Μιχάλης Κουνελάκης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Γραμμή 12:
Η πρώτη επαγγελματική σκηνοθεσία του Μ. Κουνελάκη στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1925, με την παράσταση ''Οιδίπους Τύραννος'' από τον θίασο Βεάκη – Νέζερ.{{efn|Παράσταση όπου μάλλον ο ρόλος του ήταν διεκπεραιωτικός, καθώς σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής ο Βεάκης και ο Νέζερ επέλεξαν να ακολουθήσουν τη διδασκαλία της παράστασης που είχε σκηνοθετήσει ο Φώτος Πολίτης.}} Η συνεργασία του με τον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη και του Χριστόφορου Νέζερ απέδωσε τρεις ακόμα θεατρικές παραγωγές (''Ο φιλάργυρος'', ''Οι δίδυμοι του Μπράιτον'', ''Σέντζας''). Μετά τη μάλλον απογοητευτική εμπειρία<ref>{{Cite news|url=|title=Η σκηνοθεσία. Η Ελλάς δεν ανέχεται τας ειδικότητας|last=Κουνελάκης|first=Μιχάλης|work=Ελεύθερος Τύπος [Αθήνα]|date=14/06/1925|page=|archive-url=|archive-date=|accessdate=|via=}}</ref> από τη συνεργασία του με τον θίασο Βεάκη–Νέζερ, επικεντρώθηκε επαγγελματικά στη θεατρική κριτική και στη διδασκαλία σε δραματικές σχολές. Ως κριτικός αρθρογράφησε σε εφημερίδες και σε περιοδικά τέχνης (''Πολιτεία'', ''Ελεύθερος Λόγος'', ''Βραδυνή'', ''Μουσικά Χρονικά'' κ.ά.) από τα μέσα της δεκαετίας του '20 έως τα μέσα της δεκαετίας του '30. Τα κριτικά του σημειώματα χαρακτηρίζονταν από τη γνώση και κατανόηση των θεατρικών ρευμάτων της πρωτοπορίας στην Ευρώπη, από την προσπάθεια ανάδειξης της σημασίας του επαγγέλματος του σκηνοθέτη και από την προώθηση ανανεωτικών πρακτικών στον τρόπο συγγραφής των κριτικών κειμένων (διαχωρισμός δράματος από παράσταση, χωριστή τεκμηρίωση των συντελεστών μιας παράστασης). Μέσα, λοιπόν, από τις κριτικές του πήρε μέρος και στη συζήτηση που διεξαγόταν μεταξύ των Ελλήνων διανοούμενων της εποχής για μια σειρά θεωρητικών ζητημάτων αναφορικά με τη θεατρική κριτική.<ref>{{Cite book|title=Η θεατρική κριτική στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, Β' τόμος|first=Βαρβάρα|last=Γεωργοπούλου|publisher=Αιγόκερως|isbn=978-960-322-361-0|year=2008|location=Αθήνα|page=367|quote=}}</ref> Το 1927 έδωσε μία σειρά διαλέξεων για το επάγγελμα του σκηνοθέτη και την έννοια της σκηνοθεσίας. Οι διαλέξεις αυτές συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν σε μονογραφία. Η συγκεκριμένη έκδοση αποτέλεσε το πρώτο και μοναδικό αυτοτελές δοκίμιο που εκδόθηκε στην Ελλάδα έως και το τέλος του Μεσοπολέμου και που αναφερόταν στον ρόλο του σκηνοθέτη.<ref>Γλυτζουρής, Αντώνης. ''ό''.''π''., σ. 165.</ref>
 
Παράλληλα, στις διάφορες δραματικές σχολές, όπου δίδαξε, προσπάθησε να καθιερώσει, τις νέες ευρωπαϊκές ερμηνευτικές και σκηνοθετικές τάσεις (παραστάσεις συνόλου κ.ά.) και να φέρει τους μαθητές του σε επαφή με τη σύγχρονή τους πρωτοποριακή δραματουργία. Επιπλέον, υπήρξε από τους πρώτους που δίδαξαν το μάθημα της σκηνοθεσίας στην Ελλάδα (Εθνικό Ωδείο).<ref>Γλυτζουρής, Αντώνης. ''ό''.''π''., σ. 269.</ref> Επεδίωκε να φέρει τους μαθητές του σε επαφή με τη σύγχρον'''ή''' τους πρωτοποριακή δραματουργία. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, συχνά στις παραστάσεις επίδειξης των δραματικών σχολών επέλεγε και παρουσίαζε μεταξύ άλλων και θεατρικά έργα της πρωτοπορίας, πολλά από τα οποία παίζονταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Κάποια από τα έργα αυτά ήταν: η σουρεαλιστική σάτιρα ''Κνόκ ή ο θρίαμβος της ιατρικής'' του [[Ζυλ Ρομαίν]] (Ωδείο Πειραιά, 1928), το νατουραλιστικό δράμα του [[Άρτουρ Σνίτσλερ]] ''Κληροδότημα'' (Ωδείο Αθηνών, 1928)'','' τα μονόπρακτα του [[Αντόν Τσέχωφ|Αντόν Τσέχοφ]] ''Κύκνειο άσμα'' (Ωδείο Αθηνών, 1929) και ''Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού'' (Ωδείο Αθηνών, 1930) κ.ά.<ref>{{Cite book|title=Εκσυγχρονισμός ή παράδοση; Το θέατρο πρόζας στην Αθήνα του Μεσοπολέμου|first=Αρετή|last=Βασιλείου|publisher=Μεταίχμιο|isbn=960-375-810-8|year=2005|location=Αθήνα|page=178, 203, 263|quote=}}</ref> Σύμφωνα με μαρτυρίες, σε κάποιες από τις παραστάσεις επίδειξης που παρουσίασε συμμετείχε και ως ηθοποιός.<ref>{{Cite book|title=Τα έργα του Τσέχοφ στην ελληνική σκηνή (1902–1993) [διδακτορική διατριβή]|first=Κωνσταντίνος|last=Κυριακός|publisher=Α.Π.Θ. – Τμήμα Φιλολογίας|isbn=|year=1995|location=Θεσσαλονίκη|page=442|quote=}}</ref> Για τις ανάγκες των παραστάσεων αυτών συχνά ο Κουνελάκης μετέφραζε και διασκεύαζε ο ίδιος τα θεατρικά κείμενα (Τσέχοφ, Χάουπτμαν), αρκετά από τα οποία —σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής— αποδίδονταν με τους τίτλους παραλλαγμένους σε σημαντικό βαθμό, π.χ. το ''Κύκνειο άσμα'' του Τσέχοφ αποδόθηκε ως ''Τραγικός χωρίς να το θέλει''. Τον ρόλο του μεταφραστή τον διατήρησε και ως ανεξάρτητη επαγγελματική ιδιότητα, μεταφράζοντας και για επαγγελματικούς θιάσους (''Τιτάνικ Βαλς'', θίασος Κοτοπούλη κ.ά.).
 
Στα τέλη του 1932 δημιούργησε τον θίασο «Καλλιτεχνικόν Θέατρον Αθηνών» με τη συμμετοχή νέων ηθοποιών, οι οποίοι είχαν υπάρξει μαθητές του. Ο Μ. Κουνελάκης είχε αναλάβει τη διεύθυνση του θιάσου, τη σκηνοθεσία των παραστάσεων και ενίοτε και τις μεταφράσεις των έργων. Αρχικά, ο θίασος έδωσε κάποιες παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (''Πειρασμός'', ''Ο θειόκας ονειρεύθηκε'') και έπειτα εγκαταστάθηκε για λίγους μήνες στο Θέατρο Ατλαντίς (Εξάρχεια).<ref>Βασιλείου, Αρετή. ό.''π''., σ. 64.</ref> Από τον Μάιο ως τον Αύγουστο του 1933 παρουσίασε δώδεκα θεατρικές παραγωγές έργων, κυρίως του σύγχρονου ξένου δραματολογίου. Το ελληνικό ρεπερτόριο του θιάσου απαρτιζόταν από τέσσερα ελληνικά θεατρικά έργα νέων συγγραφέων (''Αγάπες'' του Δ. Μπόγρη, ''Χρυσές καρδιές'' του Τ. Ραυτόπουλου, ''Η εξέλιξις'' του Γ. Κούρτη και ''Καμπούρης'' του Κ. Βαλασίδη). Η κριτική αρχικά ήταν θετική ως προς την προσπάθεια δημιουργίας ενός θιάσου με καλλιτεχνικές βλέψεις. Στην πορεία όμως, η πλειονότητα των κριτικών αδιαφόρησε για τις παραστάσεις του θιάσου ή ήταν επικριτική.<ref>Γεωργοπούλου, Βαρβάρα (Α' τόμος). ''ό''.''π''., σ. 197–198</ref> Υπάρχουν αρνητικές αναφορές άλλοτε για την ποιότητα των παραστάσεων και των ερμηνειών άλλοτε για τις επιλογές του δραματολογίου. Ο Κουνελάκης, σε αντίθεση με τις παραστάσεις επίδειξης των δραματικών σχολών, όπου συχνά επέλεγε να παρουσιάσει έργα που θεωρούνταν ότι ανήκαν στην πρωτοπορία της εποχής, όταν δημιούργησε το δικό του θεατρικό σχήμα, ακολούθησε την επικρατούσα παράδοση με το ανέβασμα συμβατικών έργων ρεαλισμού —τα γνωστά «καλοφτιαγμένα» έργα— και βουλεβάρτων.<ref>Βασιλείου, Αρετή. ''ό''.''π''., σ. 330.</ref> Οι επιλογές αυτές μάλλον καθορίστηκαν από τις οικονομικές ανάγκες του θιάσου. Στη συνέχεια ο θίασος συνεργάστηκε με τον παλαίμαχο τότε ηθοποιό Θεμιστοκλή Νέζερ, με τη βοήθεια του οποίου παρουσίασε μια σειρά παραστάσεις σε διάφορα μέρη στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. Η προσπάθεια αυτή με τα τότε θεατρικά δεδομένα θύμιζε περισσότερο μπουλούκι, ίσως με βάση τις σημερινές θεατρικές πρακτικές να μπορεί να ιδωθεί ως μια πρώιμη προσπάθεια θεατρικής αποκέντρωσης.<ref>{{Cite book|title=Η απαγωγή της Σμαράγδως [θεατρικό πρόγραμμα]|first=Γιώργος|last=Χατζηδάκης|publisher=Εθνικό Θέατρο|isbn=|year=1995|chapter=Αναζητώντας τον Μιχάλη Κουνελάκη|location=Αθήνα|page=20|quote=}}</ref>