Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 170:
'''Εικοστό δεύτερο άσμα'''
Στις πρώτες τριάντα τρεις στροφές του άσματος ο ποιητής
'''Εικοστό τρίτο άσμο'''
Γραμμή 179:
'''Εικοστό πέμπτο άσμα'''
Γύρω από τους δύο ιππότες όλοι παραμερίζουν, γιατί η δύναμή τους είναι τρομερή και όλοι οι πολεμιστές φοβούνται να τους πλησιάσουν. Όχι όμως ακριβώς όλοι, διότι εκείνη της στιγμή έρχεται η πολεμίστρια Βραδαμάντη, οδηγώντας στη μάχη μια μυριάδα από στρατιωτικές ενισχύσεις για να βοηθήσει τον Καρλομάγνο. Η τρομερή πολεμίστρια είναι ακόμα εξαγριωμένη με τον Ροδομόντη, ο οποίος ήταν αιτία να σκοτωθεί το άλογό της κατά τη μάχη στην Προβηγκία (στο έβδομο άσμα του δεύτερου βιβλίου) και τώρα παρεμβαίνει αυτή στη μονομαχία μεταξύ Ροδομόντη και Ορλάνδου. Ο ποιητής σε αυτό το σημείο επιστρέφει στον Βρανδιμάρτη, ο οποίος, αφού είχε σκοτώσει τον ληστή Μπαρικάτσιο και είχε σώσει την Φιορδελίζα από τα χερια των Λαιστρυγόνων, πορευόταν τώρα μαζί με την αγαπημένη του προς τη Δύση για να συναντηθεί ξανά με τον Ορλάνδο. Κάποτε έφτασαν μπροστά σε ένα παλάτι που είχε έναν τεράστιο κήπο με θολωτά περιστύλια. Το παλάτι ανήκε σε μια μάγισσα, την ''Φοιβοσίλλα'' (Febosilla)
===Άσματα 26-31===
'''Εικοστό έκτο άσμα'''
Ο Βρανδιμάρτης με τη βοήθεια της κοπέλας πλησιάζει τον τάφο και σηκώνει την πλάκα του. Η κοπέλα του λέει ότι πρέπει να δώσει ένα φιλί σε ό,τι κι αν βγει από τον τάφο. Από τον τάφο βγαίνει ένα φρικιαστικό ερπετό που σύριζε απειλητικά και φαινόταν πως ήθελε να του επιτεθεί. Ο Βρανδιμάρτης σαστίζει και ενστικτωδώς πιάνει το σπαθί του. Συγκρατείται ωστόσο από την κοπέλα που του λέει
'''Εικοστό έβδομο άσμα'''
Ο αρχηγός των ληστών παρακαλεί με πολλά κλάματα τον Βρανδιμάρτη να μην τον παραδώσει στον βασιλιά της Λυδίας (Liza), τον Δολισθένη. Του αναφέρει ότι πολύ καιρό πριν είχε απαγάγει ο ίδιος από το παλάτι του την μικρή του κόρη όταν ακόμα ήταν μωρό, δίνοντάς την, έναντι αδρής αμοιβής, στον κόμητα του Κάστρου του Δάσους. Ο Βρανδιμάρτης χαίρεται που
'''Εικοστό όγδοο άσμα'''
Γραμμή 192:
'''Εικοστό ένατο άσμα'''
Η μεγάλη αρμάδα με τα αφρικανικά στρατεύματα του Αγραμάντη, έχοντας αποπλεύσει για την Ισπανία, φτάνει σε λίγες ημέρες στις εκβολές του ποταμού [[Έβρος (Ισπανία)|'Εβρου]]. Από εκεί κατευθύνονται προς την Γαλλία περνώντας τα Πυρηναία Όρη. Από τα βουνά αντικρίζουν την πεδιάδα του Μονταλβάνου, όπου ήδη ο βασιλιάς Μαρσίλιος πολιορκεί την πόλη, αντιμετωπίζοντας τον βασιλιά Καρλομάγνο. Στη μάχη που διεξάγεται ο Ραλάνδος είναι αντιμέτωπος με τον Φεραγούτο και η Βραδαμάντη με τον Ροδομόντη, όπως είδαμε. Ο Ορλάνδος, ενώ η Βραδαμάντη μονομαχούσε με τον Ροδομόντη, δεν ήθελε να παρέμβει και κοιτούσε από μακριά, από φόβο να μην παραβεί τους κανόνες της ιπποσύνης. Τότε ξαφνικά βλέπει τα νέα εχθρικά στρατεύματα ψηλά στα Πυρηναία Όρη με τις πολεμικές σημαίες τους να ανεμίζουν. Ο Ορλάνδος, ατρόμητος, ορμά καβάλα στον Βριλιαδόρο κατά των εχθρών. Επιτίθεται και αιχμαλωτίζει τον Σαρακηνό βασιλιά της [[Κωνσταντίνη|Κωνσταντίνης]], ''Πιναδώρο'', (Pinadoro) τον οποίον είχε αποστείλει ο Αγραμάντης για να κατοπτεύσει το πεδίο. Από αυτόν μαθαίνει ο Ορλάνδος ότι ο Αγραμάντης και οι Σαρακηνοί είχαν αρχίσει την επιδρομή τους στη Γαλλία. Χαίρεται τώρα που θα μπορεί να αποδείξει την αξία του στον Καρλομάγνο και κυρίως στην Αγγελική. Ελευθερώνει τον αιχμάλωτο, λέγοντάς του να πει στον Αγραμάντη να σπεύσει να μπει στον αγώνα. Όταν ο Πιναδώρος λέει στον βασιλιά Αγραμάντη τι του συνέβη, ο ''Σωβρίνος'' (Sobrino), ο βασιλιάς του Αλγόκου και ο πιο σώφρων μεταξύ των Σαρακηνών, λέει στον Σαρακηνό μονάρχη ότι αυτός ο ιππότης ήταν σίγουρα ο Ορλάνδος και ότι θα συναντούσαν δυσκολίες να τον καταβάλουν. Τώρα ο Αγραμάντης, έχοντας δίπλα του τον Ρουτζέρο, που έχει δίπλα του άγρυπνο φύλακά του τον Αταλάντη, οδηγώντας το τεράστιο στράτευμα αρχίζουν να κατεβαίνουν από τα βουνά στην πεδιάδα της Γασκώνης. Στο μεταξύ ο Καρλομάγνος, που σχεδόν είχε διαλύσει τον Μαρσίλιο και τον στρατό του, αντιλαμβανόμενος τον τεράστιο κίνδυνο που προερχόταν από τα καινούργια εχθρικά στρατεύματα, διαιρεί τον χριστιανικό στρατό στα δύο: καλεί τον Ρανάλδο να παρατήσει τη μονομαχία με τον Φεραγούτο (τον οποίο είχε σχεδόν καταβάλει) και να σπεύσει κατά του νέου εχθρού. Το υπόλοιπο τμήμα του στρατού θα συνέχιζε να μάχεται κατά του Μαρσιλίου. Ο
'''Τριακοστό άσμα'''
Αρχίζει μια τρομερή μονομαχία μετάξύ του Ρανάλδου και του βασιλιά Σωβρίνου, τον οποίον σπεύδουν να βοηθήσουν πολλοί σύντροφοί του Σαρακηνοί ιππότες και βασιλείς. Η μάχη τώρα γενικεύεται καθώς συγκρούονται οι δύο στρατοί. Οι χριστιανοί αρχίζουν να υποχωρούν και ο Ρανάλδος παρατώντας τη μονομαχία με τον Σωβρίνο σπεύδει να τους βοηθήσει, κααατασφάζοντας πλήθη εχθρών. Τώρα κινδυνεύουν με καταστροφή οι Σαρακηνοί, ώσπου εφορμούν κατά του Ρανάλδου οι γενναιότεροι βασιλείς - ιππότες του εχθρούν και τον φέρνουν σε μεγάλη δυσκολία με τα χτυπήματά τους, αφήνοντάς τον σχεδόν αναίσθητο. Οι χριστιανοί βρίσκονται πάλι σε μεγάλο κίνδυνο, όταν προσέρχονται νέες ενισχύσεις με την επέμβαση των οποίων σώζεται ο Ραλάνδος που κινδύνευε. Ο Σωβρίνος νομίζει ότι έχει μπει ο Ορλάνδος στη μάχη, αλλά αυτός έλειπε. Τώρα μπαίνουν στη μάχη οι ίδιοι οι αντίπαλοι βασιλιάς, ο Αγραμάντης και ο Καρλομάγνος και η τύχη ευνοεί πότε τον έναν και πότε τον άλλον. Τρεις φορές έγινε αυτό, ώσπου την τέταρτη φορά έρχεται για να βοηθήσει τον Αγραμάντη ο βασιλιάς Μαρσίλιος, χωρίς ωστόσο να συνοδεύεται από τον Φεραγούτο που είχε τραυματιστεί
'''Τριακοστό πρώτο άσμα'''
Ο Φεραγούτος πλησίασε να πιεί λίγο νερό από μια πηγή και κατά λάθος το κράνος του έπεσε μέσα στα νερά της και το ρέμα το παρέσυρε. Ο Ορλάνδος τον άκουσε να φωνάζει εκνευρισμένος και μόλις τον είδε τον αναγνώρισε. Τον πλησίασε και του μίλησε με ευγένεια, λέγοντάς του ότι δεν θα τον σκοτώσει. Ο Φεραγούτος νόμιζε ότι ο ιππότης που του μιλούσε ήταν ο Ρανάλδος και του είπε πως θα ήταν τιμή του να μονομαχήσει και πάλι με τον φημισμένο Ρανάλδο, τον γενναιότερο ιππότη που υπήρχε. Ο Ορλάνδος αισθάνεται προσβεβλημένος με αυτά τα λόγια και εξοργίζεται. Παρ' όλα αυτά δεν επιτίθεται στον Φεραγούτο, αλλά τρέχει γρήγορα και μπαίνει στη μάχη, όπου ο Καρλομάγνος προσπαθούσε με όλες τις δυνάμεις του να εμψυχώσει τους χριστιανούς που μάχονταν κατά των μωαμεθανικών ορδών. Ο Ορλάνδος επιπίπτει κατά των εχθρών με την τεράστια δύναμή του και αρχίζει να τους κατασφάζει. Οι χριστιανοί τότε αναθάρρησαν και ο Καρλομάγνος ευχαριστεί τον Θεό. Ο Ορλάνδος εξολοθρεύει όσους γενναίους βασιλείς ή ιππότες έρχονται εναντίον του. Εν τέλει του επιτίθεται ο νεαρός Ρουτζέρος, που είχε το ίδιο σπαθί που είχε κλέψει ο Μπρουνέλλος από τον Ορλάνδο, ο οποίος το είχε πάρει από τη μάγισσα - βασίλισσα της Οργκάνιας. Παρά το μαγικό σπαθί και την γενναιότητα του Ρουτζέρου, ο Ορλάνδος θα είχε νικήσει τον νεαρό Σαρακηνό, αν δεν επενέβαινε ο μάγος Αταλάντης, ως προστάτης - φύλακας του νεαρού. Ο μάγος με τη βοήθεια της μαγείας δημιούργησε ψευδαισθητικές εικόνες
==Τρίτο Βιβλίο==
===Άσματα 1-5===
'''Πρώτο άσμα'''
Ο υπερήφανος ''Μανδρικάρδος'' (Mandricardo), νέος βασιλιάς της Ταρταρίας, θέλει να εκδικηθεί τον ξένο ιππότη που είχε σκοτώσει τον πατέρα του, Αγρικάνη. Αυτός ήταν ο Ορλάνδος, αλλά ο νέος ηγεμόνας δεν το ήξερε ακόμα. Ο Μανδρικάρδος αποφασίζει να ανακαλύψει τον δολοφόνο και να τον εκδικηθεί με την αξία του. Αναχωρεί έτσι προς τη Δύση δίχως όπλα και πεζός. Περνά από την Αρμενία και από άλλα μέρη και φτάνει κάποτε σε μια μεγάλη μαρμάρινη κρήνη πλάι στην οποία υπήρχε ένα περίπτερο κτίσμα. Εκεί βρίσκει μια πανοπλία και έναν πολεμικό ίππο. Μόλις φορά την πανοπλία ξεσπά μια πυρκαγιά που άρχισε να κατακαίει τα πάντα εκτός από το κτίσμα και την κρήνη. Τα ρούχα και η πανοπλία του πιάνουν φωτιά και αναγκάζεται να πέσει γυμνός μέσα στα νερά της κρήνης. Τότε προβάλλει από τα νερά μια υπέροχη κοπέλα, που τον πιάνει από το μπράτσο λέγοντάς του πως ήταν αιχμάλωτος της μαγεμένης κρήνης, όπως και πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, ανάμεσά τους ο Γραδάσσος, ο Γρύφωνας και ο Ακιλάντης. Του λέει ότι αν αντιμετώπιζε με επιτυχία κάποιες δοκιμασίες θα αποκτούσε την πανοπλία που ανήκε κάποτε στον ένδοξο [[Έκτορας|Έκτορα]] της Τροίας. Το σπαθί του Έκτορα το είχε αποκτήσει μετά το θάνατό του η [[Πενθεσίλεια]] και μετά τον θάνατό της χάθηκε, έως ότου βρέθηκε στα χέρια του Αλμόντη, από τον οποίον το είχε πάρει ο Ορλάνδος. Ήταν η περίφημη σπάθα του, η Ντουριντάνα. Αντιθέτως, την πανοπλία και τα άλλα όπλα του Έκτορα τα είχε πάρει μετά τον θάνατό του ο [[Αινείας]], από τον οποίον όμως τα πήρε μια μάγισσα. Αυτή είχε θέσει αυτή την δοκιμασία και η κοπέλα αυτή ήταν ορισμένη να προσκαλεί κάθε ιππότη που περνούσε από εκεί. Ο Μανδρικάρδος της λέει ότι ήθελε διακαώς να αποκτήσει την περίφημη πανοπλία, ντρεπόταν όμως να βγει έτσι γυμνός από την κρήνη. Τότε η κοπέλα καλύπτει το σώμα του με την πλούσια κόμη της. Οι δυο τους αγκαλιασμένοι βγαίνουν από τα νερά και μπαίνουν στο περίπτερο κτίσμα, όπου η κοπέλα ντύνει τον Μανδρικάρδο, του φορά μια νέα πανοπλία και τον προτρέπει να ανέβει στον ίππο. Του λέει ότι πρέπει να μονομαχήσει με τον βασιλιά Γραδάσσο, ο οποίος πράγματι εμφανίζεται να έρχεται πάνοπλος εναντίον του καβάλα στο άλογό του. Μετά από σκληρή και πολύωρη μονομαχία ο Μανδρικάρδος καταφέρνει να νικήσει τον Γραδάσσο. Ενώ ο Γραδάσσος αποσύρεται από την δοκιμασία, η κοπέλα λέει στον Μανδρικάρδο ότι την επομένη θα δει τα όπλα του Έκτορα. Ο Μανδρικάρδος την παρακαλεί να μην χάνουν χρόνο. Τότε αυτή την οδηγεί στο φωτισμένο ανάκτορο όπου βρισκόταν ένας γίγαντας που ήταν ο φύλακας του κάστρου. Τον Μανδρικάρδο υποδέχονται διάφορες κοπέλες. Εμφανίζεται τότε ο φοβερός γίγαντας. Μετά από σύντομη μάχη, ο Μανδρικάρδος φονεύει τον γίγαντα, οπότε και οι κοπέλες αρχίζουν τον χορό και τα τραγούδια, ενώ ο Μανδρικάρδος αποσύρεται για να ξεκουραστεί σε ένα υπνοδωμάτιο του πύργου.
'''Δεύτερο άσμα'''
Την άλλη μέρα το πρωί ο Μανδρικάρδος βρίσκει μέσα σε έναν ψηλό λευκό πύργο του κάστρου την ασπίδα του Έκτορα, που πρέπει να την πάρει για να αντιμετωπίσει τις επόμενες δοκιμασίες. Αντιμετωπίζει μέσα στο μαγεμένο κάστρο άγρια θηρία και όρνια, καθώς και ένα φοβερό ερπετό, τα οποία νικά με την αξία του, αλλά και με τη βοήθεια της μαγείας. Τέλος βρίσκει μέσα σε ένα σκοτεινό σπήλαιο την πανοπλία του Έκτορα και όλα του τα όπλα εκτός από το σπαθί του. Τότε οι γυναίκες τον τριγυρίζουν ξανά. Του φορούν την θαυμαστία πανοπλία και του δίνουν τα όπλα, λέγοντάς του ότι δεν πρέπει να ειρηνεύσει μέχρι να κερδίσει και το σπαθί του Έκτορα, με το οποίο ο Ορλάνδος είχε σκοτώσει τον πατέρα του, τον Αγρικάνη. Έτσι θα έπαιρνε εκδίκηση και για τον πατέρα του, σκοτώνοντας τον ίδιο τον Ορλάνδο και παίρνοντας και το σπαθί του Έκτορα. Σε αυτό το σημείο η μάγισσα του κάστρου τον ξεπροβοδίζει, ελευθερώνοντας και διάφορους ιππότες που ήταν φυλακισμένοι εκεί, έχοντας αποτύχει στις δοκιμασίες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Γραδάσσος, ο Σακριπάντης, ο Γρύφωνας, ο Ακιλάντης και ο Ιζολιέρης. Έπειτα ο Μανδρικάρδος συνεχίζει την πορεία του προς τη Δύση μαζί με τον Γραδάσσο. Αντιθέτως τα δύο αδέρφια, ο Γρύφωνας και ο Ακιλάντης παίρνουν άλλην οδό. Συναντούν στον δρόμο δύο κοπέλες που τους ζητούν την βοήθειά τους για να αντιμετωπιστεί ένας γίγαντας, ο ''Ορρίλος'' (Orrilo) που τάιζε με ανθρώπινο αίμα το τεράστιο ερπετό του, που λεγόταν κροκόδειλος. Πρώτα δοκιμάζει ο Ακιλάντης, αλλά τα χτυπήματά του δεν κάνουν τίποτα στον γίγαντα. Εν τέλει οι δύο τους καταδιώκουν τον γίγαντα που καταφεύγει στον πύργο του, όπου μπαίνουν τα δύο αδέρφια για να αντιμετωπίσουν αυτόν και τον κροκόδειλο.
|