Θεσσαλονίκη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 112:
Η πόλη συνδέθηκε εξ αρχής με την ιστορική προσωπικότητα, που θα μετάλλασσε την παγανιστική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο μακροβιότερο χριστιανικό βασίλειο, τον θεμελιωτή του Βυζαντινού κράτους, Κωνσταντίνο. Το [[324]] ο Κωνσταντίνος, στο πλαίσιο της διαμάχης του με το [[Λικίνιος|Λικίνιο]], χρησιμοποίησε τη Θεσσαλονίκη ως στρατιωτικό ορμητήριο κατασκευάζοντας νέο λιμάνι, τον περιώνυμο «σκαπτό λιμένα», προκειμένου να συγκεντρώσει σ' αυτό στόλο από 200 «τριακόντορες» γαλέρες και 2000 εμπορικά πλοία, τα οποία θα μετέφεραν τον στρατό του, δύναμης 120.000 ανδρών.<ref>Samuel N. C. Lieu, Dominic Montserrat, ''From Constantine to Julian: A Source History'', 1996, Routledge σελίδα 59</ref>
 
Μετά την οριστική επικράτηση του Κωνσταντίνου έναντι του Λικίνιου στη μάχη της Χρυσούπολης, ο δεύτερος με παρέμβαση της αδερφής του και συζύγου του [[Μέγας Κωνσταντίνoς|Μέγα Κωνσταντίνου]] εστάλη εξόριστος στο φρούριο της Ακρόπολης της Θεσσαλονίκης. Εκεί κατά τον ιστορικό [[Ζώσιμος|Ζώσιμο]] δολοφονήθηκε με εντολή του Κωνσταντίνου.<ref>''"Ὁ δὲ Κωνσταντῖνος Μαρτινιανὸν μὲν παρεδίδου τοῖς δορυφόροις ἐπὶ θανάτῳ, Λικίννιον δὲ εἰς τὴν Θεσσαλονίκην ἐκπέμψας ὡς βιωσόμενον αὐτόθι σὺν ἀσφαλείᾳ, μετ’ οὐ πολὺ τοὺς ὅρκους πατήσας (ἦν γὰρ τοῦτο αὐτῷ σύνηθες) ἀγχόνην τοῦ ζῆν αὐτὸν ἀφαιρεῖται"''. Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, ''Ζωσίμου Κόμητος και από Φισκοσυνηγόρου Ιστορίας Νέας Βιβλία Εξ'', Βιβλίο Β’ Κεφάλαιο 28, Bonnae, Impensis Ed. Weberi, [[1837|MDCCCXXXVII]]</ref><ref>βλέπε και Cambridge University Press ο.π. σελ. 94</ref>
 
Η μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας ανατολικά, στην παλαιά αποικία των Μεγαρέων, το [[Βυζάντιο]], την από τούδε [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]] ή Νέα Ρώμη, θα συντελέσει στην περαιτέρω ανάδειξη της Θεσσαλονίκης. Η παραυξάνουσα αντίληψη της γεωστρατηγικής της σημασίας και τα έργα που κατασκευάζονται στην πόλη, με πρόνοια των αυτοκρατόρων [[Ιουλιανός|Ιουλιανού]] και [[Θεοδόσιος Α΄|Μεγάλου Θεοδόσιου]], την καθιστούν ''{{lang|grc|«ὀφθαλμὸ τῆς Εὐρώπης καὶ κατ'ἐξοχὴν τῆς Ἑλλάδος»}}''. Γίνεται ''«Συμβασιλεύουσα»'', ονομάζεται ''«Μεγαλούπολις»'' και κατέχει τη θέση της επόμενης μετά την Κωνσταντινούπολη πόλης της αυτοκρατορίας ''({{lang|grc|Θεσσαλονίκην μετὰ τὴν μεγάλην παρὰ Ῥωμαίων πρώτην πόλιν}})''.<ref>Α. Παπαγιαννόπουλος ο.π. σελίδα 59</ref>
 
Ο Μέγας Θεοδόσιος, ως αύγουστος της Ανατολής αρχικά, χρησιμοποίησε ως έδρα του τη Θεσσαλονίκη. Αφού απέκρουσε τους [[Γότθοι|Γότθους]] το [[378]] ασπάσθηκε τον [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμό]], με προτροπή του επισκόπου Θεσσαλονίκης Ασχολίου,<ref>Henri de Valois - Edward Walford, ''The Ecclesiastical History of Socrates, Surnamed Scholasticus, Or the Advocate'', 1853, H. Bohn, Λονδίνο σ.264-265</ref> και προχώρησε στη συστηματική οχύρωση της πόλης, εργασία που ανέθεσε στον Πέρση Ορμίσδα.<ref>Γ.Γ. Γούναρης, ''Παρατηρήσεις επί της χρονολογίας των τειχών της Θεσσαλονίκης'', Μακεδονικά 11, 1971 σσ. 311-322</ref> Από τη Θεσσαλονίκη εξέδωσε και το αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο όριζε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Αντίθετα απ' ό,τι θα περίμενε κανείς, ο Θεοδόσιος δεν ήταν δημοφιλής στους Θεσσαλονικείς, εξαιτίας της σταδιακής διείσδυσης των [[Γότθοι|Γότθων]] στο βυζαντινό στρατό και ιδιαίτερα στην αυτοκρατορική φρουρά. Έτσι, όταν το [[390]] ο διοικητής της γοτθικής φρουράς Βουτέριχος συνέλαβε κάποιον δημοφιλή αρματοδρόμο, προκλήθηκαν ταραχές, κατά τη διάρκεια των οποίων έχασε τη ζωή του. Ως αντίποινα, ο Θεοδόσιος διέταξε την παγίδευση και τη σφαγή 7.000 Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο<ref>Το γεγονός έχει μείνει στην ιστορία ως ''«Σφαγή της Θεσσαλονίκης»'' βλ. και David Stone Potter, ''The Roman Empire at Bay: Ad 180-395'', 2004, Routledge σσ.567-570</ref>. Έκτοτε, ο Ιππόδρομος δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε.
 
Τον Θεοδόσιο μιμήθηκαν και άλλοι αυτοκράτορες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να πολεμήσουν τους εισβολείς ή τους βαρβάρους επιδρομείς. Οι δοκιμασίες της Θεσσαλονίκης από τις επιδρομές των γοτθικών φύλων συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος του 5ου αιώνα, οπότε η πόλη κατάφερε να εξασφαλίσει μικρό διάστημα ειρήνης και ευημερίας. Στην ευπραγία της βοήθησε και ο μακεδονικής καταγωγής αυτοκράτορας [[Ιουστινιανός Α´|Ιουστινιανός]], δίδοντας ιδιαίτερο βάρος στα προβλήματά της και ανάγοντας την Θεσσαλονίκη σε πρωτεύουσα του Ιλλυρικού πραιτορίου (δηλαδή της Βαλκανικής).<ref>Α. Παπαγιαννόπουλος ο.π. σελίδα 63</ref>
Γραμμή 122:
Έως την εποχή της [[Εικονομαχία|Εικονομαχίας]], στην πόλη ανεγέρθηκαν εντυπωσιακά δημόσια κτήρια και πολλοί ναοί. Όμως, πιο χρήσιμα αποδείχθηκαν τα τείχη της, στα οποία συντρίβονταν οι εχθρικές επιδρομές και οι απόπειρες πολιορκίας. Στο διάστημα [[527]]-[[688]], η πόλη απέκρουσε δεκάδες επιδρομές [[Σλάβοι|Σλάβων]], [[Άβαροι|Αβάρων]], [[Πέρσες|Περσών]], Δραγουβιτών, [[Σαγουδάτες|Σαγουδιτών]] και Βερζιτών. Οι Θεσσαλονικείς διηγούνταν ότι είδαν πολλές φορές τον άγιο Δημήτριο πάνω στα τείχη, να τρέπει σε φυγή τους εισβολείς.
 
Στα τέλη του 6ου αιώνα παρουσιάστηκε η σλαβική απειλή, η οποία έμελλε να ταλανίζει την πόλη για τους δύο επόμενους αιώνες. Τα [[Σλάβοι|σλαβικά φύλα]], αρχικά με την καθοδήγηση των Αβάρων και αργότερα αυτόνομα, πραγματοποίησαν πολλές επιδρομές εναντίον της Θεσσαλονίκης με σημαντικότερες αυτές του [[586]] και του [[597]]. Τέλος, στις σλαβικές βλέψεις έδωσε το [[688]] ο αυτοκράτορας [[Ιουστινιανός Β´]], ο επικαλούμενος ''Ρινότμητος'', ο οποίος νικώντας τους Σλάβους εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη.
 
Όταν ξεκίνησε η Εικονομαχία, η Θεσσαλονίκη μεταβλήθηκε σε τόπο εξορίας των εικονομάχων της βασιλεύουσας. Μεταξύ αυτών συγκαταλεγόταν και ο [[Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης]]. Σε αντίδραση στην εικονόφιλη στάση της Εκκλησίας της Ρώμης ο αυτοκράτορας [[Λέων Γ´|Λέων Γ´ ο Ίσαυρος]] απέσπασε το ανατολικό Ιλλυρικό από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ρώμης και το απέδωσε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως<ref>{{Cite web |url=http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/agelopoulos_fotios_1.html |title=Αθανάσιος Αγγελόπουλος, ''Η Εκκλησία Θεσσαλονίκης μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως στο παρελθόν και μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών στο παρόν - Στο πνεύμα του Ιερού Φωτίου'', Εισήγηση την εορτή του ιερού Φωτίου, 6 Φεβρουαρίου 2004, Διορθόδοξο Κέντρο, Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Πεντέλη |accessdate=2007-07-18 |archiveurl=https://web.archive.org/web/20071107100342/http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/agelopoulos_fotios_1.html |archivedate=2007-11-07 |url-status=live }}</ref>. Έπειτα από αυτό το γεγονός ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης έπαψε να είναι βικάριος του Πάπα και η τοπική εκκλησία συνέδεσε την πορεία της με την ανατολική εκκλησιαστική διοίκηση. Το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα έλαβε χώρα και η αποστολή προς τους σλαβικούς λαούς των Θεσσαλονικέων αδελφών [[Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος|Κυρίλλου και Μεθοδίου]], η δράση των οποίων συνδέθηκε με την απαρχή του εκχριστιανισμού αλλά και της φιλολογίας των Σλάβων<ref>Διονύσιος Ζακυθηνός, ''Θεσσαλονίκη, Αι Βυζαντιναί Αθήναι του Βορρά'', Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 1985, τόμος 60, τεύχος 2, σσ. 574-575</ref>. Από τη Θεσσαλονίκη οι Κύριλλος και Μεθόδιος ξεκίνησαν το [[863]] προκειμένου να εκχριστιανίσουν τους [[Άραβες]], τους [[Χάζαροι|Χαζάρους]] (στη [[Γεωργία]]) και τους Σλάβους (στη [[Μεγάλη Μοραβία]]).
Γραμμή 145:
Η Θεσσαλονίκη ως συμβασιλεύουσα ενεπλάκη στους δύο εμφύλιους πολέμους, ο πρώτος μεταξύ του [[Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος|Ανδρόνικου Β']] και του [[Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος|Ανδρόνικου Γ']] (1320-1328) και ο δεύτερος μεταξύ του [[Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός|Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού]] και του [[Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος|Ιωάννη Ε' του Παλαιολόγου]] (1341-1354). Μάλιστα, η προσπάθεια του Ιωάννη Καντακουζηνού να καταλάβει την πόλη το [[1342]] οδήγησε στην εκδήλωση κοινωνικής επανάστασης. Επικεφαλής των εξεγερθέντων ήταν οι Ζηλωτές, που προέρχονταν από τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
 
Το επαναστατικό κίνημα των [[Ζηλωτής|Ζηλωτών]] εμφανίστηκε ως μία πρωτότυπη δημοκρατική νησίδα στο [[Μεσαίωνας|μεσαιωνικό κόσμο]], όπου ο ηγεμονισμός, ο διαχωρισμός των ευγενών από το λαό και η ''«ελέω θεού»'' διοίκηση αποτελούσαν τα απόλυτα θέσφατα<ref>{{cite book|quote=Είναι, πράγματι, σαφές -παρά τη σύγχυση των πηγών- ότι oι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης συνιστούσαν «κοινωνική ομάδα», διακρινόμενη από το Λαό. Συνδεόταν με τους ναυτικούς («παραθαλασσίους»), μια γνωστή συντεχνία με επικεφαλής Παλαιολόγους. Η συνεργασία Ζηλωτών-ναυτών οφειλόταν προφανώς σε σύμπτωση συμφερόντων. Σε άλλες πόλεις στη συνεργασία αυτή συμμετείχαν και έμποροι. Η εμφάνιση αριστοκρατών (Παλαιολόγων) στην ηγεσία δεν πρέπει να αποπροσανατολίζει. Ήταν κοινό φαινόμενο και στην Δ. Ευρώπη σε ανάλογες καταστάσεις. Oι Ζηλωτές ταυτίσθηκαν με το λαό και εξέφραζαν τα αιτήματα των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, εν μέρει δε συνέπιπταν και με το στρατό. |author= Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός |url=http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/metallinos_14c.html |chapter=Ησυχαστές και Ζηλωτές - Πνευματική ακμή και κοινωνική κρίση στον Βυζαντινό 14ο αιώνα |title=Ελληνισμός Μαχόμενος |publisher=Eκδόσεις Τήνος |location=Αθήνα |year=1995 |archiveurl=https://web.archive.org/web/20070817173317/http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/metallinos_14c.html |archivedate=2007-08-17 }}</ref>. Η διαπάλη μεταξύ του μέγα δούκα Αλεξίου Απόκαυκου και του Ιωάννη Καντακουζηνού για την κυριαρχία της επιρροής στο βυζαντινό θρόνο οδήγησε την αυτοκρατορία σε εμφύλιο πόλεμο, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η δημιουργία χιλιάδων οικονομικών προσφύγων, συνωστιζόμενων σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη.
 
Η ογκούμενη δυσαρέσκεια των λαϊκών τάξεων έναντι των ευγενών, που υποστήριζαν τον Καντακουζηνό, έφερε τη στάση των Ζηλωτών το [[1342]]. Στις αρχές του έτους ο λαός της Θεσσαλονίκης, συντασσόμενος με την πλευρά της [[Άννα της Σαβοΐας|Άννας της Σαβοΐας]] και του Απόκαυκου και καθοδηγούμενος από τους Ζηλωτές, στασίασε και λεηλάτησε τα σπίτια του διοικητή της πόλης και των εύπορων ευγενών, ενώ διαπομπεύτηκαν και κατακρεουργήθηκαν όσοι αριστοκράτες δεν κατάφεραν να διαφύγουν. Αφού επιβλήθηκαν απόλυτα μέσα στην πόλη, οι Ζηλωτές ανέλαβαν την εξουσία.
Γραμμή 151:
Αυτή η πρόωρη κίνηση προλεταριακής διεκδίκησης κυριάρχησε μέχρι και το 1349 όταν και επιβλήθηκε καθεστώς αυτοδιοίκησης. Τότε οι Ζηλωτές προσπάθησαν να έρθουν σε συνεννόηση με τον Σέρβο ηγεμόνα [[Στέφανος Δουσάν|Στέφανο Δουσάν]], προκειμένου να ισχυροποιήσουν τη θέση τους. Ο λαός της Θεσσαλονίκης αντέδρασε και η αντεπανάσταση, οργανωμένη από μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, ανέτρεψε τους Ζηλωτές, οι ηγέτες των οποίων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη<ref>Κ. Κωτσιόπουλος, ''Το κίνημα των Ζηλωτών στην Θεσσαλονίκη (1342-1349): Θεολογική και Κοινωνιολογική διερεύνηση'', κεφάλαιο 4 ''«Η Θεολογία της Επανάστασης–Απελευθέρωσης και το Ζηλωτικό κίνημα»'' σελ. 156-163 και κεφάλαιο 5 ''«Χριστιανισμός και Κοινωνικά Προβλήματα»'' σελ. 164-169, Θεσσαλονίκη ([[1997]])</ref>.
 
Το [[1350]] εγκαταστάθηκε στην πόλη η [[Άννα της Σαβοΐας]], η οποία κυβέρνησε στο όνομα του γιου της, [[Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος|Ιωάννη Ε']]. Σε αντίθεση με ό,τι θα αναμενόταν, οι πολιτικές αναταραχές δεν εμπόδισαν την πνευματική ακμή της πόλης. Κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, στη Θεσσαλονίκη έζησαν πολλοί λόγιοι και χτίστηκαν ναοί, μονές και κοσμικά δημόσια κτήρια. Ιδιαίτερα στον τομέα της τέχνης οι σχολές της Θεσσαλονίκης επηρέασαν ολόκληρο το βαλκανικό χριστιανικό κόσμο και τη [[Ρωσία]]. Η όλη αυτή πνευματική κίνηση ονομάστηκε [[Βυζαντινή τέχνη#Υστεροβυζαντινή περίοδος|Παλαιολόγεια Αναγέννηση]] και είναι η περίοδος κατά την οποία η συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη διεκδικεί τα πνευματικά πρωτεία της αυτοκρατορίας<ref>''«Η παλαιολόγεια Αναγέννηση είναι το κύκνειο άσμα του βυζαντινού πνεύματος. Οι θρησκευτικές έριδες (Ησυχασμός, το πρόβλημα της ένωσης με τους Δυτικούς), αλλά και ο εξ ανατολών κίνδυνος αναζωπυρώνουν την πνευματική κίνηση και ενθαρρύνουν την παραγωγή έργων που πλουτίζουν πλην ελάχιστων εξαιρέσεων (τα έργα κατά των αλλοδόξων) την υπεραρχαΐζουσα παράδοση. Είναι η εποχή όπου τα πνευματικά πρωτεία διεκδικεί από τη Βασιλεύουσα η Θεσσαλονίκη με τον Άθω. Ωστόσο, οι διανοούμενοι της εποχής, κοσμικοί, όπως ο [[Θεόδωρος Μετοχίτης]], ιερωμένοι, αλλά και αυτοκράτορες, όπως ο Ιωάννης Καντακουζηνός και ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1391-1425), βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα παγερό γλωσσικό αρχαΐσμό που αδικεί την πρωτοτυπία της σκέψης τους.»'' Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, ''Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας'', σελ. 134-135, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα (1999)</ref>. Μετά το [[1350]], εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη ο μεγαλύτερος θεολόγος του 14ου αιώνα και πρωτοπόρος του κινήματος του [[Ησυχασμός|Ησυχασμού]], ο άγιος [[Γρηγόριος Παλαμάς]].<ref>Αναλυτικότερα για το πρόσωπο και τη δράση του Γρηγορίου Παλαμά: John Meyendorff, ''St. Gregory Palamas and Orthodox Spirituality'', St. Vladimir's Seminary Press (1974)</ref> Η ησυχαστική κίνηση παρότι αποτέλεσε τροχοπέδη στη διδασκαλία των φιλοσοφικών σπουδών και της κλασικής παιδείας εντούτοις ανανέωσε τη μοναστική κίνηση και τέχνη που εξακολούθησε να επιζεί στο [[Άγιο Όρος]] και μετά την κατάλυση της [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία|Βυζαντινής Αυτοκρατορίας]].<ref>Α. Βακαλόπουλος ο.π. σελ. 154-155</ref>
 
===Oθωμανική περίοδος===
Γραμμή 164:
[[Αρχείο:Dioikitirio Salonica 4.jpg|thumb|Το Διοικητήριο ή Κονάκι. Κτίσμα της τελευταίας περιόδου της Οθωμανικής διοίκησης σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα [[Βιταλιάνο Ποζέλι]] είναι η έδρα του [[Υφυπουργείο Μακεδονίας-Θράκης|Υφυπουργείου Μακεδονίας-Θράκης]].]]
 
Η οθωμανική προέλαση στα ευρωπαϊκά εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η σταδιακή κατάληψη της [[Βαλκάνια|βαλκανικής χερσονήσου]] διεμφάνισαν τα αποτελέσματά τους στη Θεσσαλονίκη, η οποία αποκλεισμένη από την ξηρά και χωρίς τη δυνατότητα λήψης εξωτερικής βοήθειας το [[1387]], έπειτα από τετραετή πολιορκία, έγινε φόρου υποτελής στο σουλτάνο [[Βαγιαζήτ Α΄]] και δέχτηκε οθωμανική φρουρά<ref>Βασίλης Δημητριάδης, ''Η Θεσσαλονίκη κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας'', Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου ''«Η Θεσσαλονίκη και ο Ευρύτερος Χώρος»'', Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2005 σελ. 64</ref>. Δύο χρόνια αργότερα, και στο κλίμα αβεβαιότητας που επικράτησε προσωρινά μετά τη δολοφονία του σουλτάνου [[Μουράτ Α΄]], οι Θεσσαλονικείς έδιωξαν την οθωμανική φρουρά της πόλης.
 
Ο ιστορικός [[Μιχαήλ Δούκας|Δούκας]] αναφέρει καταστροφή της Θεσσαλονίκης το [[1391]] από τον [[Βαγιαζήτ Α΄]] με αιτία τη δραπέτευση του [[Μανουήλ Β´ Παλαιολόγος|Μανουήλ Β´]] από τη σουλτανική αυλή και την ανάδειξή του σε αυτοκράτορα<ref>Α. Βακαλόπουλος ο.π. σελ. 166</ref>. Από την εποχή εκείνη υπάρχει και η πρώτη σε ελληνικές πηγές αναφορά για [[παιδομάζωμα]], τον αναγκαστικό εξισλαμισμό των παιδιών. Αυτό έγινε το 1395 και αναφέρεται σε παρηγορητική ομιλία του τότε αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ισιδώρου προς τους γονείς των παιδιών. Θεωρείται ότι η Θεσσαλονίκη ήταν η πρώτη μεγάλη ελληνική πόλη που πλήρωσε αυτόν τον "φόρο του αίματος".<ref>Παπαδόπουλος Στέφανος Ι., ''Μνεία παιδομαζώματος στη Θεσσαλονίκη κατά την πρώτη κατοχή της πόλης από τους Τούρκους'', Χριστιανική Θεσσαλονίκη ... (11ος-15ος μ.Χ.), σελ. 71-77, Θεσσαλονίκη (1992)</ref>
Γραμμή 172:
Η άμβλυνση των εσωτερικών προβλημάτων της ηγεμονίας των Οσμανλιδών, η νέα της επιθετική ορμή έναντι των βυζαντινών εδαφών αλλά και η αδυναμία της παρηκμασμένης αυτοκρατορίας στην υπεράσπισή τους οδήγησε το [[1423]] τον [[Ανδρόνικος Παλαιολόγος (γιος Μανουήλ Β΄)|Ανδρόνικο Παλαιολόγο]], γιο του αυτοκράτορα [[Μανουήλ Β´ Παλαιολόγος|Μανουήλ Β']], στην υπό όρους παράδοση της πολιορκούμενης Θεσσαλονίκης στους [[Βενετική Δημοκρατία|Ενετούς]].
 
Η επταετής κατοχή από τα στρατεύματα της Βενετικής Δημοκρατίας υπήρξε ουσιαστικά περίοδος παρακμής για την πόλη. Ο ναυτικός και επίγειος αποκλεισμός της από τους Οθωμανούς σήμανε την οικονομική της εξασθένηση, που σε συνδυασμό με τη δυναστική συμπεριφορά των [[Ενετοί|Ενετών]] ενέτειναν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
 
Κατά την πολιορκία υπό τον σουλτάνο [[Μουράτ Β΄]] η πόλη πρόβαλε αντίσταση και δεν δέχτηκε την πρόταση του σουλτάνου για παράδοση. Τότε ο σουλτάνος "κήρυξε με σάλπιγγα (προς το στρατό του) λέγοντας: Σας δίνω τα πάντα που υπάρχουν στην πόλη, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, άργυρο και χρυσό, μόνο αφήστε σ' εμένα την πόλη". Τελικά, η «συμβασιλεύουσα πόλις» της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καταλήφθηκε οριστικά από τους [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|Οθωμανούς]] στις [[29 Μαρτίου]] του [[1430]] έπειτα από ισχυρή πολιορκία τριών ημερών. Ακολούθησε άγρια λαφυραγωγία και αιχμαλωσία των κατοίκων. Οι αιχμάλωτοι υπολογίζονται σε 7.000 περίπου. Από αυτούς άλλοι ελευθερώθηκαν αφού εξαγοράστηκαν από συγγενείς και φίλους, άλλοι δε πουλήθηκαν, ενώ μέρος του πληθυσμού είχε ήδη φύγει πριν την άλωση και δεν επανήλθε. Σε όσους ελευθερώθηκαν ο σουλτάνος επέτρεψε να εγκατασταθούν στην πόλη και να διατηρήσουν τις περιουσίες τους, ενώ δήμευσε όσες περιουσίες έμειναν αδέσποτες και τις μοίρασε στους Οθωμανούς που εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα (Γενητζέ Βαρδάρ). Αρχικά δεν πείραξε τις εκκλησίες και τις μονές, αλλά αφού επανήλθε μετά διετία και αφού πλέον είχαν εγκατασταθεί Οθωμανοί στα περίχωρα, κατέσχε εκκλησίες και μονές με τις περιουσίες και τα εισοδήματά τους. Τα σπουδαιότερα από αυτά δώρησε σε έμπιστούς του ή μετέβαλε σε τζαμιά και ιεροδιδασκαλεία (μενδρεσέδες). Στους χριστιανούς άφησε μόνο τέσσερεις μικρές εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και αυτή του Αγίου Δημητρίου<ref>{{Cite web |url=https://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=%2Fmetadata%2F9%2Fc%2F7%2Fmetadata-5a4952d101ffabc80daa73d1e325bda7_1274254188.tkl&do=116498_w.pdf&pageno=22&pagestart=1&width=1031&height=728&maxpage=143&lang=en |title=Τσοποτός Δημήτριος Κ., Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν, Βόλος, 1912, σελ. 32, 33. |accessdate=2019-09-09 |archiveurl=https://web.archive.org/web/20160305014511/http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=%2Fmetadata%2F9%2Fc%2F7%2Fmetadata-5a4952d101ffabc80daa73d1e325bda7_1274254188.tkl&do=116498_w.pdf&pageno=22&pagestart=1&width=1031&height=728&maxpage=143&lang=en |archivedate=2016-03-05 |url-status=live }}</ref><ref>Στο έμμετρο χρονικό του Μέγα Λογοθέτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Ιέρακος (16ος αιώνας) ''«Χρονικόν περί της των Τούρκων βασιλείας»'' αναφέρονται τα παρακάτω: ''{{lang|grc|«Τότε τινὲς τῶν μοναχῶν, λέγω τῶν ῥακενδύτων, ἐκ τῶν Βλατέων τῆς μονῆς, ἐντὸς αὐτοῦ οἰκοῦντες κατέγραψαν, ἐδήλωσαν ἅπαντα τῷ σουλτάνω, γράφουσι δὲ καὶ λέγουσιν∙ ὢ Κύριε Σουλτάνε, ὡς εἰ σοί ἐστι βουλητὸν ἄρξαι Θεσσαλονίκης λαβεῖν καὶ ταύτην καὶ ἡμὰς καὶ πάντας τοὺς ἐν πόλει τοὺς ὑδροχόους ἔκοψον σωλῆνας Χορτιάτου δίψῃ πιεζομένων δὲ πάντων καὶ ἀπορίᾳ, ἀκόντων τελεσθήσεται ὅπερ ποθεὶς γενέσθαι. Ὅρος Χορτιάτης ἐστὶ δὲ κείμενον ὑπὲρ ταύτῃ ἐξ οὐ τῇ πόλει ἄριστον ὕδωρ ἡδὺ εἰσρέει»}}''. Η λαϊκή αυτή παράδοση της προδοσίας της πόλης από τους μοναχούς της Μονής Βλατάδων αμφισβητείται από το Βακαλόπουλο βάσει των ιστορικών μαρτυριών της εποχής βλ. Βακαλόπουλος ο.π. σελ. 194 και από τον Α. Παπαγιαννόπουλο ο.π. σελ. 130</ref>.
 
Τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης ήταν δύσκολα, καθώς τα πολεμικά μέτωπα ήταν ακόμη κοντά, ο πληθυσμός είχε μειωθεί πολύ και το εμπόριο έφθινε συνεχώς. Μάλιστα, σύμφωνα με πηγές της εποχής, οι κάτοικοι της πόλης δεν ξεπερνούσαν τα 2.000 άτομα την εποχή αμέσως μετά την κατάκτησή της. Ο σουλτάνος Μουράτ Β' έφερε 1.000 οικογένειες [[Γιουρούκοι|Γιουρούκων]] από τα [[Γιαννιτσά]] και χριστιανούς από τη [[Χαλκιδική]]<ref>{{Cite web |url=http://www.imma.edu.gr/imma/history/06.html |title=Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, Φωκίων Π. Κοτζαγεώργης, Η Οθωμανική Μακεδονία, (τέλη ΙΔ΄ - τέλη ΙΖ΄ αιώνα), Η Οθωμανική κατάκτηση |accessdate=2012-01-01 |archiveurl=https://web.archive.org/web/20120127200240/http://www.imma.edu.gr/imma/history/06.html |archivedate=2012-01-27 |url-status=dead }}</ref>. Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η σχετική ανεκτικότητα έναντι των «λαών της Βίβλου», όπως υποδεικνυόταν από τον κυρίαρχο ισλαμικό νόμο, βοήθησαν στην εγκατάσταση των διωκόμενων [[Εβραίοι|Εβραίων]]. Η Θεσσαλονίκη δέχθηκε Εβραίους [[Ασκεναζί]]τες από τις χώρες της [[Κεντρική Ευρώπη|Κεντρικής Ευρώπης]] και [[Σεφαρδίτες]], που διώχθηκαν από την [[Ισπανία]] μετά την οριστική κατάλυση του [[Άραβες|αραβικού]] κράτους της [[Γρανάδα|Γρανάδας]].<ref>Sol Scharfstein, ''Understanding Jewish History 2'', σελ. 246, KTAV Publishing House (1997)</ref> Υπολογίζεται ότι στα τέλη του 15ου αιώνα είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη σχεδόν 20.000 Εβραίοι από την Ισπανία, οι οποίοι άλλαξαν ριζικά την εικόνα της πόλης. Σε απογραφή του [[1519]], η Θεσσαλονίκη είχε 29.220 κατοίκους, από τους οποίους ποσοστό 53,8% ήταν Εβραίοι, 23,5% μουσουλμάνοι και 22,7% χριστιανοί.
 
Μεταξύ 1520 και 1530 η πόλη είχε 2645 εβραϊκές οικογένειες, 1229 οθωμανικές και 989 χριστιανικές<ref>Απόστολος Βακαλόπουλος, ''Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833'', σελ. 99, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη (1992), σελίδα 99</ref>. Οι Εβραίοι της Κεντρικής Ευρώπης (Ασκεναζίμ), οι οποίοι άρχισαν να εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη το 1376, δεν αφομειώθηκαν από τον μεγαλύτερο πληθυσμό Εβραίων που έφτασε μετά το 1492 από την Ισπανία, καθώς έμειναν προσηλωμένοι στις δικές τους παραδόσεις. Οι Εβραίοι αποτελούσαν το κυρίαρχο στοιχείο της πόλης, πληθυσμιακά και οικονομικά<ref>''«Καθώς οι Ισπανοί πρόσφυγες έφταναν στις προβλήτες κατά διαδοχικά κύματα, η πόλη μεγάλωνε αλματωδώς. Το 1520 περισσότεροι από τους μισούς από τους 30.000 κατοίκους της ήταν Εβραίοι και η ίδια είχε μεταβληθεί σε ένα από τα σπουδαιότερα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου»'', Mark Mazower, ''Θεσσαλονίκη, Η πόλη των φαντασμάτων'', σελ. 75, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια (2006)</ref>. Οι διάφορες θρησκευτικές κοινότητες κατοικούσαν σε διαφορετικές συνοικίες. Στις αρχές του 17ου αιώνα υπήρχαν 56 εβραϊκές συνοικίες, 48 μουσουλμανικές και 16 χριστιανικές.
 
Ο πληθυσμός του αστικού κέντρου παρουσίαζε αρκετές διακυμάνσεις, κυρίως εξαιτίας των συχνών πυρκαγιών και των πολλών επιδημιών που ταλάνιζαν την πόλη έως και το 18ο αιώνα. Συχνές ήταν και οι διχόνοιες όχι τόσο μεταξύ των τριών θρησκευτικών κοινοτήτων, αλλά στους κόλπους της καθεμιάς. Η πιο σημαντική ήταν η παρουσία και η δράση του ψευδομεσία Σαμπεθάι Σεβί, ο οποίος αρχικά παρουσιάστηκε ως [[Μεσσίας]] στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, αλλά αργότερα (1666) ασπάστηκε το Ισλάμ μαζί με πολλές χιλιάδες οπαδούς του, οι οποίοι ονομάστηκαν "ντονμέδες".<ref>Μαρία Καμπούρη, ''Η Θεσσαλονίκη Μετά Την Άλωση (1430-1912)'', άρθρο στο περιοδικό "Αρχαιολογία", τεύχος 7, σελ. 49 (1983)</ref> Οι περισσότερες έριδες στους κόλπους των [[Μουσουλμάνοι (εθνότητα)|μουσουλμάνων]] προκαλούνταν από τις κοινωνικές ανισότητες και τις εξεγέρσεις των γενιτσάρων. Η σημαντικότερη διένεξη που αφορούσε την ελληνοχριστιανική κοινότητα ήταν η διαμάχη για τη διαχείριση της κοινότητας μεταξύ του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και των αρχόντων της πόλης.
 
Από οικονομική άποψη, η πόλη άρχισε να ακμάζει μετά το 1520. Τότε αναπτύχθηκαν η βιοτεχνία (υφαντουργία, χρυσοχοΐα, ταπητουργία, βυρσοδεψία) και το διεθνές εμπόριο. Η άνθηση αυτή συνεχίστηκε έως τα μέσα του 17ου αιώνα. Τότε άλλαξαν τα οικονομικά δεδομένα, καθώς το παγκόσμιο εμπόριο μετακινήθηκε προς τον [[Ατλαντικός Ωκεανός|Ατλαντικό]] και η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε σε φάση παρακμής. Η δυσπραγία διήρκεσε έως τη δεύτερη δεκαετία του 18ου αιώνα, οπότε άρχισε και πάλι να αναπτύσσεται το εμπόριο, αυτή τη φορά προς την [[Αυστρία]] και τη Ρωσία, κυρίως με τη διακίνηση καπνού, μαλλιού και βαμβακιού. Η ανάπτυξη έμελλε να διατηρηθεί έως τους [[Ναπολεόντειοι Πόλεμοι|Ναπολεόντειους Πολέους]] (1798-1814), οπότε και η ύφεση που έπληξε την Ευρώπη δεν άφησε ανεπηρέαστη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η εμπορευματική διακίνηση άρχισε να αυξάνεται σταθερά μετά το [[1840]].