Μαξιμίλιαν φον Βάιξ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Διάσωση 1 πηγών και υποβολή 0 για αρχειοθέτηση.) #IABot (v2.0.8
Minisberg (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 35:
Ο '''Μαξιμίλιαν φον Βάιξ''' {{efn|To πλήρες όνομα είναι Μαξιμίλιαν Μαρία Γιόζεφ Καρλ Γκάμπριελ Λάμοραλ, Ράιχσφραϊχερ φον ουντ τσου Βάιξ αν ντερ Γκλον (''Maximilian Maria Joseph Karl Gabriel Lamoral Reichsfreiherr von und zu Weichs an der Glon''<ref name="ABR">Miller, Michael D. & Collins, Gareth: [http://web.archive.org/web/20091027101703/http://geocities.com/~orion47/WEHRMACHT/HEER/Generalfeldmarschall/WEICHS_MAXIMILIAN.html ''Generalfeldmarschall Maximilian Maria Joseph Reichsfreiherr von und zu Weichs'']. Άρθρο από τον ιστοχώρο [http://web.archive.org/web/20091027101703/http://geocities.com/~orion47/ Axis Biographical Research] {{en}}</ref><ref group="Σημ.">Η ονομασία που έχει επικρατήσει για τον Βάιξ είναι «Μαξιμίλιαν φον Βάιξ», αλλά συνηθίζεται επίσης να αποκαλείται και με τον τίτλο «Φράιχερ» (Μαξιμίλιαν Φράιχερ φον Βάιξ) ή «Ράιχσφραϊχερ» (Μαξιμίλιαν Ράιχσφραϊχερ φον Βάιξ) που αποδίδεται στα ελληνικά ως «βαρώνος». Σπανιότερα προστίθεται και το «αν ντερ Γκλον» μετά το «Βάιξ»</ref>}} ([[12 Νοεμβρίου]] [[1881]] – [[27 Σεπτεμβρίου]] [[1954]], απαντάται και ως '''Μαξιμίλιαν φον Βάιχς''') ήταν [[Γερμανοί|Γερμανός]] στρατιωτικός, που κατά τον [[Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος|Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο]] έφτασε τον βαθμό του [[στρατάρχης|στρατάρχη]]. Ήταν γνωστός για τα βάρβαρα αντίποινα κατά του άμαχου πληθυσμού. Για παράδειγμα, για κάθε Γερμανό στρατιώτη ο οποίος τραυματιζόταν, είχε εκδόσει οδηγία να σκοτώνονται 100 ντόπιοι άντρες.{{sfn|Kay|2013|p=961|ps=:On May 19, General Maximilian von Weichs, commander of the Second Army, ominously stipulated that one hundred Serbs should be shot for every German soldier who “came to harm” in any Serb attack}}
 
Γόνος παλιάς γερμανικής αριστοκρατικής οικογένειας, [[Βαυαρία|Βαυαρός]] στην καταγωγή και πιστός [[Καθολική εκκλησία|καθολικός]], ο Βάιξ γεννήθηκε στο [[Ντέσαου]]. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε νεαρή ηλικία και ακολούθησε τη σταδιοδρομία του αξιωματικού του Ιππικού. Ήταν από τους ελάχιστους που επελέγησαν για επιτελική εκπαίδευση στον Αυτοκρατορικό Γερμανικό Στρατό και από τους ακόμη λιγότερους που κατάφεραν να την ολοκληρώσουν επιτυχώς.<ref name=hurter5455 /> Στον [[Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος|Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο]] έλαβε μέρος υπηρετώντας σε επιτελικές θέσεις μεγάλων σχηματισμών, τελειώνοντας τον πόλεμο ως πολυπαρασημοφορημένος λοχαγός του Γενικού Επιτελείου σε Σώμα Στρατού. Εξασφαλίζοντας την παραμονή του στον «Στρατό των 100.000 ανδρών» και των 4.000 αξιωματικών που επέβαλε η [[Συνθήκη των Βερσαλλιών]] στην ηττημένη [[Γερμανία]], κατέλαβε κατά τη δεκαετία του 1920 επιτελικές θέσεις σε διάφορους σχηματισμούς Ιππικού. Από το 1928 και έπειτα κατέλαβε διοικητικές θέσεις. Όταν ο [[Αδόλφος Χίτλερ]] ανέβηκε στην εξουσία το 1933, ο Βάιξ ήταν ήδη [[Συνταγματάρχης]]. Τα επόμενα χρόνια διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην ανάπτυξη των σχηματισμών τεθωρακισμένων της [[Βέρμαχτ]].
 
Διοικητής Σώματος Στρατού όταν ξέσπασε ο [[Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος]], ο Βάιξ ηγήθηκε του Σώματός του στην Πολωνική Εκστρατεία, καταλαμβάνοντας το [[Λβοφ]] και λαμβάνοντας μέρος στην πολιορκία της [[Βαρσοβία]]ς. Ως διοικητής της 2ης Στρατιάς ξεχώρισε στην εισβολή στην [[Γαλλία]] το 1940 και κέρδισε τον [[Σταυρός των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού|Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού]]. Επικεφαλής της ίδιας Στρατιάς κατέλαβε τη [[Γιουγκοσλαβία]] σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τον Απρίλιο του 1941. Για την αντιμετώπιση των Γιουγκοσλάβων ανταρτών γρήγορα εξέδωσε σκληρές διαταγές αντιποίνων για εκτελέσεις αμάχων πολιτών. Κατά την εισβολή στη [[Σοβιετική Ένωση]] οι μονάδες του Βάιξ συνέλαβαν εκατοντάδες χιλιάδες αιχμαλώτους, πριν σταματήσουν μπροστά από τη [[Μόσχα]]. Ως διάδοχος του Στρατάρχη [[Φέντορ φον Μποκ]] ανέλαβε καθήκοντα διοικητή της Ομάδας Στρατιών «Β» τον Ιούλιο του 1942 και συνέδεσε το όνομά του με την καταστροφή της 6ης Στρατιάς στο [[Στάλινγκραντ]], λίγο μετά το πέρας της οποίας προήχθη σε στρατάρχη.
 
Μετά από ανενεργό παραμονή εβδομάδων στην εφεδρεία, ο Βάιξ ανέλαβε καθήκοντα Ανώτατου Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ομάδας Στρατιών «F» στα [[Βαλκάνια]]. Είχε μερική επιτυχία στον αφοπλισμό των ιταλικών στρατευμάτων, όταν τα τελευταία αποχώρησαν από τον πόλεμο το 1943 και στην ανελέητη καταπολέμηση των Γιουγκοσλάβων και Ελλήνων ανταρτών, τόσο με στρατιωτικά όσο και με διπλωματικά μέσα. Το 1944/45 επέβλεψε τις σκληρές μάχες με τους Σοβιετικούς και τους αντάρτες του [[Γιόσιπ Μπροζ Τίτο|Τίτο]], ενώ οργάνωσε την τακτική υποχώρηση των μονάδων του μέσω των Βαλκανίων κόντρα στις εντολές του Χίτλερ, πριν συνταξιοδοτηθεί τον Μάρτιο του 1945.
Γραμμή 47:
Ο Μαξιμίλιαν φον Βάιξ γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1881 στο [[Ντέσαου]]<ref name="HH668">Hürter (2006), σ. 668</ref> και ήταν γόνος της αριστοκρατικής [[Βάιξ (οικογένεια)|οικογένειας των Βάιξ]], της οποίας οι ρίζες έφταναν ως την εποχή της [[Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]], με καταγωγή από την άνω [[Βαυαρία]], ο δε κλάδος της οικογένειας του Βάιξ από το Πριγκηπάτο της [[Κολωνία]]ς.<ref>Hürter (2006), σ. 30</ref> Ο πατέρας του, Όττο, ήταν [[Ίλαρχος]] ([[Λοχαγός]] του [[Ιππικό|Ιππικού]]), Σταυλάρχης του Δούκα του [[Άνχαλτ]], νυμφευμένος επίσης με ευγενή, την Αυγούστα Σοφία, Βαρώνη του Ρέντβιτς (Auguste Sophie, Freiin von Redwitz)<ref>Hürter (2006), σ. 32 (για τον βαθμό) και 668</ref> η οποία καταγόταν από την πρωτεύουσα της Βαυαρίας, το [[Μόναχο]].<ref name="HME276">Stahl (1998), σ. 276</ref> Ο νεαρός Μαξιμίλιαν φοίτησε στο σχολείο του Ντέσαου ως το 1895.<ref name="DGG155">Heuer (1997), σ. 155</ref> Εκείνη τη χρονιά έμεινε ορφανός από πατέρα και μετοίκησε, όντας μοναχογιός,<ref name="LDW" /> με τη μητέρα του στο Μόναχο.<ref name="HME276" /> Εκεί φοίτησε στο Γυμνάσιο «Βίλχελμ» και πήρε το απολυτήριό του το 1900.<ref name="DG247">Moll (1961), σ. 247</ref> Ως Βαυαρός, ο Βάιξ ήταν [[Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία|καθολικός]] το θρήσκευμα. Ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενος και αφοσιωμένος στην πίστη του, κάτι που τον χαρακτήριζε μέχρι το τέλος της ζωής του.<ref name="HFM205">Mitcham (1988), σ. 205</ref>
 
Μετά το Γυμνάσιο ο Βάιξ αποφάσισε να ακολουθήσει τη σταδιοδρομία του στρατιωτικού, κατόπιν δικής του επιθυμίας.<ref name="LDW">Altenburger, Andreas: [http://www.lexikon-der-wehrmacht.de/Personenregister/W/WeichsMFv.htm ''Generalfeldmarschall Maximilian Freiherr von Weichs'']. Άρθρο από τον ιστοχώρο Lexikon der Wehrmacht {{de}}</ref> Λόγω της ευγενούς του καταγωγής και του επαγγέλματος του πατέρα του επέλεξε το Όπλο του Ιππικού, το κατεξοχήν όπλο των ευγενών, το οποίο στον [[Αυτοκρατορικός Γερμανικός Στρατός|Αυτοκρατορικό Γερμανικό Στρατό]] έχαιρε τεράστιας εκτίμησης και προσέδιδε κοινωνικό κύρος.<ref>Hürter (2006), σ. 31 και 47</ref> Με το υπόβαθρο που διέθετε, ο Βάιξ εισήλθε ως Δόκιμος Αξιωματικός (''Fahnenjunker'') στις 15 Ιουλίου 1900<ref name="HH668" /> στο Βασιλικό Βαυαρικό 2ο Σύνταγμα Βαρέος Ιππικού «Αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος της Αυστρίας–Έστε» (''Königlich Bayerisches 2. Schweres-Reiter-Regiment „Erzherzog Franz Ferdinand von Österreich-Este“'') στο [[Λάντσχουτ]].<ref name="DGG155" /> Τόσο η έδρα του, η πόλη του Λάντσχουτ, όσο και η μακραίωνη στρατιωτική παράδοση του, η οποία χρονολογούνταν από το 1815, καθιστούσαν το Σύνταγμα του Βάιξ έναν πρώτης τάξης, ελιτίστικο σχηματισμό.<ref>Hürter (2006), σ. 48. Για το 2ο Σύνταγμα Βαρέος Ιππικού πβ. και Schulz, Hugo F. W. (1992): ''Die Bayerischen, Sächsischen und Württembergischen Kavallerie-Regimenter 1913/14''. Weltbild 1992, ISBN 3-89350-342-0 {{de}}</ref> Εκεί απέκτησε το βαθμό του [[Λοχίας|Λοχία]] (''Unteroffizier'') την 1η Δεκεμβρίου 1900 και έγινε [[Ανθυπασπιστής]] (''Fähnrich'') στις 8 Φεβρουαρίου 1901. Ολοκληρώνοντας με επιτυχία τη βασική του εκπαίδευση, ο Βάιξ στάλθηκε κατόπιν στην «Πολεμική Σχολή» Μονάχου (''Kriegsschule München'') τον Μάρτιο του 1901. Από εκεί αποφοίτησε το [[Φεβρουάριος|Φεβρουάριο]] του επόμενου έτους. Στις 9 Μαρτίου 1902, επέτειο της ενθρόνισης του Αυτοκράτορα [[Φρειδερίκος Γ´ της Γερμανίας|Φρειδερίκου Γ΄]], ορκίστηκε [[Ανθυπολοχαγός|Ανθυπίλαρχος]].<ref name="HH668" />
 
Τα επόμενα χρόνια ο Βάιξ τα πέρασε υπηρετώντας στο Σύνταγμά του. Φαίνεται πως ήταν ξεχωριστός αξιωματικός, καθώς το Φεβρουάριο του 1906 έγινε [[Υπασπιστής]] του Συντάγματός του. Η θέση αυτή ήταν συνήθως προοίμιο της σταδιοδρομίας του αξιωματικού στο Γενικό Επιτελείο.<ref>Hürter (2006), σ. 54 και 668</ref> Οι επιτελικοί αξιωματικοί αποτελούσαν την ελίτ του Αυτοκρατορικού Γερμανικού Στρατού. Απολάμβαναν υπεροχής έναντι των υπολοίπων αξιωματικών, όχι μόνο διότι δεν πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή, αλλά και επειδή είχαν ταχύτερη βαθμολογική ανέλιξη.<ref>Hürter (2006), σ. 54</ref> Από τον Οκτώβριο του 1908 ως τον Σεπτέμβριο του 1910 βρισκόταν με μετάθεση στη Στρατιωτική Σχολή Ιππικού.<ref name="HH668" /> Η είσοδος στις τάξεις των Αξιωματικών Επιτελείου, οι οποίοι έφεραν τη χαρακτηριστική κόκκινη ρίγα στα παντελόνια τους, θεωρούνταν δύσκολη· οι αξιωματικοί που επιλέγονταν αρχικά με αυστηρά κριτήρια έπρεπε να έχουν το ελάχιστο οκτώ χρόνια υπηρεσίας, να έχουν διακριθεί μέσω της υπηρεσίας τους αυτής και επιπλέον να έχουν καλή αξιολόγηση από τους ανωτέρους τους και κατόπιν να περάσουν μέσα από μια ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία, κατά την οποία πολλοί αποτύγχαναν. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι επιτελικοί αξιωματικοί αποτελούσαν μόλις το 2,25% του συνόλου του σώματος.<ref name=hurter5455>Hürter (2006), σ. 54–55</ref>
Γραμμή 58:
Τον Δεκέμβριο του 1916 ο Βάιξ βρέθηκε με απόσπαση στην Ανώτατη Διοίκηση του Αποσπάσματος Στρατιών Α, θέση την οποία διατήρησε ως τον Απρίλιο του 1917. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους έλαβε μία ακόμη απόσπαση για την αναπληρωματική Γενική Διοίκηση του II Βαυαρικού Σώματος Στρατού και από τον Απρίλιο ως τον Μάιο του 1918 στη Γενική Διοίκηση του XV Εφεδρικού Βαυαρικού Σώματος Στρατού. Εκεί έλαβε το δεύτερο υψηλότερο παράσημο (κατώτερο μόνο του ''[[Pour le mérite]]'') της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, τον Σταυρό των Ιπποτών του [[Βασιλικό Πρωσικό Τάγμα του Οίκου των Χοεντσόλερν|Βασιλικού Πρωσικού Τάγματος του Οίκου των Χοεντσόλερν]] με διεμβολή Ξιφών, το οποίο του απονεμήθηκε στις 22 Απριλίου 1918. Τον Νοέμβριο του 1918 υπεγράφη η ανακωχή μεταξύ των Κεντρικών Δυνάμεων και της Αντάντ. Τον Δεκέμβριο του 1918, με τον Γερμανικό Στρατό να επιστρέφει πίσω στη Γερμανία, ο Βάιξ έλαβε τη θέση του στο Γενικό Επιτελείο του ΙΙ Βαυαρικού Σώματος Στρατού.<ref>Hürter (2006), σ. 71 (ιεραρχική διάταξη του Βασιλικού Πρωσικού Τάγματος του Οίκου των Χοεντσόλερν) και 668–669 (βιογραφικά στοιχεία)</ref>
 
Εκτός από τις δύο τάξεις του Σιδηρού Σταυρού και το Τάγμα του Οίκου των Χοεντσόλερν, ο Βάιξ εξήλθε από τον πόλεμο και με αρκετά ακόμη παράσημα.<ref name="ABR" /> Ως επιτελικός αξιωματικός, ο Βάιξ είχε μάλλον περιορισμένες εμπειρίες από το πεδίο της μάχης. Χαρακτηριστικό είναι πως στα απομνημονεύματά του οι εμπειρίες που καταγράφονται από τον [[Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος|Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο]] είναι περιορισμένες.<ref>Hürter (2006), σ. 74</ref> Αυτές μετά τον πόλεμο τις συνόψισε με τα λόγια ''«Έτσι γνώρισα ήδη τότε τη φρίκη του πολέμου'' […] ''ειδικά τις καταστροφές ''[από]'' τον σύγχρονο πόλεμο υλικών»''.<ref name="Hürter 2006, σ. 80">Hürter (2006), σ. 80</ref>
 
== Μεσοπόλεμος ==
Γραμμή 73:
Την 1η Φεβρουαρίου 1933, δύο μόλις ημέρες μετά την ορκωμοσία του Χίτλερ στην Καγκελαρία του Ράιχ, ο Βάιξ ανέλαβε τη θέση του Αρχηγού του Πεζικού ΙΙΙ.<ref name="HME276" /> Στρατηγοί της ηλικίας του ήταν γενικά ικανοποιημένοι από την επικράτηση των [[εθνικοσοσιαλισμός|εθνικοσοσιαλιστών]] και ο Βάιξ δεν αποτελούσε εξαίρεση. ''«Η υποδούλωση μέσω της Συνθήκης των Βερσαλλιών»'', έγραφε αργότερα, ''«διχόνοια των πολιτικών κομμάτων, μόνιμη εναλλαγή καθεστώτων, οικονομικές κρίσεις, ''[που είχαν]'' ως συνέπεια την αύξηση'' [της επιρροής] ''του κομμουνισμού, μας κατέστησαν ευάλωτους στις υποσχέσεις των εθνικοσοσιαλιστών»'' με απολογητικό τόνο.<ref name="HH111">Hürter (2006), σ. 111</ref> Ο Βάιξ ήταν μάλλον επιφυλακτικός απέναντι στον Χίτλερ και το καθεστώς του. Η θρησκευτικότητά του, η αριστοκρατική του καταγωγή και η προσπάθειά του να διατηρηθεί η απολιτική φύση του στρατεύματος τον έκαναν να τηρεί τις αποστάσεις του, χωρίς να απορρίψει το νέο καθεστώς. Από την άλλη πλευρά, η σχεδιαζόμενη επέκταση των ενόπλων δυνάμεων, η κρατική σταθερότητα και η αποκατάσταση του γερμανικού κύρους ήταν αρκετά για να διαμορφώσουν μια ανεκτική στάση απέναντι σε πιο ριζοσπαστικά στοιχεία του «κινήματος».<ref name="HFM206" /><ref>Hürter (2006), σ. 127</ref> Έτσι τον Μάρτιο του 1933 ο Βάιξ αντέδρασε στην ενασχόληση του [[Ράιχσταγκ]] με την τοποθεσία της στρατιωτικής εκκλησίας στο [[Πότσδαμ]].<ref name="HME276" />
[[Αρχείο:Bundesarchiv Bild 183-H12262, Nürnberg, Reichsparteitag, Tag der Wehrmacht.jpg|thumb|right|12 Σεπτεμβρίου 1938: Ο Στρατηγός του Ιππικού Μαξιμίλιαν φον Βάιξ, Διοικών Στρατηγός του XII Σώματος Στρατού στη Νυρεμβέργη (άκρη δεξιά) παρίσταται στο Κομματικό Συνέδριο της Νυρεμβέργης του 1938, μαζί με σημαίνουσες προσωπικότητες της στρατιωτικής ηγεσίας του Γερμανικού Ράιχ. Από αριστερά προς τα δεξιά: Στρατηγός των Ιπταμένων [[Έρχαρντ Μιλχ]], Στρατηγός του Πυροβολικού [[Βίλχελμ Κάιτελ]], Αρχιστράτηγος [[Βάλτερ φον Μπράουχιτς]] και ο Αρχιναύαρχος Δρ. φιλ. ε.τ. [[Έριχ Ρέντερ]].]]
Την 1η Απριλίου 1933 ο Βάιξ εισήλθε στις τάξεις των ανώτατων αξιωματικών της Ράιχσβερ με την προαγωγή του στον βαθμό του [[υποστράτηγος|υποστράτηγου]], ενώ τον [[Οκτώβριος|Οκτώβριο]] του 1933 μετατέθηκε στο Επιτελείο της 3ης Μεραρχίας Ιππικού στη [[Βαϊμάρη]], τη διοίκηση της οποίας ανέλαβε επισήμως τον ίδιο [[Δεκέμβριος|Δεκέμβριο]].<ref name="HH669" /> Στο μεταξύ, στο [[Βερολίνο]] δρομολογούνταν οι εξελίξεις για την επέκταση του Στρατού. Ο νέος Υπουργός Άμυνας, Αρχιστράτηγος [[Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ]] συνέδεσε το όνομά του με την προσπάθεια αυτή. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1934 δρομολογήθηκαν οι εξελίξεις για τον τριπλασιασμό του στρατιωτικού προσωπικού, προς όφελος των παλαιών στρατιωτικών, οι οποίοι είδαν τη σταδιοδρομία τους να απογειώνεται, αν διέθεταν την πολιτική ευελιξία να αποφύγουν τις εκάστοτε διώξεις που εξαπέλυε εναντίον εν δυνάμει εμποδίων του το καθεστώς. Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιήθηκε μια στροφή στο μέχρι τότε δόγμα, με την καθιέρωση ρηξικέλευθων όπλων όπως τα Τεθωρακισμένα και η Αεροπορία. Υπερνικώντας τις αντιρρήσεις των συντηρητικών αξιωματικών, όπως του [[Βέρνερ Φράιχερ φον Φριτς]] και του [[Λούντβιχ Μπεκ]], ο Μπλόμπεργκ διέταξε την μετατροπή των τριών μεραρχιών Ιππικού σε Μεραρχίες Πάντσερ (Τεθωρακισμένων).<ref>Mitcham (1988), σ. 31–33</ref>
 
Ο Βάιξ φαίνεται πως πέτυχε ικανοποιητικά αποτελέσματα στη νέα αποστολή του, καθώς στην ιστορία της 1ης Μεραρχίας Πάντσερ αναφέρεται πως ο Βάιξ αφιερώθηκε ''«με μετριοπάθεια'' […] ''και σιγουριά»'',<ref name="HME277">Stahl (1998), σ. 277</ref> σε αυτήν, παρά το γεγονός πως για αυτόν ήταν μια οδυνηρή διαδικασία η διάλυση μιας μονάδας του Όπλου του.<ref name="Hürter 2006, σ. 80"/> Ο [[Χάιντς Γκουντέριαν]], ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση της 2ης Μεραρχίας Πάντσερ, ανέφερε αργότερα πως είχε τον Βάιξ, τον οποίο γνώριζε, ''«σε υψηλή εκτίμηση, τόσο ως στρατιώτη όσο και άνθρωπο»''.<ref>Guderian & Macksey, (2002), σ. 403</ref> Στις 20 Απριλίου 1935, την ημέρα των 46ων γενεθλίων του Χίτλερ, ο Βάιξ προήχθη σε [[αντιστράτηγος|αντιστράτηγο]].<ref name="HH669" /> Επισήμως οι τρεις μεραρχίες Πάντσερ δημιουργήθηκαν στις 15 Οκτωβρίου 1935.<ref>Mitcham (1988), σ. 33</ref> Διατηρώντας τη θέση του αυτή, από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο του 1936<ref name="HH669" /> ανέλαβε καθήκοντα αναπληρωματικού διοικητή του VII Σώματος Στρατού με έδρα το [[Μόναχο]], αναπληρώνοντας τον [[Βάλτερ φον Ράιχεναου]], που βρισκόταν σε αποστολή στην [[Κίνα]].<ref name="HFM206" />
Γραμμή 79:
Στις 2 Οκτωβρίου 1936 ο Βάιξ προήχθη στον επόμενο βαθμό του, αυτόν του Στρατηγού του Ιππικού (General der Kavallerie). Ενώ η κύρια ενασχόλησή του ήταν αυτή της ανάπτυξης των μηχανοκίνητων σχηματισμών, ο Βάιξ δεν προήχθη στον νεοσύστατο βαθμό του Στρατηγού των Τεθωρακισμένων αλλά, επιθυμώντας να διατηρήσει τους δεσμούς του με το αγαπημένο του Όπλο, προτίμησε να προαχθεί σε Στρατηγό του Ιππικού, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό.<ref>Mitcham (2008), σ. 57</ref> Την 1η Οκτωβρίου 1937 ονομάστηκε Διοικών Στρατηγός του XIII Σώματος Στρατού στη [[Νυρεμβέργη]].<ref name="HME277" /> Στη θέση αυτή ο Βάιξ κατάφερε να εδραιώσει την αξιοπιστία του, ανεβαίνοντας στην εκτίμηση των Ναζί. Η πόλη της Νυρεμβέργης ήταν επίσης η έδρα του [[Γιούλιους Στράιχερ]], αντισημίτη και δημαγωγού πολιτικού, γνωστού και για το αντιχριστιανικό κήρυγμα που εξαπέλυε από την προπαγανδιστική εφημερίδα του «[[Der Stürmer]]».<ref>Rees (2005), σ. 20. Αναφέρεται ενδεικτικά μια δήλωση του Στράιχερ: ''«Μονάχα σε ένα–δύο σημεία μπορεί να συγκριθεί ο [[Χριστός]] με τον Χίτλερ και αυτό γιατί ο Χίτλερ είναι πολύ μεγάλος για να συγκριθεί με κάποιον τόσο μικρό»''. (Rees, ό.π.)</ref> Ο Βάιξ κατόρθωσε να συγκρατήσει τον εαυτό του και να μην συγκρουστεί με τον Στράιχερ. Αυτό αποδόθηκε κυρίως στην διπλωματικότητα και την ευφυΐα του.<ref name="HME277" /> Ωστόσο δεν κατάφερε να αποφύγει τις διαφωνίες με τον θερμόαιμο [[Γκάουλαϊτερ]]. Αυτό σε συνδυασμό με την αφοσίωσή του στον Καθολικισμό προκάλεσαν τις υποψίες υψηλόβαθμων Ναζί.<ref name="DG251">Moll (1961), σ. 251</ref> Ευτυχώς για τον ίδιο, η ενασχόλησή του με την διοργάνωση των [[Κομματικό συνέδριο της Νυρεμβέργης|Κομματικών Συνεδρίων της Νυρεμβέργης]] ευχαρίστησε ιδιαίτερα τον Χίτλερ. Ο Βάιξ αποκαλούσε εκεί τον εαυτό του «ένα σταυροδρόμι μεταξύ υπαξιωματικού επιδείξεων και σκηνοθέτη». Η επιτυχία του συνεδρίου εξασφάλισε την θέση του Βάιξ και απέτρεψε την εκδίωξή του με το κύμα συνταξιοδοτήσεων της επόμενης χρονιάς.<ref name="HFM206" />
 
Το επόμενο έτος ξεκίνησε με το [[σκάνδαλο Φριτς-Μπλόμπεργκ]], που οδήγησε στην έξοδο του Στρατάρχη Μπλόμπεργκ και του Αρχιστράτηγου Φριτς από την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο νέος Ανώτατος Διοικητής του Στρατού [[Βάλτερ φον Μπράουχιτς]] «εκκαθάρισε» το στράτευμα, συνταξιοδοτώντας αντιδραστικούς αξιωματικούς και προετοιμάζοντας το έδαφος για την εφαρμογή της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του Χίτλερ.<ref>Mitcham (1988), σ. 270</ref> Παρά την αναταραχή που προκάλεσε η αποπομπή των Μπλόμπεργκ και Φριτς, ο [[Αδόλφος Χίτλερ|Χίτλερ]] κατάφερε να καθησυχάσει προσωπικά τους στρατηγούς του.<ref>Hürter (2006), σ. 147</ref> Τον ίδιο Μάρτιο ο Βάιξ εισήλθε με το Σώμα Στρατού του στην [[Αυστρία]], καταλαμβάνοντάς την αναίμακτα και ενσωματώνοντάς την στο Γερμανικό Ράιχ ([[Άνσλους|Άνσλους - η προσάρτηση της Αυστρίας]]).<ref name="DGG156" /> Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε ήταν ιδιαίτερα χαρμόσυνη και ο Βάιξ έγραφε πως ''«ποτέ ξανά δεν είχα ζήσει τέτοια χαρά»''.<ref>Hürter (2006), σ. 149</ref>
 
Η επιτυχία του Άνσλους κατόρθωσε να επισκιάσει την κρίση των προηγούμενων μηνών. Με αναπτερωμένη πλέον αισιοδοξία ο Χίτλερ στράφηκε προς την Τσεχοσλοβακία, αποσκοπώντας να ενσωματώσει στη Γερμανία τα 2,9 εκατομμύρια Γερμανών που κατοικούσαν στη [[Σουδητία]] (Sudetendeutsche). Το κράτος της Τσεχοσλοβακίας αρνήθηκε να ικανοποιήσει αυτή την απαίτηση. Μετά τη δολοφονία δύο Γερμανών Σουδητών, οι Τσεχοσλοβάκοι, που σε καιρό ειρήνης διέθεταν στρατό 200.000 ανδρών και 50.000 εφέδρων, προέβησαν σε δύο επιστρατεύσεις, μια μερική τον Μάιο και μια γενική τον Σεπτέμβριο του 1938, φτάνοντας έτσι σε σχηματισμό στρατού 380.000 και 1,5 εκατομμυρίου ανδρών αντίστοιχα. Οι εξελίξεις αυτές θορύβησαν τη διεθνή διπλωματία, αφού υπήρχε (από το 1935) σύμφωνο στρατιωτικής υποστήριξης της Τσεχοσλοβακίας και από τη Γαλλία και από τη Ρωσία, θορύβησε όμως κυρίως υψηλόβαθμους Γερμανούς στρατιωτικούς, οι οποίοι διέβλεπαν έναν νέο πανευρωπαϊκό πόλεμο προ των πυλών, τον οποίο η Γερμανία φοβόταν πως θα έχανε. Ο Μπεκ προσπάθησε να παρακινήσει τους συναδέλφους του να αντιδράσουν με μια σειρά συναντήσεων και υπομνημάτων.<ref>Mitcham (1988), σ. 51–53</ref> Στις συζητήσεις αυτές συμμετείχε και ο Βάιξ.<ref>Hürter (2006), σ. 150</ref> Τελικώς ο Μπεκ βρέθηκε χωρίς συμμάχους και τον Αύγουστο υπέβαλε την παραίτησή του. Οι εναπομείναντες στρατηγοί προσπάθησαν να οργανώσουν πραξικόπημα, σε περίπτωση που η σχεδιαζόμενη στρατιωτική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία ([[Περίπτωση «Πράσινο»]]) λάμβανε χώρα και προκαλούσε νέο πόλεμο.<ref>Mitcham (1988), σ. 57</ref> Ο Βάιξ ήταν ωστόσο απρόθυμος να συμμετέχει σε κάτι τέτοιο, παρουσιάζοντας μια ιδιότυπη στάση έναντι της αντίστασης, γράφοντας πως στρατιωτικά κινήματα συνέβαιναν μέχρι τότε ''«μόνο στους λαούς των Βαλκανίων και σε λατινοαμερικανικά κράτη, οδηγώντας τα σε διαρκείς αναταραχές»''.<ref>Hürter (2006), σ. 133</ref>
Γραμμή 87:
Τον ίδιο Νοέμβριο ξέσπασε στη Γερμανία ένα εκτεταμένο [[πογκρόμ]] κατά του εβραϊκού πληθυσμού, με κορύφωση τη νύχτα της 9ης προς την 10η Νοεμβρίου 1938, επονομαζόμενη [[Νύχτα των Κρυστάλλων]]. Οι καταστροφές και οι λεηλασίες, όπως και οι δολοφονίες Εβραίων αποτέλεσαν κοινό τόπο. Ο Βάιξ δήλωσε συγκλονισμένος από τις εξελίξεις, απέφυγε όμως να κατηγορήσει τον Χίτλερ, επιρρίπτοντας την ευθύνη στον Υπουργό Προπαγάνδας [[Γιόζεφ Γκέμπελς]]. Αιτήθηκε επίσης άμεση διερεύνηση των καταστροφών και απηύθυνε επίσημο διάγγελμα στους ηγέτες των [[SA]] που θεωρούσε πως ευθύνονταν.<ref name="HH140" />
 
Τον Μάρτιο του 1939 το XIII Σώμα Στρατού έλαβε μέρος στην κατάληψη της [[Τσεχία|Τσεχίας]].<ref name="DGG156" /> Στη συνέχεια ξεκίνησε την προετοιμασία του για την επικείμενη εισβολή στην [[Πολωνία]]. ''«Τυφλωμένος από τις επιτυχίες της εξωτερικής πολιτικής»'', ο Βάιξ αγνοούσε πως η εποχή των αναίμακτων επεκτάσεων της Γερμανίας είχε λάβει τέλος.<ref>Hürter (2006), σ. 152</ref>
 
== Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ==
Γραμμή 124:
Η 2η Στρατιά δεν έλαβε μέρος στην πρώτη φάση των επιχειρήσεων, ευρισκόμενη στην εφεδρεία της [[Ομάδα Στρατιών «Α»|Ομάδας Στρατιών «Α»]].<ref name="HFM207">Mitcham (1988), σ. 207</ref> Μετά την περικύκλωση της [[Δουνκέρκη]]ς από τους μηχανοκίνητους σχηματισμούς κι ενώ η μάχη είχε κριθεί, η δεύτερη φάση των επιχειρήσεων κηρύχθηκε στις 4 Ιουνίου.<ref name="HFM207" /> Η [[Κόκκινη Περίπτωση]], όπως ονομαζόταν η επιχείρηση, είχε ως σκοπό να περικυκλώσει ό,τι είχε απομείνει από τις συμμαχικές δυνάμεις στο εσωτερικό της [[Γαλλία]]ς, από τη [[Γραμμή Μαζινό]] ως την [[Ελβετία]].<ref>Frieser (2005), σ. 315</ref> Η 2η Στρατιά επιτέθηκε στις 9 Ιουνίου και αντιμετώπισε ισχυρή αντίσταση, κατορθώνοντας παρ' όλα αυτά να διαρρήξει την εχθρική άμυνα στον ποταμό [[Αιν (ποταμός)|Αιν]].<ref>Moll (1961), σ. 248</ref>
 
Για τις επιτυχίες στη Γαλλία της Στρατιάς που διοικούσε, ο Βάιξ παρασημοφορήθηκε με τον [[Σταυρός των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού|Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού]] στις 29 Ιουνίου 1940.<ref name="HH669" /> Στις 19 Ιουλίου 1940, στο κύμα προαγωγών στο [[Ράιχσταγκ]],<ref>Hürter (2006), σ. 174</ref> μαζί με πολλούς άλλους συνάδελφούς του, προήχθη σε [[αρχιστράτηγος|αρχιστράτηγο]].<ref name="DG249">Moll (1961), σ. 249</ref> Μετά την επιτυχία στη [[Γαλλία]], ο Βάιξ στάλθηκε στο Μόναχο, για να επιβλέψει την εκπαίδευση των καινούριων γερμανικών μεραρχιών.<ref name="HME277" />
 
=== Βαλκανική Εκστρατεία ===
Γραμμή 150:
Η διαταγή αυτή, πέραν της ιδιαίτερης σκληρότητάς της, αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς ήταν από τις πρώτες του είδους της στην κατεχόμενη Ευρώπη.<ref name="VDW165" /> Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή ο Βάιξ ενήργησε με αποκλειστικά δική του βούληση και όχι κατόπιν ανωτέρας βίας.<ref>Mazower (1995), σ. 166</ref> Το πνεύμα της διαταγής του Βάιξ διέπνεε και τις επακόλουθες κατευθυντήριες οδηγίες που εφαρμόστηκαν ανεπιτυχώς σε όλα σχεδόν τα κατεχόμενα εδάφη. Μια πιο «βελτιωμένη» εκδοχή ήταν η λεγόμενη «Διαταγή [[Βίλχελμ Κάιτελ|Κάιτελ]]», σύμφωνα με την οποία για κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη — ως αποτέλεσμα δραστηριότητας των ανταρτών — να τουφεκίζονται 100 όμηροι πολίτες και για κάθε τραυματία 50.<ref>Meyer (2009), τ. Α΄, σ. 396</ref>
 
Ενώ στα μετόπισθεν εκτυλίσσονταν αυτά, οι μάχιμες μονάδες της 2ης Στρατιάς άρχισαν να αποχωρούν από τη Γιουγκοσλαβία και κατευθύνθηκαν προς τα ανατολικά, για να λάβουν μέρος στην εκστρατεία κατά της [[Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών|Σοβιετικής Ένωσης]].
 
=== Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα ===
Γραμμή 164:
Ένα από τα μεγαλύτερα στρατηγικά σφάλματα της εκστρατείας ήταν η επιμονή του Χίτλερ στην κατάληψη της [[Μόσχα]]ς από την Ομάδα Στρατιών «Κέντρο». Ήδη ο δριμύς ρωσικός χειμώνας άρχισε να κάνει την εμφάνισή του και η 2η Στρατιά αναγκάστηκε να συνεχίσει τις επιχειρήσεις χωρίς τα απαραίτητα εφόδια για τις συνθήκες αυτές. Ο Βάιξ εξέφρασε ανοιχτά τις αμφιβολίες του για την επιτυχία της επιχείρησης και προειδοποίησε πως με τις συνθήκες ψύχους που επικρατούσαν θα ήταν αδύνατο να κατασκευαστεί και να κρατηθεί μια ισχυρή αμυντική γραμμή, αν κρινόταν απαραίτητο από τις εξελίξεις.<ref>Hürter (2006), σ. 304–305</ref> Η αποστολή που ανατέθηκε στη 2η Στρατιά ήταν η φύλαξη της νότιας πλευράς της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο» στην επιθετική της προσπάθεια, της γραμμής [[Ορέλ]] — [[Κουρσκ (πόλη)|Κουρσκ]].<ref>Ziemke & Bauer (1987), σ. 50</ref> Ο Βάιξ δεν ήταν παρών στο πεδίο των μαχών κατά τη συντριβή της 4ης Στρατιάς στις πύλες της Μόσχας και την πρώτη ήττα της Βέρμαχτ στη Σοβιετική Ένωση, καθώς λόγω ασθένειας είχε ζητήσει και είχε λάβει αναρρωτική άδεια. Στις 26 Νοεμβρίου 1942 παρέδωσε τη διοίκηση στον Στρατηγό των Τεθωρακισμένων [[Ρούντολφ Σμιτ]].<ref>Hürter (2006), σ. 311, υποσημείωση 158</ref>
 
Κατά τους πρώτους μήνες της επιχείρησης, ο Βάιξ και άλλοι διοικητές της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο» (φον Μποκ, φον Κλούγκε και Γκουντέριαν) φέρεται πως προσπάθησαν να αποφύγουν την υλοποίηση της λεγόμενης «[[Διαταγή των Κομισαρίων|Διαταγής των Κομισαρίων]]» που διέταζε την εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες των αιχμάλωτων Σοβιετικών πολιτικών επιτρόπων (κομισαρίων).<ref name="HME278">Stahl (1998), σ. 278</ref> Οι στρατιώτες της Ομάδας «Κέντρο» ενεπλάκησαν όμως και σε άλλα εγκλήματα πολέμου, συμμετέχοντας σε μαζικές εκτελέσεις Εβραίων κοντά στο Μινσκ τον Ιούλιο του 1941. Αυτή την περίοδο οι εκτελέσεις έφταναν ως και τις 200 την ημέρα και η 2η Στρατιά είχε το αρχηγείο της στην πόλη,<ref>Hürter (2006), σ. 552</ref> οπότε θεωρείται απίθανο ο Βάιξ να μην είχε λάβει γνώση των περιστατικών. Σε ανάκρισή του από αμερικανικά στρατεύματα το 1945 ανέφερε πως είχε ακούσει φήμες για μαζική εξόντωση Εβραίων στην [[Πολωνία]]. Ρωτώντας τον Χάινριχ Χίμλερ έλαβε την απάντηση ''«Δεν είναι φήμες, είναι η αλήθεια»''. Με τον τρόπο αυτό φαίνεται να απέκτησε ο Βάιξ επισήμως γνώση του [[Ολοκαύτωμα|Ολοκαυτώματος]].<ref>Hürter (2006), σ. 599</ref>
 
Το θέρος, λόγω του μεγάλου αριθμού των στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού που κατάφερναν να αποφύγουν την αιχμαλωσία, διατάχθηκε από τον Βάιξ στις 18 Αυγούστου να μην τουφεκίζονται αφού συλλαμβάνονταν, όπως έκαναν πολλοί άλλοι συνάδελφοί του, αλλά να τυγχάνουν μεταχείρισης κανονικών αιχμαλώτων πολέμου και να οδηγούνται σε στρατόπεδα στα μετόπισθεν.<ref>Hürter (2006), σ. 368</ref> Η στάση του απέναντι στους «κανονικούς» αιχμαλώτους πολέμου ήταν ήπια. Επέστησε την προσοχή των υφιστάμενων διοικητών των Σωμάτων Στρατού στον επαρκή ανεφοδιασμό για τη συντήρησή τους. Για τις περιπτώσεις κακομεταχείρισης, οι υπαίτιοι όφειλαν να περνούν από στρατοδικείο προς ''«διαφύλαξη της τιμής»'' των γερμανικών στρατευμάτων. Μεταξύ άλλων αναφερόταν στη διαταγή ότι περιστατικά ωμοτήτων θα μπορούσαν να δώσουν τροφή για προπαγάνδα στους Σοβιετικούς, με αποτέλεσμα την αύξηση των απωλειών της Βέρμαχτ, στην προσπάθεια των Σοβιετικών στρατιωτών να αποφύγουν την αιχμαλωσία.<ref>Hürter (2006), σ. 382 και σημείωση 109 ό.π. Αξιοσημείωτο είναι πως η διαταγή έκλεινε με τη φράση «σας παρακαλώ να καταστρέψετε το έγγραφο» (σ. 109 ό.π.)</ref>