Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αναίρεση έκδοσης 8383686 από τον 2A02:1388:418D:7085:89CA:6BCF:D87B:234 (Συζήτηση)
Ετικέτα: Αναίρεση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 4:
Ο '''Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ''' (''Johann Sebastian Bach'', [[Άϊζεναχ]], 21/31 Μαρτίου<ref>Ιουλιανό/Γρηγοριανό ημερολόγιο αντίστοιχα</ref> 1685 - [[Λειψία]], 28 Ιουλίου 1750) ήταν [[Γερμανοί|Γερμανός]] συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας, μουσικοπαιδαγωγός και εκτελεστής ([[εκκλησιαστικό όργανο|οργανίστας]], [[τσέμπαλο|κλειδοκυμβαλίστας]],{{efn|Στον όρο αυτό συμπεριλαμβάνονται όλα τα πληκτροφόρα όργανα της εποχής, ανεξαρτήτως του μηχανισμού μετάδοσης των πλήκτρων}} [[βιόλα|βιολιστής]] και [[βιολί|βιολονίστας]]) της περιόδου [[Μπαρόκ]].
 
Υπήρξε αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος συνθέτης αυτής της περιόδου, καθώς και ένας από τους σπουδαιότερους στην ιστορία της έντεχνης Δυτικής μουσικής. Τα περισσότερα από 1000 έργα του που έχουν διασωθεί ωςέως τις μέρες μας, ενσωματώνουν όλα τα χαρακτηριστικά του στυλ [[Μπαρόκ μουσική|Μπαρόκ]], το οποίο και απογειώνουν στην τελειότητα. Παρόλο που δεν εισάγει κάποια νέα μουσική φόρμα, εμπλουτίζει το γερμανικό μουσικό στυλ της εποχής με μια δυνατή και εντυπωσιακή [[αντίστιξη|αντιστικτική]] τεχνική, έναν φαινομενικά αβίαστο έλεγχο της αρμονικής και μοτιβικής οργάνωσης, και την προσαρμογή ρυθμών και ύφους από άλλες χώρες, ιδιαίτερα από την [[Ιταλία]] και τη [[Γαλλία]]. Η μουσική του χαρακτηρίζεται από τεχνική αρτιότητα, αρτιστικό υπόβαθρο και, κυρίως, υψηλή πνευματικότητα.
 
Τα έργα του καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα τόσο της οργανικής (έργα για [[τσέμπαλο]], [[εκκλησιαστικό όργανο]], [[Κοντσέρτο|κοντσέρτα]]), όσο και της φωνητικής μουσικής ([[Ορατόριο|ορατόρια]], [[Λειτουργία (μουσική)|λειτουργίες]], [[Πάθος (μουσική)|πάθη]], [[Καντάτα|καντάτες]], κ.α.). Ως χαρακτηριστικά έργα του Μπαχ μπορούν να αναφερθούν: η ''[[Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα]]'', η ''[[Λειτουργία σε σι ελάσσονα (Μπαχ)|Λειτουργία σε σι ελάσσονα]]'', τα ''[[Κατά Ματθαίον Πάθη (Μπαχ)|Κατά Ματθαίον Πάθη]]'', τα ''[[Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα]]'', το ''[[Το καλοσυγκερασμένο κλειδοκύμβαλο|Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο]]'' και η ''[[Τέχνη της Φούγκας]]''.
Γραμμή 30:
Την εμπειρία της απώλειας αγαπημένων προσώπων βίωσε από νωρίς όταν, σε ηλικία έξι ετών, έχασε τον δεκαοκτάχρονο αδελφό του, Γιόχαν Μπαλτάζαρ ενώ, μόλις τρία χρόνια αργότερα, ήρθε αντιμέτωπος με το χαμό και των δύο γονιών του σε διάστημα εννέα μηνών. Η μητέρα του πέθανε από άγνωστη αιτία τον Μάιο του 1694, και τον Φεβρουάριο του 1695 ακολούθησε ο θάνατος του πατέρα του, μετά από σοβαρή ασθένεια. {{efn|Η τελευταία υπογραφή του Αμπρόζιους σε επίσημο έγγραφο της 21ης Ιανουαρίου 1695 χαρακτηρίζεται σύμφωνα με εκτιμήσεις από μεγάλη αστάθεια του χεριού του, παρόμοια με την αστάθεια της γραφής του Γιόχαν Σεμπάστιαν μισό αιώνα αργότερα. Για αυτό το λόγο εικάζεται πως ίσως έπασχαν και οι δύο από διαβήτη (Williams, 2007 σελ. 12)}} Μετά τον θάνατο της Μαρία Ελίζαμπετ, στις 27 Νοεμβρίου 1694, ο Γιόχαν Αμπρόζιους Μπαχ νυμφεύτηκε την Μπάρμπαρα Ελιζαμπέτα η οποία, κατά ατυχή συγκυρία, είχε μέχρι τότε χηρεύσει ήδη δύο φορές. Πρώτος σύζυγός της ήταν ένα άλλο μέλος της οικογένειας Μπαχ, ο μουσικός Γιόχαν Γκύντερ Μπαχ (1653-83), ενώ τη δεύτερη φορά είχε νυμφευτεί τον θεολόγο Γιάκομπους Μπαρτολομέι.
===Στο Όρντρουφ: 1695-1700===
Ο θάνατος του Γιόχαν Αμπρόζιους έφερε την Μπάρμπαρα Ελιζαμπέτα σε δεινή θέση, ειδικά μετά από την άρνηση του δημοτικού συμβουλίου να της επιτραπεί να αναλάβει η ίδια τα καθηκόντακαθήκοντα του συζύγου της με τη βοήθεια τρίτων προσώπων. Αυτό οδήγησε στον χωρισμό της οικογένειας, με τον Σεμπάστιαν και τον Γιάκομπ, να τίθενται υπό τη φροντίδα του μεγαλύτερου αδελφού τους, [[Γιόχαν Κρίστοφ Μπαχ (1671-1721)|Γιόχαν Κρίστοφ]], ο οποίος από το 1690 ήταν οργανίστας στη ''Μικαέλισκιρχε'' του Όρντρουφ, <ref>Boyd (2000), σελ. 7</ref> με εξαιρετική φήμη και μαθητής του φημισμένου εκείνη την εποχή [[Γιόχαν Πάχελμπελ]]. <ref>Felix (1984), σελ. 17</ref> Τα δύο αδέλφια μετακόμισαν τον, Μάρτιο του 1695, και φοίτησαν στο Λύκειο. Ο Γιάκομπ επέστρεψε στο Άιζεναχ το 1697 για να εκπαιδευτεί στο πλευρό του διαδόχου του πατέρα του, ενώ ο Σεμπάστιαν παρέμεινε στο Όρντρουφ μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε ετών. Σ' αυτό το διάστημα, φοίτησε στην μοναστική σχολή της πόλης (''Klosterschule''), της οποίας το πρόγραμμα ήταν επηρεασμένο από τις προοδευτικές ιδέες του [[Ιωάννης Αμός Κομένιος|Κομένιου]]. Παρόλο που η θεολογία και τα λατινικά παρέμεναν ως βασικοί πυλώνες, συγχρόνως διδάσκονταν και μαθήματα όπως γεωγραφία, ιστορία, αριθμητική, φυσικές επιστήμες, ενώ σε περίοπτη θέση βρισκόταν και η μουσική εκπαίδευση. Το αρχείο της σχολής μαρτυρά τις πολύ καλές σχολικές επιδόσεις του Μπαχ. Γράφηκε στην τέταρτη τάξη -πιθανότατα τον Μάρτιο- και προβιβάστηκε στην τρίτη τάξη τον Ιούλιο του 1695, σημειώνοντας μετά από εξετάσεις στις 20 Ιουλίου 1696 την τέταρτη καλύτερη επίδοση. Στις 19 Ιουλίου 1697 κατέλαβε την πρώτη θέση μεταξύ 21 μαθητών και προβιβάστηκε στην δεύτερη τάξη, όπου κατετάγη πέμπτος τον Ιούλιο του 1698 και δεύτερος τον Ιούλιο του 1699. Στην πρώτη τάξη γράφηκε σε ηλικία περίπου δεκατεσσάρων ετών, ενώ ο μέσος όρος ηλικίας των μαθητών της πρώτης ήταν τα 17,7 έτη<ref>''NBR'', αρ. 8, σελ. 34</ref>.
 
[[File:Bachohrdruf.jpg|right|thumb|200px|Κατάλογος μαθητών της πρώτης τάξης της μοναστικής σχολής του Όρντρουφ (''Catalogus discipulorum'' 1699), όπου σημειώνεται η αναχώρηση του Μπαχ ''ob defectum hospitorium'' και με προορισμό το Λύνεμπουργκ]]
Στο Όρντρουφ έλαβε, πιθανόν, τα πρώτα του μαθήματα στο εκκλησιαστικό όργανο, και υπό την αυστηρή επίβλεψη του αδελφού του τέθηκαν τα θεμέλια πάνω στα οποία ανέπτυξε τα επόμενα χρόνια την τεχνική του. Μέχρι τότε, ο Σεμπάστιαν, δεν είχε ροπή προς κάποιο συγκεκριμένο μουσικό όργανο. Παρόλο που ο θείος του ήταν ο πρώτος σημαντικός του μέντορας, είναι γεγονός ότι ο ίδιος, μόνον υπό την εποπτεία τού αδελφού του, επρόκειτο πραγματικά να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του πάνω στο [[εκκλησιαστικό όργανο]] και στο [[κλαβίχορδο]]. Τα μαθήματα κοντά του είχαν κατεύθυνση προς μία καλή τεχνική στην εκτέλεση των πλέον εν χρήσει πληκτροφόρων εκείνων των καιρών, ειδικά του εκκλησιαστικού οργάνου. Παράλληλα, σκοπός ήταν να αποκτήσει εξοικείωση με τα διαφορετικά είδη και στυλ αλλά, επίσης, με τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό ([[Πρελούδιο|πρελούδια]], [[Τοκάτα|τοκάτες]]) και με την αυστηρότητα στη διαπλοκή τώντων φωνών ([[φούγκα]] και [[ριτσερκάρε]]), είτε εντελώς ελεύθερα, είτε με βάση ένα δοσμένο θέμα ή μία κοράλ μελωδία.
 
Με τη σύνθεση είναι άγνωστο πότε ακριβώς ξεκίνησε να ασχολείται, ωστόσο δεν είναι απίθανο να συνέβη επίσης κατά την παραμονή του στο Όρντρουφ. <ref name=grove/> Δεν ήταν, άλλωστε, ασυνήθιστο για μουσικούς της εποχής εκείνης να συνθέτουν τα πρώτα τους έργα σε ηλικία δεκαπέντε ετών, όπως έκαναν εξάλλου και τα παιδιά του ίδιου του Μπαχ. Επιπλέον, στο Όρντρουφ ήρθε σε επαφή με τον διευθυντή εκκλησιαστικής χορωδίας Ελίας Χέρντα. Ως σπουδαστής του Χέρντα αλλά και ως μέλος της χορωδίας μπορούσε να εξασφαλίζει ένα σεβαστό ποσό χρημάτων. Τα μέλη τής ''chorus musicus'' μπορούσαν με κάποια ρύθμιση να κερδίζουν μέσω των επονομαζομένων ''Currenden'', δηλ. των τραγουδιών σε μικρές ομάδες που τραγουδούσαν στους δρόμους περίπου τρεις φορές το χρόνο.<ref>Wolff (2000a), σελ. 40</ref> Ο Μπαχ πληρωνόταν, πιθανότατα, ως σολίστ φωνής (''concertist'') και μπορούσε, έτσι, να συνεισφέρει στα έξοδα συντήρησής του που, για τον αδελφό του, ήταν καθοριστικής σημασίας. Για τον Σεμπάστιαν, ζωτική σημασία είχαν επίσης τα επονομαζόμενα ''hospitia'' ή ''hospitia liberalia''. Επρόκειτο για έναν διακανονισμό σύμφωνα με τον οποίο, οι αριστοκρατικές και οι εύπορες οικογένειες πλήρωναν τα έξοδα σχολείου, συντήρησης και διαμονής στους φτωχούς φοιτητές, με αντάλλαγμα τη μόρφωση των δικών τους παιδιών. Ο Μπαχ εγκατέλειψε οριστικά το Όρντρουφ στις 15 Μαρτίου 1700 με προορισμό το Λύνεμπουργκ. Στα επίσημα αρχεία του σχολείου του, η αναχώρησή του αιτιολογείται με τη φράση ''ob defectum hospitorium'', δηλαδή οφειλόταν σε αδυναμία φιλοξενίας του. Δεν είναι ωστόσο σαφές αν το πρόβλημα σχετιζόταν με το γεγονός πως το σχολείο είχε περιορισμένο αριθμό θέσεων ή αν του ήταν πλέον αδύνατο να παραμείνει στην οικία του αδελφού του. Είναι πιθανό η αναχώρησή του να οφείλεται στο ότι μπήκε ένα τέλος στα ''hospitia'' του, <ref>Hans-Rudolf Jung, 1870, retr.</ref><ref>Wolff (2000a), σελ. 40 </ref> αλλά είναι, επίσης, γνωστό πως το 1700 η πρώτη τάξη του σχολείου ήταν υπερπλήρης και σε συνδυασμό με μια αλλαγή στη φωνή του ίσως αυτό να έπαιξε ρόλο στην απόφασή του να εγκαταλείψει το Όρντρουφ. <ref>Boyd (2000), σελ. 9</ref> Από την άλλη πλευρά, και η κατάσταση στην οικία του αδελφού του γινόταν δυσχερέστερη για την παραμονή του. Από την ημέρα της εγκατάστασης του Σεμπάστιαν στο Όρντρουφ, ο Κρίστοφ είχε αποκτήσει δύο παιδιά και τον Μάρτιο του 1700 αναμενόταν τρίτο. <ref name=grove/> Δεν αποκλείεται πάντως να ήταν και μια προμελετημένη αναχώρηση, ίσως σε συνεννόηση με τον συμμαθητή και συνταξιδιώτη του, Γκέοργκ Έρντμαν, σε μία ηλικία που ούτως ή άλλως τα αγόρια της εποχής άρχιζαν να ανεξαρτητοποιούνται. <ref>Williams (2007), σελ. 22</ref>
Γραμμή 40:
Το 1700, ο Μπαχ αναχώρησε μαζί με τον συμφοιτητή και επιστήθιο φίλο του, Γκέοργκ Έρντμαν για το [[Λύνεμπουργκ]] της Β. [[Γερμανία]]ς. <ref name="obituary">Carl Philipp Emanuel Bach και Johann Friedrich Agricola. ''Νεκρολογία'' (πρωτότυπος τίτλος [https://archive.org/stream/bub_gb_lfQ4AAAAIAAJ#page/n1037/mode/2up "VI. Denkmal dreyer verstorbenen Mitglieder der Societät der musikalischen Wissenschafften; C. Der dritte und letzte ist der im Orgelspielen Weltberühmte HochEdle Herr Johann Sebastian Bach, Königlich-Pohlnischer und Churfürstlich Sächsicher Hofcompositeur, und Musikdirector in Leipzig"]), σελ. 158-176. Επίσης στο ''BD'' III, αρ. 666 & ''NBR'', αρ. 306, 297-307</ref> Το ταξίδι αυτό ήταν μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής -περίπου 280 χιλιόμετρα βορειότερα- και, τουλάχιστον ένα μέρος του, πρέπει να έγινε με τα πόδια. Αναμφίβολα, προκαλεί εντύπωση η επιλογή του Μπαχ να πραγματοποιήσει ένα τόσο μακρινό ταξίδι, σε μια πόλη όπου δεν ζούσε κανένας συγγενής του ούτε είχε εργαστεί εκεί στο παρελθόν κάποιο μέλος της οικογένειάς του. Πιθανότερο θεωρείται πως, ο Ελίας Χέρντα μεσολάβησε ώστε να εξασφαλιστεί μια θέση για τον Μπαχ και τον Έρντμαν στη ''Σχολή του Αγ. Μιχαήλ'' (''Michaelischule'') του Λύνεμπουργκ, εκεί όπου είχε φοιτήσει και ο ίδιος στο παρελθόν. Άλλωστε, με βάση τις εξαιρετικές σχολικές επιδόσεις του Μπαχ, δεν είναι απίθανο ο Χέρντα να τον προέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του και να μην ακολουθήσει το παράδειγμα του αδελφού του, Γιάκομπ, ο οποίος αναζήτησε αμέσως μια επαγγελματική θέση μουσικού στη Θουριγγία. <ref>Boyd (2000), σελ. 11</ref> Η Σχολή ανήκε στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ (''Michaeliskirche''), η οποία διέθετε και ένα δεύτερο σχολείο (''Ritterakademie'') για νεαρούς ευγενείς. Το βάρος έπεφτε στις παλαιές ανθρωπιστικές κλασσικές επιστήμες, στη θεολογία και στις γλώσσες και, παράλληλα, στα τότε μοντέρνα μαθήματα της ιστορίας, των μαθηματικών και της φυσικής. Τα μαθήματα είχαν σκοπό να προετοιμάσουν τους μαθητές για πανεπιστημιακές σπουδές στις ελεύθερες τέχνες, στη θεολογία, στα νομικά και στην ιατρική. Έτσι, ο Μπαχ ήξερε στο τέλος των σχολικών του χρόνων άπταιστα λατινικά, και είχε ακόμη εντρυφήσει και σε άλλα μαθήματα, τα οποία ήταν απαραίτητα για πανεπιστημιακή μόρφωση. Επίσης, συμμετείχε στη χορωδία της σχολής (''chorus symphoniacus''), ως μπάσος πλέον, διότι υπέστη μεταφώνηση{{efn|Ο Küster (1996) δίνει στοιχεία που αποδεικνύουν πως τόσο ο Μπαχ όσο και ο Έρντμαν έγιναν μέλη της χορωδίας ως μπάσοι. Οι περισσότεροι βιογράφοι του Μπαχ ακολουθούν την αναφορά του Spitta στη μεταφώνηση του Μπαχ, την οποία τοποθετεί σχεδόν αμέσως μετά την άφιξή του στο Λύνεμπουργκ. Αυτό οδηγεί ορισμένους στο συμπέρασμα πως έγινε δεκτός στη χορωδία χάρη στις ικανότητες του στο βιολί ή το τσέμπαλο (Boyd, 2000, σελ. 12-13). Στη νεκρολογία, από την οποία αντλεί ο Spitta τις πληροφορίες του, αναφέρεται, με σχετική ασάφεια, πως η αλλαγή στη φωνή του συνέβη κάποια στιγμή μετά την άφιξή του}} και, το κυριότερο, είχε στη διάθεσή του μια μουσική βιβλιοθήκη, η οποία μαζί με εκείνη τής ''Thomasschule'' (''Σχολή Αγ. Θωμά'') στη [[Λειψία]], ανήκαν στις παλαιότερες και μεγαλύτερες της Γερμανίας. Ταυτόχρονα, εξασκήθηκε πάνω στο μεγάλο -αν και κάπως προβληματικό- εκκλησιαστικό όργανο της εκκλησίας του ''Αγίου Μιχαήλ''. <ref>Fock (1950), 81f</ref> Λόγω τού εξαιρετικού του ταλέντου, τον χρησιμοποιούσαν τακτικά στην ''chorus musicus'', αλλά και στην Κύρια Λειτουργία, όταν έπρεπε να αντικαθιστά τον βασικό οργανίστα. Τότε άρχισαν πλέον να διαμορφώνονται οι επιδόσεις του στην εκτέλεση του εκκλησιαστικού οργάνου και άρχισε να γίνεται γνωστός, σταδιακά, στους κύκλους των μεγάλων εκτελεστών που, όχι συμπτωματικά, ήταν όλοι Βορειογερμανοί.
 
Ένας από αυτούς ήταν και o [[Γκέοργκ Μπεμ]], φημισμένος εκτελεστής, για τον οποίο ο πατέρας του Σεμπάστιαν έλεγε τα καλύτερα λόγια όσο ζούσε και, βέβαια, ο ίδιος επιθυμούσε διακαώς να τον γνωρίσει. Απ’ όσο μπορεί να εξακριβωθεί, ο Μπαχ δεν έκανε ποτέ επισήμως μάθημα με τον Μπεμ. Λαμβάνοντας όμως υπ’όψινυπ’ όψιν το μουσικό οικογενειακό του ιστορικό, τη φιλομάθειά του, την εμπειρία του ως τραγουδιστή, εκτελεστή οργάνων και οργανίστα, σίγουρα θα ωφελήθηκε πολύ από τον επαγγελματισμό τού συγκεκριμένου μουσικού. <ref>''BD'' III, αρ. 803</ref><ref>Wolff (2000a), σελ. 61</ref> Μέσω του Μπεμ, ήρθε σε επαφή με το είδος της στυλιζαρισμένης χορευτικής φόρμας, με τη Γαλλική σουίτα, αλλά και με τα πρελούδια και φούγκες του ίδιου του συνθέτη, των βορειογερμανών συναδέλφων του, και με τις αριστοτεχνικές κοράλ παραλλαγές του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι οι πρώτες συνθέσεις τού ίδιου τού Μπαχ σε αυτές τις φόρμες, χρονολογούνται από το Λύνεμπουργκ και δημιουργήθηκαν λόγω της επιρροής του Μπεμ.
 
Η μεγαλύτερη, όμως, προσφορά του Μπεμ προς τον Μπαχ ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Κάτι που ο Μπαχ, όπως άλλωστε όλοι ανεξαιρέτως οι επίδοξοι μαθητές και δάσκαλοι του εκκλησιαστικού οργάνου, ήθελαν να κάνουν τουλάχιστον για μία φορά στη ζωή τους. Να γνωρίσουν και να ακούσουν από κοντά τον μεγαλύτερο εν ζωή εκτελεστή που εργαζόταν ακόμα στο [[Αμβούργο]], στα μεγαλύτερα και καλύτερα εκκλησιαστικά όργανα της [[Γερμανία]]ς: τον ξακουστό [[Γιόχαν Άνταμ Ράινκεν]]. Ο Ολλανδογερμανικής καταγωγής Ράινκεν, στα προχωρημένα εβδομήντα του πλέον, ήταν ο νέστορας των μουσικών του Αμβούργου. Πριν εγκατασταθεί στο Λύνεμπουργκ, ο Μπεμ είχε ζήσει πέντε χρόνια στο Αμβούργο, όπου σίγουρα άκουσε τον Ράινκεν, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπήρξε και μαθητής του. <ref>Boyd (2000), σελ. 14</ref> Με τη μεσολάβησή του Μπεμ, ο νεαρός Μπαχ έκανε πολλές φορές τη διαδρομή Λύνεμπουργκ-Αμβούργο για να συναντήσει τον Ράινκεν <ref>Νεκρολογία, ''BD'' III, αρ. 666 & ''NBR'', αρ. 306</ref>, ο οποίος, εκείνο τον καιρό έπαιζε στην εκκλησία της ''Αγίας Αικατερίνης'' του Αμβούργου, πάνω σε ένα τεραστίων διαστάσεων εκκλησιαστικό όργανο (58 Συστοιχίες, 4 Χειρόπληκτρα και Πεντάλ). Η εντύπωση που προκάλεσε στον Γιόχαν Σεμπάστιαν το συγκεκριμένο όργανο, έμεινε για πάντα βαθιά χαραγμένη μέσα του. Κάποιος μαθητής του θυμόταν αργότερα τον Μπαχ να εκθειάζει την καθαρότητα και τον πλούσιο ήχο του.<ref>''BD'' III, αρ. 739-44 & ''NBR'', αρ. 358a, 358b</ref> Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμιά αμφιβολία ότι το συγκεκριμένο όργανο πάνω στο οποίο έπαιζε ο Ράινκεν, επηρέασε δραματικά τα θεωρητικά και εκτελεστικά πρότυπα του Μπαχ για τα εκκλησιαστικά όργανα, στο σύνολό τους. O Ράινκεν ήταν μια πληθωρική προσωπικότητα, και για την ηλικία του, ένας μεγάλος βιρτουόζος και ένας καθολικά αναγνωρισμένος ειδήμονας του εκκλησιαστικού οργάνου. Για τον νεαρό Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οργανίστας από το Αμβούργο, πρέπει να υπήρξε ένα ζωντανό κομμάτι ιστορίας. Άλλος ένα λόγος για τις συχνές επισκέψεις του στο Αμβούργο ήταν και ο ξάδελφός του, Γιόχαν Ερνστ (1683-1739), ο οποίος σπούδαζε μουσική εκεί και, πιθανόν, ξενάγησε τον Μπαχ στα μουσικά αξιοθέατα της πόλης, όπως την όπερα του Αμβούργου που τότε βρισκόταν υπό τη διεύθυνση του Ράινχαρντ Κάιζερ.
Γραμμή 66:
τον ξάδελφό του, Γιόχαν Ερνστ Μπαχ, ο οποίος μάλιστα τον διαδέχτηκε λίγο αργότερα.
 
Ο Μπαχ απολογήθηκε ενώπιον του συμβουλίου στις 21 Φεβρουαρίου 1706 δηλώνοντας πως στο διάστημα της απουσίας του είχε φροντίσει να προσλάβει ως αντικαταστάτη τον ξάδελφό του, ελπίζοντας έτσι πως δεν θα προέκυπτε κανένα θέμα με την εκτέλεση του οργάνου. <ref>''BD'' II αρ.14 & ''NBR'' αρ.19</ref> Το συμβούλιο εξέφρασε τότε τη δυσαρέσκειά του σχετικά με το γεγονός πως ο Μπαχ είχε εφαρμόσει πολλές περίεργες παραλλαγές, συνδυάζοντας «πολλούς παράξενους τόνους μέσα στη μουσική του, φέρνοντας σε αμηχανία το εκκλησίασμα…» <ref>''BD'' II αρ.16 & ''NBR'' αρ.20</ref> Είναι σαφές ότι το ταλέντο του Μπαχ, οι προχωρημένες για την εποχή εκτελεστικές του ικανότητες -κυρίως με βάση τον αυτοσχεδιασμό- και, ιδιαιτέρως, η εκούσια απόκλιση από το Εκκλησιαστικό Τυπικό, που καθόριζε τον κορμό της Λουθηρανικής Λειτουργίας προκάλεσαν την απορία, αρχικά, και την οργή, αργότερα, του εκκλησιαστικού συμβουλίου. Στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, το συμβούλιο επανέφερε το ζήτημα της συνεργασίας του με τη μαθητική χορωδία, αυτή τη φορά με αφορμή ένα άλλο περιστατικό, όταν ο Μπαχ επέτρεψε την παρουσία μίας γυναίκας στη χορωδία χωρίς άδεια. {{efn|Την εποχή εκείνη οι γυναίκες απαγορευόταν να τραγουδούν στη χορωδία, αν και σε μικρότερες πόλεις και χωριά συνηθιζόταν να συμμετέχουν, έχοντας βοηθητικό ρόλο. Σε κάθε περίπτωση, η ταυτότητα της γυναίκας δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Στο γερμανικό πρωτότυπο των πρακτικών περιγράφεται ως ''frembde Jungfer'', που μεταφράζεται ως «ξένη/άγνωστη ανύπαντρη γυναίκα». Πιο πιθανό θεωρείται να πρόκειται για κάποια τραγουδίστρια από άλλη κοντινή πόλη (NBR, 88). Το ενδεχόμενο η άγνωστη να ήταν η Μαρία Μπάρμπαρα (κόρη του ξαδέλφου τού πατέρα του και μετέπειτα σύζυγος του Μπαχ που είχε ζήσει στο Άρνσταντ) ή ακόμα η αδελφή του, Μπάρμπαρα Καταρίνα (αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού με τον σπουδαστή Γκέγιερσμπαχ) προσκρούει στο χαρακτηρισμό τους ως ''αγνώστων γυναικών''. Δεν είναι απίθανο, όμως, η χρήση της γερμανικής λέξης ''fremd'' να είχε την έννοια της παρουσίας χωρίς άδεια ή εξουσιοδότηση, συνεπώς το ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί (Boyd 2000, 22).}} Από τα επίσημα πρακτικά του εκκλησιαστικού συμβουλίου είναι σαφές πως. ο Μπαχ δεν κατάφερε να διαμορφώσει αρμονικές σχέσεις με τα μέλη του, ούτε με τους σπουδαστές της χορωδίας. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός πως οι φιλοδοξίες του ξεπερνούσαν κατά πολύ τις περιορισμένες δυνατότητες που του προσέφερε το Άρνσταντ, τον ώθησαν στην απόφαση να αναζητήσει σύντομα άλλες επαγγελματικές ευκαρίεςευκαιρίες. Εξάλλου, είχε ήδη αρχίσει να γίνεται ευρύτερα γνωστός για τις ικανότητές του και σύμφωνα με τον Φόρκελ (1920) του είχαν προσφερθεί διάφορες άλλες θέσεις. <ref name=grove/>
 
Είναι βέβαιο πως στη διάρκεια της παραμονής του στο Άρνσταντ, ο Μπαχ εργάστηκε με ζήλο για να εξελίξει την τεχνική του και τις εκτελεστικές του ικανότητες, ειδικότερα πάνω στην τέχνη του αυτοσχεδιασμού. Το ρεπερτόριο και οι πρώιμες συνθέσεις του περιλάμβαναν χορωδιακά έργα διαφόρων ειδών (παρτίτες, πρελούδια, κ.ά.), φαντασίες, πρελούδια, τοκάτες, συνθέσεις για όργανο και τσέμπαλο, σουίτες, σονάτες και παραλλαγές. Πιθανόν ορισμένα από τα πρώτα σχεδιάσματα για το ''Μικρό Βιβλίο για το Εκκλησιαστικό Όργανο'' (π.χ. για τα έργα BWV 601 και BWV 639) ανάγονται στην περίοδο του Άρνσταντ, όπως επίσης και η ''Πασακάλια σε Ντο Ελάσσονα'' (BWV 582) που αποτελεί φόρο τιμής στον Μπουξτεχούντε και στον Ράινκεν. <ref>Wolff (2000a), σελ. 94</ref> Από τα έργα του Μπαχ που χρονολογούνται από την εποχή του Άρνσταντ, πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στη διάσημη ''[[Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα]]'' (BWV 565). Για το συγκεκριμένο έργο έχουν γραφεί διάφορα -κυρίως λόγω του ύφους και της δομής του- που δεν συνάδουν με την εποχή [[Μπαρόκ]], όπως λ.χ. οι συνεχείς παράλληλες [[οκτάβα|οκτάβες]] στην εισαγωγή. Ο Βολφ αποδίδει τις συγκεκριμένες «ιδιομορφίες» σε δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, στο ότι ο νεαρός συνθέτης δεν έχει ακόμη κατασταλάξει στο τόσο ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο ύφος που χαρακτηρίζει τα έργα του και, δεύτερον, στo ελάττωμα που παρουσίαζε το -κατά τα άλλα μοντέρνο- εκκλησιαστικό όργανο στο Άρνσταντ, να μη διαθέτει Συστοιχία των 16-ποδών (''manualiter''). Έτσι, γίνεται σαφές ότι ο διπλασιασμός στις οκτάβες ήταν ένας ευφυής τρόπος, ώστε να αντισταθμιστεί αυτή η έλλειψη και άρα να δημιουργηθεί ένας ήχος ''organo pleno'' που, τυπικά, απαιτεί την ανάγκη ενός βασίμου 16-ποδών. <ref>''JSB'', σελ. 92-3</ref> Αυτές ακριβώς οι «ιδιομορφίες» καθιστούν το συγκεκριμένο έργο τόσο αγαπητό και αναγνωρίσιμο, όχι μόνον στους μουσικούς κύκλους (κλασική μουσική, rock, pop και jazz) όπου υπέστη αναρίθμητες μεταγραφές και διασκευές, αλλά και στη λαϊκή κουλτούρα όπου έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον (λ.χ. στον [[κινηματογράφος|κινηματογράφο]], στα [[βιντεοπαιχνίδι|βιντεοπαιχνίδια]] κ.α.).
Γραμμή 73:
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1706 πέθανε ο φημισμένος οργανίστας της Εκκλησίας του Αγίου Βλασίου (Blasiuskirche) στο [[Μυλχάουζεν]] (Mühlhausen), [[Γιόχαν Γκέοργκ Άλε]] (1651-1706) και τον Απρίλιο του επόμενου έτους ο Μπαχ διαγωνίστηκε για την κενή θέση. Αίτηση υπέβαλε επίσης ο Γιόχαν Γκότφριντ Βάλτερ, οργανίστας στην Εκκλησία του Αγίου Θωμά στην Ερφούρτη και στενός φίλος του Μπαχ, ο οποίος όμως, αν και έλαβε πρόσκληση για μια ακρόαση, απέσυρε την υποψηφιότητά του και αργότερα κατέλαβε τη θέση του οργανίστα στη Στάντκίρχε (Stadtkirche) της Βαϊμάρης. Όπως αποδεικνύουν και τα επίσημα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου της πόλης, ο Μπαχ ήταν τελικά ο μοναδικός υποψήφιος<ref>Wolff (2000a), σελ. 102</ref>. Το Μυλχάουζεν, σε απόσταση περίπου 60 χιλιομέτρων από το Άρνσταντ, ήταν σημαντική ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη με καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές σε σύγκριση με το Άρνσταντ, που διέθετε μάλιστα αρκετές εκκλησίες, με σημαντικότερες τις [[γοτθική τέχνη|γοτθικές]] εκκλησίες του Αγ. Βλασίου και της Παρθένου Μαρίας (Μάριενκιρχε). Ένας από τους δημοτικούς συμβούλους της πόλης, μεταξύ αυτών που θα επέλεγαν τον νέο οργανίστα, ήταν και ο Γιόχαν Χέρμαν Μπέλστεντ, του οποίου ο αδελφός είχε παντρευτεί τη Σουζάνα Μπάρμπαρα Βέντεμαν, θεία της Μαρία Μπάρμπαρα. Πιθανότατα ήταν και εκείνος που πρότεινε τον Μπαχ για τη θέση του οργανίστα<ref>Boyd (2000), σελ. 23</ref>. Στην επιτυχημένη πρόβα ενώπιον της κριτικής επιτροπής, ο Μπαχ εκτέλεσε μία ή δύο καντάτες και πιθανότατα την υπ’ αριθμόν 4, ''[[Christ lag in Todes Banden , BWV 4|Christ lag in Todes Banden]]'', στην οποία επεξεργάστηκε τις επτά στροφές τού ύμνου που έγραψε ο [[Λούθηρος]] για το Πάσχα.<ref>''JSB'', σελ. 127</ref> Στις 14 Ιουνίου 1707 διαπραγματεύτηκε τους όρους του συμβολαίου του, ζητώντας τον ίδιο μισθό που λάμβανε στο Άρνσταντ και λίγο αργότερα υπέβαλε επίσημα την παραίτησή του στο εκκκλησιαστικό συμβούλιο του Αγ. Βονιφατίου του Άρνσταντ. Τον Ιούλιο του 1707 ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντά του, με ένα συμβόλαιο ανάλογο με εκείνο στο Άρνσταντ.<ref>''BD'' II αρ. 20 & ''NBR'' αρ. 22b</ref> Εκεί, γρήγορα ήρθε να τον συναντήσει και η μέλλουσα σύζυγός του, Μαρία Μπάρμπαρα. Ο γάμος τους τελέστηκε στις 17 Οκτωβρίου, στο [[Ντόρνχαϊμ]], και μαζί απέκτησαν τα επόμενα χρόνια επτά παιδιά, τέσσερα εκ των οποίων επιβίωσαν, ανάμεσά τους και οι [[Βίλχελμ Φρίντεμαν Μπαχ|Βίλχελμ Φρίντεμαν]] και [[Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ|Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ]], σημαντικοί μεταγενέστεροι συνθέτες.
 
Το εκκλησιαστικό όργανο της Blasiuskirche δεν ήταν κακό. Επειδή όμως κάποια τμήματά του ήταν ήδη εκατόν πενήντα ετών και παρουσίαζαν ελαττώματα, ο Μπαχ κατάφερε μετά από λίγο καιρό, να πείσει το Ενοριακό συμβούλιο να αναληφθεί μιας μεγάλης κλίμακας ανανέωση και περαιτέρω επέκταση του εκκλησιαστικού οργάνου στο σύνολό του, μόλις είκοσι χρόνια μετά την τελευταία επιθεώρηση και επισκευή του.<ref>''BD'' I 154</ref><ref>Petzold (1992), σελ. 142</ref> Το γεγονός αυτό, δείχνει τη μεγάλη εμπιστοσύνη και εκτίμηση που είχαν στο νεαρό οργανίστα οι ιθύνοντες, λαμβανομένου υπ’όψιν ότι είχε αναλάβει τα καθήκοντά του, μόλις μισό χρόνο πριν. Στις 4 Φεβρουαρίου 1708, ο Μπαχ παρουσίασε, με αφορμή την ετήσια αλλαγή του δημοτικού συμβουλίου, την περίφημη καντάτα ''[[Gott ist mein König (BWV 71)|Gott ist mein König]]'' (BWV 71). Ο Βολφ αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το έργο παρουσιάστηκε στην άλλη επίσημη εκκλησία του Μυλχάουζεν, την Marienkirche. Η ευρύχωρη εκκλησία με τα πολλά, οριοθετημένα από κιονοστοιχίες, κλείτη, είχε φιλοξενήσει αρκετές φορές πολυχορωδιακή μουσική. Ποτέ όμως, στο τεσσάρων αιώνων παρελθόν της, η εξαιρετική ακουστική τού χώρου δεν τιμήθηκε από τέτοιο μεγαλόπρεπο και πολυποίκιλτο ήχο, ενός οργανικού-φωνητικού συνόλου, υπό την επιδέξια διεύθυνση του νέου της οργανίστα. Εκείνη τη μέρα, τον Φεβρουάριο του 1708, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ακολουθώντας το πρότυπο των περίφημων ''Abend-Musiken'' του Μπουξτεχούντε από το Λύμπεκ, δημιούργησε ένα πρωτόγνωρο για την εποχή και τα δεδομένα της πολυθέαμα, με βάση τον διαχωρισμό των οργάνων και των φωνών σε ομάδες. Μ’αυτόΜ’ αυτό τον τρόπο, κατόρθωσε να θέσει τις βάσεις για έναν, χωρίς καμία υπερβολή, στερεοφωνικό ήχο, που ερχόταν από δύο χορωδίες και τέσσερα οργανικά σύνολα».<ref>''JSB'', σελ. 133</ref> Η ίδια η χειρόγραφη παρτιτούρα τής καντάτας BWV 71, είναι σαφέστατη στο διαχωρισμό φωνών και οργάνων, και περιλαμβάνει όπως προαναφέρθηκε, έξι εν συνόλω διακριτές μονάδες, συν το εκκλησιαστικό όργανο. Το συμβούλιο τύπωσε όχι μόνο το λιμπρέτο, όπως άλλωστε συνηθιζόταν, αλλά και τη μουσική της καντάτας, ενδεικτικό της εντύπωσης που πρέπει να προκάλεσε η εκτέλεσή της<ref name=grove/>.
{{multiple image
| total_width = 420
Γραμμή 94:
[[File:Autograph-Manuscript-BWV614.jpg|right|thumb|250px|Χειρόγραφη παρτιτούρα του Μπαχ (BWV 639) από το ''Μικρό βιβλίο για το εκκλησιαστικό όργανο'' (''Orgel-Büchlein'').]]
 
Στη Βαϊμάρη γεννήθηκαν έξι από τα παιδιά του Μπαχ: η Καταρίνα (1708 - 14 Ιανουαρίου 1774), ο Βίλχελμ Φρίντεμαν (γέν. 22 Νοεμβρίου 1710), τα δίδυμα παιδιά του που γεννήθηκαν στις 23 Φεβρουαρίου 1713 αλλά πέθαναν μετά από λίγες ημέρες, ο Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ (γεν. 8 Μαρτίου 1714) και ο Γιόχαν Γκότφριντ Μπέρνχαρντ (γέν. 11 Μαΐου 1715). Τα δύο πρώτα χρόνια ως διευθυντής ορχήστρας, απολάμβανε σίγουρα μία ευτυχισμένη οικογενειακή και επαγγελματική ζωή. Για πρώτη φορά, είχε την ευκαιρία να διευθύνει σύνολα που τα αποτελούσαν αξιόλογοι επαγγελματίες μουσικοί, παρουσιάζοντας νέα έργα κάθε μήνα, ενώ παράλληλα, διέθετε αρκετό χρόνο και για τους μαθητές του. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά τη διάρκεια αυτής της πολύ δημιουργικής περιόδου συνέθεσε τα πρώτα του αριστουργήματα και τα περισσότερα έργα για το εκκλησιαστικό όργανο. Η ενασχόλησή του συμπεριλάμβανε και πάμπολλα έργα αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα που δεν αποτυπώθηκαν ποτέ σε [[παρτιτούρα]]. Ο Μπαχ ενδιαφερόταν άμεσα για τον αυτοσχεδιασμό, διότι μέσα απ’αυτόναπ’ αυτόν, έβρισκε τα κατάλληλα ερεθίσματα που θα τού χρησίμευαν για τα μεγάλα του έργα, και προκαλούσαν τα συνθετικά του ένστικτα, μιας και απαιτούσαν υψηλό βαθμό προετοιμασίας και εξάσκησης.<ref>JSB, σελ. 147</ref> Τελειοποίησε τον τρόπο γραφής του με εξόχως δραματικές εισαγωγές, ρυθμικές αγωγές και αρμονικά σχήματα που έχουν ως προέλευσή τους τους μεγαλύτερους Ιταλούς συνθέτες της εποχής: Βιβάλντι, Κορέλλι, Τορέλλι, Μαρτσέλλο. Ο Μπαχ θαύμαζε τους συγκεκριμένους μουσικούς, ιδιαιτέρως τον πρώτο, του οποίου πολλά έργα μετέγραψε (κοντσέρτα για έγχορδα και πνευστά) για το εκκλησιαστικό όργανο ή άλλα πληκτροφόρα. Εδώ έγραψε, μεταξύ άλλων, αρκετές Καντάτες{{efn|Πολλές από τις καντάτες που συνέθεσε στην Βαϊμάρη έχουν χαθεί, ενώ και πολλές από τις χρονολογίες γνωστών έργων του αμφισβητούνται. Συνολικά γνωρίζουμε με βεβαιότητα περίπου είκοσι καντάτες του Μπαχ, γραμμένες την περίοδο από τον Μάρτιο του 1714 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1717, αριθμός κατά πολύ μικρότερος από αυτόν που θα ανέμενε κανείς, με δεδομένο πως ήταν υποχρεωμένος να συνθέτει ένα νέο έργο κάθε μήνα (Wolff 2000a, 161-62).}}, τα πρώτα Πρελούδια και Φούγκες που, αργότερα, θα αποτελέσουν τη βάση για το ''[[Το καλοσυγκερασμένο κλειδοκύμβαλο|Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο]]'',<ref>Jan Chiapusso, Bach's World (Scarborough, Ontario: Indiana University Press, 1968), σελ. 168</ref> τις πρώτες ''[[Σονάτες και Παρτίτες για Βιολί σόλο]]'', τη ''[[Φούγκα για Βιολί και Μπάσο Κοντίνουο (BWV 1026)|Φούγκα για Βιολί και Μπάσο Κοντίνουο]]'' (BWV 1026) και πολλά έργα για το εκκλησιαστικό όργανο, μεταξύ των οποίων και το περίφημο ''[[Μικρό βιβλίο για το εκκλησιαστικό όργανο]]'' (''Orgel-Büchlein''), ένα εξαιρετικά πρωτοποριακό έργο αφιερωμένο στον γιό του Βίλχελμ Φρίντεμαν, μεγάλης εκπαιδευτικής σημασίας. Το έργο αυτό δεν ήταν στατικό αλλά δυναμικό, δηλαδή, ο Μπαχ έγραφε μικρές συνθέσεις για το εκκλησιαστικό όργανο που τις τοποθετούσε σε ειδικές θέσεις (θώκους) μέσα στο βιβλίο, τις οποίες είχε προβλέψει εκ των προτέρων όχι απαραίτητα με τη σειρά και, ανάλογα με την εκπαιδευτική τους αξία.<ref>Wolff (2000a), σελ. 127</ref> Η φιλοδοξία του ήταν να το συμπληρώνει διαρκώς, μέχρι την ολοκλήρωσή του μετά από αρκετά χρόνια και ανάλογα με τη δυσκολία των συνθέσεων/ασκήσεων. Το έργο αυτό παρέμεινε ασυμπλήρωτο, υπό την έννοια της αρχικής σκέψης του δημιουργού του, για λόγους που δεν είναι γνωστοί. Το πιθανότερο είναι ότι ο Μπαχ απλώς δεν προλάβαινε να ασχοληθεί με αυτό, λόγω των αυξημένων επαγγελματικών του υποχρεώσεων.<ref>Wolff (2000a), σελ. 129</ref>
 
Στη Βαϊμάρη, ο Μπαχ διέθετε αρκετούς μαθητές, γεγονός που θεωρείται από ορισμένους ενδεικτικό της φήμης που είχε ήδη αποκτήσει ως δάσκαλος. Παρόλα αυτά είναι δύσκολο να εκτιμηθεί κατά πόσο ο αριθμός των μαθητών του ήταν πράγματι μεγαλύτερος του συνηθισμένου, καθώς λόγω της ιδιαιτερότητας του εκκλησιαστικού οργάνου, οι σπουδαστές του ήταν υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων να μάθουν υπό την επίβλεψη του οργανίστα της εκκλησίας ή της Αυλής, ο οποίος είχε και την αποκλειστική ευθύνη για τη χρήση του. Ο Γιόχαν Μάρτιν Σούμπαρτ, ένας από τους μαθητές του από την περίοδο του Μυλχάουζεν, τον ακολούθησε στη Βαϊμάρη και αργότερα τον διαδέχτηκε στη θέση του οργανίστα. Την ίδια θέση ανέλαβε μετά τον Σούμπαρτ ένας ακόμα μαθητής του Μπαχ, ο Γιόχαν Κάσπαρ Φόγκλερ. Άλλοι γνωστοί μαθητές του ήταν ο Γιόχαν Τομπίας Κρεμπς, καθώς και δύο μέλη της οικογένειας Μπαχ, ο Γιόχαν Λόρεντζ (1695-1773), μετέπειρα Κάντορας στο Λαμ, και ο Γιόχαν Μπέρνχαρντ (1700-43), με καταγωγή από το Όρντρουφ. Ο πρώτος, βρέθηκε στη Βαϊμάρη το Φθινόπωρο του 1713 και πιθανώς αναχώρησε τον Ιούλιο του 1717, ενώ ο τελευταίος σπούδασε με τον θείο του περίπου από το 1715 μέχρι τον Μάρτιο του 1719, την ίδια περίοδο με τον Σάμουελ Γκμέλιν (1695-1752)<ref name=grove/>. Ο Γιόχαν Γκότχιλφ Τσίγκλερ (1688-1747), σπουδαστής στο Πανεπιστήμιο του Χάλε που μαθήτευσε επίσης δίπλα στον Μπαχ. Στην αίτησή του, μερικά χρόνια αργότερα, για μία θέση οργανίστα στο Χάλε, επισημαίνει πως είχε διδαχτεί να εκτελεί τα κοράλ «όχι αυτοσχέδια», αλλά σύμφωνα με την «αίσθηση των λέξεων»<ref>''BD'' II αρ. 541 & ''NBR'' αρ. 340, σελ. 336</ref>. Από έναν άλλο μαθητή του στη Βαϊμάρη, τον Φίλιπ Ντάβιντ Κρόιτερ, αντλούνται ορισμένες λεπτομερέστερες πληροφορίες σχετικά με τα μαθήματα που παρέδιδε. Ο Κρόιτερ ταξίδεψε στη Βαϊμάρη από το [[Άουγκσμπουργκ]] και σπούδασε δίπλα στον Μπαχ από τον Μάρτιο του 1712 μέχρι τον Σεπτέμβτιο του 1713, με υποτροφία από τη σχολή του<ref>Williams (2007), σελ. 111-12</ref>. Λίγο μετά την άφιξη του, κατέγραψε τις πρώτες εντυπώσεις του σε αναφορά που έστειλε στη σχολική επιτροπή των υποτροφιών, αναφέροντας πως ο Μπαχ είχε ζητήσει ως αμοιβή εκατό [[τάλερ]]{{efn|Το τάλερ (γερμ. thaler) ήταν ασημένιο νόμισμα της εποχής ίσο με 24 γκρόσεν (γερμ. groschen) ή περίπου 1.14 φλωρίνια. Ο μισθός του Μπαχ το 1714 ήταν 250 φλωρίνια και το 1718 ανερχόταν σε 400 τάλερ (Boyd 2000, xv).}}, την οποία όμως ο Κρόιτερ κατάφερε να διαπραγματευτεί, πληρώνοντας τελικά μόνο ογδόντα. Στην αμοιβή συμπεριλαμβανόταν οικοτροφία, πιθανότατα στην οικία του Μπαχ. Η διδασκαλία διαρκούσε έξι ώρες την ημέρα και ήταν αφιερωμένη κυρίως πάνω στη σύνθεση και σε διάφορα όργανα. Τον υπόλοιπο χρόνο, ο Κρόιτερ είχε τη δυνατότητα να εξασκείται και να αντιγράφει παρτιτούρες, έχοντας ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα έργα του Μπαχ<ref>''BD'' III, αρ. 53a, 53b, 58a & ''NBR'' αρ. 312b, σελ. 318</ref>.
Γραμμή 198:
Τον 20ο αιώνα, ανακαλύφθηκαν πολλά έργα του Μπαχ που θεωρούνταν χαμένα. Με την πάροδο των χρόνων, άρχισε πλέον να γίνεται γνωστή στους κύκλους της παγκόσμιας μουσικής κοινότητας, η μεγάλη τους καλλιτεχνική και εκπαιδευτική αξία. Τότε, άρχισε να αναπτύσσεται και μία προσπάθεια να εκτελούνται τα έργα με αυθεντικά όργανα εποχής και, κατά τρόπο ώστε, το τελικό αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται σε αυτό που ο συνθέτης είχε υποθετικά εξ αρχής στο μυαλό του.
===Επιρροή===
Η επίδραση που άσκησε ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ μέσω του έργου του, είναι καταλυτική. Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι μουσουργοί που έζησαν μετά από αυτόν -ιδιαίτερα εκείνοι του 20ου20ού αιώνα-, επηρεάστηκαν είτε άμεσα (αναρίθμητες μεταγραφές ή διασκευές των έργων του), είτε έμμεσα (νέα έργα βασισμένα πάνω στο ύφος του), μη εξαιρουμένης της μεγάλης εκπαιδευτικής αξίας που τους έχει αποδοθεί. Από τον [[Φέλιξ Μέντελσον-Μπαρτόλντυ|Μέντελσον]] μέχρι τον [[Γκούσταβ Μάλερ|Μάλερ]], από τον [[Ρίχαρντ Βάγκνερ|Βάγκνερ]] μέχρι τον [[Εϊτόρ Βίλλα-Λόμπος|Βίλλα-Λόμπος]], από τον [[Ιγκόρ Στραβίνσκι|Στραβίνσκι]] μέχρι τον [[Ντμίτρι Σοστακόβιτς|Σοστακόβιτς]], από τον [[Άντον Βέμπερν|Βέμπερν]] μέχρι τον [[Άλφρεντ Σνίτκε|Σνίτκε]], από τον [[Φερούτσιο Μπουζόνι|Μπουζόνι]] μέχρι τον [[Μαουρίτσιο Κάγκελ|Κάγκελ]]. Μετά το θάνατό του, έχουν γραφεί πάνω από 300 έργα με πηγή κάποιο ή κάποια έργα του Μπαχ.
 
Ενδεικτικά αναφέρονται: ''Πρελούδιο αρ. 1'' (από το ''[[Το καλοσυγκερασμένο κλειδοκύμβαλο|Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο]]'') του [[Σαρλ Γκουνώ|Γκουνό]], ''Παραλλαγές πάνω σε μία Σαραμπάντα'' του [[Καρλ Ράινεκε|Ράινεκε]], ''Τρία Κοράλ'' του [[Οτορίνο Ρεσπίγκι|Ρεσπίγκι]], ''24 Πρελούδια και Φούγκες'' του [[Ντμίτρι Σοστακόβιτς|Σοστακόβιτς]], ''Από τα Επουράνια'' του [[Ιγκόρ Στραβίνσκι|Στραβίνσκι]], ''Αντιστικτική Φαντασία'' του [[Φερούτσιο Μπουζόνι|Μπουζόνι]], ''Bachianas Brasileiras'' του [[Εϊτόρ Βίλλα-Λόμπος|Βίλλα Λόμπος]], ''Ricercare'' (από τη ''[[Μουσική Προσφορά]]'') του [[Άντον Βέμπερν|Βέμπερν]], διάφορα ''Concerti Grossi'' του [[Άλφρεντ Σνίτκε|Σνίτκε]], ''Sankt Bach Passion'' του [[Μαουρίτσιο Κάγκελ|Κάγκελ]].
Γραμμή 214:
Η χρονολόγηση των έργων του παρουσιάζει εν γένει δυσκολίες. Για το σκοπό αυτό έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορες έμμεσες ενδείξεις, όπως το είδος του χαρτιού, το μελάνι ή η χαρτοδεσία των χειρογράφων και κυρίως οι μεταβολές στο γραφικό χαρακτήρα του Μπαχ στη διάρκεια της ζωής του. Αυτό οδήγησε κατά τη δεκαετία του 1950 σε μία σημαντική αναθεώρηση της πρώτης χρονολόγησής τους, η οποία είχε γίνει με βάση τον κατάλογο έργων του στη βιογραφία του Φίλιπ Σπίτα<ref name=grove/>. Έκτοτε έχουν σημειωθεί και άλλες μικρότερες διαφοροποιήσεις. Η χρονολόγηση των φωνητικών του έργων θεωρείται σήμερα εξαιρετικά ακριβής, αντίθετα το ίδιο δεν ισχύει και για τα έργα ορχηστρικής μουσικής, των οποίων τα πρωτότυπα χειρόγραφα έχουν σε μεγάλο ποσοστό χαθεί.
===Bach-Gesellschaft (BG)===
Η γερμανική εταιρεία ''Bach-Gesellschaft'' (BG) ιδρύθηκε το 1850 με σκοπό τη δημοσίευση ενός συστηματικού καταλόγου έργων του Μπαχ, γνωστός ως ''Bach-Gesellschaft Ausgabe'' (BGA), που εκδόθηκε σταδιακά σε 50 τόμους. Ο πρώτος εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1851 και ο τελευταίος στις 27 Ιανουαρίου του 1900. Η δημιουργία του καταλόγου συνιστά το πρώτο γερμανικό μουσικολογικό εγχείρημα τέτοιας κλίμακας και παρά το γεγονός πως δεν ανταποκρίνεται στα σημερινά πρότυπα κριτικής ανάλυσης των πηγών, υπήρξε εξαιρετικά λεπτομερές και επιστημονικό για την εποχή του<ref>Barbara Wiermann. "Bach-Gesellschaft." ''Grove Music Online. Oxford Music Online''. Oxford University Press, 1 Αυγούστου 2016</ref>.
 
Η εταιρεία διαλύθηκε μετά την έκδοση του τελευταίου τόμου και αμέσως ακολούθησε η ίδρυση της νέας εταιρείας ''Neue Bachgesellschaft'' (NBG), με κύριο σκοπό την έρευνα γύρω από την έργο του. Μεταξύ άλλων, εκδίδει την περιοδική έκδοση ''Bach-Jahrbuch'', με ευρεία θεματολογία γύρω από τη ζωή και το έργο του Μπαχ, διοργανώνει ετήσιο φεστιβάλ μουσικής (''Bachfeste'') και λειτουργεί το Mουσείο Μπαχ (''Bachhaus'') στο Άιζεναχ.