Ανατολικό Μπλοκ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 779:
|}
 
Ενώ μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι εκτιμήσεις της [[Παγκόσμια Τράπεζα\|Παγκόσμιας Τράπεζας]] για το ΑΕΠ, που χρησιμοποιήθηκε για τα στοιχεία του 1990 υποτιμούν το ΑΕΠ του Ανατολικού Μπλοκ λόγω των υποτιμημένων τοπικών νομισμάτων, τα κατά κεφαλή εισοδήματά του ήταν αναμφίβολα χαμηλότερα από ό, τι στα αντίστοιχα των Δυτικών χωρών. <ref name="hardt17"/> Η Ανατολική Γερμανία ήταν το πιο προηγμένο βιομηχανικά κράτος του Ανατολικού Μπλοκ. <ref name="zwass34">{{Harvard citation no brackets|Zwass|1984|p=34}}{{Citation not found}}</ref> Μέχρι την ανέγερση του [[Τείχους του Βερολίνου|Τείχους του Βερολίνου]] το 1961 η Ανατολική Γερμανία θεωρείτο ένα αδύναμο κράτος, με αιμορραγία εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στη Δύση, έτσι ώστε να αναφέρεται ως "ο δορυφόρος που εξαφανίζεται". <ref name="graubard8">{{Harvard citation no brackets|Graubard|1991|p=8}}</ref> Μόνο με τον μέσω του τείχους εγκλεισμό του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού η Ανατολική Γερμανία μπόρεσε να ανέβει στην κορυφαία οικονομικά θέση του Ανατολικού Μπλοκ. <ref name="graubard8"/> Στη συνέχεια οι πολίτες της απολάμβαναν υψηλότερη ποιότητα ζωής και είχαν λιγότερες ελλείψεις στην προμήθεια αγαθών από ότι στη Σοβιετική Ένωση, την Πολωνία ή τη Ρουμανία. <ref name="zwass34"/> Επίσης πολλοί πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας απολάμβαναν ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα έναντι των ομολόγων τους σε άλλες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ στο ότι υποστηρίζονταν συχνά από συγγενείς και φίλους στη Δυτική Γερμανία που έφερναν αγαθά από τη Δύση σε επισκέψεις ή έστελναν αγαθά ή χρήματα. Η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας και πολλοί οργανισμοί εκεί υποστήριζαν έργα στην Ανατολική Γερμανία, όπως η ανοικοδόμηση και η αποκατάσταση κτιρίων ή η κάλυψη ορισμένων ελλείψεων σε περιόδους ανάγκης (π.χ. οδοντόβουρτσες), από την οποία επωφελούντο οι πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας. Οι δύο Γερμανίες, χωρισμένες πολιτικά, παρέμεναν ενωμένες γλωσσικά (αν και με δύο πολιτικά συστήματα, ορισμένοι όροι είχαν διαφορετική σημασία στην Ανατολή και τη Δύση). Η δυτικογερμανική τηλεόραση εξέπεμπε στην Ανατολική Γερμανία και την παρακολουθούσαν πολλοί Ανατολικογερμανοί, λαμβάνοντας πληροφορίες για τη χώρα τους. Όντας μέρος μιας διαιρεμένης χώρας η Ανατολική Γερμανία κατείχε μια μοναδική θέση ως εκ τούτου στο Ανατολικό Μπλοκ, σε αντίθεση για παράδειγμα με την Ουγγαρία σε σχέση με την Αυστρία, που προηγουμένως ήταν υπό έναν μονάρχη, αλλά που ήταν ήδη διαιρεμένες γλωσσικά και πολιτιστικά.
 
Ενώ οι επίσημες στατιστικές έδιναν μια σχετικά ρόδινη εικόνα, η οικονομία της Ανατολικής Γερμανίας είχε διαβρωθεί λόγω του αυξημένου κεντρικού σχεδιασμού, της οικονομίας της αυτάρκειας, της χρήσης άνθρακα αντί πετρελαίου, της συγκέντρωσης επενδύσεων σε ορισμένους επιλεγμένους τομείς έντασης τεχνολογίας και της ρύθμισης της αγοράς εργασίας. <ref name="lipschitz52">{{Harvard citation no brackets|Lipschitz|McDonald|1990|p=52}}</ref> Ως αποτέλεσμα υπήρχε μεγάλο χάσμα παραγωγικότητας σχεδόν 50% ανά εργαζόμενο μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας. <ref name="lipschitz52"/><ref name="Teichova72"/> Ωστόσο το χάσμα αυτό δεν μετρούσε την ποιότητα του σχεδιασμού αγαθών ή υπηρεσιών, έτσι ώστε το πραγματικό κατά κεφαλή κόστος να είναι χαμηλότερο 14 ως 20 τοις εκατό. <ref name="Teichova72"/> Ο μέσος ακαθάριστος μηνιαίος μισθός στην Ανατολική Γερμανία ήταν περίπου το 30% εκείνου στη Δυτική Γερμανία, αν και μετά τη φορολόγηση αυτό πλησίαζε το 60%. <ref name="lipschitz53">{{Harvard citation no brackets|Lipschitz|McDonald|1990|p=53}}</ref>
Γραμμή 787:
Από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε, το οικονομικό σύστημα ήταν δύσκολο να αλλάξει λόγω της σημασίας της πολιτικά αξιόπιστης διαχείρισης και του κύρους που είχε επενδυθεί στις μεγάλες επιχειρήσεις. Οι επιδόσεις μειώθηκαν κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 λόγω της αναποτελεσματικότητας, όταν το κόστος των βιομηχανικών εισροών, όπως οι τιμές της ενέργειας, αυξήθηκε. <ref name="turnock24">{{Harvard citation no brackets|Turnock|1997|p=24}}</ref> Ανάπτυξη υπήρχε, αν και υστερούσε έναντι της Δύσης. Τα καταναλωτικά αγαθά άρχισαν να γίνονται πιο διαθέσιμα από τη δεκαετία του 1960. <ref name="frucht382"/>
 
Πριν από τη διάλυση του Ανατολικού Μπλοκ ορισμένοι σημαντικοί κλάδοι της βιομηχανίας λειτουργούσαν με τέτοια ζημιά που εξήγαγαν προϊόντα στη Δύση σε τιμές κάτω από την πραγματική αξία των πρώτων υλών. Το κόστος του ουγγρικού χάλυβα ήταν διπλάσιο εκείνου της Δυτικής Ευρώπης. Το 1985 το ένα τέταρτο του κρατικού προϋπολογισμού της Ουγγαρίας ξοδευόταν για την υποστήριξη αναποτελεσματικών επιχειρήσεων. Ο αυστηρός σχεδιασμός στη βιομηχανία της Βουλγαρίας σήμαινε συνεχιζόμενες ελλείψεις σε άλλους τομείς της οικονομίας της. .<ref name="turnock25">{{Harvard citation no brackets|Turnock|1997|p=25}}</ref>
 
===Αναπτυξιακές πολιτικές===
[[File:Block Poehoe alt.jpg|thumb|left|Ανατολικογερμανικές πολυκατοικίες [[Πλατενμπάου]]]]
Με κοινωνικούς όρους τα 18 χρόνια (1964-1982) της ηγεσίας του [[Λεονίντ Μπρέζνιεφ|Μπρέζνιεφ]] τα πραγματικά εισοδήματα αυξήθηκαν περισσότερο από 1,5 φορές. Περισσότερα από 1,6 χιλιάδες εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα χώρων διαβίωσης κατασκευάσθηκαν και παραχωρήθηκαν σε πάνω από 160 εκατομμύρια άτομα. Ταυτόχρονα το μέσο ενοίκιο για τις οικογένειες δεν ξεπερνούσε το 3% του οικογενειακού εισοδήματος. Υπήρχε άνευ προηγουμένου οικονομικά προσιτή στέγη, υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση. <ref name="ria.ru"/>
 
Σε μια έρευνα του Ινστιτούτου Κοινωνιολογικής Έρευνας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ το 1986, το 75% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ήταν καλύτερα από τα προηγούμενα δέκα χρόνια. Πάνω από το 95% των σοβιετικών ενηλίκων θεωρούσαν τον εαυτό τους «αρκετά καλά», το 55% ότι οι ιατρικές υπηρεσίες βελτιώθηκαν, το 46% πίστευε ότι οι δημόσιες συγκοινωνίες είχαν βελτιωθεί και το 48% είπε ότι το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών στις δημόσιες υπηρεσίες είχε αυξηθεί. <ref>Update USSR, Volumes 53. April 1986. N.W.R. Publications. p. 11</ref>
 
Κατά το διάστημα 1957–1965 η στεγαστική πολιτική υπέστη αρκετές θεσμικές αλλαγές με την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση, που δεν είχε συνοδευθεί με την αύξηση της στέγασης μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η έλλειψη στέγης στη Σοβιετική Ένωση ήταν μεγαλύτερη από ό, τι στο υπόλοιπο Ανατολικό Μπλοκ, λόγω μεγαλύτερης μετανάστευσης στις πόλεις και περισσότερων καταστροφών κατά τη διάρκεια του πολέμου, και επιδεινώθηκε από την προπολεμική άρνηση του Στάλιν να επενδύσει αρκετά στη στέγαση. Επειδή μια τέτοια επένδυση γενικά δεν ήταν αρκετή για να καλύψει τον υπάρχοντα πληθυσμό τα διαμερίσματα έπρεπε να υποδιαιρούνται σε όλο και μικρότερες μονάδες, με αποτέλεσμα πολλές οικογένειες να μοιράζονται ένα διαμέρισμα που προοριζόταν προηγουμένως για μία οικογένεια. <ref name="sillince36">{{Harvard citation no brackets|Sillince|1990|pp=36–7}}</ref>
 
Ο προπολεμικός κανόνας ήταν μια σοβιετική οικογένεια ανά δωμάτιο, με κοινόχρηστες τουαλέτες και κουζίνα. Ο χώρος διαβίωσης στις αστικές περιοχές μειώθηκε από 5,7 τετραγωνικά μέτρα ανά άτομο το 1926 σε 4,5 τετραγωνικά μέτρα το 1940. [228] Στο υπόλοιπο Ανατολικό Μπλοκ την περίοδο αυτή ο μέσος αριθμός ατόμων ανά δωμάτιο ήταν 1,8 στη Βουλγαρία (1956), 2,0 στην Τσεχοσλοβακία (1961), 1,5 στην Ουγγαρία (1963), 1,7 στην Πολωνία (1960), 1,4 στην Ρουμανία (1966), 2,4 στη Γιουγκοσλαβία (1961) και 0,9 το 1961 στην Ανατολική Γερμανία. <ref name="sillince36">{{Harvard citation no brackets|Sillince|1990|pp=36–7}}</ref>
 
Μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953 οι φόρμες μιας οικονομικής «Νέας Πορείας» έφεραν την αναβίωση της κατασκευής ιδιωτικών κατοικιών. Οι ιδιωτικές κατασκευές κορυφώθηκαν το 1957–1960 σε πολλές χώρες του Ανατολικού Μπλοκ και στη συνέχεια μειώθηκαν ταυτόχρονα μαζί με την απότομη αύξηση των κρατικών και συνεταιριστικών κατοικιών. Το 1960 το ποσοστό κατασκευής κατοικιών κατά κεφαλή είχε αυξηθεί σε όλες τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. <ref name="sillince36">{{Harvard citation no brackets|Sillince|1990|pp=36–7}}</ref> Μεταξύ 1950 και 1975 η επιδείνωση των ελλείψεων προκλήθηκε γενικά από τη μείωση του ποσοστού των συνολικών επενδύσεων για κατοικίες. <ref name="sillince48">{{Harvard citation no brackets|Sillince|1990|p=748}}</ref> Ωστόσο ο συνολικός αριθμός των κατοικιών αυξήθηκε. <ref name="sillince49">{{Harvard citation no brackets|Sillince|1990|p=49}}</ref>
 
Κατά την τελευταία δεκαπενταετία αυτής της περιόδου (1960-1975) δόθηκε έμφαση σε μια λύση από πλευράς προσφοράς, που θεώρησε ότι οι βιομηχανοποιημένες μέθοδοι δόμησης και οι πολυώροφες κατοικίες θα ήταν φθηνότερες και γρηγορότερες από τις παραδοσιακές κατοικίες με χαμηλά κτίρια από τούβλα. Τέτοιες μέθοδοι απαιτούσαν κατασκευαστικούς οργανισμούς για να παράγουν τα προκατασκευασμένα εξαρτήματα και οργανισμούς για τη συναρμολόγησή τους επί τόπου, που και οι δύο οι σχεδιαστές θεωρούσαν ότι θα απασχολούσαν μεγάλο αριθμό ανειδίκευτων εργαζομένων-με ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις. <ref name="sillince49"/> Η έλλειψη συμμετοχής των τελικών πελατών, των κατοίκων, αποτέλεσε έναν παράγοντα για την αύξηση του κόστους κατασκευής και την κακής ποιότητα των εργασιών. Αυτό οδήγησε σε υψηλότερα ποσοστά κατεδάφισης και υψηλότερο κόστος για την επισκευή κακώς κατασκευασμένων κατοικιών. Επιπλέον, λόγω της κακής ποιότητας των εργασιών, προέκυψε μια μαύρη αγορά για κτιριακές υπηρεσίες και υλικά που δεν μπορούσαν να προμηθευτούν από τα κρατικά μονοπώλια. <ref name="sillince50">{{Harvard citation no brackets|Sillince|1990|p=50}}</ref>
 
Στις περισσότερες χώρες οι αποπερατώσεις (νέες κατοικίες) αυξήθηκαν σε υψηλό σημείο μεταξύ 1975 και 1980 και στη συνέχεια μειώθηκαν ως αποτέλεσμα πιθανώς της επιδείνωσης των διεθνών οικονομικών συνθηκών. Αυτό συνέβη στη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, τη Ρουμανία (με προηγούμενη κορύφωση το 1960 επίσης), την Τσεχοσλοβακία και τη Γιουγκοσλαβία, ενώ στη Σοβιετική Ένωση κορυφώθηκε το 1960 και το 1970. <ref name="sillince7">{{Harvard citation no brackets|Sillince|1990|p=7}}</ref> Ενώ μεταξύ 1975 και 1986 το ποσοστό των επενδύσεων που προορίζονταν για στέγαση αυξήθηκε πραγματικά στο μεγαλύτερο μέρος του Ανατολικού Μπλοκ, οι γενικές οικονομικές συνθήκες είχαν ως αποτέλεσμα τα συνολικά ποσά των επενδύσεων να πέσουν ή να μείνουν στάσιμα. <ref name="sillince48"/>
 
Η χρήση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας στην πολιτική στέγασης μειώθηκε τη δεκαετία του 1980, που συνόδευσε μια στροφή των αρχών που εξέταζαν τις ανάγκες των κατοίκων σε συνδυασμό με την ικανότητα αυτών να πληρώσουν. Η Γιουγκοσλαβία ήταν μοναδική που αναμίγνυε συνεχώς ιδιωτικές και κρατικές πηγές χρηματοδότησης της στέγασης, δίνοντας έμφαση τους αυτοδιαχειριζόμενους οικοδομικούς συνεταιρισμούς μαζί με τους ελέγχους της κεντρικής κυβέρνησης. <ref name="sillince48"/>