Διδάκτωρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αντικατάσταση παρωχημένου προτύπου με references tag
Άλλαξα τον ορισμό
Ετικέτες: αφαιρέθηκαν παραπομπές Οπτική επεξεργασία
Γραμμή 1:
Ο '''διδάκτωρ''' ή '''διδάκτορας''' (ο/η) {θηλ. διδάκτορος) | διδακτόρων} (συντομ. δρ) το πρόσωπο στο οποίο απονεμήθηκε τίτλος μεταπτυχιακός για πρωτότυπη επιστημονική πραγματεία (διδακτορική διατριβή), η οποία εγκρίθηκε από επιτροπή καθηγητών πανεπιστημιακής σχολής.
Ο '''διδάκτωρ''' ή '''διδάκτορας''', είναι κάτοχος ανωτάτου ακαδημαϊκού τίτλου σπουδών, ο οποίος λαμβάνεται με την απόκτηση ενός [[Διδακτορικό δίπλωμα|διδακτορικού διπλώματος]]. Η ετυμολογία της λέξης διδάκτωρ προέρχεται από το ρήμα ''«διδάσκω»'', ενώ άλλες προσφωνήσεις που χρησιμοποιούνται επίσης οι τίτλοι του ''«δόκτωρ»'' και ''«δόκτορας»'' που προέρχονται από τη [[Γαλλική γλώσσα|γαλλική]] προσφώνιση ''«docteur»''.<ref>Κωνσταντίνος Δαγκιτσής, [http://books.google.ca/books?id=MVhJAAAAYAAJ&q=%CE%B4%CE%B9%CE%B4%CE%AC%CE%BA%CF%84%CF%89%CF%81+%CF%80%CE%BF%CE%B9%CF%8C%CF%82&dq=%CE%B4%CE%B9%CE%B4%CE%AC%CE%BA%CF%84%CF%89%CF%81+%CF%80%CE%BF%CE%B9%CF%8C%CF%82&hl=en&sa=X&ei=JPmUUo-kI6GGyAGq8IDABQ&ved=0CDQQ6AEwATgK δόκτωρ], Ετυμολογικό Λεξικό της Νεοελληνικής, Εκδόσεις Ι. Γ. Βασιλείου, Τόμος 1ος, σελ. 210, 1978.</ref>
 
Ορισμένες φορές ο τίτλος μπορεί να δοθεί τιμητικά σε κάποιο σημαντικό πρόσωπο από ένα [[Ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Ελλάδα|ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα]] με την αγόρευσή του σε ''«επίτιμο διδάκτορα»'', χωρίς απαρραίτητα να έχει λάβει διδακτορικό δίπλωμα από το ίδιο το ίδρυμα ή από κάποιο άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
 
== Παραπομπές ==
<references group="Λεξικό Μπαμπινιώτη" />
 
== Δείτε επίσης ==