Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 139:
 
'''Δέκατο τρίτο άσμα'''
Η γυναίκα που βυθίστηκε με τον δράκοντα στη λίμνη ήταν η Μοργκάνα· ο δράκοντας ήταν ο Ζηλιάντης, ο γιος του βασιλιά Μανοδάντη, μεταμορφωμένος από τη μάγισσα, ώστε να τρομάζει τους ξένους. Η μεταμόρφωσή του δεν πέτυχε εντελώς, διότι όταν συντελέστηκε, ο μεταμόρωμένος Ζηλιάντης ούρλιαξε από τον πόνο και πέθανε. Γι' αυτό και η μάγισσα, που τον αγαπούσε, θρηνούσε τώρα και τον πήρε στα βάθη της λίμνης για να τον θάψει. Η άλλη γυναίκα, που ζήτησε βοήθεια από τον Ορλάνδο, ήταν η Φιορδελίζα, η οποία είχε φτάσει εκεί ψάχνοντας να βρει τον Βρανδιμάρτη. Η Φιορδελίζα συνοδευόταν από ένα γηραιό αξιωματικό που ήταν ο Βαρδίνος, αυτός που είχε απαγάγει τον έναν από τους δύο γιους του βασιλιά Μανοδάντη. Αυτός ο νέος, που τότε δόθηκε στον κόμητα του Κάστρου του Δάσους, τώρα είναι ένας γενναίος ιππότης: είναι ο Βρανδιμάρτης! Τώρα το Κάστρο του Δάσους απειλείται από έναν ιππότη που λεγόταν ''Ρουπάρδος'' (Rupardo). Γι' αυτό, λέει η Φιορδελίζα στον Ορλάνδο, είναι ανάγκη να ελευθερωθεί ο Βρανδιμάρτης, ώστε να υπερασπιστεί το βασίλειό του. Ο Ορλάνδος της εξήγησε τι ακριβώς είχε συμβεί και πού ακριβώς βρισκόταν φυλακισμένος τώρα ο Βρανδιμάρτης και τι έπρεπε να κάνει ο ίδιος ο Ορλάνδος για να ξανακερδίσει ο Βρανδιμάρτης την ελευθερία του. Ο Ορλάνδος μαζί με την Φιορδελίζα καταβαίνουν τότε στα βάθη της λίμνης μέσω της μυστικής διόδου και φτάνουν στο μέρος όπου βρήκαν την Μοργκάνα, η οποία είχε καταφέρει να αναστήσει τον Ζηλιάντη, ξαναφέρνοντάς τον στην προηγούμενή του κατάσταση. Τώρα τον χάιδευε και τον φιλούσε και στην αγκαλιά του φαινόταν σαν να ήταν στον παράδεισο. Ο Ορλάνδος δεν έχασε καιρό όπως πριν, αλλά αμέσως της έπιασε το ξανθό μαλλί αιφνιδιάζοντάς την. Παρά τις προσφορές της σε χρυσό και πλούτη, παρά τις κραυγές και τα παράπονά της, παρά τις απειλές και τα παρακάλια της, ο Ορλάνδος παίρνει με το άλλο χέρι τον Ζηλιάντη και κατευθύνεται προς την έξοδο, βάζοντάς την παράλληλα να ορκιστεί στο όνομα του φοβερού Δημογόργωνα, του Κυρίου της μαγείας, ότι δεν θα τον βλάψει ποτέ. Η Μοργκάνα, τρομοκρατημένη, ορκίστηκε και τότε ο Ορλάνδος, ξέροντας ότι τώρα δεσμευόταν από τον φοβερό όρκο, την άφησε ελεύθερη. Ο τέσσερίς τους τώρα (ο Ορλάνδος, η Φιορδελίζα, ο Ζηλιάντης και ο αξιωματικός) σαλπάρουν για τις μακρινές Νήσους. Εκεί ο ευτυχής βασιλιάς υποδέχτηκε τον γιο του, τον Ζηλιάντη και έβγαλε από τον φυλακή τον Βρανδιμάρτη, ρωτώντας τον ποιοί ήταν οι γονείς του. Ο Βρανδιμάρτης θυμόταν μόνο το όνομα της μητέρας του: Αλμπίνα (Albina). Ο Μανοδάντης, δακρυσμένος, αναγνώρισε και αγκάλιασε τον γιο του. Πράγματι, ο Βρανδιμάρτης έμοιαζε πολύ στον Ζηλιάντη. Ο βασιλιάς συγχωρεί τον Βαρδίνο και εν συνεχεία, στο παλάτι, ο Βρανδιμάρτης έπεισε τους πάντες να γίνουν χριστιανοί. Ο Αστόλφος, ο Ρανάλδος και οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι ελευθερώθηκαν. Μεταξύ τους ήταν και η Λεοδίλλα, η οποία αναγνωρίζεται ως η αδερφή του Βρανδιμάρτη και επομένως ως κόρη του βασιλιά. Μετά τους εορτασμούς ο Ορλάνδος, λόγω της αγάπης του για την Αγγελική, μένει στην Ανατολή, μαζί με τον Βρανδιμάρτη, τον πιστό του φίλο, ενώ ο Δουδών, ο Αστόλφος, ο Πρασίλδος, ο Ιρόλδος και ο Ρανάλδος αναχωρούν για τη Φραγκία, που είχε δεχτεί την επίθεση των Σαρακηνών. Ωστόσο, οι τρεις ιππότες φτάνουν σε κάποια ακτή όπου υπήρχε το παλάτι, ο κήπος και τα παράξενα πλάσματα μιας μάγισσας που λεγόταν ''ΑλτσίναΑλκίνα'' (Alcina, Αλτσίνα), που ήταν η αδερφή της Μοργκάνας και ψάρευε με μαγικό τρόπο στην παραλία τα ψάρια. Αυτή μόλις βλέπει τον Αστόλφο, τον ερωτεύεται και καταφέρνει να τον πάρει μαζί της, κάνοντάς τον να ανεβεί σε μια φάλαινα, την οποία ελέγχει με τα μάγια της. Ο Ρανάλδος, καβάλα στον Βαγιάρδο, που κολυμπούσε σαν ψάρι, σπεύδει να προλάβει την φάλαινα που απομακρυνόταν αργά-αργά από την ακτή έχοντας στη ράχη της τον Αστόλφο.
 
'''Δέκατο τέταρτο άσμα'''
Ο Δουδών καβάλα στο άλογο του μπαίνει κι αυτός στη θάλασσα για να σταματήσει τη φάλαινα που παίρνει μακριά τον Αστόλφο, αλλά το άλογό του δεν ξέρει κολύμπι και oο Δουδών κοντεύει να πνιγεί. Καθώς βυθιζόταν με τη βαριά πανοπλία, θα χανόταν αν δεν τον έσωζε ο Ρανάλδος, που έσπευσε παρατώντας την καταδίωξη της φάλαινας, η οποία απομακρύνθηκε πια πολύ. Επιπλέον ξέσπασε μια καταιγίδα, την οποία είχε προκαλέσει η ίδια η ΑλτσίναΑλκίνα. Ο Ρανάλδος ήταν απαρηγόρητος. Έπειτα πήρε το δρόμο προς την Δύση. Περνά τον Ντον, την Τρανσυλβανία και μαζί με τον Δουδώνα, τον Βρανδιμάρτη, τον Ιρόλδο και τον Πρασίλδο έφτασαν στην Ουγγαρία, όπου συγκεντρωνόταν ένα μεγάλο στράτευμα υπό τον βασιλιά της Βούδας για να βοηθήσει τον Δεσιδέριο της Λομβαρδίας κατά της εισβολής των Σαρακηνών. Ο Ρανάλδος ηγείται του ουγγρικού στρατεύματος, περνά στη Λομβαρδία, όπου δέχεται και άλλες ενισχύσεις σε άνδρες και τελικά φτάνει στο πεδίο της μάχης, όπου βλέπει τον Ροδομόντη να εξολοθρεύει τους χριστιανούς. Αυτοί που του αντιστέκονταν ακόμα ήταν ο ''Ριγοντζόνης'' (Rigonzone) της Πάρμας και ο Αρχιμβάλδος, ο γιος του βασιλιά Δεσιδέριου. Ο Ρανάλδος και ο Ροδομόντης μονομαχούν, αλλά ο Ροδομόντης προσπαθεί να πληγώσει τον Βαγιάρδο, το άλογο του Ρανάλδου, κατά παράβαση των νόμων της ιπποσύνης. Αυτό κάνει τον Ρανάλδο να απομακρυνθεί προς στιγμήν, δίνοντας την ευκαιρία στον Ροδομόντη να αποδυθεί σε πραγματικό όργιο σφαγής, διαμελίζοντας σαν δρεπάνι τους χριστιανούς ιππότες, κόβοντας χέρια, πόδια και ξεσχίζοντας στήθη και πλευρά. Η αντίσταση που προβάλλουν ο Δουδών και ο ''Οτακιέρης'' (Otachieri) δεν είναι αρκετή για να σταματήσει τον φοβερό Σαρακηνό. Τη στιγμή που ο Ροδομόντης είχε ρίξει χάμω τον Δουδώνα, έχοντας συντρίψει την ασπίδα του, ο Ρανάλδος αφήνοντας τον Βαγιάρδο πίσω, ορμά μπρος τα εμπρός σώζοντας από βέβαιο θάνατο τον συμπολεμιστή του. Μόνο ο Ρανάλδος μπορούσε να αντιμετωπίσει επί ίσοις όροις τον Ροδομόντη.
 
'''Δέκατο πέμπτο άσμα'''