Τζοβάνι ντ’ Ατανάση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 88:
==Ο συλλέκτης==
 
Οι συλλογές του Salt, στη δημιουργία των οποίων ο Αθανασίου συνέβαλε αποφασιστικά, αγοράστηκαν η πρώτη από το [[Βρετανικό Μουσείο]] το 1821 και η δεύτερη από το [[Μουσείο του Λούβρου|Λούβρο]] πέντε χρόνια αργότερα, το 1826. Είναι η περίοδος που δημιουργούνται οι μεγάλες ευρωπαϊκές συλλογές που θαυμάζουμε σήμερα στο Παρίσι και το Λονδίνο. Ταυτόχρονα η Αίγυπτος φτωχαίνει από αρχαιότητες σε μια εποχή που δεν ισχύουν ακόμα οι αυστηροί νόμοι περί ανασκαφών και εμπορίας αρχαιοτήτων.
 
Μετά το θάνατο του Άγγλου διπλωμάτη, το 1827, ο Αθανασίου θα συνεχίσει την τακτική πώλησης των αρχαιοτήτων του Salt. Το 1836 θα δημοπρατηθούν αντικείμενα από τη συλλογή Salt, ενώ το 1837 θα δημοπρατηθούν για λογαριασμό του ίδιου του Αθανασίου σε μια επταήμερη δημοπρασία του οίκου Sotheby’s πολλές εκατοντάδες αντικειμένων. Είναι τα αντικείμενα που αναφέρει στο βιβλίο του. Ό,τι απόμεινε από τη συλλογή του πουλήθηκε στις 17 Ιουλίου 1845 πάλι μέσω του Sotheby’s.
 
Παρά την συχνή απουσία του από την Αίγυπτο, η φήμη του Αθανασίου έμεινε ζωντανή. Αναφέρεται ένας βοηθός του, ο [[Γιωργής Τριαντάφυλλος]] (;-1852), επίσης Λήμνιος, ο οποίος επέβλεπε τις έρευνες κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Τα χρόνια που ακολούθησαν και μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, δύο ακόμα σημαντικοί Έλληνες συλλέκτες έδρασαν στην Αίγυπτο, ο ένας μάλιστα ήταν πατριώτης του Αθανασίου από τη Λήμνο, ο [[Ιωάννης Δημητρίου]], στην Αλεξάνδρεια. Ο άλλος ήταν ο [[Αλέξανδρος Ρόστοβιτς]] στο Κάιρο. Και οι δύο συγκρότησαν πολύ μεγάλες συλλογές τις οποίες στη συνέχεια δώρισαν στο [[Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο]] της [[Αθήνα|Αθήνας]] καθώς και στο [[Νομισματικό Μουσείο. Αθηνών]].
 
==Αναγνώριση==