Ιστορία της Αφρικής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ 1. Ποτέ , πριν από τη λέξη "και" 2. Αφαίρεση κενών διαστημάτων
Γραμμή 2:
[[Αρχείο:Obelisk_Luxor.JPG|δεξιά|μικρογραφία|267x267εσ|[[Οβελίσκος]] στο ναό του Λούξορ, Αίγυπτος. 1200 π. Χ.]]
[[Αρχείο:Rytter_fra_Bagirmi.jpg|δεξιά|μικρογραφία|276x276εσ|Ιππότης των Μπαγκίρμι σε πανοπλία πλήρους κάλυψης]]
Η '''Ιστορία της Αφρικής''' ξεκινά με την εμφάνιση των [[Ανθρωπίδες|ανθρωπιδών]], [[Αρχαϊκοί Homo sapiens|των αρχαϊκών ανθρώπων]] και – από τουλάχιστον 200.000 χρόνια πριν – των ανατομικά σύγχρονων ανθρώπων (''Homo sapiens''), στην [[Ανατολική Αφρική]], και συνεχίζεται χωρίς διακοπή στο παρόν ως ένα συνονθύλευμα διαφορετικών και πολιτικά αναπτυσσόμενων εθνικών κρατών. Η πρώιμη γραπτή ιστορία πρωτοπαρουσιάστηκε στο Βασίλειο του Κους,<ref>{{Cite book|title=Destruction of Black Civilisation|first=Chancellor|last=Williams|publisher=Third World Press|isbn=9780883780305|year=1987|location=Chicago|pages=[https://archive.org/details/destructionofbla00will_0/page/61 61–63]|url-access=registration|url=https://archive.org/details/destructionofbla00will_0/page/61}}</ref> και αργότερα στην [[Αρχαία Αίγυπτος|Αρχαία Αίγυπτο]], στο [[Σαχέλ]], στο [[Μαγκρέμπ]] και στο [[Κέρας της Αφρικής]].
 
Μετά την [[ερημοποίηση]] της [[Σαχάρα]]ς, η ιστορία της Βόρειας Αφρικής ήταν συνυφασμένη με εκείνη της [[Μέση Ανατολή|Μέσης Ανατολής]] και της [[Νότια Ευρώπη|Νότιας Ευρώπης]], ενώ οι Μπαντού εξαπλώθηκαν σαρωτικά από το σύγχρονο [[Καμερούν]] (Δυτική Αφρική) σε όλη την υποσαχάρια ήπειρο, σε κύματα κατά την 1η χιλιετία π.Χ., δημιουργώντας μια γλωσσική κοινότητα σε μεγάλο μέρος της κεντρικής και της νότιας ηπείρου.
 
Κατά τη διάρκεια του [[Μεσαίωνας|Μεσαίωνα]] το [[Ισλάμ]] εξαπλώθηκε δυτικά από την Αραβία προς την Αίγυπτο, διασχίζοντας το Μαγκρέμπ και το Σαχέλ. Στις αξιοσημείωτες προ-αποικιακές πολιτείες και κοινωνίες της Αφρικής περιλαμβάνονται η Αυτοκρατορία των Αγιουράν, οι Ντ'μτ, Το Σουλτανάτο Αντάλ, το Σουλτανάτο Γουαρσαντζαλί, το Βασίλειο του Νρι, [[Πολιτισμός Νοκ|ο πολιτισμός Νοκ]], [[Αυτοκρατορία του Μάλι|η Αυτοκρατορία του Μάλι]], η Αυτοκρατορία του Σονγκχάι, η Αυτοκρατορία του Μπενίν, η Αυτοκρατορία του Όγιο, η Αυτοκρατορία του Ασάντι, η Αυτοκρατορία της Γκάνα, τα Βασίλεια Μόσσι, η Αυτοκρατορία του Μουτάπα, το Βασίλειο του Μαπουνγκουμπουε, το Βασίλειο του Σίνε, το Βασίλειο του Σένναρ, το Βασίλειο του Σαλούμ, το Βασίλειο του Μπαόλ, το Βασίλειο του Καγιόρ, το Βασίλειο του Ζιμπάμπουε, το Βασίλειο του Κονγκό, η Αυτοκρατορία του Κααμπού, το Βασίλειο του Ιλε-Ιφέ, η Αρχαία Καρχηδόνα, [[Νουμιδία|η Νουμιδία]], η Μαυριτανία, και η [[Βασίλειο του Αξούμ|Αυτοκρατορία του Αξούμ]]. Στο αποκορύφωμά της, πριν από την Ευρωπαϊκή [[αποικιοκρατία]], εκτιμάται ότι η Αφρική είχε έως και 10.000 διαφορετικές πολιτείες και αυτόνομες ομάδες με διακριτές γλώσσες και έθιμα.<ref>[http://newswatch.nationalgeographic.com/2013/10/31/getting-to-know-africa-50-facts/ Africa information]"</ref>
 
Από τα μέσα του 7ου αιώνα Αφρικανοί αγοράζονταν και πωλούνταν σκλάβοι από Άραβες δουλεμπόρους. Κατόπιν μιας εκεχειρίας ανάμεσα στο Χαλιφάτο Ρασιντούν και το Βασίλειο της Μακογρια μετά την Δεύτερη Μάχη του Ντόνγκολα το 652 μ.Χ., μετακινήθηκαν, μαζί με Ασιάτες και Ευρωπαίους, πέρα από την [[Ερυθρά Θάλασσα]], τον [[Ινδικός Ωκεανός|Ινδικό Ωκεανό]], και την [[Σαχάρα|Έρημο Σαχάρα]].
 
Από τα τέλη του 15ου αιώνα, οι Ευρωπαίοι συμμετείχαν στο δουλεμπόριο (περίπου 850 χρόνια αργότερα). Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι Πορτογάλοι ήταν μέρος όλων αυτών σε συνεργασία με τους Ευρωπαίους. Σε αυτά περιλαμβάνεται το τριγωνικό εμπόριο, με τους Πορτογάλους αρχικά να αποκτούν σκλάβους με εμπορικά μέσα και αργότερα δια της βίας ως μέρος του Ατλαντικού δουλεμπορίου. Μετέφεραν σκλάβους από τη [[Δυτική Αφρική|Δυτική]], την Κεντρική και τη Νότια Αφρική στο εξωτερικό.<ref><div>http://www.eyewitnesstohistory.com/slavetrade.htm</div></ref> Στη συνέχεια, o αποικισμός της Αφρικής από Ευρωπαίους αναπτύχθηκε ραγδαία από 10% (1870) σε πάνω από 90% (1914) κατά τη [[Διαμάχη για την Αφρική]] (1881-1914). Ωστόσο, μετά από αγώνες για την ανεξαρτησία σε πολλά μέρη της ηπείρου, καθώς και μια αποδυναμωμένη Ευρώπη μετά το [[Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος|Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο]] {{Nowrap|(1939 - 1945)}}, σε ολόκληρη την ήπειρο παρουσιάστηκε [[αποαποικιοποίηση]] που κορυφώθηκε το 1960, το Έτος της Αφρικής.
Γραμμή 28:
Πριν από περίπου 1,8 εκατομμύρια χρόνια, ο ''[[Homo ergaster]]'' εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα αρχεία των απολιθωμάτων της Αφρικής. Εξελίχθηκε στον ''[[Homo erectus]]'' πριν από 1,5 εκατομμύρια χρόνια. Ορισμένοι από τους προγενέστερους εκπρόσωπους του είδους είχαν ακόμα αρκετά μικρούς εγκεφάλους και χρησιμοποιούσαν πρωτόγονα πέτρινα εργαλεία, όπως ο ''H. habilis''. Ο εγκέφαλος αργότερα αυξήθηκε σε μέγεθος, και ο ''H. erectus'' ανέπτυξε τελικά μια πιο πολύπλοκη τεχνολογία λίθινων εργαλείων για την τεχνολογία που ονομάστηκε Αχαιουλινή. Πιθανότατα οι πρώτοι κυνηγοί, οι ''H. erectus'' τελειοποιήθηκαν στην τέχνη του ανάμματος φωτιάς και ήταν οι πρώτες ανθρωπίδες που έφυγαν από την Αφρική, αποίκισαν μεγάλο μέρος της [[Ευρασία-Αφρική|Αφρο-Ευρασίας]] και ίσως αργότερα εξελίχθηκαν στον ''[[Homo floresiensis]]''. Αν και για ορισμένους ερευνητές ''[[Homo erectus|ο Homo georgicus]]'' ήταν η πρώτη ανθρωπίδα που έζησε εκτός της Αφρικής, και είναι πρόγονος του ''H. erectus''.<ref><div>Shillington (2005), σελ. 3.</div></ref><ref>Ehret, Christopher (2002), ''The Civilizations of Africa'', p. 22. Charlottesville: University of Virginia. {{ISBN|0-8139-2085-X}}.</ref>
[[Αρχείο:Pieza_foliácea_africana.jpg|μικρογραφία|285x285px|Αφρικανική δίκοπη μύτη ακοντίου της Ύστερης Λίθινης Εποχής |εναλλ.=]]
Τα αρχεία των απολιθωμάτων δείχνουν ότι οι ''Homo sapiens'' έζησαν στη Νότια και την Ανατολική Αφρική πριν από τουλάχιστον 200.000 -150.000 χρόνια. Πριν από 40.000 χρόνια, με την εξάπλωση του είδους εκτός της Αφρικής ξεκίνησε ο αποικισμός του πλανήτη από τον σύγχρονο άνθρωπο. Ήδη το 10.000 π.Χ., ''οι Homo sapiens'' είχαν εξαπλωθεί στις περισσότερες από τις γωνίες της [[Ευρασία-Αφρική|Αφρο-Ευρασίας]]. Οι διασπορές τους παρακολουθούνται από γλωσσικά, πολιτισμικά και [[Γενετική|γενετικά]] ευρήματα.<ref name="Shillington 2005, p. 2-3"><div>Shillington (2005), σελ. 2-3.</div></ref><ref><div>Γενετικές μελέτες του [[Luca Cavalli-Sforza]] που πρωτοστάτησε στη μελέτη του τρόπου εξάπλωσης του σύγχρονου ανθρώπου από την Αφρική.</div></ref><ref><div>Η Σάρα. Α. Tishkoff,* Floyd. A. Reed, Françoise R. Friedlaender, Κρίστοφερ Έρετ,
Alessia Ranciaro, Alain Froment, Jibril Β. Hirbo, Agnes Α. Awomoyi, Jean-Marie Μπόντο,
Ogobara Doumbo, Muntaser Ιμπραήμ, Αμπντάλα T. Τζούμα, Maritha J. Kotze, Godfrey Lema,
Γραμμή 37:
Οι μελετητές θεώρησαν ότι δεν υπήρχαν πολεμικές εχθροπραξίες στο προϊστορικό παρελθόν της ανθρωπότητας, και ότι αυτές προέκυψαν από πιο πολύπλοκα πολιτικά συστήματα ως αποτέλεσμα της κατοίκησης μακράς διαρκείας σε έναν οικισμό, της γεωργικής καλλιέργειας, κ. λπ.<ref>{{Cite journal|url=http://science.sciencemag.org/content/341/6143/270|title=Lethal Aggression in Mobile Forager Bands and Implications for the Origins of War|last=Fry|first=Douglas P.|last2=Söderberg|first2=Patrik|date=2013-07-19|journal=Science|issue=6143|doi=10.1126/science.1235675|volume=341|pages=270–273|bibcode=2013Sci...341..270F|issn=0036-8075|pmid=23869015}}</ref> Ωστόσο, τα ευρήματα στην περιοχή Ναταρούκ στην Κομητεία Τουρκάνα, [[Κένυα]], όπου βρέθηκαν τα λείψανα 27 ατόμων που σκοτώθηκαν κατόπιν εκ προθέσεως επίθεσης από άλλη ομάδα πριν από 10.000 χρόνια, δείχνουν ότι οι ανθρώπινες διαμάχες είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία.<ref>{{Cite journal|url=http://www.nature.com/doifinder/10.1038/nature16477|title=Inter-group violence among early Holocene hunter-gatherers of West Turkana, Kenya|last=Lahr|first=M. Mirazón|last2=Rivera|first2=F.|journal=Nature|issue=7586|doi=10.1038/nature16477|year=2016|volume=529|pages=394–398|bibcode=2016Natur.529..394L|pmid=26791728|last3=Power|first3=R. K.|last4=Mounier|first4=A.|last5=Copsey|first5=B.|last6=Crivellaro|first6=F.|last7=Edung|first7=J. E.|last8=Fernandez|first8=J. M. Maillo|last9=Kiarie|first9=C.}}</ref>
 
=== Εμφάνιση της γεωργίας και ερημοποίηση της Σαχάρας ===
Περί το 16.000 π.Χ., από τους λόφους της [[Ερυθρά Θάλασσα|Ερυθράς Θάλασσας και]] τα βόρεια [[Αιθιοπικό υψίπεδο|Υψίπεδα της Αιθιοπίας]], ξηροί καρποί, χόρτα και κόνδυλοι συλλέγονταν για τρόφιμα. Την περίοδο 13.000 - 11.000 π.Χ., οι άνθρωποι άρχισαν να συλλέγουν άγρια σιτηρά. Αυτό διαδόθηκε στη [[Δυτική Ασία]], όπου καλλιεργήθηκαν τα άγρια σιτηρά, το [[σιτάρι]] και το [[κριθάρι]]. Μεταξύ 10.000 και 8000 π.Χ. στη [[Κέρας της Αφρικής|Βορειοανατολική Αφρική]] καλλιεργούσαν σιτάρι και κριθάρι και μεγάλωναν πρόβατα και βοοειδή από τη Νοτιοδυτική Ασία. Μία περίοδος υγρού κλίματος στην Αφρική μετέτρεψε τα Αιθιοπικά Υψίπεδα σε ορεινό δάσος. Οι ομιλούντες την ομοτική γλώσσα καλλιεργούσαν Μουσοειδή [[ενσέτε]] (συγγενείς της μπανανιάς) την περίοδο 6500-5500 π.Χ. Περίπου το 7000 π.Χ., οι κάτοικοι των Αιθιοπικών Υψιπέδων είχαν εξημερωμένα [[Γάιδαρος|γαϊδούρια]], και από το 4000 π.Χ. το μεγάλωμα οικόσιτων γαϊδάρων είχε διαδοθεί στη Νοτιοδυτική Ασία. Την περίοδο 5500 - 3500 π.Χ. οι ομιλούντες [[Κουσιτικές γλώσσες|κουσιτικά]], εν μέρει αποφεύγοντας την εκτροφή βοειδών, καλλιεργούσαν φυτά τεφ και [[Ελευσίνη η κορακάνα|ελευσίνη την κορακάνα]].<ref><div>Diamond, Jared (1997), ''Όπλα, Μικρόβια και Ατσάλι: Οι Τύχες των Ανθρώπινων Κοινωνιών'', σ. 126-127.</div></ref><ref><div>Ehret (2002), σσ. 64-75, 80-81, 87-88.</div></ref>
[[Αρχείο:Tadrart Acacus 1.jpg|αριστερά|μικρογραφία|200x200εσ|Τοιχογραφίες από το [[Μνημεία Πέτρινης Τέχνης του Τάντραρτ Ακάκους|Τάντραρτ Ακάκους]], Λιβύη, 12000 - 100 π.Χ.]]
Μεταξύ 8000 και 6000 π.Χ. στις [[Στέπα|στέπες]] και τις [[Σαβάνα|σαβάνες]] της [[Σαχάρα]]ς και του [[Σαχέλ]] στη Βορειοδυτική Αφρική, οι ομιλούντες γλώσσες Νείλου-Σαχάρας και ο λαός των Μαντέ άρχισαν να συλλέγουν και να καλλιεργούν άγριο κεχρί, Αφρικάνικο ρύζι και [[σόργο]]. Αργότερα, στο πρόγραμμα συγκομιδής και καλλιέργειας προστέθηκαν κολοκυνθοειδή, [[Καρπούζι|καρπούζια]], [[Ρίκινος|ρίκινοι]], και [[Βαμβάκι (ίνα)|βαμβάκι]]. Οι άνθρωποι άρχισαν να πιάνουν άγρια βοοειδή και να τα κρατούν σε κυκλικούς αγκαθωτούς φράκτες, μέχρι που [[Εξημέρωση|εξημερώθηκαν]].<ref><div>Ehret (2002), σσ. 64-75.</div></ref> Επίσης, άρχισαν να κατασκευάζουν [[Αγγειοπλαστική|κεραμικά]] και να χτίζουν πέτρινους οικισμούς (όπως τα Ταϊσίτ και Ουαλάτα). Στους ανθρώπους των Μαντέ έχει αποδοθεί η ανεξάρτητη ανάπτυξη της γεωργίας την περίοδο 3000-4000 π.Χ.<ref><div>https://www.britannica.com/topic/Mande</div></ref>
[[Αρχείο:SabuJeddi5.jpg|μικρογραφία|200x200εσ|Τοιχογραφία από το Σαμπού, Σουδάν. Απεικονίζονται βάρκες στο Νείλο.]]
Στη Δυτική Αφρική, η υγρή φάση συνοδεύτηκε από ανάπτυξη [[Δάσος της βροχής|τροπικών δασών]] και ξυλώδους σαβάνας από τη [[Σενεγάλη]] μέχρι το [[Καμερούν]]. Μεταξύ 9000 και 5000 π.Χ., οι ομιλούντες γλώσσες Νίγηρα-Κονγκό καλλιέργησαν [[Ααβόρα|ελαιοφοίνικες]] και φοίνικες ράφια. Καλλιέργησαν, επίσης, φυτά για σπόρους, όπως μαυρομάτικα φασόλια και βίνια (Αφρικανικά φιστίκια), ακολουθούμενα από [[Μπάμια|μπάμιες]] και καρπούς κόλας. Δεδομένου ότι τα περισσότερα από τα φυτά αναπτύσσονταν στο δάσος, οι ομιλούντες γλώσσες του Νίγηρα-Κονγκό χρησιμοποίησαν πέλεκεις από γυαλιστερές πέτρες για την εκκαθάριση του δάσους.<ref><div>Ehret (2002), σ. 82-84.</div></ref>
 
Το μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Αφρικής είχε καταληφθεί από λαούς πυγμαίους και Κόισαν που ασχολούνταν με το κυνήγι και τη συγκομιδή. Από αυτούς προέρχονται μερικές από τις παλαιότερες τέχνες βράχων.<ref><div>Ehret (2002), σ. 94, 95.</div></ref>
Γραμμή 67:
Μεταξύ 3000 και 2500 π.Χ. στα [[Όρη Ααΐρ|Όρη Ααΐρ]], στο σημερινό [[Νίγηρας|Νίγηρα]], η κατεργασία του χαλκού συνεχίστηκε ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στην κοιλάδα του Νείλου. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν μοναδικές στην περιοχή, δηλαδή δεν ήταν ξενόφερτες, και ως το 1.500 π.Χ. ωρίμασαν περισσότερο.<ref name="Ehret 2002, pp. 136-137"/>
 
Από την 1η χιλιετία π.Χ., γινόταν κατεργασία του σιδήρου στη [[Μαγκρέμπ|Βορειοδυτική Αφρική]], την Αίγυπτο και τη Νουβία.<ref>{{Cite web|url=https://web.archive.org/web/20071011083356/http://princetonol.com/groups/iad/lessons/middle/history1.htm|title=EARLY HISTORY OF AFRICA|date=2007-10-11|website=web.archive.org|accessdate=2019-01-30}}</ref> Υπάρχουν τεκμήρια ότι γινόταν χύτευση σιδήρου στην [[Κεντροαφρικανική Δημοκρατία|Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία]] και [[Καμερούν|το Καμερούν]] από το 3.000 - 2.500 π.Χ.<ref>{{cite journal|author1=É. Zangato |author2=A.F.C. Holl |url=http://www.african-archaeology.de/index.php?page_id=154&journal_id=24&pdf_id=172 |title=On the Iron Front: New Evidence North-Central Africa |journal=Journal of African Archaeology |archiveurl=https://web.archive.org/web/20131226002521/http://www.african-archaeology.de/index.php?page_id=154&journal_id=24&pdf_id=172 |archivedate=2013-12-26 |volume=8 |issue=1 |year=2010 |pages=7–23 |doi=10.3213/1612–1651-10153}}</ref> Το 670 π.Χ. οι Νούβιοι εκδιώχθηκαν από την Αίγυπτο από [[Ασσυρία|Ασσύριους]] που χρησιμοποιούσαν σιδερένια όπλα, και μεταγενέστερα διαδόθηκε ευρέως η χρήση του σιδήρου στην κοιλάδα του Νείλου.<ref name="Falola 2002">{{Cite book|title=Key Events in African History: A Reference Guide|url=https://archive.org/details/keyeventsinafric0000falo|first=Toyin|last=Falola|publisher=Greenwood Press|isbn=0-313-31323-7|date=2002|location=Westport, Connecticut, USA|page=[https://archive.org/details/keyeventsinafric0000falo/page/46 46]}}</ref>
 
Η θεωρία ότι ο [[σίδηρος]] εξαπλώθηκε στην [[Υποσαχάρια Αφρική]] μέσω της Νουβικής πόλης Μερόη δεν είναι πλέον κοινά αποδεκτή. Η [[Μεταλλοτεχνία|Μεταλλουργία]] στη Δυτική Αφρική έχει χρονολογηθεί ήδη από το 2,500 π.Χ. στο Έγκαρο δυτικά του Τερμίτ, Νίγηρα, και ο σίδηρος δουλεύεται εκεί από το 1.500 π.Χ..<ref><div>[http://portal.unesco.org/en/ev.php-URL_ID=3432&URL_DO=DO_PRINTPAGE&URL_SECTION=201.html Σίδηρος στην Αφρική: Ανασκόπηση της Ιστορίας, UNESCO,] Aux origines de la métallurgie du fer en Afrique, Une ancienneté méconnue: Afrique de L'ouest et Afrique centrale.</div></ref> Στην Κεντρική Αφρική, υπάρχουν στοιχεία ότι γίνεται κατεργασία του σιδήρου ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ.<ref>{{Cite journal|title=Seeking Africa's first Iron Men|last=Pringle|first=Heather|journal=Science|issue=5911|doi=10.1126/science.323.5911.200|year=2009|volume=323|pages=200–202}}</ref> Η χύτευση του σιδήρου αναπτύχθηκε στην περιοχή μεταξύ [[Λίμνη Τσαντ|της Λίμνης Τσαντ]] και των Αφρικανικών Μεγάλων Λιμνών μεταξύ 1000 και 600 π.Χ., πολύ πριν φτάσει στην Αίγυπτο. Προ του 500 π.Χ., ο [[Πολιτισμός Νοκ]] στο Οροπέδιο Τζος ήδη δούλευε το σίδηρο.<ref><div>Shillington (2005), σ. 37-39.</div></ref><ref>O'Brien, Patrick Karl (2002), ''Atlas of World History'', pp. 22–23. Oxford: [[Oxford University Press]]. {{ISBN|0-19-521921-X}}.</ref>
 
== Αρχαιότητα ==
Η αρχαία ιστορία της Βόρειας Αφρικής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με της Αρχαίας Εγγύς Ανατολής. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για [[Αρχαία Αίγυπτος|την Αρχαία Αίγυπτο]] και τη [[Νουβία]]. Στο [[Κέρας της Αφρικής|Κέρας της Αφρικής,]] το [[Βασίλειο του Αξούμ]] κυβερνούσε τη σύγχρονη [[Ερυθραία]], τη βόρεια [[Αιθιοπία]] και την παράκτια ζώνη του δυτικού τμήματος της Αραβικής Χερσονήσου. Το 2350 π.Χ. οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν δεσμούς με την [[Γη του Πουντ]]. Το Πουντ ήταν εμπορικός συνεργάτης της Αρχαίας Αιγύπτου και πιστεύεται ότι βρισκόταν στη σύγχρονη [[Σομαλία]], [[Τζιμπουτί|στο Τζιμπουτί]] ή [[Ερυθραία|στην Ερυθραία]].<ref><div>Simson Najovits, ''Egypt, trunk of the tree, Volume 2'', (Algora Publishing: 2004), p.258.</div></ref> [[Φοίνικες (αρχαίος λαός)|Οι Φοινικικές]] πόλεις, όπως η [[Καρχηδόνα]], ήταν μέρος της Μεσογειακής [[Εποχή του Σιδήρου|εποχής του Σιδήρου]] και [[Κλασική αρχαιότητα|της κλασικής αρχαιότητας]].
 
=== Αρχαία Αίγυπτος ===
Γραμμή 79:
Μετά την [[ερημοποίηση]] της [[Σαχάρα|Σαχάρας]], οι οικισμοί συγκεντρώθηκαν στην [[Νείλος|Κοιλάδα του Νείλου]], όπου εμφανίστηκαν πολλά ιερά φυλαρχία. Οι περιφέρειες με την μεγαλύτερη πληθυσμιακή πίεση βρίσκονταν στο [[Δέλτα του Νείλου]] στην περιοχή της [[Κάτω Αίγυπτος|Κάτω Αιγύπτου]], στην [[Άνω Αίγυπτος|Άνω Αίγυπτο]], και επίσης κατά μήκος του 2ου και του 3ου καταρράκτη έως το [[Ντόνγκολα]] στη Νουβία. Αυτή η πληθυσμιακή πίεση και η ανάπτυξη επήλθαν από την καλλιέργεια σοδειών νοτιοδυτικής ασιατικής προέλευσης, σιτηρών και κριθαριού, και την εκτροφή προβάτων, αιγών και βοοειδών. Η αύξηση του πληθυσμού συνοδεύτηκε από διεκδικήσεις γεωργικής γης, ανταγωνισμούς και την ανάγκη ρύθμισης της γεωργίας. Για τη ρύθμιση σχηματίστηκαν και θεσπίστηκαν σώματα [[Γραφειοκρατία|γραφειοκρατίας]] μέσα στα ιερά φυλαρχία. Το πρώτο και ισχυρότερο από τα φυλαρχία ήταν το Τα-Σέτι, που ιδρύθηκε περί το 3,500 π.Χ. Η ιδέα των ιερών φυλαρχίων εξαπλώθηκε σε όλη την Άνω και Κάτω Αίγυπτο.<ref><div>Ehret (2002), σσ. 143-46.</div></ref>
[[Αρχείο:All_Gizah_Pyramids.jpg|αριστερά|μικρογραφία|250x250εσ|Οι [[πυραμίδες της Γκίζας]], 2580 π.Χ ]]
Στην Άνω και Κάτω Αίγυπτο μεταγενέστερα άρχισε ενοποίηση των φυλαρχίων προς ευρύτερες πολιτικές οντότητες, που κορυφώθηκε στην ενοποίηση της Αιγύπτου ως μία πολιτική οντότητα από τον Νάρμερ ([[Μήνης]]) το 3.100 π.Χ. Αντί να ανακηρυχθεί ιερός αρχηγός, έγινε θεϊκός βασιλιάς. Ο [[ενοθεϊσμός]], ή λατρεία ενός μοναδικού θεού μέσα σε ένα πολυθεϊστικό σύστημα, που ασκούσαν στα ιερά φυλαρχία σε όλη την Άνω και Κάτω Αίγυπτο, εξελίχθηκε στην πολυθεϊστική Αρχαία Αιγυπτιακή θρησκεία. Τα σώματα της γραφειοκρατίας συγκεντρώθηκαν υπό την εξουσία των [[φαραώ]], και διευθύνονταν από [[Βεζίρης (αρχαία Αίγυπτος)|βεζίρηδες]], κυβερνήτες, φοροεισπράκτορες, στρατηγούς, καλλιτέχνες και τεχνικούς. Αυτοί ασχολούνταν με την συλλογή των φόρων, την οργάνωση των εργασιών για τα μεγάλα δημόσια έργα, και την οικοδόμηση συστημάτων άρδευσης, [[Πυραμίδα (αρχιτεκτονική)|πυραμίδων]], ναών, και καναλιών. Κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Δυναστείας (2620–2480
π.Χ.) αναπτύχθηκε το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων, με το [[Λεβάντες]] για ξυλεία, με τη Νουβία για χρυσό και δέρματα, με τη [[Γη του Πουντ]] για [[λιβάνι]], και επίσης με τα δυτικά εδάφη της Λιβύης. Στο μεγαλύτερο μέρος του [[Παλαιό βασίλειο (αρχαία Αίγυπτος)|παλαιού Βασιλείου]] της Αιγύπτου αναπτύχθηκαν τα θεμελιώδη συστήματα, ιδρύματα και πολιτισμοί, πάντα μέσα από την κεντρική γραφειοκρατία και από την θεότητα του [[Φαραώ]].<ref>Davidson, Basil (1991), ''Africa In History: Themes and Outlines'', pp. 30–33. Revised and expanded ed. New York: Simon & Schuster {{ISBN|0-684-82667-4}}</ref>
[[Αρχείο:Khufu CEM.jpg|αριστερά|μικρογραφία|225x225εσ|[[Χέωψ]], 4η Δυναστεία. Κτίστης της Μεγάλης Πυραμίδας της Γκίζας.]]
Μετά την τέταρτη χιλιετία π.Χ. η Αίγυπτος άρχισε να επεκτείνει τον άμεσο στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχο των νότιων και δυτικών γειτόνων της. Από το 2.200 π.Χ., η σταθερότητα του Παλαιού Βασιλείου υπονομεύθηκε από την αντιπαλότητα μεταξύ των διοικητών των [[Νομός (αρχαία Αίγυπτος)|νομών]] που αμφισβήτησαν την εξουσία των φαραώ και από τις επιδρομές των Ασιατών στο Δέλτα του Νείλου. Η [[Πρώτη Μεταβατική Περίοδος (αρχαία Αίγυπτος)|Πρώτη Μεταβατική Περίοδος]] είχε αρχίσει, μια περίοδος πολιτικού διχασμού και αβεβαιότητας.<ref name="Davidson 1991, pp. 30-33"><div>Davidson (1991), σ. 30-33.</div></ref>
 
To [[Μέσο βασίλειο (αρχαία Αίγυπτος)|Μέσο Βασίλειο]] της Αιγύπτου ανέκυψε όταν ο Μεντουχοτέπ Β' της [[Ενδέκατη δυναστεία Φαραώ|Ενδέκατης Δυναστείας]] ενοποίησε την Αίγυπτο μεταξύ 2041 και 2016 π.Χ. αρχίζοντας με την κατάκτηση της Δέκατης Δυναστείας το 2041 π.Χ.<ref name="Habachi 16-52"><div>[[History of Africa#Habachi1963|Habachi. (1963)]] , σελ. 16-52</div></ref><ref>{{Cite book|title=Histoire de l'Egypte ancienne|first=Grimal,|last=Nicolas.|publisher=Fayard|isbn=2213021910|year=|date=1988|location=|page=155-156|url=http://worldcat.org/oclc/919534030|id=919534030}}</ref> Το κτίσιμο πυραμίδων συνεχίστηκε, το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων αναδύθηκε εκ νέου, και το κέντρο εξουσίας μεταφέρθηκε από τη [[Μέμφις (Αίγυπτος)|Μέμφις]] στη [[Θήβαι Αιγύπτου|Θήβα]]. Οι δεσμοί με τις νότιες περιοχές του Κους, Ουαουάτ και Ιρθέτ στο δεύτερο καταρράκτη ενισχύθηκαν. Στη συνέχεια ακολούθησε η Δεύτερη Μεταβατική Περίοδος, με την εισβολή των Υξώς με ιππήλατα άρματα και μπρούντζινα όπλα, μια τεχνολογία πρωτόγνωρη στην Αίγυπτο. Τα ιππήλατα άρματα σύντομα διαδόθηκαν στη δύση, στην κατοικήσιμη Σαχάρα και τη Βόρεια Αφρική. Οι Υξώς δεν κατάφεραν να κρατήσουν τα Αιγυπτιακά εδάφη και απορροφήθηκαν από την Αιγυπτιακή κοινωνία. Αυτό τελικά οδήγησε σε μια από τις πιο ισχυρές φάσεις της Αιγύπτου, το Νέο Βασίλειο (1580–1080 π.Χ.) της 18ης Δυναστείας. Η Αίγυπτος έγινε μια [[υπερδύναμη]] που έλεγχε τη Νουβία και [[Ιουδαία|την Ιουδαία]] ενώ ασκούσε πολιτική επιρροή στη Λιβύη δυτικά και στη Μεσόγειο.<ref name="Davidson 1991, pp. 30-33"><div>Davidson (1991), σ. 30-33.</div></ref>
Γραμμή 95:
{{Κύριο λήμμα|Πολιτισμός Κέρμα|}}
[[Αρχείο:Κουσίτικη αυτοκρατορία 700πΧ.jpg|εναλλ.=|μικρογραφία|250x250εσ|H Αυτοκρατορία της Νουβίας στη μεγαλύτερη έκτασή της]]
Περί το 3500 π.Χ., ένα από τα πρώτα ιερά βασίλεια που ανέκυψαν στο Νείλο ήταν το Τα-Σέτι, στη βόρεια [[Νουβία]]. Ήταν ισχυρό βασίλειο στην Κοιλάδα του Νείλου, στον 1ο και τον 2ο καταρράκτη, που ασκούσε επιρροή στα κοντινά φυλαρχία βάσει εικονογραφικών απεικονίσεων της [[Άνω Αίγυπτος|Άνω Αιγύπτου]]. Το Τα-Σέτι είχε εμπορικές συναλλαγές έως και μέχρι την Συρο-Παλαιστίνη, καθώς και με την Αίγυπτο. Έκαναν εξαγωγές χρυσού, χαλκού, φτερών στρουθοκάμηλου, [[Έβενος|έβενου]] και ελεφαντόδοντου στο [[Παλαιό βασίλειο (αρχαία Αίγυπτος)|Παλαιό Βασίλειο]]. Από τον 32 αιώνα π.Χ. το Τα-Σέτι παράκμασε. Μετά την ενοποίηση της Αιγύπτου από τον Νάρμερ το 3100 π.Χ., το Τα-Σέτι δέχτηκε εισβολή από τον Φαραώ [[Χορ-Αχά]] της [[Πρώτη δυναστεία Φαραώ της Αιγύπτου|Πρώτης Δυναστείας]], που κατέστρεψε τα τελευταία απομεινάρια του βασιλείου. Το Τα-Σέτι σχετίζεται με τον Πολιτισμό Α' Ομάδας όπως είναι γνωστός στην αρχαιολογία.<ref>Ehret (2002), pp. 144, 145.</ref>
[[Αρχείο:Naqa_Apedamak_temple.jpg|αριστερά|μικρογραφία|250x250εσ|Νουβιακός Ναός του Απεδεμάκ, Νάκα]]
Για αιώνες μετά το 3000 π.Χ. μικρά ιερά φυλαρχία συνέχισαν να εμφανίζονται στο Νουβιανό τμήμα του Νείλου. Προς τα τέλη της τρίτης χιλιετίας ενοποιήθηκαν περαιτέρω. Αναδύθηκαν δύο βασίλεια: το Βασίλειο Σάι νότια της Αιγύπτου και το [[Πολιτισμός Κέρμα|Βασίλειο Κέρμα]] στον τρίτο καταρράκτη. Κάποτε γύρω στον 18ο αιώνα π.Χ., το Βασίλειο Κέρμα κατέκτησε το Βασίλειο Σάι και έγινε σοβαρός ανταγωνιστής για την Αίγυπτο. Το Κέρμα κατείχε την περιοχή από τον πρώτο καταρράκτη ως τη συμβολή του [[Γαλάζιος Νείλος|Μπλε Νείλου]], του Λευκού Νείλου, και του Ποταμού Ατμπάρα. Περί το 1575 - 1550 π.Χ., κατά τα τέλη της 7ης Δυναστείας, το Βασίλειο Κέρμα<ref><div>Alberge, Dalya. "Tomb Reveals Ancient Egypt's Humiliating Secret", ''The Times'' {London}, 28 July 2003.</div></ref> συμμάχησε με τους Υξώς και εισέβαλε στην Αίγυπτο.<ref><div>Ehret (2002), σ. 148-151.</div></ref>
Γραμμή 123:
[[Αρχείο:Qableh1.JPG|μικρογραφία|200x200px|Ερείπια του Κα'άμπλεχ, ένα πρώιμο κέντρο του πολιτισμού της Σομαλίας |εναλλ.=]]
[[Αρχείο:Ο δρόμος του μεταξιού.jpg|αριστερά|μικρογραφία|250x250εσ|Η θέση της Σομαλίας στο [[Δρόμος του Μεταξιού|δρόμο του μεταξιού]].]]
Οι πρόγονοι των Σομαλών ήταν ένας σημαντικός σύνδεσμος στο [[Κέρας της Αφρικής]] για το εμπόριο της περιοχής με τον υπόλοιπο αρχαίο κόσμο. Οι Σομαλοί ναυτικοί και έμποροι ήταν οι κύριοι προμηθευτές [[Λιβάνι|λιβανιού]], [[μύρο]]υ και μπαχαρικών, που ήταν πολυτέλειες μεγάλης αξίας για τους [[Αρχαία Αίγυπτος|Αρχαίους Αιγύπτιους]], τους [[Φοίνικες (αρχαίος λαός)|Φοίνικες]], τους [[Μυκηναϊκός πολιτισμός|Μυκηναίους]] και τους [[Βαβυλωνία|Βαβυλώνιους]].<ref><div>Phoenicia, pg. 199.</div></ref><ref><div>Rose, Jeanne, and John Hulburd, ''The Aromatherapy Book'', p. 94.</div></ref>
 
Κατά την [[Κλασική αρχαιότητα|κλασική εποχή]], αρκετές ευημερούσες πόλεις-κράτη της Σομαλίας όπως η [[Οπώνη]], το Μοσυλλόν, το Ακρωτήριο Γκουαρνταφούι, και το Μαλάο αναμετρούνταν με τους [[Σαβαίοι|Σαβαίους]], τους [[Παρθία|Παρθιανούς]] και τους [[Βασίλειο του Αξούμ|Αξουμίτες]] για το πλούσιο [[Ινδία|Ινδο]]–[[Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός|Ελληνορωμαϊκό]] εμπόριο.<ref><div>Vine, Peter, ''Oman in History'', p. 324.</div></ref>
Γραμμή 135:
Η Ρωμαϊκή στρατιωτική παρουσία στη Βόρεια Αφρική παρέμεινε σχετικά μικρή, αποτελούμενη από περίπου 28.000 στρατιώτες και βοηθητικές μονάδες στη [[Νουμιδία]] και τις δύο επαρχίες της Μαυριτανίας. Από το 2ο αιώνα μ.Χ. αυτές οι φρουρές ήταν επανδρωμένες κυρίως από τους κατοίκους της περιοχής.<ref>{{Cite book|title=A history of the Maghrib in the Islamic period|first=Jamil M.|last=Abun-Nasr|publisher=Cambridge University Press|isbn=9780511608100|location=Cambridge|pages=xi–xii|url=http://dx.doi.org/10.1017/cbo9780511608100.001}}</ref><ref>{{Cite book|title=The History of the Maghrib: An Interpretive Essay|first=Abdallah|last=Laroui|publisher=Princeton University Press|isbn=9781400869985|date=2015-01-31|location=Princeton|url=http://dx.doi.org/10.1515/9781400869985}}</ref>
 
Εκτός από [[Καρχηδόνα|την Καρχηδόνα]], η αστικοποίηση στη Βόρεια Αφρική προήρθε εν μέρει από την εγκαθίδρυση οικισμών βετεράνων υπό τους ρωμαίους αυτοκράτορες [[Κλαύδιος]] (βασίλεψε 41-54), [[Νέρβας]] (96-98), και [[Τραϊανός]] (98-117). Στην Αλγερία τέτοιοι οικισμοί ήταν η [[Αρχαία Πόλη της Τιπάσα|Τιπάσα]], το Κουρκούλουμ (σύγχρονο [[Αρχαιολογικός Χώρος της Τζεμίλα|Τζεμίλα]]), το Θαμουγκάντι (σύγχρονο [[Τιμγκάντ]]), και το Σιτίφις (σύγχρονο Σετίφ). Η ευημερία των περισσότερων πόλεων βασιζόταν [[Γεωργία (δραστηριότητα)|στη γεωργία]]. Αποκαλούμενη "σιτοβολώνας της αυτοκρατορίας", η Βόρεια Αφρική έγινε ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς σιτηρών στην αυτοκρατορία, προμηθεύοντας τις επαρχίες που δεν παρήγαγαν δημητριακά, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα. Στις εξαγόμενες καλλιέργειες συμπεριλαμβάνονταν φρούτα, σύκα, σταφύλια και φασόλια. Από τον 2ο αιώνα μ.Χ. το ελαιόλαδο ανταγωνιζόταν τα σιτηρά ως εξαγόμενο αγαθό.<ref>{{Cite web|url=http://countrystudies.us/algeria/6.htm|title=Algeria - The Roman Era|website=countrystudies.us|accessdate=2019-01-11}}</ref><ref>{{Cite web|url=https://cdn.loc.gov/master/frd/frdcstdy/al/algeriacountryst00metz_0/algeriacountryst00metz_0.pdf|title=Algeria: a country study|last=|first=|date=|website=|publisher=|archiveurl=|archivedate=|accessdate=}}</ref>
[[Αρχείο:Anfiteatro, El Jem, Túnez, 2016-09-04, DD 55-66 HDR PAN.jpg|αριστερά|μικρογραφία|400x400εσ|Το [[Αμφιθέατρο της Ελ Τζεμ]], Τυνησία. 238 μ.Χ.]]
Οι αρχές της παρακμής της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής φαίνονταν λιγότερο σοβαρές στη Βόρεια Αφρική από ό, τι αλλού. Ωστόσο, γίνονταν εξεγέρσεις. Το 238 μ.Χ οι γαιοκτήμονες επαναστάτησαν ανεπιτυχώς ενάντια στις αυτοκρατορικές φορολογικές πολιτικές. Την περίοδο 253 - 288 μ.Χ., κατά την Κρίση του 3ου αιώνα, έγιναν σποραδικές φυλετικές εξεγέρσεις στα βουνά της Μαυριτανίας. Επίσης, οι πόλεις είχαν οικονομικές δυσκολίες και η οικοδομική δραστηριότητα είχε σταματήσει.<ref>{{Cite journal|url=https://de.wikipedia.org/w/index.php?title=Reichskrise_des_3._Jahrhunderts&oldid=183956994|title=Reichskrise des 3. Jahrhunderts|date=2018-12-23|journal=Wikipedia|language=de}}</ref>
Γραμμή 155:
[[Αρχείο:ET_Axum_asv2018-01_img37_Stelae_Park.jpg|μικρογραφία|212x212px|[[Οβελίσκος του Αξούμ]] |εναλλ.=]]
[[Αρχείο:Αυτοκρατορία του Αξούμ.png|αριστερά|μικρογραφία|250x250εσ|H [[Αυτοκρατορία του Αξούμ]]]]
Η παλαιότερη πολιτεία στην [[Ερυθραία]] και τη βόρεια [[Αιθιοπία]], το Ντ'μτ, χρονολογείται από τον 8ο - 7ο αιώνα π.Χ. Το Ντ'μτ διακινούσε εμπορεύματα μέσω της [[Ερυθρά Θάλασσα|Ερυθράς Θάλασσας]] προς την Αίγυπτο και την Μεσόγειο, και προμήθευε λιβάνι. Μέχρι τον 5ο - 3ο αιώνα το Ντ'μτ είχε παρακμάσει και τη θέση του πήραν αρκετά διαδοχικά κράτη. Αργότερα υπήρξε αύξηση των εμπορικών συναλλαγών με τη Νότια Αραβία, κυρίως με το λιμάνι των [[Σαβαίοι|Σαβαίων]]. Η [[Άδουλις]] έγινε ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο στα [[Αιθιοπικό υψίπεδο|Υψίπεδα της Αιθιοπίας]]. Η αλληλεπίδραση των λαών στις δύο περιοχές, των [[Σαβαίοι|Σαβαίων]] της Νότιας Αραβίας και των βόρειων Αιθιόπων, είχε ως αποτέλεσμα τον πολιτισμό και τη γλώσσα των Γκι'ιζ και τελικά το σύστημα γραφής των Γκι'ιζ. Οι εμπορικοί δεσμοί αυξήθηκαν και επεκτάθηκαν από την Ερυθρά Θάλασσα στη Μεσόγειο, με την Αίγυπτο, την Ελλάδα και τη Ρώμη, στη [[Μαύρη Θάλασσα]] και [[Ιράν|στην Περσία]], την Ινδία και την Κίνα. Το Αξούμ ήταν πασίγνωστο σε αυτές τις περιοχές. Από τον 5ο αιώνα π.Χ., η περιοχή ήταν πολύ ευημερούσα, με εξαγωγές ελεφαντόδοντων, δερμάτων ιπποπόταμων, χρυσόσκονης, μπαχαρικών, και ζωντανών ελεφάντων. Εισήγαγαν ασήμι, χρυσό, ελαιόλαδο και κρασί. Το Αξούμ παρασκεύαζε κρυστάλλους από γυαλί, ορείχαλκο και χαλκό για εξαγωγή. Αναδύθηκε ένα ισχυρό Αξούμ, με ενοποιημένα τμήματα του ανατολικού Σουδάν, της βόρειας Αιθιοπίας ([[Τιγκράι]]), και της [[Ερυθραία]]ς. Οι βασιλιάδες του έχτισαν ανάκτορα από πέτρα και ενταφιάστηκαν κάτω από μεγαλιθικά μνημεία. Από το 300 μ.Χ. στο Αξούμ κυκλοφόρησαν δικά τους νομίσματα από χρυσό και ασήμι.<ref>Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), ''A History of Sub-Saharan Africa'', σελ. 66–71. New York City: Cambridge University Press. {{ISBN|978-0-521-68708-9}}.</ref>
[[Αρχείο:Ezana.jpg|αριστερά|μικρογραφία|Ασημένια νομίσματα του βασιλιά Εζάνα]]
[[Αρχείο:Aksum, iscrizione di re ezana, in greco, sabeo e ge'ez, 330-350 dc ca. 10.jpg|μικρογραφία|240x240εσ|Στην στήλη του Εζάνα εξιστορείται η μεταστροφή του βασιλιά στον χριστιανισμό και οι κατακτήσεις του.]]
Το 331 μ.Χ. ο Βασιλιάς Εζάνα (320–350 μ.Χ.) προσηλυτίστηκε στον Μιαφυσιτικό Χριστιανισμό που πίστευε στην μία ενωμένη θεία-ανθρώπινη φύση του Χριστού, μάλλον από τον [[Φρουμέντιος|Φρουμέντιο]] και τον Αιδέσιο που αποβιβάστηκαν στην ακτή της Ερυθράς θάλασσας. Ορισμένοι διανοούμενοι θεώρησαν ότι η ενέργεια ήταν πιο περίπλοκη και σταδιακή από μια απλή μεταστροφή. Περί το 350, που ο Εζάνα λεηλάτησε τη Μερόη, η Συριακή μοναστική παράδοση ρίζωσε στην Αιθιοπική εκκλησία. <ref>Iliffe (2007), p. 41.</ref>
 
Τον 6ο αιώνα το Αξούμ ήταν αρκετά ισχυρό ώστε να προσαρτήσει τη Γη των Σαβαίων και την Αραβική χερσόνησο στην αυτοκρατορία του. Στα τέλη του 6ου αιώνα, η [[Αυτοκρατορία των Σασσανιδών]] εκδίωξε το Αξούμ από τη χερσόνησο. Με την εξάπλωση του [[Ισλάμ]] σε όλη τη [[Δυτική Ασία]] και τη Βόρεια Αφρική τα εμπορικά δίκτυα του Αξούμ στην Μεσόγειο κλονίστηκαν. Το εμπόριο στην Ερυθρά Θάλασσα ελαττώθηκε καθώς εκτράπηκε προς τον [[Περσικός Κόλπος|Περσικό Κόλπο]] και κυριαρχήθηκε από [[Άραβες]], με αποτέλεσμα την παρακμή του Αξούμ. Από το 800 μ.Χ. η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε νότια προς την ενδοχώρα και το Αξούμ συρρικνώθηκε πολύ.<ref><div>Shillington (2005), σ. 66-71.</div></ref>
Γραμμή 171:
 
=== H εξάπλωση των Μπαντού ===
[[Αρχείο:Bantu_Phillipson.png|μικρογραφία|451x451px|'''1''' = 3000 – 1500 π.Χ. προέλευση<br />'''2''' = 1500 π.Χ. πρώτες μεταναστεύσεις<br /> '''2.α''' = Ανατολικό Μπαντού,'''2.β''' = Δυτικό Μπαντού<br />'''3''' = 1000 – 500 π.Χ. πυρήνας των Ουρέβε στο Ανατολικό Μπαντού<br />'''4''' – '''7''' = μετανάστευση προς τα νότια<br />'''9''' = 500 π.Χ. – 0 πυρήνας Κονγκό <br />'''10''' = 0 – 1000 μ.Χ. τελική φάση<ref>{{Cite journal|url=http://dx.doi.org/10.4324/9780203987926|title=The Bantu Languages|last=Nurse|first=Derek|date=2006-03-21|doi=10.4324/9780203987926}}</ref>|εναλλ.=]]
[[Αρχείο:Γλώσσες Νίγηρα-Κονγκό.png|αριστερά|μικρογραφία|318x318εσ|Χάρτης των ομιλούντων γλωσσών Νίγηρα-Κονγκό]]
Η εξάπλωση των Μπαντού ήταν μια μετακίνηση πληθυσμού σημαντική για την Αφρικανική ιστορία και τη διευθέτηση της ηπείρου. Οι ομιλούντες [[γλώσσες Μπαντού]] (παραλλαγή της οικογένειας γλωσσών Νίγηρα-Κονγκό) ξεκίνησαν κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. να εξαπλώνονται από το [[Καμερούν]] προς τα ανατολικά στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών. Στην 1η χιλιετία π.Χ., οι γλώσσες Μπαντού εξαπλώθηκαν από την περιοχή των μεγάλων Λιμνών στην νότια και ανατολική Αφρική. Τον 2ο αιώνα π.Χ. το πρώτο κύμα μεταναστεύσεων κινήθηκε νότια προς την άνω κοιλάδα [[Ζαμβέζης|Ζαμβέζη]]. Μετά οι ομιλητές Μπαντού κινήθηκαν δυτικά προς τις σαβάνες της σημερινής [[Ανγκόλα]] και ανατολικά στο [[Μαλάουι]], τη [[Ζάμπια]] και τη [[Ζιμπάμπουε]] τον 1ο αιώνα μ.Χ. Πριν από 2000 χρόνια το δεύτερο κύμα κινήθηκε από τις Μεγάλες Λίμνες ανατολικά προς τις ακτές του [[Ινδικός Ωκεανός|Ινδικού ωκεανού]], την [[Κένυα]] και την [[Τανζανία]]. Τελικά, η ανατολική ομάδα συνάντησε τους νότιους μετανάστες από την περιοχή των μεγάλων Λιμνών, στο [[Μαλάουι]], τη [[Ζάμπια]] και τη [[Ζιμπάμπουε]]. Και οι δύο ομάδες συνέχισαν προς το νότο, ενώ οι ανατολικές ομάδες συνέχισαν προς τη [[Μοζαμβίκη]], έφτασαν στο [[Μαπούτο]] τον 2ο αιώνα μ.Χ. και επεκτάθηκαν ως το [[Ντέρμπαν]]. Από τα τέλη της 1ης χιλιετίας μ.Χ. η εξάπλωση είχε φτάσει στον Μεγάλο Ποταμό Κέι στη σημερινή [[Νότια Αφρική]]. Η καλλιέργεια [[Σόργο|σόργου]] που ήταν σημαντική για τους Μπαντού δεν ευδοκίμησε εξαιτίας των χειμερινών βροχοπτώσεων στη [[Ναμίμπια]] και το δυτικό ακρωτήριο. Οι υπόλοιπες περιοχές της νότιας Αφρικής κατοικούνταν από τους Κοεσάν.<ref>{{Cite journal|url=https://www.jstor.org/stable/3097285?origin=crossref|title=Bantu Expansions: Re-Envisioning a Central Problem of Early African History|last=Ehret|first=Christopher|date=2001|journal=The International Journal of African Historical Studies|issue=1|doi=10.2307/3097285|volume=34|pages=5|issn=0361-7882}}</ref><ref>{{Cite journal|url=http://dx.doi.org/10.1017/s0021853700034101|title=New Linguistic Evidence and ‘The Bantu Expansion’|last=Vansina|first=J.|date=1995-07|journal=The Journal of African History|issue=02|doi=10.1017/s0021853700034101|volume=36|pages=173|issn=0021-8537}}</ref><ref>{{Cite journal|url=https://www.jstor.org/stable/3097285?origin=crossref|title=Bantu Expansions: Re-Envisioning a Central Problem of Early African History|last=Ehret|first=Christopher|date=2001|journal=The International Journal of African Historical Studies|issue=1|doi=10.2307/3097285|volume=34|pages=5|issn=0361-7882}}</ref>
Γραμμή 192:
[[Αρχείο:Mohammed el- Amin el-Kanemi 1826.jpg|αριστερά|μικρογραφία|Ο ''σέχου'' Μοχάμεντ ελ-Αμίν ελ-Κανέμι, 1826.]]
[[Αρχείο:ElKanemi-1823-ReceptionDenhamClapperton.jpg|μικρογραφία|Το συμβούλιο του σουλτάνου, 1823]]
Οι Κανούρι οδηγούμενοι από τους Σαυφάουα μετανάστευσαν προς τα δυτικά και νότια της λίμνης, όπου ίδρυσαν την Αυτοκρατορία Μπόρνου. Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα η αυτοκρατορία των Μπόρνου είχε επεκταθεί και ανακατέλαβαν τα μέρη του Κάνεμ που είχαν κατακτηθεί από τους Μπιλάλα.<ref>Falola 2008, σ.26</ref> , Στα δορυφορικά κράτη των Μπόρνου περιλαμβάνονταν το Νταμαγκάραμ στα δυτικά και το Μπαγκίρμι στα νοτιοανατολικά της Λίμνης Τσαντ.
Γύρω στο 1400 η Δυναστεία Σαυφάουα μετέφερε την πρωτεύουσα των Μπόρνου σε ένα υποτελές κράτος νοτιοδυτικά της [[Λίμνη Τσαντ|Λίμνης Τσαντ]] με νέα πρωτεύουσα το Μπίρνι Γκαζαργκάμο. Η υπερβόσκηση είχε επιφέρει στα βοσκοτόπια του Κάνεμ πολλή ξηρασία. Επιπλέον, η πολιτική αντιπαλότητα από την φυλή Μπιλάλα ήταν έντονη. Με την μεταφορά στο Μπόρνου η αυτοκρατορία βρέθηκε σε καλύτερη θέση για εκμετάλλευση του υπερσαχάριου εμπορίου και διεύρυνση του εμπορικού δικτύου. Επίσης, συστάθηκαν δεσμοί με τα Βασίλεια των Χάουσα που αντάλλασσαν άλογα και αλάτι από τη [[Μπίλμα]] για χρυσό των Ακάν.<ref name="Shillington 2005, pp. 183, 184"><div>Shillington (2005), σ. 183-184.</div></ref> Ο Μάη Αλι Γκαζι ιμπν Ντουναμα (1475-1503) νίκησε τους Μπιλάλα και επανέκτησε τον πλήρη έλεγχο του Κάνεμ.<ref name="Collins and Burns 2007, p. 91">Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σελ. 91.</ref>
Στις αρχές του 16ου αιώνα η Δυναστεία Σαυφάουα παγιώθηκε ως δύναμη κατοχής στον πληθυσμό των Μπόρνου μετά από πολλές εξεγέρσεις. Στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, ο ''Μάη'' Ίντρις Αλόμα εκσυγχρόνισε το στρατό του, σε αντίθεση με την Αυτοκρατορία Σονγκάι. Για την εκπαίδευση του στρατού χρησιμοποιήθηκαν Τούρκοι μισθοφόροι. Η Δυναστεία Σαυφάουα ήταν οι πρώτοι μονάρχες στα νότια της Σαχάρας που εισήγαγαν [[Πυροβόλο|πυροβόλα όπλα]].<ref name="Collins and Burns 2007, p. 91" /> Η αυτοκρατορία έλεγχε όλο το [[Σαχέλ]] από τα σύνορα του [[Νταρφούρ]] στα ανατολικά ως τη γη των [[Χάουσα]] στα δυτικά. Διατήρησαν φιλικές σχέσεις με την [[Οθωμανική Αυτοκρατορία]] μέσω της [[Τρίπολη (Λιβύη)|Τρίπολης]] και ο ''Μάη'' αντάλλασσε δώρα με τον [[Κατάλογος Σουλτάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας|Οθωμανό σουλτάνο.]]<ref><div>Davidson (1991), σελ. 96.</div></ref>
[[Αρχείο:ΚεντρικήΑνατολικήΑφρική1750.png|εναλλ.=|μικρογραφία|320x320εσ|Μεγάλα κράτη της Μέσης Αφρικής το 1750]]
Γραμμή 215:
{{multiple image|perrow=2|align=right|total_width=180|image1=Brooklyn Museum 22.1129 Image of Standing Woman (2).jpg|width1=1021|height1=1536|image2=Brooklyn Museum 22.1234 Pendant.jpg|width2=1219|height2=1536|image3=Brooklyn Museum 22.205 Stave (3).jpg|width3=1061|height3=1536|image4=Masque kifwebe Luba-Musée royal de l'Afrique centrale (2).jpg|width4=2541|height4=3298|image5=Basket - Luba - Royal Museum for Central Africa - DSC06320.JPG|width5=3573|height5=5172|image6=Appui-tête Luba-Musée royal de l'Afrique centrale.jpg|width6=2283|height6=2983|image7=Pot et collier Luba-Musée royal de l'Afrique centrale.jpg|width7=2234|height7=2445|image8=Siège caryatide Luba-Musée royal de l'Afrique centrale (3).jpg|width8=2736|height8=3648|footer=Η τέχνη των Λούμπα}}
[[Αρχείο:Αυτοκρατορία Λούντα.png|αριστερά|μικρογραφία|308x308εσ|Χάρτης της Αυτοκρατορίας Λούντα]]
Μεταξύ 1300 - 1400 μ.Χ. ο Κονγκόλο Μουάμπα από τη φυλή Μπαλόπουε ενοποίησε το λαό των Λούμπα κοντά στη Λίμνη Κισάλε. Ίδρυσε την Δυναστεία Κονγκόλο που αργότερα ανατράπηκε από τον Καλάλα Ιλούνγκα. Ο Καλάλα επέκτεινε το βασίλειο δυτικά της Λίμνης Κισάλε. Το νέο συγκεντρωτικό πολιτικό σύστημα περιλάμβανε πνευματικούς βασιλιάδες (μπαλόπουε) με αυλικούς συμβούλους τους επικεφαλής διοικητές, υπαρχηγούς και αρχηγούς χωριών. Ο ''μπαλόπουε'' επικοινωνούσε άμεσα με τα πνεύματα των προγόνων και ήταν επιλεγμένος από αυτά. Τα υποτελή κράτη εντάχθηκαν στο σύστημα και αντιπροσωπεύονταν στην αυλή με τους τίτλους τους. Η εξουσία του ''μπαλόπουε'' βασιζόταν μάλλον στην πνευματική του δύναμη παρά σε στρατιωτική ισχύ. Ο στρατός ήταν σχετικά μικρός. Οι Λούμπα βρίσκονταν σε θέση να ελέγξουν το περιφερειακό εμπόριο και να συλλέξουν φόρους για αναδιανομή. Σχηματίστηκαν αρκετά παρακράτη από ιδρυτές που ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από τη Λούμπα. Το πολιτικό σύστημα των Λούμπα εξαπλώθηκε σε όλη την Κεντρική Αφρική, τη νότια [[Ουγκάντα]], [[Ρουάντα|τη Ρουάντα]], [[Μπουρούντι|το Μπουρούντι]], [[Μαλάουι|το Μαλάουι]], [[Ζάμπια|τη Ζάμπια]], [[Ζιμπάμπουε|τη Ζιμπάμπουε]], και το δυτικό Κονγκό. Δύο μεγάλες αυτοκρατορίες που δηλώθηκαν ως απόγονοι των Λούμπα ήταν η Αυτοκρατορία Λούντα και η Αυτοκρατορία Μαράβι. Οι άνθρωποι των Μπέμπα και των Μπασίμπα στη βόρεια Ζάμπια κατάγονταν από μετανάστες από τη Λούμπα που έφτασαν στη Ζάμπια τον 17ο αιώνα.<ref><div>Shillington (2005), σελ. 138, 139.</div></ref><ref><div>Davidson (1991), σελ. 159, 160.</div></ref>
 
=== Αυτοκρατορία Λούντα ===
Γραμμή 708:
* Ajayi, A. J. F. and Michael Crowder. ''Historical Atlas of Africa'' (1985); 300 color maps.
* Fage, J.D. ''Atlas of African History'' (1978)
* Freeman-Grenville, G. S. P. ''The New Atlas of African History'' (1991).
* Kwamena-Poh, Michael, et al. ''African history in maps'' (Longman, 1982).
* McEvedy, Colin. ''The Penguin Atlas of African History'' (2nd ed. 1996). [https://www.amazon.com/Penguin-Atlas-African-History-Revised/dp/0140513213/ excerpt]