Στολή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Akoomat (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Akoomat (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
[[Στολή]], η, απο το αρχαίο ρήμα στέλλω που σημαίνει και εξοπλίζω, ενδύω, ντύνω. Άλλα παράγωγα στην αρχαία ελληνική είναι η στολίς, δηλαδή ένδυμα, καθώς και το ρήμα στολίζω που διατηρεί τη σημασία του. Στη σημερινή έννοια δηλώνει το σύνολο των ενδυμάτων με εμβληματικό χαρακτήρα που φέρουν προς διάκριση συγκεκριμένες ομάδες ατόμων. Παραδείγματος χάριν οι αστυνομικοί, πυροσβέστες, στρατιωτικοί, υπάλληλοι μέσων μεταφοράς, υγειονομικοί υπάλληλοι, μαθητές, ομάδες επαγγελματιών ακόμη και οι περιβεβλημένοι το [[ιερατικό σχήμα]] δηλαδή οι φέροντες ιερατική στολή (ιερατικό σχήμα).<br />
Η στολή χρησιμεύει για να διακρίνονται απο τρίτους αλλά και μεταξύ τους τα μέλη των ανωτέρω ομάδων. Πέραν της πρακτικότητας η χρήση της στολής έχει και κοινωνικές προεκτάσεις, ενώ η ίδια η στολή παίζει και το ρόλο εμβλήματος με ιδεολογικό περιεχόμενο όπως στην περίπτωση ένστολων πολιτικών οργανώσεων.<br />
==Στρατιωτική στολή - Ιστορία==
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Στολή"