Ιστορία του Χριστιανισμού: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎Πρώιμος Χριστιανισμός Χριστιανισμός (περ. 31 / 33-324): Ο Χριστιανισμός επεκτάθηκε τον πρώτο αιώνα μετά Χριστόν. Δεν γίνεται να συνέβη αυτό πριν τη γέννηση του Χριστού.
ορθογρ
Γραμμή 10:
Κατά τη διάρκεια της πρώιμης ιστορίας του, ο Χριστιανισμός επεκτάθηκε κατά τον πρώτο αιώνα μετά Χριστόν.
 
Ο πρώιμος ΧριστιανισμίοςΧριστιανισμός μπορεί να χωριστεί σε δύο ξεχωριστές φάσεις: την αποστολική περίοδο, όταν οι πρώτοι απόστολοι ήταν ζωντανοί, και την μετα-αποστολική περίοδο, όταν αναπτύχθηκε από μια πρώιμη επισκοπική δομή, κατά την περίοδο των διωγμών. Οι Ρωμαϊκοί διωγμοί κατά των Χριστιανών τερμάτισαν το 324 μ.Χ. όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος διακήρυξε την ανεξηθρησκείαανεξιθρησκία με το [[Διάταγμα των Μεδιολάνων]]. Στη συνέχεια συγκλήθηκε το Πρώτο Συμβούλιο της Νίκαιας το 325 μ.Χ..
 
===Αποστολική Εκκλησία===
Η Αποστολική Εκκλησία ήταν η κοινότητα υπό την ηγεσία των αποστόλων και, σε κάποιο βαθμό, των συγγενών του Ιησού. Στην "Ανάληψή" του, ο αναστημένος Ιησούς παρακάλεσε να διαδοθούν οι διδασκαλίες του σε όλο τον κόσμο. Ενώ η ιστορική αξιοπιστία των Πράξεων των Αποστόλων αμφισβητείται από τους κριτικούς, οι Πράξεις των Αποστόλων είναι η κύρια κύρια πηγή πληροφοριών για την περίοδο αυτή. Οι Πράξεις δίνουν την ιστορία της Εκκλησίας από το κεφάλαιο 1 και τα χορίαχωρία 3-11 για την εξάπλωση της θρησκείας μεταξύ των εθνικών και της ανατολικής Μεσογείου από τον Παύλο και άλλους.
 
Οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν ουσιαστικά όλοι Ιουδαίοι. Με άλλα λόγια, ο Ιησούς κήρυξε στον εβραϊκό λαό και κάλεσε ιουδαίους για μαθητές του, βλ. Π.χ. Ματθαίος 10. Ωστόσο, η διδασκαλία του απευθύνεται ειδικά σε "όλα τα έθνη".
Γραμμή 20:
 
===Πρωτοχριστιανικές πεποιθήσεις και πιστεύω===
Οι πηγές για τις πεποιθήσεις της αποστολικής κοινότητας περιλαμβάνουν τις επιστολές του Ευαγγελίου και της Καινής Διαθήκης. Οι πρώτοι απολογισμοί των πεποιθήσεων περιέχονται σε αυτά τα κείμενα, όπως πρώιμες δοξολογίες και ύμνοι. Μερικά από αυτά χρονολογούνται στη δεκαετία του 30 ή 40 μ.Χ., τα οποία προέρχονται από την εκκλησία της Ιερουσαλήμ. Σύμφωνα με μια παράδοση που καταγράφηκε από τον Ευσέβιο τον Επιφάνη, η εκκλησία της Ιερουσαλήμ κατέφυγε στην Πέλλα κατά το ξέσπασμα του πρώτου εβραϊκορωμαϊκούεβραϊορωμαϊκού πολέμου (66-73 μ.Χ.).
 
===Μεταποστολική Εκκλησία===
Γραμμή 26:
 
===Διώξεις===
Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, οι Χριστιανοί είχαν υποβληθεί σε διάφορες διώξεις από την αρχή. Αυτό αφορούσε ακόμη και θάνατο για χριστιανούς όπως ο Στέφανος (Πράξεις 7:59) και ο Ιάκωβος του [[Ζεβεδαίος|Ζεβεδαίου]] (12: 2). Η αρχή της γενομένης ξεκινάει από το έτος 64, όταν, όπως ανέφερε ο ρωμαίοςΡωμαίος ιστορικός Tacitus, ο αυτοκράτορας Νέρων τους κατηγόρησε για τη Μεγάλη Φωτιά της Ρώμης εκείνη τη χρονιά. Ο τελευταίος και σοβαρότερος διωγμός που διοργάνωσαν οι αυτοκρατορικές αρχές ήταν ο ΔιοκλιτιανόςΔιοκλητιανός Διωγμός, 303-311.
 
===Λόγοι για τη διάδοση του Χριστιανισμού===
Γραμμή 36:
 
===Δομή και επισκοπή===
Στην μεταποστολική εκκλησία οι επισκόποιεπίσκοποι αναδείχθηκαν ως επιβλέπων των αστικών χριστιανικών πληθυσμών και την ιεραρχία των κληρικών την ανέλαβε σταδιακά τη μορφή επισκόπου. Αλλά αυτό προέκυψε αργά και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές για διαφορετικές τοποθεσίες. Οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης χρησιμοποιούν επίσης τους όρους εποπτών και πρεσβυτέρων εναλλακτικά και ως συνώνυμα.
 
Στους σημαντικούς μετα-αποστολικούς επίσκοπουςεπισκόπους περιλαμβάνονται ο Πολύκαρπος της Σμύρνης, ο Κλήμης της Ρώμης και ο Ιγνάτιος της Αντιόχειας. Αυτοί οι άνδρες φαινόταν ότι γνώριζαν και μελετούσαν προσωπικά τους αποστόλους και επομένως ονομάζονται Αποστολικοί Πατέρες. Κάθε χριστιανική κοινότητα είχε και πρεσβυτέρους, όπως και με τις εβραϊκές κοινότητες, οι οποίοι χειροτονήθηκαν και βοήθησαν τον επίσκοπο. Καθώς ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε, ειδικά στις αγροτικές περιοχές, οι πρεσβύτεροι άσκησαν περισσότερες ευθύνες και διακρίθηκαν ως ιερείς. Τέλος, οι διάκονοι εκτελούσαν επίσης ορισμένα καθήκοντα, όπως η τροφοδότηση των φτωχών και των ασθενών. Τον 2ο αιώνα γίνεται πιο ορατή μια επισκοπική δομή και σε αυτόν τον αιώνα η δομή αυτή υποστηρίχθηκε από τη διδασκαλία της αποστολικής διαδοχής, όπου ένας επίσκοπος γίνεται ο πνευματικός διάδοχος του προηγούμενου επισκόπου σε μια γραμμή που ανάγεται στους ίδιους τους αποστόλους.
 
Η ποικιλομορφία του πρώιμου Χριστιανισμού μπορεί να τεκμηριωθεί από το ίδιο το ιστορικό της Καινής Διαθήκης. Το Βιβλίο των Πράξεων παραδέχεται συγκρούσεις μεταξύ των Εβραίων και των Ελλήνων, των Εβραίων Χριστιανών και των Εθνικών Χριστιανών, των Αραμαϊκών ομιλητών και των Ελλήνων ομιλητών. Οι επιστολές του Παύλου, του Πέτρου, του Ιωάννη και του Ιούδα μαρτυρούν όλες τις ενδοκλαδικές συγκρούσεις τόσο ως προς την ηγεσία όσο και ως προς την θεολογία. Σε απάντηση στη διδασκαλία της Γνωστικής, ο Ειρηναίος δημιούργησε το πρώτο έγγραφο που περιγράφει τη λεγόμενη αποστολική διαδοχή.
Γραμμή 56:
==Ίδρυση της Ρωμαϊκής ορθοδοξίας==
[[Αρχείο:Spread of Christianity to AD 600 (1).png|μικρογραφία|Σκούρο μπλε ο χριστιανισμός κατά το 325 μ.Χ και το γαλάζιο ο Χριστιανισμός κατά το 600 μ.Χ.]]
Ο Γαλέριος, εξέδωσε, το 311, ένα διάταγμα που τερμάτισε τον διωγμό του Χριστιανισμού από τον Διοκλητιανό. Αφού έπαυσε τις διώξεις των Χριστιανών, βασιλεύει ο Γαλέριος για άλλα 2 χρόνια. Τότε τον διαδέχτηκε ένας αυτοκράτορας με ξεχωριστά φιλοχριστιανέςφιλοχριστιανικές κλίσεις, ο Μέγας Κωνσταντίνος.
 
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α εκτέθηκε στον Χριστιανισμό από τη μητέρα του, την Ελένη. Στη Μάχη της Μιλβιανής Γέφυρας το 312, ο Κωνσταντίνος διέταξε τα στρατεύματά του να κοσμούν τις ασπίδες τους με το χριστιανικό σύμβολο, σύμφωνα με ένα όραμα που είχε το προηγούμενο βράδυ. Μετά τη νίκη της μάχης, ο Κωνσταντίνος μπόρεσε να διεκδικήσει την ηγεσία στη Δύση. Το 313, εξέδωσε το διάταγμα των Μεδιολάνων, νομιμοποιώντας επίσημα τη χριστιανική λατρεία.
 
Τα ρωμαϊκά νομίσματα που κόπηκαν μέχρι και οκτώ χρόνια μετά τη μάχη έφεραν ακόμα τις εικόνες των ρωμαϊκών θεών. Μετά τη νίκη του, ο Κωνσταντίνος αναγνώροσεεαναγνώρισε την εκκλησία νομικά ως κοινωνικό θεσμό υπό την προστασία του αυτοκράτορα, έδωσε πίσω στους κατόχους τους περιουσίες και κτήματα που είχαν κατασχεθεί την περίοδο των διωγμών, καθιέρωσε την Κυριακή ως ημέρα αργίας, το δίκαιο άρχισε να επιρεάζεταιεπηρεάζεται από το χριστιανικό πνεύμα. Καταργήθηκαν ο θάνατος με σταύρωση και η πλήρης απομόνωση, περιοσρίστηκανπεριορίστηκαν οι σωματικές ποινές, οι επίσκοποι, οι ιερείς και οι διάκονοι απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια και με κρατικές χορηγίες κτίστηκαν ναοί.
 
Μεταξύ του 324 και του 330, ο Κωνσταντίνος δημιούργησε, ουσιαστικά από την αρχή, μια νέα αυτοκρατορική πρωτεύουσα που τον ονόμασε: Κωνσταντινούπολη. Είχε απόλυτα χριστιανική αρχιτεκτονική, περιείχε εκκλησίες μέσα στα τείχη της πόλης και δεν είχε ειδωλολατρικούς ναούς. Σύμφωνα με το κυρίαρχη παράδοση, ο Κωνσταντίνος βαφτίστηκε μια εβδομάδα πριν τον θάνατό του.
 
Ο Κωνσταντίνος έπαιξε επίσης ενεργό ρόλο στην ηγεσία της Εκκλησίας. Πιο σημαντικά, το 325 κάλεσε τη Σύνοδο της Νίκαιας, τη Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο. Έτσι ο Κωνσταντίνος δημιούργησε ένα προηγούμενο για την αυτοκρατοτικήαυτοκρατορική ευθύνη ωεως προς τον Θεό, για την πνευματική υγεία των υπηκόων του, και έτσι με το καθήκον να διατηρεί την ορθοδοξία.
 
Ο διάδοχος του γιου του Κωνσταντίνου, γνωστός ως Ιουλιανός ο Αποστάτης, ή ΠαραβλατηςΠαραβάτης, ήταν φιλόσοφος που, όταν έγινε αυτοκράτορας, παραιτήθηκε από τον Χριστιανισμό και αγκάλιασε μια νεοπλατωνική και μυστικιστική μορφή παγανισμού που συγκλόνισε το χριστιανικό δόγμα. Άρχισε να ξανανοίγει τους παγανιστικούς ναούς και με πρόθεση να αποκαταστήσει το κύρος των παλιών παγανιστικών πεποιθήσεων, τις τροποποίησε για να μοιάσει με χριστιανικές παραδόσεις, όπως η επισκοπική δομή και η δημόσια φιλανθρωπία (που μέχρι τότε ήταν άγνωστη στον ρωμαϊκό παγανισμό). Η σύντομη βασιλεία του Ιουλιανού τελείωσε όταν πέθανε ενώ ασκούσε εκστρατεία στην Ανατολή. Βασικά ήθελε να ενώσει τον Χριστιανισμό με τον Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό.
 
Οι Πατέρες της Καθολικής Εκκλησίας έγραψαν τόμους θεολογικών κειμένων, όπως ο Αυγουστίνος, ο Γρηγόριος ΝαζιαντζόςΝαζιαντζηνός, ο Κύριλλος της Ιερουσαλήμ, ο Αμβρόσιος του Μιλάνο, ο Τζερόμ και άλλοι. Μερικοί από αυτούς τους πατέρες, όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Αθανάσιος, υπέστησαν εξορία, διωγμό ή μαρτύριο από Ρωμαίους αυτοκράτορες της Αριζίας.