Ρύπανση της θάλασσας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
[[Αρχείο:Obvious_water_pollution.jpeg|δεξιά|μικρογραφία|451x451εσ|Ενώ σε αυτή τη φωτογραφία η θαλάσσια ρύπανση μπορεί να είναι προφανής, όπως δείχνουν και τα εκατοντάδες συγκεντρωμένα απορρίματα, συχνά το μεγαλύτερο μερίδιο στη ζημιά έχουν οι αόρατοι ρύποι.]]
Η '''ρύπανση της θάλασσας''' αναφέρεται στις επιβλαβείς επιπτώσεις που συμβαίνουν από την είσδυση στον ωκεανό [[Χημική ουσία|χημικών ουσιών]], [[Σωματίδιο (οικολογία)|σωματιδίων]], [[Βιομηχανικά απόβλητα|βιομηχανικών]], [[Γεωργικά απόβλητα|γεωργικών]] και [[Οικιστικά απόβλητα|οικιστικών]] [[Απορρίμματα|αποβλήτων]], καθώς και λόγω του [[Θόρυβος|θορύβου]] ή της εξάπλωσης [[Χωροκατακτητικός οργανισμός|χωροκατακτητικών οργανισμών]]. Το ογδόντα τοις εκατό της θαλάσσιας ρύπανσης προέρχεται από χερσαίες εκτάσεις. Η ρύπανση του αέρα συμβάλλει στην ρύπανση της θάλασσας, μέσω της μεταφοράς [[Φυτοφάρμακο|φυτοφαρμάκων]] και [[Σκόνη|σκόνης]] στον ωκεανό. Η χερσαία και ατμοσφαιρική ρύπανση είναι επιβλαβείς για την [[θαλάσσια ζωή]] και τα [[θαλάσσια ενδιαιτήματα]].<ref>{{Cite web|url=http://oceanservice.noaa.gov/facts/pollution.html|title=What is the biggest source of pollution in the ocean?|last=US Department of Commerce, National Oceanic and Atmospheric Administration|website=oceanservice.noaa.gov|language=EN-US|accessdate=2015-11-22}}</ref>
 
== Ιστορική αναδρομή των συμβάσεων για τη θαλάσσια ρύπανση ==
Το 1954 στο Λονδίνο υιοθετήθηκε η πρώτη πολυμερής σύμβαση για τη θαλάσσια ρύπανση, η οποία απαγορεύει την απόρριψη [[Πετρέλαιο|πετρελαίου]] και πετρελαιοειδούς μίγματος σε συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές, από συγκεκριμένους τύπους πλοίων. Το πλεονέκτημα της σύμβασης αυτής ήταν ότι σηματοδότησε την ουσιαστική ενασχόληση της διεθνούς κοινότητας με ένα σοβαρό πρόβλημα. Το μειονέκτημα της ήταν ότι η εφαρμογή της είχε σχέση αποκλειστικά και μόνο με τη συμμόρφωση του κράτους σημαίας και δεν υπήρχε μηχανισμός ελέγχου και επιβολής κυρώσεων. Όταν τη δεκαετία του 1960 συνέβησαν τα πρώτα σοβαρά ατυχήματα στον θαλάσσιο χώρο, προέκυψε άμεση και επιτακτική ανάγκη κάλυψης του διεθνούς θεσμικού κενού που προϋπήρχε. Το 1967 στην είσοδο της Μάγχης το ατύχημα του Torrey Canyon, έμεινε γνωστό στη παγκόσμια ιστορία διότι έφερε στο φως την έλλειψη των απαραίτητων μέτρων προστασίας και πρόληψης των θαλασσών και των ωκεανών από τη ρύπανση, προβάλλοντας την αδυναμία του διεθνούς θεσμικού επιπέδου αλλά και γιατί τα αποτελέσματά του ήταν καταστροφικού χαρακτήρα. Το ναυάγιο αυτό καλύφθηκε ευρύτατα από τα Μ.Μ.Ε. και για το λόγο αυτό υπήρξε το πρώτο μεγάλο ναυάγιο στο οποίο έδειξε έντονο ενδιαφέρον η κοινή γνώμη. Παράλληλα αποτέλεσε την απαρχή για τη διοργάνωση Διεθνών Διασκέψεων που αφορούσαν αποζημιώσεις για ρύπανση από πετρελαιοκηλίδες.
 
Το Νοέμβριο του 1969 στις Βρυξέλλες συνήλθε η Διεθνής Νομική Διάσκεψη για Ζημία από Πετρελαϊκή Ρύπανση. Η κατάληξη ήταν η υιοθέτηση δύο συμβάσεων που αφορούσαν τη ρύπανση από πετρέλαιο. Στο πλαίσιο της Διεθνούς Σύμβασης για την Επέμβαση στην Ανοιχτή Θάλασσα σε περίπτωση Ατυχημάτων από Ρύπανση Πετρελαίου, είναι δικαίωμα τον παράκτιων κρατών να λαμβάνουν μέτρα πρόληψης, περιορισμού, αποτροπής ή εξάλειψης σοβαρού κινδύνου που ενδεχομένως να θέσει σε κίνδυνο την ακτογραμμή τους ή άλλου είδους συμφέροντα, λόγω θαλάσσιου ατυχήματος. Σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση περί Αστικής Ευθύνης για Ζημίες από Πετρελαϊκή Ρύπανση ο πλοιοκτήτης ευθύνεται για την ζημία που θα προκύψει από ρύπανση που προκάλεσε πετρέλαιο που διέφυγε λόγω ατυχήματος στη περιοχή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η [[Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη]] έτσι όπως αυτή οριοθετείται σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και η αιγιαλίτιδα ζώνη του κράτους. Εάν από το συμβαλλόμενο κράτος δεν έχουν καθοριστεί οι παραπάνω περιοχές, τότε η έκταση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 200 ναυτικά μίλια από την ακτή. Εξίσου σημαντικές είναι και η Διεθνής Σύμβαση για την Ίδρυση Διεθνούς Ταμείου για Ζημία από Πετρελαϊκή Ρύπανση του 1971 στις Βρυξέλλες, αλλά και κάποιες συμφωνίες όπως η Συμφωνία Συνεργασίας για την Αντιμετώπιση της Ρύπανσης από Πετρέλαιο στη Βόρεια Θάλασσα, γνωστή και ως Συμφωνία Μπόνν, και το 1971 στην Κοπεγχάγη η Συμφωνία μεταξύ Δανίας, Φινλανδίας, Νορβηγίας και Σουηδίας που αναφερόταν στη Συνεργασία στη Λήψη Μέτρων για την Αντιμετώπιση της Θαλάσσιας Ρύπανσης από Πετρέλαιο. Έχουν πραγματοποιηθεί όμως και πιλοτικές συμφωνίες μεταξύ ιδιωτικών πετρελαϊκών επιχειρήσεων που αντικείμενο τους έχουν τη διακίνηση πετρελαιοειδών. Μέσω των συμφωνιών αυτών ιδρύονται ειδικά ταμεία τα οποία σε περίπτωση ρύπανσης καταβάλουν αποζημίωση. Αυτές οι συμφωνίες υπογράφηκαν μέχρι να επικυρωθεί το 1969 η Διεθνής Σύμβασης για Αστική Ευθύνη από Πετρελαϊκή Ρύπανση και το 1971 η Διεθνής Σύμβαση για την Ίδρυση Διεθνούς Ταμείου για την Αποζημίωση από Πετρελαϊκή Ρύπανση.
 
Το1969 συνάφθηκε η πρώτη συμφωνία η TOVALOP (Tanker Owners Voluntary Agreement Concerning Liability for Oil Pollution). Συμμετείχαν ιδιοκτήτες πετρελαιοφόρων που είχαν στην κατοχή τους το 99% της παγκόσμιας δύναμης. Με βάση τη συμφωνία αυτή, όσοι συμμετείχαν αποζημίωναν μέχρι ενός προκαθορισμένου ποσού, όσους είχαν πληγεί από την ρύπανση. Το1971 συνάφθηκε η δεύτερη συμφωνία η CRISTAL (Contract Regarding a Supplement to Tanker Liability for Oil Pollution). Συμμετείχαν επιχειρήσεις πετρελαιοειδών οι οποίες απέβλεπαν στη κάλυψη των ζημιών που προκλήθηκαν σε πρόσωπα, λόγω της πετρελαϊκής ρύθμισης με καταβολή ενός προκαθορισμένου χρηματικού ποσού ανά ατύχημα. Η ισχύς των δύο αυτών συμφωνιών έπαψε να υφίσταται στις 20 Φεβρουαρίου 1997, όταν τέθηκαν σε εφαρμογή τα Πρωτόκολλα του 1996. Κατά γενική ομολογία οι παραπάνω συμφωνίες παρέμειναν σε ισχύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτό που αναμενόταν. Περνώντας σε επίπεδο διεθνών συνδιασκέψεων που στόχο έχουν την συστηματοποίηση και την κωδικοποίηση της προστασίας του [[Φυσικό περιβάλλον|φυσικού περιβάλλοντος]], η Συνδιάσκεψη για το Ανθρώπινο Περιβάλλον στη Στοκχόλμη το 1972, είναι η πρώτη που πραγματοποιήθηκε. Σε παγκόσμιο κυβερνητικό επίπεδο, η συνδιάσκεψη αυτή αποτέλεσε ένα εξαιρετικά σπουδαίο γεγονός και έθεσε τα θεμέλια για την προστασία του περιβάλλοντος. Αντιπροσωπείες 113 αναπτυσσόμενων και ανεπτυγμένων κρατών συγκεντρώθηκαν στη Στοκχόλμη και έθεσαν όρια αναφορικά με τα δικαιώματα των κοινωνιών και των πολιτών που απαρτίζουν τις κοινωνίες αυτές, ώστε να δρουν σε ένα παραγωγικό και υγιές περιβάλλον. Η Συνδιάσκεψη της Στοκχόλμης έφερε σπουδαία αποτελέσματα τα οποία αποτέλεσαν το εφαλτήριο μιας οργανωμένης περιβαλλοντικής δράσης σε περιφερειακό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο. Η πρωτοεμφανιζόμενη έννοια του Διεθνούς Περιβαλλοντικού Δικαίου αποτελώντας ένα ανεξάρτητο, αυτοτελή και ξεχωριστό δικαιϊκό τομέα, απέσπασε τον τίτλο του νεότερου πεδίου στο φάσμα του Διεθνούς Δικαίου. Η καταγραφή των βασικών αρχών του δικαίου του περιβάλλοντος σύμφωνα με τη γνωστή Διακήρυξη της Στοκχόλμης, η κατάρτιση ενός σχεδίου δράσης που αποτελούνταν από 109 συστάσεις και η δημιουργία του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP), που τελικά, μετά από σχετική Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του OHE, συστήθηκε τον ίδιο χρόνο, είναι τα βασικότερα επιτεύγματα. Σε μια προσπάθεια άσκησης κριτικής, αξίζει να επισημανθεί ότι η Συνδιάσκεψη της Στοκχόλμης δεν κατάφερε να εμβαθύνει στα ουσιαστικά αίτια της παγκόσμιας περιβαλλοντικής κρίσης και δεν υιοθέτησε νομικά κείμενα υποχρεωτικού χαρακτήρα. Είναι αλήθεια ότι η σύνδεση που υπάρχει μεταξύ της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και της ύπαρξης και εξασφάλισης ενός ευνοϊκού φυσικού περιβάλλοντος, προκύπτει από το σύνολο των μη υποχρεωτικών κειμένων. Βέβαια δεν πρέπει να παραληφθεί ότι η αδυναμία αντιμετώπισης περιβαλλοντικών προβλημάτων έχει άμεση σύνδεση με τη γενικότερη περιβαλλοντική υποβάθμιση. Στο Λονδίνο, το χρονικό διάστημα από 30 Οκτωβρίου ως 13 Νοεμβρίου του 1972, συγκλήθηκε Διακυβερνητική Διάσκεψη η οποία κινούνταν στο ίδιο πλαίσιο με την Διάσκεψη της Στοκχόλμης και τελικά κατέληξε στη Σύμβαση για τη Πρόληψη της Θαλάσσιας Ρύπανσης από Απορρίψεις Αποβλήτων και Άλλων Υλικών, γνωστή και ως Σύμβαση Λονδίνου για Απορρίψεις. Τον Ιούνιο του 1992 στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, πραγματοποιήθηκε η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (UNCED), αποτελώντας τον δεύτερο σταθμό στην πορεία Διεθνούς Δικαίου του Περιβάλλοντος σε ό,τι αφορά τις διεθνείς διασκέψεις. Το έντονο ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε για την ανεύρεση των διαδικασιών εκείνων που θα εξασφάλιζαν τη προστασία του περιβάλλοντος, αποτέλεσε το λόγο που πραγματοποιήθηκε η συνάντηση αυτή. Πράγματι, μη κυβερνητικές οργανώσεις, επιστημονικοί φορείς και εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας συμμετείχαν στη Συνδιάσκεψη του Ρίο. Η υιοθέτηση της «Ατζέντας 21» που είναι ένα κείμενο που τιτλοφορείται «Τα πρακτέα κατά τον 21ο αιώνα», αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της. Θέτει τις γενικές αρχές με τις οποίες πρέπει να γίνεται αρχικά η διαχείριση και τελικά η προστασία του περιβάλλοντος και περιέχει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αναφορικά με την ανάπτυξη των χωρών του τρίτου κόσμου. Το ίδιο το περιβάλλον και η αξία του αναγνωρίζεται ως σημαντική προϋπόθεση για την ανάπτυξη αλλά και την επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών. Ταυτόχρονα γίνεται αντιληπτή η σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ κοινωνικής ευημερίας και οικονομικής αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας και περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Η συνάντηση του Ρίο υπήρξε κάθε άλλο παρά μια συνηθισμένη Σύνοδος Κορυφής που είχε σκοπό να προσεγγίσει τα περιβαλλοντικά προβλήματα που προκύπτουν από την προσπάθεια να επαναπροσδιοριστούν οι οικονομικές και οικολογικές σχέσεις Βορρά-Νότου, που βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση. Η συνδιάσκεψη αυτή αποτέλεσε μια υπεύθυνη και σοβαρή προσπάθεια της οργανωμένης διεθνούς κοινότητας ώστε όλα τα μέλη να είναι ενήμερα για τον τρόπο που έπρεπε να διαχειριστούν τις σύνθετες αναπτυξιακές παραμέτρους της συγκεκριμένης εποχής. Ο [[Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών]] συγκάλεσε τη σύνοδο αυτή. Αυτό και μόνο το γεγονός αποτελεί ένα σημείο σταθμό στο πλαίσιο της προσπάθειας της διεθνούς κοινότητας να προσεγγίσει με τρόπο αποτελεσματικό τα παγκόσμια οικολογικά προβλήματα, να αναζητήσει τομείς στους οποίους οι επιλογές συγκλίνουν ώστε να δημιουργηθεί ένα συγκεκριμένο νομικό και θεσμικό πλαίσιο που θα αφορά τη προστασία του περιβάλλοντος και θα έχει δεσμευτικό χαρακτήρα και τελικά θα ακολουθηθεί μια ενιαία πολιτική με στόχο την επίλυση των εν λόγω προβλημάτων. Τον Ιούνιο του 1992 στο Ρίο ντε Τζανέιρο πραγματοποιήθηκε η Συνδιάσκεψη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη. Αν και ξεκίνησε δημιουργώντας πολύ υψηλές προσδοκίες δεν κατάφερε τελικά να λύσει τα προβλήματα, από τη στιγμή που δεν κατέστη δυνατή η σύγκλιση των πολιτικών σχετικά με τα ζητήματα μεταξύ Βορρά και Νότου, που αποτελούσαν σημεία διαμάχης. Στο Γιοχάνεσμπουργκ το Σεπτέμβριο του 2002, πραγματοποιήθηκε νέα μεγάλη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την βιώσιμη και διαρκή ανάπτυξη. Κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε τον ηγετικό ρόλο. Η ανακατανομή του φυσικού πλούτου παγκοσμίως μέσω νέων πλαισίων διεθνούς συνεργασίας που το αντικείμενο τους θα ήταν η βιώσιμη ανάπτυξη, η ανάληψη δράσεων σε εθνικό επίπεδο, η υιοθέτηση τρόπων παρακολούθησης των διεθνών εξελίξεων, η προτροπή των μελών της διεθνούς κοινότητας να αναλαμβάνουν πολιτικές δεσμεύσεις μέσω υιοθέτησης αναπτυξιακών και περιβαλλοντικών στόχων παγκόσμιας εμβέλειας και η βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης σε διεθνές επίπεδο, είναι οι βασικότεροι στόχοι.
 
== Δείτε επίσης ==