Γιαμ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →Βιβλιογραφία: μ |
βολβοί -> κόνδυλοι ή βολβίσκοι αναλόγως |
||
Γραμμή 5:
| πλάτος_εικόνας = 250px
| βασίλειο = [[Φυτά]] (Plantae)
| συνομοταξία =[[Αγγειόσπερμα]]
| ομοταξία = [[Μονοκοτυλήδονα]] (Liliopsida)
| τάξη = [[Λειριώδη]] (Liliales)
Γραμμή 17:
[[File:Dioscorea sp. MHNT.BOT.2013.22.35.jpg|thumb|''Dioscorea sp.'']]
'''Γιαμ''' είναι το κοινό όνομα για ορισμένα είδη του γένους ''[[Διοσκορέα]]'' (''Dioscorea'') (οικογένεια [[Dioscoreaceae]]). Είναι αιωνόβιες ποώδεις άμπελοι που καλλιεργούνται για την κατανάλωση [[άμυλο|αμυλούχων]] [[
Ένα εντελώς διαφορετικό [[φυτό]], η [[γλυκοπατάτα]] ''(Ipomoea batatas)'', καλείται επίσης
== Ονομασία ==
Η ονομασία
▲Η ονομασία "γιαμ" προέρχεται από την πορτογαλική λέξη ''inhame'' ή την ισπανική ''ñame'', και οι δύο αντλούν τελικά από λέξεις τις δυτικής Αφρικής, όπως τη λέξη ''nama'' στη [[Χάουσα γλώσσα]] η οποία εκτός από το να δηλώνει το γιαμ σημαίνει και "σάρκα", ή τη λέξη ''nyama'' στη γλώσσα Swahili, που σημαίνει και "κρέας". Στη [[γλώσσα Fulah]] η λέξη γιαμ σημαίνει "τρώω".<ref name="morton">Mark Morton, ''Cupboard Love: A Dictionary of Culinary Curiosities'', Insomniac Press, 2004, σελ. 333, ISBN 1-894663-66-7</ref>
Η νιγηριανή λέξη για το γιαμ είναι ''adamwanga'' και σημαίνει το "φαγητό του Adamo". Ο Adamo ήταν ένας αρχηγός πασίγνωστος για τη δυνατότητά του να καταναλώνει υπερβολικές ποσότητες φαγητού. Του απαγορεύθηκε ακόμη και η είσοδός του σε ένα γειτονικό χωριό λόγω της άρνησής του να σταματήσει να τρώει.<ref name="sumiyoshi">Sumiyoshi, S., ed. (1996). ''Nigerian culture and customs: A walk through time''. Koerner.</ref>
Γραμμή 51 ⟶ 50 :
|}
Οι
== Καλλιέργεια ==
Το γιαμ είναι κύριο γεωργικό προϊόν στη Δυτική Αφρική και τη Νέα Γουινέα. Καλλιεργήθηκαν αρχικά στην Αφρική και την Ασία για 8000 Π.Χ. Λόγω της αφθονίας τους και επομένως, της σημασίας τους στην επιβίωση, το γιαμ κατείχε ξεχωριστή θέση στο νιγηριανό θρησκευτικές τελετές, ορισμένες φορές μάλιστα λατρευόταν.
Η παραγωγή γιαμ είναι ακόμα και σήμερα σημαντική για την επιβίωση σε αυτές τις περιοχές. Οι
Τα φυτά γιαμ χρησιμοποιούνται ως τροφή για τις [[προνύμφη|προνύμφες]] μερικών ειδών [[λεπιδόπτερα|λεπιδόπτερων]], συμπεριλαμβανομένου του Palpifer sordida.
Γραμμή 67 ⟶ 66 :
''[[Διοσκορέα η στρογγυλή]]'' (''Dioscorea rotunda''), η "άσπρη διοσκορέα", και ''[[Διοσκορέα του Καγιέν]]'' (''Dioscorea cayenensis''), η "κίτρινη διοσκορέα", είναι εγγενή στην Αφρική. Είναι το σημαντικότερο καλλιεργημένο είδος γιαμ. Στο παρελθόν θεωρήθηκαν δύο είδη αλλά οι περισσότεροι ταξονόμοι τα θεωρούν τώρα ως ίδια είδη. Υπάρχουν πάνω από 200 καλλιεργημένες ποικιλίες μεταξύ τους.
Είναι μεγάλα φυτά, οι
==== Διοσκορέα η φτερωτή ====
Γραμμή 76 ⟶ 75 :
Στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει εισέλθει δυναμικά στη διατροφή, ιδιαίτερα σε μερικές νότιες πολιτείες. Στις Φιλιππίνες είναι γνωστό ως ube (ή ubi) και χρησιμοποιείται ως συστατικό σε πολλά γλυκά επιδόρπια. Στην Ινδία, είναι γνωστό ως ratalu ή "βιολετί γιαμ" ή "Moraga Surprise".
Στη Χαβάη είναι γνωστό ως uhi. Το Uhi παρουσιάστηκε στη Χαβάη από τους πρώτους πολυνησιακούς αποίκους και η σοδειά αυξήθηκε ιδιαίτερα το 1800, όταν οι
==== Διοσκορέα η αντίθετη ====
[[Αρχείο:Dioscorea polystachya (batatas).jpg|thumb|225px|Τμήμα βολβού της ''Διοσκορέα η αντίθετη'']]
Η ''[[Διοσκορέα η αντίθετη]]'' (''Dioscorea opposita''), το
Εισήχθη στην Ευρώπη το 1800, όταν η συγκομιδή πατάτας μειώθηκε λόγω ασθένειας, και καλλιεργείται ακόμα στη Γαλλία για την ασιατική αγορά τροφίμων.
Η συγκομιδή των
==== Διοσκορέα η βολβοφόρος ====
[[Αρχείο:Starr_030807-0054_Dioscorea_bulbifera.jpg|thumb|225px|left|
Η ''[[Διοσκορέα η βολβοφόρος]]'' (''Dioscorea bulbifera''), ή αλλιώς
Μερικές ποικιλίες μπορούν να φαγωθούν ωμές ενώ μερικές απαιτούν μούλιασμα ή βράσιμο για να αποτοξινωθούν πριν την κατανάλωση. Δεν καλλιεργείται πολύ εμπορικά δεδομένου ότι η γεύση άλλων γιαμ προτιμάται περισσότερο. Εντούτοις είναι δημοφιλές φυτό σε οικογενειακούς κήπους λαχανικών επειδή κάθε παραγωγή έρχεται μετά από 4 μόνο μήνες καλλιέργειας και συνεχίζει για τη ζωή της αμπέλου ως και δύο έτη. Επίσης, είναι εύκολο το μάζεμα και το μαγείρεμα των
Το 1905 η
==== Διοσκορέα η εδώδιμη ====
''[[Διοσκορέα η εδώδιμη]]'' (''Dioscorea esculenta''), ή "μικρό γιαμ", είναι ένα από τα πρώτα είδη γιαμ που καλλιεργήθηκαν. Είναι εγχώριο προϊόν της Νοτιοανατολικής Ασίας και είναι το τρίτο σε ποσότητα καλλιεργούμενο είδος εκεί, αν και καλλιεργείται ελάχιστα σε άλλα μέρη του κόσμου. Οι άμπελοί της σπάνια ξεπερνούν τα 3 μέτρα μήκος και οι
Οι
==== Διοσκορέα η τρισχιδής ====
Γραμμή 122 ⟶ 121 :
[[Αρχείο:Vanuatu marché igname.JPG|thumb|225px|right|Γιαμ στην αγορά [[Πορτ Βίλα]] στο ([[Βανουάτου]])]]
Τρώγεται ωμό ή τριμμένο, μετά από σχετικά μικρή προετοιμασία: οι
=== Δυτική κοινωνία ===
|