Έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 14:
Το πρώτο σύστημα θεμελιώνεται στην αυστηρή διάκριση των εξουσιών. Η νομοθετική εξουσία θεσπίζει τους νόμους και η δικαστική τους εφαρμόζει κατά την απόδοση δικαιοσύνης. Μη εφαρμογή ή ακύρωση ενός νόμου από δικαστήριο θα σήμαινε την υπαγωγή της νομοθετικής στη δικαστική εξουσία και την υπερτροφία της τελευταίας. Στη σύγχρονη δημοκρατία οι νόμοι ψηφίζονται από [[Κοινοβούλιο|Κοινοβούλια]], τα οποία έχει εκλέξει ο λαός. Οι αντιπρόσωποι του λαού έχουν αυξημένη δημοκρατική νομιμοποίηση σε σχέση με τους δικαστές, οι οποίοι δεν εκλέγονται από το λαό, και έτσι πρέπει να επαφίεται στην κρίση των πρώτων ποιος νόμος είναι συνταγματικός και ποιος όχι. Το αντίθετο θα σήμαινε υποταγή της δημοκρατίας στους δικαστές. Το σύστημα αυτό χαρακτηρίζεται από δυσπιστία προς τη δικαστική εξουσία και παραγνωρίζει την πραγματικότητα ότι δεν είναι όλοι οι νόμοι που ψηφίζονται από ένα δημοκρατικά εκλεγμένο κοινοβούλιο πάντοτε οι καλύτεροι δυνατοί.
 
===Ουσιαστικός ή Τυπικός έλεγχος===
====Έλεγχος του περιεχομένου (ουσιαστικός)====
Αυτή είναι η πιο σημαντική και συνήθης μορφή ελέγχου. Ο δικαστής εξετάζει αν οι ρυθμίσεις που εισάγει ο νόμος αντίκεινται σε διατάξεις του Συντάγματος. Συνηθέστερη περίπτωση παραβίασης του Συντάγματος είναι η παραβίαση [[ατομικό δικαίωμα|ατομικών δικαιωμάτων]] που κατοχυρώνει το Σύνταγμα.
 
====Έλεγχος της διαδικασίας (τυπικός)====
Αυτός ο έλεγχος αφορά τη διαδικασία ψήφισης του νόμου. Το Σύνταγμα προβλέπει πώς ψηφίζονται οι νόμοι και ο δικαστής ελέγχοντας τη διαδικασία εξετάζει αν τηρήθηκαν αυτές οι διαδικασίες. Είναι σχετικά σπάνια μορφή ελέγχου, γιατί επιφέρει ευρείας έκτασης ανάμειξη των δικαστών στο έργο της νομοθετικής εξουσίας.