει να μάχεται με τον Ιζολιέρη, δίνοντάς του ανελέητα χτυπήματα. Στην απέναντι όχθη βρισκόταν ο τάφος του [[Νάρκισσος (μυθολογία)|Ναρκίσσου]], του οποίου τον μύθο διηγείται ο ποιητής. Ο Ιζολιέρης ήθελε να αποτρέψει τους περαστικούς να επισκεφθούν τον μαγεμένο τάφο, που είχε καταστρέψει τον αγαπημένο της Καλλιδώρας, τον ''Λαρμπίνο'' (Larbino), που είχε ξεψυχήσει σε εκείνο το σημείο επηρεασμένος από τη μαγεία του τάφου. Η Καλλιδώρα εξήγησε στον Ορλάνδο ότι εμπόδιζαν την διάβαση στους περαστικούς για να μην πάθουν αυτοί κακό και ο Ορλάνδος παρενέβη για να σταματήσει η διένεξη μεταξύ του Ιζολιέρη και του προσκυνητή ιππότη, που στην πραγματικότητα ήταν ο Σακριπάντης, τον οποίον η Αγγελική είχε στείλει να ζητήσει βοήθεια από τον βασιλιά Γραδάσσο.
 
'''Δέκατο όγδοο άσμα'''
Ο Σακριπάντης εξηγεί στον Ορλάνδο γιατί πρέπει να περάσει τη γέφυρα και τότε ο Ορλάνδος τον αφήνει. Έπειτα αυτός και ο Βρανδιμάρτης συνεχίζουν για την Αλμπράκα. Μπαίνουν στην πολιορκημένη πόλη τη νύχτα για να αποφύγουν τα εχθρικά τουρκικά στρατεύματα του Τορίνδου. Ο Ορλάνδος διηγείται στην Αγγελική όλες τις περιπέτειές του. Αυτή, μαθαίνοντας ότι ο αγαπημένος της Ρανάλδος επέστρεφε τώρα στη Δύση και θέλοντας να βρεθεί μαζί του, πείθει τον Ορλάνδο ότι θα έπρεπε να πάει κι αυτός στη χώρα των Φράγκων και ότι η ίδια είναι διατεθειμένη να τον ακολουθήσει. Του λέει ότι δήθεν το κάστρο θα μπορούσε να αντέξει την πολιορκία για πολύ καιρό ακόμα. Έτσι, οι τέσσερείς τους (ο Ορλάνδος με την Αγγελική και ο Βρανδιμάρτης με τη Φιορδελίζα) βγαίνουν τη νύχτα από το κάστρο. Όταν ο Τορίνδος και οι δικοί του (οι οποίοι στο μεταξύ είχαν κυριεύσει την Αλπράκα, μη βρίσκοντας εκεί την Αγγελική), τους ανακαλύπτουν, ο Βρανδιμάρτης μένει πίσω για να τους αντιμετωπίσει, δίνοντας χρόνο στον Ορλάνδο και στις δύο γυναίκες να απομακρυνθούν. Ο Βρανδιμάρτης καταβάλλει τελικά τους αντιπάλους του και πέφτει να κοιμηθεί κατάκοπος, τον ξυπνά όμως μια διαπεραστική κραυγή που ζητούσε βοήθεια. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος και οι δύο γυναίκες, η Αγγελική και η Φιορδελίζα, είχαν φτάσει στην χώρα των ανθρωποφάγων γιγάντων, των [[Λαιστρυγόνες|Λαιστρυγόνων]], ο αρχηγός των οποίων (που τους βλέπει ως λαχταριστό τσιμπούσι) δίνει μια ροπαλιά στον Ορλάνδο, τον αιχμαλωτίζει, του βγάζει την πανοπλία και αρχίζει να τον εξετάζει τσιμπώντας τον, βρίσκει, όμως, το κρέας του πολύ σκληρό και παραπονιέται. Ο Ορλάνδος συνέρχεται και καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά. Καταφέρνει να ελευθερωθεί και αρχίζει να σφάζει ανελέητα τους ανθρωποφάγους γίγαντες. Στο μεταξύ η Αγγελική και η Φιορδελίζα το σκάνε προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ενώ οι Λαιστρυγόνες τις κυνηγάνε. Η καλή τύχη το φέρνει να συναντηθεί ο Βρανδιμάρτης με την απελπισμένη Φιορδελίζα, η οποία ήταν αυτή που είχε αφήσει τη διαπεραστική κραυγή για βοήθεια. Ο Βρανδιμάρτης, ξυπνώντας, σώζει την Φιορδελίζα από τους Λαιστρυγόνες που την κυνηγούσαν. Αυτή του λέει ότι ο Ορλάνδος είναι νεκρός, καθώς τον είχε δει να πέφτει, όταν οι Λαιστρυγόνες του επιτέθηκαν. Ο Βρανδιμάρτης αποφασίζει να επιστρέψει για να βοηθήσει τον Ορλάνδο.
 
'''Δέκατο ένατο άσμα'''
Εκεί που μιλούσαν ο Βρανδιμάρτης με την Φιορδελίζα βλέπουν να έρχεται ένας καβαλάρης που πέρασε σαν σίφουνας από μπροστά τους. Αυτός ήταν ο Μπρουνέλλος, που τον ακολουθούσε τρέχοντας πεζή η Μαρφίζα. Η προσοχή της Μαρφίζας αποσπάται από τη συνάντηση με την Φιορδελίζα και τον Βρανδιμάρτη και ο Μπρουνέλλος της ξεφεύγει (καταφέρνοντας στη συνέχεια να φτάσει στον Αγραμάντη με το μαγικό δαχτυλίδι της Αγγελικής). Μη μπορώντας πλέον να τον πιάσει, η Μαρφίζα εγκαταλείπει την προσπάθεια και ξεσπά στον Βρανδιμάρτη προκαλώντας τον σε μονομαχία. Ο Βρανδιμάρτης αρνείται να μονομαχήσει με μια γυναίκα. Τότε η Μαρφίζα αρπάζει την Φιορδελίζα, απειλώντας να την πετάξει από έναν γκρεμό. Ο Βρανδιμάρτης δέχεται να χαρίσει την πανοπλία και το άλογό του στη Μαρφίζα, ανταλάσσοντάς τα με τη Φιορδελίζα. Αυτό και γίνεται και η Μαρφίζα εξακολουθεί την οδό της αρματωμένη και έφιππη ξανά. Ο Βρανδιμάρτης και η Φιορδελίζα παίρνοντας έναν άλλο δρόμο συναντούν μια σπείρα ληστών που τους αιχμαλωτίζουν, αφού ο Βρανδιμάρτης ήταν πλέον άοπλος. Η τύχη όμως το φέρνει να περάσουν από το ίδιο δάσος όπου ο Ορλάνδος είχε σκοτώσει τον βασιλιά Αγρικάνη πλάι σε μια πηγή και είχε αποθέσει εκεί το πτώμα του. Η ανάγκη κάνει τον Βρανδιμάρτη να βγάλει την πανοπλία από τον βασιλιά και να τη φορέσει (αφήνει ωστόσο το βασιλικό στέμμα). Ο Βρανδιμάρτης, ΠΆΝΟΠΛΟς ΤΏΡΑ, αρχίζει να κατασφάζει τους ληστές. Μόνο ένας τους καταφέρνει να μείνει ζωντανός και τρέχει να ειδοποιήσει τον αρχηγό τους, τον άσπλαχνο ''Μπαριγκάτσιο'' (Baricaccio). Αυτός καταφτάνει, οπότε και αρχίζει μια άγρια μονομαχία μεταξύ του αρχιληστή και του Βρανδιμάρτη. Ενώ μονομαχούν, ο Βρανδιμάρτης προσπαθεί να πείσει με επιχειρήματα τον Μπαριγκάτσιο να εγκαταλείψει αυτή την φαύλη ενασχόληση με τις ληστείες. Ο Μπαριγκάτσιο λέει στον Βρανδιμάρτη ότι κλέβει μόνο για το προς το ζην, ενώ οι ιππότες και οι ευγενείς κλέβουν ασυστόλως για να πλουτίσουν, ενώ ούτε καν έχουν ανάγκη όλων αυτών. Εντέλει ο Βρανδιμάρτης σκοτώνει τον αρχηγό των ληστών και του παίρνει το άλογο. Μετά φεύγει μαζί με την Φιορδελίζα. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος έχοντας σώσει την Αγγελική από τα χέρι των κανιβάλων Λαιστρυγόνων, είχε φτάσει μαζί της στην [[Βηρυτός|Βηρυτό]] και παίρνουν στο λιμάνι της ένα ωραίο πλοίο για να μεταβούν στην [[Κύπρος|Κύπρο]]. Το πλοίο μεταφέρει τον βασιλιά της Δαμασκού ''Νορανδίνο'' (Norandino), ο οποίος θέλει να λάβει μέρος σε ιπποτικούς αγώνες (τουρνουά) που διοργάνωνε στο νησί ο βασιλιάς του νησιού ''Θηβιανός'' (Tibiano). Ο νικητής θα έπαιρνει την κόρη του, την ωραία ''Λουσίλλα'' (Lucilla), για γυναίκα του. Ο Νορανδίνος συστήνεται στον Ορλάνδο ως ''Ροτολάντης'' (Rotolante), απόκρύπτοντας την πραγματική του ταυτότητα. Ο Ορλάνδος αποφασίζει να τον βοηθήσει να κερδίσει την Λουσίλλα.
 
'''Εικοστό άσμα'''
Στην Κύπρο είχαν μαζευτεί για τους αγώνες πρίγκιπες και γενναίοι ιππότες, Έλληνες και Σαρακηνοί. Ανάμεσά τους, οι σπουδαιότεροι ήταν ο ''Κωνστάντιος'' (Costanzo), ο γιος του αυτοκράτορα των Ελλήνων, καθώς και δύο Τούρκοι της Ανατολίας, ο ''Βασάλδος'' (Basaldo) και ο ''Μορμπέκος'' (Morbecco). Στο πλευρό του Κωνστάντιου του Έλληνα είναι ο Ακιλάντης και ο Γρίφωνας (που είχαν χωριστεί, μαζί με την Οριγίλλη, από τον Ορλάνδο στο δωδέκατο άσμα του δεύτερου βιβλίου). Ο Ορλάνδος, που μάχεται στο πλευρό του Ροτολάντη - Νορανδίνου, αποδεικνύει την αξία και τη γενναιότητα ουκ ολίγες φορές κατά τη διάρκεια των αγώνων και έρχεται τελικά αντιμέτωπος με τον Ακιλάντη και τον Γρίφωνα, που είχαν σπεύσει να βοηθήσουν τον Κωνστάντιο από την επίθεση του Νορανδίνου. Οι δύο ιππότες αρχίζουν να υποψιάζονται ότι ο αντρειωμένος αντίπαλος ιππότης είναι ο Ορλάνδος και ο Γρίφωνας το αναφέρει στον Κωνστάντιο. Ενώ ο Γρίφωνας και ο Ακιλάντης αποφασίζουν να μην πάρουν άλλο μέρος στους αγώνες, ο Κωστάντιος αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ένα τέχνασμα. Σε ένα διάλειμμα των αγώνων παίρνει κατά μέρος τον Ορλάνδο και του λέει, δήθεν εμπιστευτικά, ότι τάχα ο Θηβιανός οργάνωσε αυτό το τουρνουά σε συνεννόηση με τον Γάνο για να αιχμαλωτίσει ο Γάνος τον φημισμένο αντίπαλό του στην Αυλή του Καρλομάγνου, τον ιππότη Ορλάνδο. Ο Ορλάνδος τον πιστεύει και αποφασίζει, μετά από συμβουλή της Αγγελικής, να φύγει μυστικά από το νησί. Με τη βοήθεια του ίδιου του Κωνστάντιου, που τους προμηθεύει ένα καλό πλοίο, φτάνουν μετά από ένα καλό ταξίδι στην Προβηγκία. Μετά από λίγες ημέρες η τύχη το φέρνει να βρεθούνε ο Ορλάνδος και η Αγγελική στο δάσος των Αρδεννών την ώρα που ήταν εκεί και ο Ρανάλδος, ο οποίος είχε πιεί από το νερό της φυσικής πηγής και ήταν τώρα ξανά τρελά ερωτευμένος με την Αγγελική (όπως είδαμε στο δέκατο πέμπτο άσμα του δεύτερου βιβλίου). Φτάνοντας εκεί η Αγγελική διψασμένη πίνει από την πηγή που είχε φτιάξει ο Μέρλιν και που είχε τα αντίθετα αποτελέσματα από την διπλανή φυσική πηγή από την οποία είχε πιει ο Ρανάλδος. Τώρα η Αγγελική μισεί όσο ποτέ προτού τον Ρανάλδο, την ώρα που εκείνος την αγαπάει παράφορα. Ο Ρανάλδος ζητά συγγνώμη για την προηγούμενη συμπεριφορά του και εξομολογείται τον νέο έρωτά του στην Αγγελική, παρόντος του Ορλάνδου και χωρίς να ξέρει ότι ήταν αυτός. Ο Ορλάνδος εξοργίζεται νομίζοντας ότι ο Ρανάλδος τον κοροϊδεύει και αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Οι δύο αρχίζουν να λογομαχούν, όταν ο Ρανάλδος λέει στην Αγγελική ότι ο Ορλάνδος δεν έχει κανένα δικαίωμα να την διεκδικεί. Ο Ορλάνδος, που βαριέται τα πολλά λόγια, τραβά εν τέλει το σπαθί του, την Ντουριντάνα. Ο Ρανάλδος τότε τραβά το δικό του, την Φουσμπέρτα. Μια φοβερή μονομαχία πρόκειται να ξεσπάσει μετάξύ των δυο τους χάριν της Αγγελικής.
 
===Άσματα 21-25===
'''Εικοστό πρώτο άσμα'''