Απαρέμφατο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AntonisPAOK (συζήτηση | συνεισφορές)
μ →‎Ελληνική γλώσσα: διορθώθηκαν ορθογραφικά λάθη
μ Ρομπότ: λατινικοί -> ελληνικοί χαρακτήρες, αντικατέστησε: To '''α → Το '''α
Γραμμή 3:
== Ελληνική γλώσσα ==
 
ToΤο '''απαρέμφατο''' είναι ονοματικός τύπος του [[ρήμα|ρήματος]], δηλαδή μία από τις 4 [[έγκλιση|εγκλίσεις]], αλλά άκλιτη και αμετάτρεπτη. Η ονομασία του σχηματίζεται από το στερητικό α + ''παρεμφαίνω'' (αποδεικνύω, ορίζω, φανερώνω, δηλώνω), επειδή είναι ο μόνος ρηματικός τύπος που δε φανερώνει το πρόσωπο του [[υποκείμενο|υποκειμένου]] ή τον αριθμό των προσώπων.
 
Το απαρέμφατο στη νέα ελληνική δεν χρησιμοποιείται μόνο του, παρά μόνο μαζί με το βοηθητικό ρήμα «έχω» για τον σχηματισμό των συντελεσμένων ρηματικών χρόνων: έχει λύσει, έχει πει κλπ. Ένα ρήμα μπορεί να έχει δύο απαρέμφατα, το ένα του ενεργητικού αορίστου (έχει δέσει) και το άλλο του παθητικού (έχει δεθεί).