Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 67:
 
== Διπλωματικές και Εμπορικές επαφές με τη Βενετία και τη Γένουα ==
Οι διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις του Αλέξιου Γ' με τις δυο Ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες, τη Βενετία και τη Γένουα χαρακτηρίζονται από προσπάθεια άσκησης μιας πολιτικής ισορροπιών καθώς και περιορισμού της επιρροής της μιας προς όφελος της άλλης. Ο αυτοκράτορας βλέποντας,Βλέποντας ότι οι Γενουάτες είχαν αυξήσει κατά πολύ την παρουσία και την επιρροή τους στα λιμάνια του Πόντου, ο αυτοκράτορας έθεσε σε νέα βάση τις σχέσεις του με τη Βενετία, ώστε να αποκατασταθούν πλήρως οι εμπορικές επαφές, οι οποίες είχαν διαταραχθεί - τα χρόνια πριν ανεβεί στο θρόνο αλλά και την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του - λόγω του Βενετό-ΓενουατικούΕνετογενουατικού πολέμου του 1350-1355 και της [[Μαύρος Θάνατος|πανώλης]] που έπληξε την Ευρώπη και τη λεκάνη της Μεσογείου στα μέσα του 14ου αιώνα.
 
Οι πρώτες επαφές ξεκίνησαν με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα, ο οποίος έστειλε απεσταλμένους πρώτα στη Βενετία το 1360 και τρία χρόνια αργότερα στο Βενετό βάϊλο[[Βαίλος της Κωνσταντινούπολης|βάιλο της Κωνσταντινούπολης]].<ref>{{Cite book|title=W. Miller, Trebizond σελ. 67|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref> Η [[Βενετική Γερουσία]] έδωσε εντολή στο βάϊλοβάιλο της να στείλει στην Τραπεζούντα ένα κατάλληλο άτομο ώστε να εξασφαλίσει με μια νέα συμφωνία τα ήδη υπάρχοντα εμπορικά προνόμια ή και να τα διευρύνει αν είναι δυνατόν. Επίσης η δημοκρατία του Αγίου Μάρκου ζητούσε και την παροχή μιας νέας τοποθεσίας για την ανέγερση ενός νέου εμπορικού σταθμού.<ref>{{Cite book|title=Thiriet, Regestes I σελ. 107|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref> Ο Αλέξιος Γ' συναίνεσε και το Μάρτιο του 1364 απέλυσεεξέδωσε [[χρυσόβουλλο]] υπέρ των Βενετών, με το οποίο θα είχαν το δικαίωμα να εμπορεύονται με ασφάλεια σ' όλη την επικράτειαεπικράτειά του υπό την προϋπόθεση, ότι θα αποδεχόταναποδέχονταν την εξουσία του.<ref>{{Cite book|title=Zakythinos, Le Chrysobulle σελ. 30-31|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref> Οι Βενετοί θα πλήρωναν μειωμένο [[κομμέρκιο]] αν το εμπόρευμα ζυγιζόταν, δηλαδή 2% αντί του 3% που ίσχυε μέχρι τότε, αλλά αυξανόταν όμως ο ειδικός [[φόρος επί ζυγίω]] από 1,5% σε 2,5%, οπότε όλο το ποσό του κομμερκίου έφτανε ξανά στα προηγούμενα επίπεδα (4,5%) του χρυσοβούλλου του 1319 που είχε απολύσειεκδώσει ο Αλέξιος Β΄ Μέγας Κομνηνός. Στην περίπτωση που τα εμπορεύματα δεδεν ζυγιζότανζυγίζονταν, οι Βενετοί έμποροι θα πλήρωναν όπως και πριν το 3% της αξίας. Επίσης τους παραχωρήθηκε ένα οικόπεδο δίπλα στη Μονή του Θεοδώρου Γαβρά για να χτίσουν εκεί τον εμπορικό σταθμό. <ref>{{Cite book|title=Μ.Μ. 3 (Acta et Diplοmata), σελ. 131-134|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref> Αν και τα προνόμια που τους παραχωρήθηκαν δεν ήταν αυτά που ανέμεναν, η Γερουσία αποφάσισε να δεχτεί τη συμφωνία και να την επικυρώσει, γι' αυτό και ψηφίστηκαν και τα χρηματικά δώρα που θα δινόταν στον αυτοκράτορα και τους υπόλοιπους αξιωματούχους του.<ref>{{Cite book|title=Thiriet, Regestes I, σελ. 108-110|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref>
 
Επειδή το χρυσόβουλλο του 1364 δεν ικανοποίησε πλήρως τη Βενετία, η Γερουσία αποφάσισε να σταλεί επίσημη πρεσβεία στον αυτοκράτορα, με την οποία ζητούσε ευνοϊκότερους εμπορικούς όρους και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διεύρυνση των προνομίων.<ref>{{Cite book|title=Thiriet, Regestes I, σελ.113|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref> Ο Αλέξιος Γ' ικανοποίησε το νέο αίτημα των Βενετών και το 1367 απέλυσεεξέδωσε νέο χρυσόβουλλο με το οποίο επιβεβαίωνε όλα τα προηγούμενα προνόμια τους, μείωνε κατά 0,5% το φόρο επί του τζίρου αλλά άφηνε άθικτο το φόρο επί ζυγίω. Επιπροσθέτως τους παραχώρησε μια άλλη τοποθεσία κοντά στο ακρωτήριο του Αγίου Σταυρού για να κτίσουν εκεί την εμπορική τους συνοικία, εκκλησία, σπίτια έχοντας το δικαίωμα να οχυρώσουν την συγκεκριμένη τοποθεσία. Ο νέος βενετικός εμπορικός σταθμός θα είχε πλήρη διοικητική αυτονομία με δικό του βάϊλοβάιλο, αξιωματούχους και δικούς του ιερείς.<ref>{{Cite book|title=Σ. Καρπόβ, Ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. σελ. 277|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref> Οι Βενετοί έμειναν πολύ ικανοποιημένοι από τους όρους της νέας εμπορικής συμφωνίας και έστειλαν ως δώρο στον Αλέξιο Γ' μια πολυτελή καμπάνα, ενώ διατηρήθηκε και η συνήθεια της καταβολής των χρηματικών δώρων στον αυτοκράτορα και τους αξιωματούχους του κάθε φορά που βενετικά πλοία θα έφθαναν στην Τραπεζούντα.<ref>{{Cite book|title=Thiriet, Regestes I, σελ. 119, 128|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref> Βασικός άξονας της πολιτικής του Αλέξιου Γ΄ ήταν η καλλιέργεια ισότιμων και επωφελών και για τις δυο πλευρές εμπορικών και οικονομικών σχέσεων. Δεν παρέλειπε ποτέ όμως να τους θυμίζει, ότι μέσα στο κράτος του υπάρχουν χάρη στη δική του προστασία και εύνοια γι αυτό και απαίτησε το 1372 τα αυτοκρατορικά λάβαρα να κυματίζουν πάνω από τον εμπορικό τους σταθμό στην Τραπεζούντα.<ref>{{Cite book|title=Thiriet, Regestes I σελ. 128|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref>
 
Η αυθαίρετη όμως ερμηνεία και η συχνή παραβίαση των Βενετικών προνομίων από τις αυτοκρατορικές αρχές, η ληστεία των εμπορευμάτων τους, η κακομεταχείριση που υφίσταντο σε αρκετές περιπτώσεις οι Βενετοί έμποροι λόγω και της δυσαρέσκειας του ντόπιου πληθυσμού εναντίον τους, οδήγησαν τις δυο πλευρές σε ρήξη την περίοδο 1374-1376. Οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση των διαφορών που διεξήχθησαν μέχρι και το Φεβρουάριο του 1375 δεν οδήγησαν σε εξομάλυνση της κρίσης, μιας και η Βενετία συνέχιζε να ζητά από τον Αλέξιο Γ΄ την πληρωμή αποζημιώσεων για τις απώλειες που είχαν υποστεί οι έμποροιέμποροί της.<ref>{{Cite book|title=Σ. Καρπόβ, Ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. σελ. 279.|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref> Ο αυτοκράτορας αρνιόταν να ενδώσει στις απαιτήσεις των Βενετών και η Γερουσία αποφάσισε στρατιωτική επέμβαση με υποστήριξη ανταπαιτητών του θρόνου, όπως ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, γιος του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄, και ο Ανδρόνικος Μεγαλοκομνηνός, γιος του πρώην αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄. <ref>{{Cite book|title=Σ. Καρπόβ, Ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. σελ. 280.|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref> Η εκστρατεία των Βενετών ανάγκασε τον Αλέξιο Γ΄ να ενδώσει στις αξιώσεις τους, να πληρώσει ένα μέρος των αποζημιώσεων, και με νέο χρυσόβουλλο του το 1376 να επαυξήσει τα προνόμια των Βενετών.<ref>{{Cite book|title=Σ. Καρπόβ, Ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. σελ. 283.|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref>
 
Στα τέλη της βασιλείας του Αλέξιου Γ΄, λόγω του Βενετο-Γενουατικού[[Πόλεμος της Κιότζα|Ενετογενουατικού πολέμου της ChioggiaΚιότζα]] (1376-1381), οι εμπορικές επαφές Βενετίας - Τραπεζούντας περνάνε και πάλι κρίση. Η Βενετία, αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε, υποβάθμισε τη σημασία του εμπορικού της σταθμού στην Τραπεζούντα, μειώνοντας τις ροές των εμπορευμάτων και ανακαλώντας τον βάϊλοβάιλο. Από το 1385 η τακτική ναυσιπλοΐα των Βενετών προς την Τραπεζούντα διακόπηκε σχεδόν ολοκληρωτικά με αποτέλεσμα ο τζίρος να μειωθεί και οι αυτοκρατορικές αρχές να επιβάλλουν αύξηση της φορολογίας μεγαλύτερης απ' ότι προέβλεπε το χρυσόβουλλο του 1376.<ref>{{Cite book|title=Σ. Καρπόβ, Ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. σελ. 284-285|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref>
 
Η σύναψη ειρήνης μεταξύ Τραπεζούντας και Γένουας το 1349 απεκατέστησε τις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών και η αυτοκρατορία τήρησε ουδέτερη στάση στον Βενετο-ΓενουατικόΕνετογενουατικό πόλεμο του 1350-1355. Οι τακτικές εμπορικές και διπλωματικές επαφές ατόνησαν από το 1350 και εξής λόγω του πολέμου αν και οι Γενουάτες αξιωματούχοι λάμβαναν οδηγίες από την πατρίδα τους για τον καθορισμό της δράσης τους μέσα στην αυτοκρατορική επικράτεια. Γενουάτες πιθανώς υποστήριξαν τον Αλέξιο Γ' το 1355 εναντίον των στασιαστών Σχολαρίων τον Αλέξιο Γ', και στη συνέχεια μεσολάβησαν για τον τερματισμό του εμφυλίου και τη συμφωνία ειρήνης μεταξύ των δυο πλευρών. Μια αυτοκρατορική πρεσβεία το 1363 επισκέφτηκε το Γενουάτη ποντέστα[[ποντεστά]] (κυβερνήτη) του Πέραν, ίσως για να διαπραγματευτεί την επανέναρξη των εμπορικών επαφών.<ref>{{Cite book|title=Σ. Καρπόβ, Ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. σελ. 326|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref> Την Κυριακή του Πάσχα του 1365, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πανάρετου, Γενουάτες και Βενετοί στο κέντρο της Τραπεζούντας συνεπλάκησαν μπροστά στον αυτοκράτορα<ref>{{Cite book|title=Πανάρετος, Χρονικόν. σελ. 286|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref> ενώ στα 1373-1374 η Γένουα θα στείλει δυο πρεσβείες στον Αλέξιο Γ' για την επίλυση εκκρεμών οικονομικών ζητημάτων. Η δραστηριότητα των Γενουατών αυτή την περίοδο αποδεικνύει, ότι ο εμπορικός σταθμός τους στην Τραπεζούντα λειτουργούσε κανονικά και δε διακόπηκαν παρά τον πόλεμο της ChioggiaΚιότζα με τη Βενετία (1376-1381).<ref>{{Cite book|title=Σ. Καρπόβ, Ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. σελ. 326|first=|last=|publisher=|isbn=|year=|location=|page=|quote=}}</ref>
 
== Οι σχέσεις με τους Γεωργιανούς ηγεμόνες του Καυκάσου ==