Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 170:
 
'''Εικοστό δεύτερο άσμα'''
Στις πρώτες τριάντα τρεις στροφές του άσματος ο ποιητής περγράφειπεριγράφει την φαντασμαγορική παρέλαση των αφρικανικών στρατευμάτων και απαριθμεί λεπτομερώς τους τριάντα δύο Σαρακηνούς ηγεμόνες που ετοιμάζονται να εκστρατεύσουν υπό τον μεγάλο βασιλιά τους Αγραμάντη κατά του βασιλιά Καρλομάγνου στη χώρα των Φράγκων. Ο στόλος πρόκειται να αποπλεύσει πρώτα για την Ισπανία και οι Αφρικανοι χαίρονται που έχουν μαζί τους τον Ρουτζέρο. Ενώ βρίσκονται ακόμα στο λιμάνι της Μπιζέρτας φτάνουν τα νέα ότι τα πλοία του Ροδομόντη είχαν επιστρέψει με έναν αιχμάλωτο, τον Δουδώνα, αλλά ο ίδιος ο Ροδομόντης απουσίαζε. Ο Αγραμάντης θεωρεί ότι ο Ροδομόντης είναι νεκρός. Αυτός όμως βρισκόταν στην ΦραγκίαΓαλλία και μαχόταν με τον Φεραγούτο για χατίρι της αγαπημένης του Δωραλίκης (στο δέκατο πέμπτο άσμα του δευτέρου βιβλίου). Όταν πληροφορούνται από κάποιον αγγελιοφόρο ότι ο βασιλιάς Μαρσίλιος πολιορκεί το Μονταλβάνο, ο Ροδομόντης συγκατατίθεται να τερματιστεί ο αγώνας για να μπορεί ο Φεραγούτος να βοηθήσει τον βασιλιά του. Έτσι, σε αυτή την περίπτωση, το χρέος νικά τον έρωτα. Ο Ροδομόντης προσφέρεται μάλιστα να συνοδεύσει τον Φεραγούτο ενώνοντας κι αυτός τις δυνάμεις του με αυτές του Μαρσίλιου. Στο δρόμο συναντούν τον χριστιανό μάγο ιππότη Μαλαγίση και τον αδερφό του, τον ''Βιβιανό'' (Viviano), επίσης μάγο. Ο Μαλαγίσης καλεί με μαγικά ξόρκια διάφορους δαίμονες, που με μορφή πολεμιστών επιτίθενται στους δυο Σαρακηνούς ιππότες. Ο Φεραγούτος και ο Ροδομόντης, ωστόσο, καταφέρνουν να αποκρούσουν τους δαίμονες και επιπλέον αιχμαλωτίζουν τον Μαλαγίση και τον Βιβιανό, φέρνοντάς τον στο στρατόπεδο του βασιλιά Μαρσίλιου.
 
'''Εικοστό τρίτο άσμο'''
Γραμμή 179:
 
'''Εικοστό πέμπτο άσμα'''
Γύρω από τους δύο ιππότες όλοι παραμερίζουν, γιατί η δύναμή τους είναι τρομερή και όλοι οι πολεμιστές φοβούνται να τους πλησιάσουν. Όχι όμως ακριβώς όλοι, διότι εκείνη της στιγμή έρχεται η πολεμίστρια Βραδαμάντη, οδηγώντας στη μάχη μια μυριάδα από στρατιωτικές ενισχύσεις για να βοηθήσει τον Καρλομάγνο. Η τρομερή πολεμίστρια είναι ακόμα εξαγριωμένη με τον Ροδομόντη, ο οποίος ήταν αιτία να σκοτωθεί το άλογό της κατά τη μάχη στην Προβηγκία (στο έβδομο άσμα του δεύτερου βιβλίου) και τώρα παρεμβαίνει αυτή στη μονομαχία μεταξύ Ροδομόντη και Ορλάνδου. Ο ποιητής σε αυτό το σημείο επιστρέφει στον Βρανδιμάρτη, ο οποίος, αφού είχε σκοτώσει τον ληστή Μπαρικάτσιο και είχε σώσει την Φιορδελίζα από τα χερια των Λαιστρυγόνων, πορευόταν τώρα μαζί με την αγαπημένη του προς τη Δύση για να συναντηθεί ξανά με τον Ορλάνδο. Κάποτε έφτασαν μπροστά σε ένα παλάτι που είχε έναν τεράστιο κήπο με θολωτά περιστύλια. Το παλάτι ανήκε σε μια μάγισσα, την ''Φοιβοσίλλα'' (Febosilla),. η οποίαΤώρα είχε βάλει για φρουρό του έναν γίγαντα που κρατούσε από την ουρά ένα τεράστιο και τρομαχτικό φίδι. Οι δύο αγαπημένοι δεν το ξέρουν αυτό, αν και είχαν δει πριν μπουν στο παλάτι μια κοπέλα να τους κάνει νόημα από μακριά, προφανώς για να μην μπουν μέσα. Μόλις μπαίνουν από την κύρια πύλη του παλατιού, ο Βρανδιμάρτης έχει τώρα να αντιμετωπίσει τον φοβερό γίγαντα, τον οποίον πληγώνει θανάσιμα έξι φορές. Αυτός όμως πάντα ανασταίνεται, μεταμορφωμένος σε φίδι, ενώ το ίδιο το φίδι γίνεται γίγαντας. Την έβδομη φορά ο Βρανδιμάρτης με ένα τρομαχτικό χτύπημα κόβει στα δύο το φίδι, κάνοντας τον γίγαντα να το βάλει στα πόδια. Εν τέλει τον σκοτώνει κι αυτόν. Τότε όμως η πύλη από όπου μπήκαν εξαφανίζεται. Προχωρώντας βρίσκουν μια αίθουσα με ένα τάφο και ένα ιππότη, που ήταν ο φύλακας ενός τάφου. Ο Βρανδιμάρτης μονομαχεί μαζί του και τον σκοτώνει. Οι δύο εραστές τώρα ψάχνουν να βρουν την πόρτα από την οποία είχε φανεί η κοπέλα που τους είχε προειδοποιήσει να μην μπουν μέσα. Ξαφνικά, κατά μαγικό τρόπο βρίσκονται σε μια γαλαρία στην οποία υπάρχουν διάφορες ζωγραφιές που παριστάνουν επεισόδια από την ιστορία του Οίκου των Έστε. Εν τέλει εμφανίζεται από το πουθενά μια κοπέλα που τους προτρέπει να μη χαζεύουν άλλο κοιτώντας τους πίνακες. Πρέπει να ανοίξουν εκείνον τον τάφο για να βγουν έξω, αλλιώς θα πεθάνουν εκεί μέσα από την πείνα. Μόλις το κάνουν αυτό πρέπει όμως να μείνουν ψύχραιμοι και θαρραλέοι, αλλιώς θα χαθούν στα σίγουρα.
 
===Άσματα 26-31===
'''Εικοστό έκτο άσμα'''
Ο Βρανδιμάρτης με τη βοήθεια της κοπέλας πλησιάζει τον τάφο και σηκώνει την πλάκα του. Η κοπέλα του λέει ότι πρέπει να δώσει ένα φιλί σε ό,τι κι αν βγει από τον τάφο. Από τον τάφο βγαίνει ένα φρικιαστικό ερπετό που σύριζε απειλητικά και φαινόταν πως ήθελε να του επιτεθεί. Ο Βρανδιμάρτης σαστίζει και ενστικτωδώς πιάνει το σπαθί του. Συγκρατείται ωστόσο από την κοπέλα που του λέει ότινα μην το κάνει αυτό, γιατί θα άνοιγε η γη να τους καταπιεί. Αντιθέτως, πρέπει να φιλήσει το φίδι αυτό. Ο Βρανδιμάρτης, παρ' όλη την τρομαχτική όψη του φιδιού, προχωρά με προσοχή, οπισθοχωρεί προς στιγμήν, αλλά μετά από τις φωνές της κοπέλας που τον λέει δειλό, επιστρέφει και του δίνει ένα φιλί. Εκείνη τη στιγμή λύνονται τα μάγια και από το ερπετό προβάλλει ολόλαμπρη η μάγισσα Φοιβοσίλλα, αυτή που είχε χτίσει το παλάτι και ήταν κάποτε η ένοικός του. Η Φοιβοσίλλα ως ανταμοιβή μαγεύει το άλογο και τα όπλα του Βρανδιμάρτη που μέσω της μαγείας γίνονται άτρωτα. Μετά από αυτά, ο Βρανδιμάρτης, η Φιορδελίζα και η κοπέλα, που ονομαζόταν ''Δωριστέλλα'' (Doristella), αναχωρούν από το παλάτι. Η Δωριστέλλα τους διηγείται καθ' οδόν την ιστορία της για να περάσει η ώρα. Τους λέει πως η μικρότερη αδερφή της, που είχαν υποσχεθεί οι δικοί της, όταν γεννήθηκε, να την παντρέψουν με τον πρίγκιπα της Αρμενίας όταν αυτός μεγάλωνε, είχε απαχθεί όντας ακόμα μωρό. Στο σημείο αυτό η Φιορδελίζα την διακόπτει για να την ρωτήσει κάτι, όμως ο Βρανδιμάρτης της λέει να μη διακόπτει την κοπέλα. Συνεχίζοντας η Δωριστέλλα τους λέει ότι ο πρίγκιπας, που λεγόταν Θεόδωρος, επισκεπτόταν από μικρός τον πατέρα της, τον Δoλισθένη (Dolistone) και εν τέλει του ζήτησε το χέρι της. Την ίδια ημέρα όμως ο πατέρας της είχε υποσχεθεί να την δώσει γυναίκα στον κακούργο που σκότωσε ο Βρανδιμάρτης μέσα στο παλάτι. Αυτός ήταν ένας Τούρκος, ο ''Ουζμπέκος'' (Uzbego), πολύ άσχημος και πολύ γέρος για να κάνει έρωτα. Επιπλέον ήταν τόσο ζηλιάρης που δεν άφηνε την Δωριστέλλα να ξεμυτίσει από το σπίτι, αλλά την κλείδωνε μέσα με φύλακα έναν πιστό υπηρέτη. Όταν ο σύζυγός της έλειπε κάποια φορά στον πόλεμο, Ο Θεόδωρος δωροδόκησε τον υπηρέτη για να μπει μέσα. Ο Ουζμπέκος όμως επιστρέφει νωρίτερα από ό,τι περίμεναν από τον πόλεμο και βρίσκει τα ρούχα του Θεόδωρου, ενώ ο ίδιος ήταν κρυμμένος σε μια ντουλάπα. Τότε ο ζηλότυπος σύζυγος κλείνει την Δωριστέλλα σε ένα παλάτι που το είχε μαγέψει καταλλήλως ένας νεκρομάντης. 'Ήταν το ίδιο παλάτι από το οποίο την είχε ελευθερώσει προ ολίγου ο Βρανδιμάρτης. Ενώ έλεγε αυτά η Δωριστέλλα, εμφανίζονται ξαφνικά στο δρόμο από τα δάση κάποιοι ληστές με αρχηγό τους έναν σωματώδη τύπο, τον ''Φυγόφορκο'' (Fugiforco). Ο Βρανδιμάρτης, χρησιμοποιώντας τα αήττητα όπλα του εξοντώνει τους ληστές και συλλαμβάνει τον αρχηγό τους για να τον παραδώσει στις αρχές.
 
'''Εικοστό έβδομο άσμα'''
Ο αρχηγός των ληστών παρακαλεί με πολλά κλάματα τον Βρανδιμάρτη να μην τον παραδώσει στον βασιλιά της Λυδίας (Liza), τον Δολισθένη. Του αναφέρει ότι πολύ καιρό πριν είχε απαγάγει ο ίδιος από το παλάτι του την μικρή του κόρη όταν ακόμα ήταν μωρό, δίνοντάς την, έναντι αδρής αμοιβής, στον κόμητα του Κάστρου του Δάσους. Ο Βρανδιμάρτης χαίρεται που ελίχεείχε πιάσει τον απαγωγέα και είναι ανυποχώρητος ότι πρέπει να τον παραδώσει στον βασιλιά της Λυδίας. Πλησιάζοντας την πόλη της Λυδίας, η παρέα δέχεται την επίθεση στρατιωτών και παρ' όλη την αντίσταση του Βρανδιμάρτη αυτοί καταφέρνουν να αιχμαλωτίσουν τις δύο γυναίκες, καθώς και τον αρχηγό των ληστών. Αρχηγός αυτού του στρατεύματος ήταν ο νεαρός πρίγκιπας Θεόδωρος και πολιορκούσε την πόλη του βασιλιά Δολισθένη γιατί τον θεωρούσε υπεύθυνο για τον γάμο και την φυλάκιση της Δωριστέλλας σε εκείνο το μαγεμένο παλάτι. Ενώ ο Βρανδιμάρτης εξακολουθεί να μάχεται κατά των στρατιωτών, ο Θεόδωρος ρίχνει ένα βλέμμα στην Δωριστέλλα και αμέσως την αναγνωρίζει, όπως και αυτή αυτόν. Ο Θεόδωρος την λύνει αμέσως. Όπως ήταν επόμενο, παύει η μάχη και ελευθερώνονται οι αιχμάλωτοι εκτός από τον Φυγόφορκο. Αυτός παραδίδεται στον βασιλιά της Λυδίας, που αναγνωρίζει αμέσως τον απαγωγέα της κόρης του. Όπως αποδεικνύεται, στην πραγματικότητα εκτός από την Δωριστέλλα, κόρη του ήταν και η Φιορδελίζα. Αυτή ήταν που είχε απαχθεί τόσο μικρή από τον ληστή. Η μητέρα της, βασίλισσα ''Πειρωδία'' (Perodia) την αναγνώρισε από ένα εκ γενετής σημάδι που είχε στο δεξί στήθος της. Επικρατεί τώρα ένα γενικός ενθουσιασμός και η ατμόσφαιρα είναι εορταστική. Ο Θεόδωρος και η Δωριστέλλα παντρεύονται. Παντρεύονται επίσης ο Βρανδιμάρτης με την Φιορδελίζα. Η Φιορδελίζα πείθει την Δωριστέλλα και τον Θεόδωρο να γίνουν Χριστιανοί και από τότε η Αρμενία είναι χριστιανική. Ωστόσο, μετά τις χαρές αυτές ο Βρανδιμάρτης αρχίζει να σκέφτεται πάλι τον Ορλάνδο. Παίρνει έτσι την άδεια από τον βασιλιά να πάρει ένα πλοίο για να ψάξει να βρει τον φίλο του. Ο βασιλιάς του δίνει επίσης και μια σκηνή διακοσμημένη με διάφορες παραστάσεις. Το πλοίο του Βρανδιμάρτη πέφτει σε τρικυμία λίγο πριν φτάσει στην Κρήτη και ναυαγεί κοντά στην Μπιζέρτα της Βόρειας Αφρικής, στην περιοχή της αρχαίας [[Καρχηδόνα|Καρχηδόνας]]. Επειδή υπήρχε διάταγμα να θανατώνονται όλοι οι χριστιανοί που θα ναυαγούσαν εκεί (λόγω μιας προφητείας που έλεγε ότι ένας Ιταλός πρίγκιπας θα ερήμωνε εκείνα τα μέρη), ο Βρανδιμάρτης τους λέει ότι κατάγεται από τις Μακρινές Νήσους. Ο Βρανδιμάρτης καβάλα σε ένα άλογο προχωρά προς την Μπιζέρτα και βρίσκεται σε λίγο ανάμεσα στους στρατιώτες του Αγραμάντη. Προκαλεί τον ίδιο τον Αγραμάντη σε μονομαχία. Έπειτα στήνει τη σκηνή του, όπου η Κυμαία Σίβυλλα είχε σχεδιάσει παραστάσεις από το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, που αφορούσαν τον Οίκο των Έστε.
 
'''Εικοστό όγδοο άσμα'''
Γραμμή 192:
 
'''Εικοστό ένατο άσμα'''
Η μεγάλη αρμάδα με τα αφρικανικά στρατεύματα του Αγραμάντη, έχοντας αποπλεύσει για την Ισπανία, φτάνει σε λίγες ημέρες στις εκβολές του ποταμού [[Έβρος (Ισπανία)|'Εβρου]]. Από εκεί κατευθύνονται προς την Γαλλία περνώντας τα Πυρηναία Όρη. Από τα βουνά αντικρίζουν την πεδιάδα του Μονταλβάνου, όπου ήδη ο βασιλιάς Μαρσίλιος πολιορκεί την πόλη, αντιμετωπίζοντας τον βασιλιά Καρλομάγνο. Στη μάχη που διεξάγεται ο Ραλάνδος είναι αντιμέτωπος με τον Φεραγούτο και η Βραδαμάντη με τον Ροδομόντη, όπως είδαμε. Ο Ορλάνδος, ενώ η Βραδαμάντη μονομαχούσε με τον Ροδομόντη, δεν ήθελε να παρέμβει και κοιτούσε από μακριά, από φόβο να μην παραβεί τους κανόνες της ιπποσύνης. Τότε ξαφνικά βλέπει τα νέα εχθρικά στρατεύματα ψηλά στα Πυρηναία Όρη με τις πολεμικές σημαίες τους να ανεμίζουν. Ο Ορλάνδος, ατρόμητος, ορμά καβάλα στον Βριλιαδόρο κατά των εχθρών. Επιτίθεται και αιχμαλωτίζει τον Σαρακηνό βασιλιά της [[Κωνσταντίνη|Κωνσταντίνης]], ''Πιναδώρο'', (Pinadoro) τον οποίον είχε αποστείλει ο Αγραμάντης για να κατοπτεύσει το πεδίο. Από αυτόν μαθαίνει ο Ορλάνδος ότι ο Αγραμάντης και οι Σαρακηνοί είχαν αρχίσει την επιδρομή τους στη Γαλλία. Χαίρεται τώρα που θα μπορεί να αποδείξει την αξία του στον Καρλομάγνο και κυρίως στην Αγγελική. Ελευθερώνει τον αιχμάλωτο, λέγοντάς του να πει στον Αγραμάντη να σπεύσει να μπει στον αγώνα. Όταν ο Πιναδώρος λέει στον βασιλιά Αγραμάντη τι του συνέβη, ο ''Σωβρίνος'' (Sobrino), ο βασιλιάς του Αλγόκου και ο πιο σώφρων μεταξύ των Σαρακηνών, λέει στον Σαρακηνό μονάρχη ότι αυτός ο ιππότης ήταν σίγουρα ο Ορλάνδος και ότι θα συναντούσαν δυσκολίες να τον καταβάλουν. Τώρα ο Αγραμάντης, έχοντας δίπλα του τον Ρουτζέρο, που έχει δίπλα του άγρυπνο φύλακά του τον Αταλάντη, οδηγώντας το τεράστιο στράτευμα αρχίζουν να κατεβαίνουν από τα βουνά στην πεδιάδα της Γασκώνης. Στο μεταξύ ο Καρλομάγνος, που σχεδόν είχε διαλύσει τον Μαρσίλιο και τον στρατό του, αντιλαμβανόμενος τον τεράστιο κίνδυνο που προερχόταν από τα καινούργια εχθρικά στρατεύματα, διαιρεί τον χριστιανικό στρατό στα δύο: καλεί τον Ρανάλδο να παρατήσει τη μονομαχία με τον Φεραγούτο (τον οποίο είχε σχεδόν καταβάλει) και να σπεύσει κατά του νέου εχθρού. Το υπόλοιπο τμήμα του στρατού θα συνέχιζε να μάχεται κατά του Μαρσιλίου. Ο ΣωφρίνοςΣωβρίνος βλέπει από μακριά τον Ρανάλδο και καταλαβαίνει ότι είναι αυτός. Προετοιμάζεται έτσι για τη μονομαχία.
 
'''Τριακοστό άσμα'''
Αρχίζει μια τρομερή μονομαχία μετάξύ του Ρανάλδου και του βασιλιά Σωβρίνου, τον οποίον σπεύδουν να βοηθήσουν πολλοί σύντροφοί του Σαρακηνοί ιππότες και βασιλείς. Η μάχη τώρα γενικεύεται καθώς συγκρούονται οι δύο στρατοί. Οι χριστιανοί αρχίζουν να υποχωρούν και ο Ρανάλδος παρατώντας τη μονομαχία με τον Σωβρίνο σπεύδει να τους βοηθήσει, κααατασφάζοντας πλήθη εχθρών. Τώρα κινδυνεύουν με καταστροφή οι Σαρακηνοί, ώσπου εφορμούν κατά του Ρανάλδου οι γενναιότεροι βασιλείς - ιππότες του εχθρούν και τον φέρνουν σε μεγάλη δυσκολία με τα χτυπήματά τους, αφήνοντάς τον σχεδόν αναίσθητο. Οι χριστιανοί βρίσκονται πάλι σε μεγάλο κίνδυνο, όταν προσέρχονται νέες ενισχύσεις με την επέμβαση των οποίων σώζεται ο Ραλάνδος που κινδύνευε. Ο Σωβρίνος νομίζει ότι έχει μπει ο Ορλάνδος στη μάχη, αλλά αυτός έλειπε. Τώρα μπαίνουν στη μάχη οι ίδιοι οι αντίπαλοι βασιλιάς, ο Αγραμάντης και ο Καρλομάγνος και η τύχη ευνοεί πότε τον έναν και πότε τον άλλον. Τρεις φορές έγινε αυτό, ώσπου την τέταρτη φορά έρχεται για να βοηθήσει τον Αγραμάντη ο βασιλιάς Μαρσίλιος, χωρίς ωστόσο να συνοδεύεται από τον Φεραγούτο που είχε τραυματιστεί βαριά από τη μονομαχία με τον Ρανάλδο. Ο Φεραγούτος αποσύρεται σε ένα γειτονικό δάσος για να ξεκουραστεί. Στο ίδιο δάσος ήταν και ο Ορλάνδος, ο οποίος προσευχόταν στο Θεό να ηττηθεί ο βασιλιάς Καρλομάγνος εκείνη την ημέρα. Κανένας από τους δύο δεν υποψιάζεται την παρουσία του άλλου.
 
'''Τριακοστό πρώτο άσμα'''
Ο Φεραγούτος πλησίασε να πιεί λίγο νερό από μια πηγή και κατά λάθος το κράνος του έπεσε μέσα στα νερά της και το ρέμα το παρέσυρε. Ο Ορλάνδος τον άκουσε να φωνάζει εκνευρισμένος και μόλις τον είδε τον αναγνώρισε. Τον πλησίασε και του μίλησε με ευγένεια, λέγοντάς του ότι δεν θα τον σκοτώσει. Ο Φεραγούτος νόμιζε ότι ο ιππότης που του μιλούσε ήταν ο Ρανάλδος και του είπε πως θα ήταν τιμή του να μονομαχήσει και πάλι με τον φημισμένο Ρανάλδο, τον γενναιότερο ιππότη που υπήρχε. Ο Ορλάνδος αισθάνεται προσβεβλημένος με αυτά τα λόγια και εξοργίζεται. Παρ' όλα αυτά δεν επιτίθεται στον Φεραγούτο, αλλά τρέχει γρήγορα και μπαίνει στη μάχη, όπου ο Καρλομάγνος προσπαθούσε με όλες τις δυνάμεις του να εμψυχώσει τους χριστιανούς που μάχονταν κατά των μωαμεθανικών ορδών. Ο Ορλάνδος επιπίπτει κατά των εχθρών με την τεράστια δύναμή του και αρχίζει να τους κατασφάζει. Οι χριστιανοί τότε αναθάρρησαν και ο Καρλομάγνος ευχαριστεί τον Θεό. Ο Ορλάνδος εξολοθρεύει όσους γενναίους βασιλείς ή ιππότες έρχονται εναντίον του. Εν τέλει του επιτίθεται ο νεαρός Ρουτζέρος, που είχε το ίδιο σπαθί που είχε κλέψει ο Μπρουνέλλος από τον Ορλάνδο, ο οποίος το είχε πάρει από τη μάγισσα - βασίλισσα της Οργκάνιας. Παρά το μαγικό σπαθί και την γενναιότητα του Ρουτζέρου, ο Ορλάνδος θα είχε νικήσει τον νεαρό Σαρακηνό, αν δεν επενέβαινε ο μάγος Αταλάντης, ως προστάτης - φύλακας του νεαρού. Ο μάγος με τη βοήθεια της μαγείας δημιούργησε ψευδαισθητικές εικόνες άπειρουενός τεράστιου στρατού Σαρακηνών που επιτίθεται και κατατροπώνει τον Καρλομάγνο και τους χριστιανούς, που ζητάνε βοήθεια από τον Ορλάνδο. Αυτός βγαίνει από τη μάχη καταδιώκοντας καβάλα στον Βριλιαδόρο έναν τερατώδη γίγαντα, ο οποίος μετά από μεγάλη καταδίωξη από τον Ορλάνδο εξαφανίζεται, καθώς ήταν κι αυτός ένα πλάσμα δημιουργημένο από τα μάγια του Αταλάντη. Ο Ρουτζέρο τώρα, αφού είχε φύγει ο Ορλάνδος, αρχίζει ελεύθερα να εξολοθρεύει καβάλα στον Φροντίνο τους χριστιανούς, οι δε λοιποί Σαρακηνοί, που προηγουμένως ήταν σε πανικό, αναθαρρημένοι τώρα επιπίπτουν κατά των Φράγκων με επικεφαλής τους τον βασιλιά Αγραμάντη. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος βρισκόταν τώρα σε μια όμορφη παραθαλάσσια τοποθεσία όχι πολύ μακριά από το δάσος των Αρδεννών. Εκεί υπήρχε ένα άλσος από δάφνες και στη μέση μια κρυστάλλινη διαυγής πηγή. Ο Ορλάνδος έσκυψε για να πιει και διέκρινε μέσα της ένα κρυστάλλινο παλάτι και ωραίες κοπέλες σαν γοργόνες που έπαιζαν μουσικά όργανα και χόρευαν. Θέλησε να τις δει από κοντά και έπεσε μέσα στην πηγή πάνοπλος. Γρήγορα βρέθηκε στον βυθό, όπου υπήρχε ένα χλοερό λιβάδι. Ο Ορλάνδος προχώρησε τότε γεμάτος χαρά προς εκείνο το παλάτι και στάθηκε μπροστά στην ανοιχτή θύρα του.
 
==Τρίτο Βιβλίο==
===Άσματα 1-5===
'''Πρώτο άσμα'''
Ο υπερήφανος ''Μανδρικάρδος'' (Mandricardo), νέος βασιλιάς της Ταρταρίας, θέλει να εκδικηθεί τον ξένο ιππότη που είχε σκοτώσει τον πατέρα του, Αγρικάνη. Αυτός ήταν ο Ορλάνδος, αλλά ο νέος ηγεμόνας δεν το ήξερε ακόμα. Ο Μανδρικάρδος αποφασίζει να ανακαλύψει τον δολοφόνο και να τον εκδικηθεί με την αξία του. Αναχωρεί έτσι προς τη Δύση δίχως όπλα και πεζός. Περνά από την Αρμενία και από άλλα μέρη και φτάνει κάποτε σε μια μεγάλη μαρμάρινη κρήνη πλάι στην οποία υπήρχε ένα περίπτερο κτίσμα. Εκεί βρίσκει μια πανοπλία και έναν πολεμικό ίππο. Μόλις φορά την πανοπλία ξεσπά μια πυρκαγιά που άρχισε να κατακαίει τα πάντα εκτός από το κτίσμα και την κρήνη. Τα ρούχα και η πανοπλία του πιάνουν φωτιά και αναγκάζεται να πέσει γυμνός μέσα στα νερά της κρήνης. Τότε προβάλλει από τα νερά μια υπέροχη κοπέλα, που τον πιάνει από το μπράτσο λέγοντάς του πως ήταν αιχμάλωτος της μαγεμένης κρήνης, όπως και πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, ανάμεσά τους ο Γραδάσσος, ο Γρύφωνας και ο Ακιλάντης. Του λέει ότι αν αντιμετώπιζε με επιτυχία κάποιες δοκιμασίες θα αποκτούσε την πανοπλία που ανήκε κάποτε στον ένδοξο [[Έκτορας|Έκτορα]] της Τροίας. Το σπαθί του Έκτορα το είχε αποκτήσει μετά το θάνατό του η [[Πενθεσίλεια]] και μετά τον θάνατό της χάθηκε, έως ότου βρέθηκε στα χέρια του Αλμόντη, από τον οποίον το είχε πάρει ο Ορλάνδος. Ήταν η περίφημη σπάθα του, η Ντουριντάνα. Αντιθέτως, την πανοπλία και τα άλλα όπλα του Έκτορα τα είχε πάρει μετά τον θάνατό του ο [[Αινείας]], από τον οποίον όμως τα πήρε μια μάγισσα. Αυτή είχε θέσει αυτή την δοκιμασία και η κοπέλα αυτή ήταν ορισμένη να προσκαλεί κάθε ιππότη που περνούσε από εκεί. Ο Μανδρικάρδος της λέει ότι ήθελε διακαώς να αποκτήσει την περίφημη πανοπλία, ντρεπόταν όμως να βγει έτσι γυμνός από την κρήνη. Τότε η κοπέλα καλύπτει το σώμα του με την πλούσια κόμη της. Οι δυο τους αγκαλιασμένοι βγαίνουν από τα νερά και μπαίνουν στο περίπτερο κτίσμα, όπου η κοπέλα ντύνει τον Μανδρικάρδο, του φορά μια νέα πανοπλία και τον προτρέπει να ανέβει στον ίππο. Του λέει ότι πρέπει να μονομαχήσει με τον βασιλιά Γραδάσσο, ο οποίος πράγματι εμφανίζεται να έρχεται πάνοπλος εναντίον του καβάλα στο άλογό του. Μετά από σκληρή και πολύωρη μονομαχία ο Μανδρικάρδος καταφέρνει να νικήσει τον Γραδάσσο. Ενώ ο Γραδάσσος αποσύρεται από την δοκιμασία, η κοπέλα λέει στον Μανδρικάρδο ότι την επομένη θα δει τα όπλα του Έκτορα. Ο Μανδρικάρδος την παρακαλεί να μην χάνουν χρόνο. Τότε αυτή την οδηγεί στο φωτισμένο ανάκτορο όπου βρισκόταν ένας γίγαντας που ήταν ο φύλακας του κάστρου. Τον Μανδρικάρδο υποδέχονται διάφορες κοπέλες. Εμφανίζεται τότε ο φοβερός γίγαντας. Μετά από σύντομη μάχη, ο Μανδρικάρδος φονεύει τον γίγαντα, οπότε και οι κοπέλες αρχίζουν τον χορό και τα τραγούδια, ενώ ο Μανδρικάρδος αποσύρεται για να ξεκουραστεί σε ένα υπνοδωμάτιο του πύργου.
 
'''Δεύτερο άσμα'''
Την άλλη μέρα το πρωί ο Μανδρικάρδος βρίσκει μέσα σε έναν ψηλό λευκό πύργο του κάστρου την ασπίδα του Έκτορα, που πρέπει να την πάρει για να αντιμετωπίσει τις επόμενες δοκιμασίες. Αντιμετωπίζει μέσα στο μαγεμένο κάστρο άγρια θηρία και όρνια, καθώς και ένα φοβερό ερπετό, τα οποία νικά με την αξία του, αλλά και με τη βοήθεια της μαγείας. Τέλος βρίσκει μέσα σε ένα σκοτεινό σπήλαιο την πανοπλία του Έκτορα και όλα του τα όπλα εκτός από το σπαθί του. Τότε οι γυναίκες τον τριγυρίζουν ξανά. Του φορούν την θαυμαστία πανοπλία και του δίνουν τα όπλα, λέγοντάς του ότι δεν πρέπει να ειρηνεύσει μέχρι να κερδίσει και το σπαθί του Έκτορα, με το οποίο ο Ορλάνδος είχε σκοτώσει τον πατέρα του, τον Αγρικάνη. Έτσι θα έπαιρνε εκδίκηση και για τον πατέρα του, σκοτώνοντας τον ίδιο τον Ορλάνδο και παίρνοντας και το σπαθί του Έκτορα. Σε αυτό το σημείο η μάγισσα του κάστρου τον ξεπροβοδίζει, ελευθερώνοντας και διάφορους ιππότες που ήταν φυλακισμένοι εκεί, έχοντας αποτύχει στις δοκιμασίες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Γραδάσσος, ο Σακριπάντης, ο Γρύφωνας, ο Ακιλάντης και ο Ιζολιέρης. Έπειτα ο Μανδρικάρδος συνεχίζει την πορεία του προς τη Δύση μαζί με τον Γραδάσσο. Αντιθέτως τα δύο αδέρφια, ο Γρύφωνας και ο Ακιλάντης παίρνουν άλλην οδό. Συναντούν στον δρόμο δύο κοπέλες που τους ζητούν την βοήθειά τους για να αντιμετωπιστεί ένας γίγαντας, ο ''Ορρίλος'' (Orrilo) που τάιζε με ανθρώπινο αίμα το τεράστιο ερπετό του, που λεγόταν κροκόδειλος. Πρώτα δοκιμάζει ο Ακιλάντης, αλλά τα χτυπήματά του δεν κάνουν τίποτα στον γίγαντα. Εν τέλει οι δύο τους καταδιώκουν τον γίγαντα που καταφεύγει στον πύργο του, όπου μπαίνουν τα δύο αδέρφια για να αντιμετωπίσουν αυτόν και τον κροκόδειλο.