Πεϊνιρλί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
+{{βικιλεξικό}} |
|||
Γραμμή 5:
==Ετυμολογία==
{{βικιλεξικό}}
Η λέξη πεϊνιρλί ετυμολογικά προέρχεται από την τουρκική λέξη ''peynirli'' (όπου ''peyinir'' = τυρί) που σημαίνει «με τυρί». Η κατάληξη ''-li'' χρησιμοποιείται και για άλλα υλικά όπως ''kıymalı'' (= «με [[κιμάς|κιμά]]»), ''pastırmalı'' (= «με [[παστουρμάς|παστουρμά]]»), ''ıspanaklı'' (= «με [[σπανάκι]]») κ.ο.κ.
|