Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 7:
===Άσματα 1-5===
'''Πρώτο άσμα'''
Ο βασιλιάς της Σηρικανής (μιας χώρας της Ινδίας), ''Γραδάσος'' (Gradasso), θέλει διακαώς να αποκτήσει την ''Ντουριντάνα'' (Durindana), το φημισμένο σπαθί του ''Ορλάνδου'', παλαδίνου και ιππότη του βασιλιά Καρλομάγνου, καθώς και τον '''Βαγιάρδο'', το ευφυές άλογο του ''Ρανάλδου'' (Ranaldo), επίσης ιππότη του βασιλιά Καρλομάγνου και εξάδερφου του Ορλάνδου. Για τον λόγο αυτό οργανώνει μεγάλη εκστρατεία συγκεντρώνοντας τεράστιες δυνάμεις που αποπλέουν με κατεύθυνση την χώρα των Φράγκων. Έχει όμως στο νου του και κάποιο άλλο σχέδιο. Είναι τώρα η εορτή του Αγίου Πνεύματος στην αυλή του Καρλομάγνου στο Παρίσι και γύρω του καθισμένοι στην Στρογγυλή Τράπεζα είναι συγκεντρωμένοι οι βασιλείς και οι αριστοκράτες της Δύσεως, καθώς και όλοι οι ιππότες, όπως ο Ορλάνδος και ο Ρανάλδος. Υπάρχουν και αρκετοί Σαρακηνοί, βασιλείς και ιππότες, όπως ο Ισπανός Φεραγούτος (Feraguto). Όλοι τους πρόκειται να πάρουν μέρος στις ετήσιες ιπποτικές μονομαχίες (τουρνουά), που διοργανώνονται στο Παρίσι. Ξαφνικά, εμφανίζεται στην αίθουσα μια νεαρή κοπέλα εκπληκτικής ομορφιάς, η ''Αγγελική'' (Angelica), κόρη του ''Γαλάφρονα'' (Galafrone), βασιλιά της Κατάης, μιας μακρινής χώρας της Ανατολής, συνοδευόμενη από τέσσερεις γίγαντες και τον αδερφό της ''Αργαλία'' (Argalia), ο οποίος παρουσιάζεται ως ο ''Οβέρτος της Λεόνης'' (Oberto dal Leone).

Η Αγγελική τους προτείνει ένα στοίχημα: να αντιμετωπίσει όποιος από αυτούς θέλει σε αγώνα τον αδερφό της Οβέρτο και αν χάσει, τότε να γίνει αιχμάλωτός του και δικός της. Αν όμως κερδίσει στον αγώνα, τότε ο νικητής να αποκτήσει αυτήν την ίδια. Όλοι οι ιππότες και πάνω από όλους ο Ορλάνδος, τρελά ερωτευμένοι μαζί της, σπεύδουν να αποδεχθούν την πρόσκληση και βάζουν κλήρο ποιος θα αγωνιστεί πρώτος. Ο ''Μαλαγίσης'' (Malagise), ο μάγος του παλατιού, έχοντας προβλέψει την καταστροφή που θα φέρει η Αγγελική, θέλει να τη σταματήσει, αλλά λόγω του πόθου του γι' αυτήν πιάνεται αιχμάλωτος από τον Αργαλία και τα δαιμόνια τον μεταφέρουν στην Κατάη, όπου φυλακίζεται στη μέση του ωκεανού. Ο εύθυμος και αστείος ''Αστόλφος'' (Astolfo), ο γιος του βασιλιά της Αγγλίας, που είναι επίσης εξάδερφος του Ορλάνδου και του Ρανάλδου, έχει κληρωθεί να αγωνιστεί πρώτος. Όντας πολύ αδέξιος χάνει στη μάχη από τον Αργαλία, που διέθετε μια μαγική λόγχη που τον έκανε αήττητο, και πιάνεται αιχμάλωτος, όντας λιπόθυμος από το χτύπημα. Ο Σαρακηνός Φεραγούτος, που αγωνίζεται δεύτερος, πέφτει από το άλογο, αλλά δεν αποδέχεται την ήττα του και δεν παραδίδεται, καταβάλλοντας τους τέσσερις γίγαντες που πάνε να τον πιάσουν. Χάνει ωστόσο στην πάλη αυτή το κράνος του.
 
'''Δεύτερο άσμα'''
Η επιμονή του Φεραγούτου να κερδίσει την Αγγελική χαλάει τα σχέδια αυτής και του Αργαλία να αιχμαλωτίσουν τους ιππότες του Καρλομάγνου. Αποφασίζουν έτσι να επιστρέψουν στην Κατάη, αλλά ο Αργαλίας φεύγοντας παρατά στο πεδίο της μονομαχίας τη μαγική λόγχη με την οποία κέρδιζε στις μάχες. Ο Φεραγούτος τους ακολουθεί· μάχεται με τον Αργαλία και τον νικά. Η Αγγελική, που δεν θέλει καθόλου να παραδοθεί στον Φεραγούτο, το σκάει και ο Φεραγούτος την ακολουθεί. Στο μεταξύ ο Ρανάλδος, ο οποίος είχε κληρωθεί να αγωνιστεί τρίτος με τον Αργαλία, πηγαίνει προς το πεδίο της μάχης, που ήταν έξω από την πόλη. Τον ακολουθεί από κοντά ο Ορλάνδος γεμάτος ζήλεια, επειδή ο ίδιος είχε κληρωθεί τριακοστός στη σειρά. Ακολουθούν και διάφοροι άλλοι ιππότες, όλοι ερωτευμένοι με την Αγγελική. Ο Αστόλφος, μόλις συνέρχεται μέσα στη νύχτα από το χτύπημα, βρίσκει την λόγχη του Αργαλία και την παίρνει χωρίς να ξέρει ότι είναι μαγική.

Tην άλλη μέρα έχοντας τη λόγχη πάει στους ιπποτικούς αγώνες, αλλά δεν προλαβαίνει να τη χρησιμοποιήσει, γιατί το άλογό του σκοντάφτει και πέφτει χάμω πλακώνοντάς του το πόδι. Ο Σαρακηνός γίγαντας ''Γκραντόνιος'' (Grandonio) κατατροπώνει τον ένα χριστιανό ιππότη μετά τον άλλον, ακόμα και τον ''Ολιβιέρο'' (Oliviero), έναν από τους δώδεκα καλύτερους ιππότες, προς μεγάλo θυμό του Καρλομάγνου, ο οποίος είναι εκνευρισμένος με τον Ορλάνδο και τον Ρανάλδο που είχαν εξαφανιστεί ακολουθώντας την Αγγελική, καθώς και με τους δειλούς ιππότες από τον Οίκο των Μαγκάντζα (Maganza) που είχαν φύγει αποφεύγοντας να μονομαχήσουν με τον Γκραντόνιο, αλλά περαιτέρω και με τον Αστόλφο, ο οποίος προτιμούσε τώρα να μιλάει με τις κυρίες της Αυλής που περιποιούνταν το τραύμα του. Ωστόσο, ο μόνος που έχει απομείνει τώρα για να αντιμετωπίσει τον Γκραντόνιο ήταν ο Αστόλφος.
 
'''Τρίτο άσμα'''
Ο λεπτοκαμωμένος αλλά θαρραλέος Αστόλφος μάχεται με τον θηριώδη Σαρακηνό Γκραντόνιο και προς γενική κατάπληξη τον νικά με τη βοήθεια της μαγικές λόγχης (που ακόμα δεν έχει καταλάβει ότι τον κάνει αήττητο). Νικά μετά κάθε Σαρακηνό ιππότη που έρχεται εναντίον του. Μόλις ξεμπερδεύει από αυτούς κάνουν την εμφάνισή τους ξανά οι ιππότες των Μαγκάντζα, με επικεφαλής τον ''Γάνο'' (Gano) ή ''Γανελόν'' (Ganelone), που ο Αστόλφος τους τρέπει σε φυγή. Ένας τους όμως, ο ''Άνσελμος της Αλταρίπα'' (Anselmo d' Altaripa) του καταφέρνει ύπουλα ένα ξαφνικό χτύπημα, ξαπλώνοντάς τον κατάχαμα, πράγμα που προκαλεί τον γέλωτα των θεατών. Τότε μπαίνουν στην αρένα και άλλοι ιππότες υπέρ του Αστόλφου, ο οποίος σηκώνεται και συνεχίζει να καταδιώκει με τη μαγική λόγχη τον Γάνο και τους ιππότες των Μαγκάντζα, ανταποδίδοντας και το χτύπημα στον Άνσελμο. Επέρχεται τελικά μια γενική σύρραξη μεταξύ των δύο παρατάξεων του Ορλάνδου (που ο ίδιος λείπει) και των Μαγκάντζα, οπότε και επεμβαίνει ο Καρλομάγνος για να σταματήσει τον Αστόλφο, τον οποίο φυλακίζει.

Στο μεταξύ ο Ρανάλδος ψάχνοντας την Αγγελική φτάνει σε ένα μέρος, στο δάσος των [[Αρδέννες (νομός)|Αρδεννών]], όπου υπήρχε μια μυστηριώδης κρήνη, φτιαγμένη από τον μάγο ''[[Μέρλιν ο Μάγος|Μέρλιν]]'' (Merlino) από την οποία αν έπινε κανείς, αισθανόταν μίσος προς το άτομο που μέχρι τότε αγαπούσε. Ο Ρανάλδος, διψασμένος, πίνει από την πηγή και αμέσως νιώθει μια φοβερή απέχθεια για την Αγγελική που μέχρι τότε την αγαπούσε τρελά. Πηγαίνοντας λίγο παραπέρα βλέπει μιαν άλλη φυσική πηγή. Δεν πίνει από αυτή (αφού είχε ξεδιψάσει), αλλά αποκοιμάται δίπλα της. Τότε φτάνει στο μέρος η Αγγελική, διψασμένη επίσης, πίνει από την πηγή και αμέσως νιώθει μεγάλο έρωτα για τον Ρανάλδο, που πριν τον μισούσε. Αποδεικνύεται ότι εκείνη η φυσική πηγή έκανε τους ανθρώπους να ερωτεύονται το πρόσωπο που μέχρι τότε μισούσαν.

Η Αγγελική, γεμάτη τώρα έρωτα για τον Ρανάλδο, τον πλησιάζει και κατά λάθος τον ξυπνά. Εκείνος μόλις την βλέπει νιώθει τέτοια απέχθεια που αμέσως το σκάει. Αυτή τη φορά τον ακολουθεί κατά πόδας η Αγγελική. Στο μεταξύ ο Φεραγούτος είχε σκοτώσει σε μονομαχία τον Αργαλία και του είχε πάρει το κράνος, ενώ τον ίδιο τον είχε πετάξει σε ένα ποτάμι, όπως του είχε πει ο ίδιος ο Αργαλίας να κάνει πριν ξεψυχήσει. Η Αγγελική, κουρασμένη να κυνηγάει μάταια τον Ρανάλδο, ξαπλώνει για να κοιμηθεί. Η τύχη το κάνει και την βρίσκουν κοιμισμένη ταυτόχρονα ο Ορλάνδος με τον Φεραγούτο. Αρχίζουν τότε να μάχονται μανιασμένα γι' αυτήν. Από τον μεγάλο θόρυβο η Αγγελική ξυπνάει και μόλις τους βλέπει φεύγει αμέσως στο δάσος.
 
'''Τέταρτο άσμα'''
Ο Ορλάνδος και ο Φεραγούτος, βλέποντας την Αγγελική να φεύγει, σταματούν να μάχονται. Τη στιγμή εκείνη φτάνει ντυμένη στα μαύρα η ''Φιορδεσπίνα'' (Fiordespina), που παραγγέλει στον Φεραγούτο να εμφανιστεί αμέσως στον κύριό του, τον Σαρακηνό βασιλιά της Ισπανίας ''Μαρσίλιο'' (Marsilio), ο οποίος τον έχει ανάγκη για να αντιμετωπίσει την καταστρεπτική επίθεση των ινδικών στρατευμάτων του Γραδάσου (που έχουν αποβιβαστεί στην Ισπανία, κάνοντας με τα πλοία τον γύρο όλης της Αφρικής από την Ινδία). Ο Φεραγούτος σπεύσει να βοηθήσει τον βασιλιά και τη χώρα του, ενώ ο Ορλάνδος πάει προς ανατολικά, ακολουθώντας πάντα την Αγγελική. Στο μεταξύ ο Καρλομάγνος κάνει συμβούλιο για να βοηθήσει τον Μαρσίλιο, με τον οποίο, αν και Σαρακηνός, είχε πάντοτε φιλικές σχέσεις. Οι περισσότεροι χριστιανοί παλαδίνοι του Καρλομάγνου με επικεφαλής τον Ρανάλδο, που είχε επιστρέψει στο μεταξύ, περνούν τα [[Πυρηναία]] ακολουθούμενοι από μεγάλο στράτευμα, προς βοήθεια του Μαρσιλίου κατά του Γραδάσου, ο οποίος βαδίζει με τα στρατεύματά του κατά της Βαρκελώνης.

Ο Γραδάσος διατάζει τους δικούς του να αιχμαλωτίσουν όλους τους αντιπάλους ιππότες και ιδιαιτέρως το άλογο του Ρανάλδου. Η μάχη είναι τρομερή, ωστόσο κανένας ιππότης δεν αιχμαλωτίζεται, αφού ο Ρανάλδος πάντα επεμβαίνει και τους σώζει χωρίς κανείς αντίπαλος να μπορεί να τον νικήσει. Τότε μπαίνει στη μάχη ο ίδιος ο Γραδάσος, δίνοντας κουράγιο στους δικούς του. Οι Σαρακηνοί του Μαρσίλιου και οι Φράγκοι με τον Ρανάλδο μάχονται ως σύμμαχοι, αν και καθένας χωριστά στις παρατάξεις τους. Η μάχη διαρκεί ολόκληρη τη μέρα και είναι ακόμα αμφίρροπη. Ο Γραδάσος αυτοπροσώπως αντιμετωπίζει καβάλα στο άλογό του τον Ρανάλδο, αλλά δεν μπορεί να τον νικήσει λόγω των κινήσεων που κάνει το έξυπνο άλογο του Ρανάλδου, ο Βαγιάρδος, το οποίο ο Γραδάσος επιθυμεί τόσο διακαώς να αποκτήσει. Στέλνει τότε τον γίγαντα ''Ωρίωνα'' (Orione) εναντίον του Ρανάλδου.
 
'''Πέμπτο άσμα'''
Ο Ρανάλδος, αν και με μεγάλη δυσκολία, καταφέρνει να νικήσει τον γίγαντα Ωρίωνα κόβοντάς τον στα δύο με το σπαθί του, την ''Φουσμπέρτα'' (Fusberta), απελευθερώνοντας και τον αδερφό του Ριχαρδέτο (Ricciardetto), που ήταν αιχμάλωτος του γίγαντα. Τότε ξαναμπαίνει στον αγώνα ο Γραδάσος, επειδή όμως έχει νυχτώσει αποφασίζουν να αναβάλουν τον αγώνα για την επομένη. Ωστόσο ο Ρανάλδος είναι πάντα στο μυαλό της Αγγελικής, η οποία έχει επιστρέψει με τη βοήθεια της μαγείας στην Κατάη, το βασίλειο του πατέρα της στην Ανατολή. Αποφασίζει να ελευθερώσει τον μάγο Μαλαγίση (κι αυτόν εξάδερφο του Ορλάνδου), για να να την βοηθήσει να βρει τον αγαπημένο της Ρανάλδο και να της τον φέρει. Ο Μαλαγίσης συμφωνεί υπό τον όρο ότι αυτή θα του ξαναδώσει το βιβλίο του με τα μαγικά. Ο Μαλαγίσης με μαγικό τρόπο φτάνει πάραυτα στη Βαρκελώνη και εντυπωσιάζεται από την κάθετη άρνηση του Ρανάλδου να ξανασυναντήσει την Αγγελική. Αποφασίζει τότε να καταφύγει στον δόλο: καλεί μέσω της μαγείας έναν δαίμονα, τον Δρακινάζο (Draginazo) και του δίνει τη μορφή του Γραδάσου, οπότε την άλλη μέρα ο Ρανάλδος νομίζει ότι μάχεται με τον Ινδό βασιλιά, ενώ αγωνίζεται κατά του δαίμονα.

Κάποια στιγμή ο δαίμονας εγκαταλείπει τη μάχη μπαίνοντας σε ένα πλοίο. Τότε ο Ρανάλδος τον ακολουθεί και κολυμπώντας ανεβαίνει στο πλοίο, το οποίο σαλπάρει, ενώ ο δαίμονας εξαφανίζεται. Το πλοίο ανοίγεται στη θάλασσα, ενώ ο Ρανάλδος, καταλαβαίνοντας ότι απομακρύνεται από το πεδίο της μάχης, νιώθει απελπισία. Το πλοίο κατευθύνεται γρήγορα προς το Παλάτι της Χαράς (Palazzo Gioioso) σε ένα νησί καταμεσίς της θάλασσας. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος, που έχει περάσει τον ποταμό [[Ντον]] ολομόναχος ψάχνοντας πάντα την Αγγελική, έχει νικήσει έναν γίγαντα (μάλλον εύκολα) και συναντά τώρα την [[Σφίγγα]], που είναι όμορφη στην όψη ως γελαστή κοπέλα, αλλά πιο κάτω έχει στήθος λιονταριού. Ο Ορλάνδος μαθαίνει από τη Σφίγγα ότι η Αγγελική είναι στην Κατάη. Η Σφίγγα τον ρωτά το αίνιγμά της, αλλά ο Ορλάνδος δεν ξέρει να της απαντήσει και στην πάλη μαζί της την σκοτώνει. Έπειτα λύνει το άινιγμα. Αλλά τότε έχει να αντιμετωπίσει έναν άλλο γίγαντα, τον Ζαμπάρδο (Zambardo).
 
===Άσματα 6-10===
'''Έκτο άσμα'''
Ο Ορλάνδος καταφέρνει μετά από πολλά να εξουδετερώσει τον γίγαντα, ωστόσο ευθύς αμέσως πιάνεται σε ένα σιδερένιο δίχτυ που είχε βάλει ο γίγαντας ως παγίδα και μένει εκεί ακίνητος και νηστικός χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. Βλέποντας να περνάει ένας γέρος μοναχός από εκεί, του ζητά βοήθεια, αλλά ο μοναχός, όντας πολύ αδύναμος, αποτυγχάνει να κόψει το δίχτυ με την Ντουριντάνα, το σπαθί του Ορλάνδου. Του λέει να αφεθεί στη δύναμη του Θεού, γιατί και ο ίδιος είχε καταφέρει να σωθεί από τη σπηλιά ενός φοβερού ανθρωποφάγου και μονόφθαλμου γίγαντα, σαν τον Πολύφημο. Ειδάλλως, το πολύ - πολύ να πεθάνει και να γίνει ιππότης στην Αυλή του ίδιου του Θεού, δηλαδή στον Παράδεισο. Εκεί όμως που είναι έτοιμος να αφήσει τον Ορλάνδο στη μοίρα του, εμφανίζεται ξαφνικά εκείνος ο ίδιος τρομερός γίγαντας από τον οποίο είχε σωθεί ο καλόγερος. Αυτός θέλοντας να φάει τον Ορλάνδο κόβει με το σπαθί το δίχτυ και τότε ο Ορλάνδος, ελευθερωμένος, καταφέρνει να πάρει ένα κοντάρι του γίγαντα και να τον τραυματίσει καίρια στο μάτι, διαπερνώντας τα μυαλά του και ρίχνοντάς τον νεκρό.

Τώρα ο Ορλάνδος είναι ελεύθερος να μεταβεί στην ''Αλμπράκα'' (Albracca), την πρωτεύουσα του βασιλείου της Αγγελικής στην Κατάη. Φτάνοντας εκεί, προτού μπει στην πόλη, βλέπει μια κοπέλα που του λέει να πιεί νερό από μια πηγή. Αυτό του προξενεί παντελή απώλεια μνήμης. Στη συνέχεια μπαίνει σε έναν μαγεμένο κήπο, όπου ήταν το παλάτι της κοπέλας. Στο μεταξύ, πίσω στο πεδίο της μάχης στην Ευρώπη, ο Γραδάσος είναι εκνευρισμένος που ο Ρανάλδος λείπει από την συμφωνημένη μονομαχία και το ίδιο είναι και ο Ριχαρδέτος, ο αδερφός του Ρανάλδου (και επομένως και αυτός εξάδερφος του Ορλάνδου), που παίρνει την αρχηγία του στρατεύματος και υποχωρεί στο Παρίσι. Μετά από αυτό ο Μαρσίλιος, μη μπορώντας να αντιμετωπίσει τον Γραδάσο μόνος του, αποφασίζει να συμμαχήσει μαζί του. Μαρσίλιος και Γραδάσος ενώνουν τις δυνάμεις του για να επιτεθούν στο Παρίσι τώρα που οι σημαντικότεροι χριστιανοί ιππότες λείπουν ή είναι διασκορπισμένοι.
 
'''Έβδομο άσμα'''
Οι Φράγκοι ηττώνται υποχωρώντας προς το Παρίσι, όπου ο Καρλομάγνος καβάλα στον Βαγιάρδο, το άλογο του Ρανάλδου, υπερασπίζεται την πόλη. Η επίθεση των Ισπανών Σαρακηνών του Μαρσίλιου αποκρούεται και μόνο ο Φεραγούτος (που είναι ανιψιός του Μαρσίλιου) αντιστέκεται. Ο Γραδάσος αντεπιτίθεται με τα ινδικά στρατεύματα και καταφέρνει να ρίξει τον Καρλομάγνο από τη σέλλα και να πιάσει τα ηνία του Βαγιάρδου, όμως το έξυπνο άλογο καταφέρνει να ξεφύγει και καλπάζει προς το Παρίσι. Ο Γραδάσος συλλαμβάνει και φυλακίζει τον Καρλομάγνο και όλους τους Φράγκους ευγενείς και όλος ο υπόλοιπος χριστιανικός στρατός σκορπίζει. Ο Γραδάσος υπόσχεται στον Καρλομάγνο να τους ελευθερώσει όλους αν του δώσουν τον Βαγιάρδο και αν του στείλουν στη Σηρικανή το σπαθί του Ορλάνδου, την Ντουριντάνα, όταν αυτός επιστρέψει. Ο Καρλομάγνος συμφωνεί και στέλνει στην πόλη έναν αγγελιοφόρο για να βρει και να φέρει τον Βαγιάρδο. Στο μεταξύ μέσα στην πόλη οι κάτοικοι έχουν αρχίσει τις λιτανείες και έχουν ελευθερώσει όλους τους φυλακισμένους για να συμμετάσχουν στην άμυνα της πόλης.

Μεταξύ αυτών που αφήνονται ελεύθεροι είναι και ο Αστόλφος. Αυτός, μόλις φτάνει ο αγγελιοφόρος με το μήνυμα του Καρλομάγνου, τον συλλαμβάνει και στέλνει ένα μήνυμα στον Γραδάσο με το οποίο τον προκαλεί σε μονομαχία. Όταν ο Γραδάσος ρωτά τον Καρλομάγνο ποιος είναι αυτός ο Αστόλφος, ο Γάνος (που είχε αιχμαλωτιστεί και αυτός) πετιέται και του λέει ότι είναι κάτι σαν γελωτοποιός της Αυλής. Ο Γραδάσος πάντως αποδέχεται την πρόκληση και την άλλη μέρα έρχεται ο Αστόλφος και συμφωνεί με τον Γραδάσο ότι, αν κερδίσει ο Αστόλφος, τότε ο Γραδάσος θα πάρει το στρατό του και θα φύγει. Αν όμως κερδίσει ο Γραδάσος, θα κερδίσει τον Βαγιάρδο και την Ντουριντάνα. Ο Γραδάσος συμφωνεί και ο Αστόλφος τον νικά με ένα χτύπημα της μαγικής λόγχης. Ο Γραδάσος δέχεται ιπποτικά την ήττα του και ετοιμάζεται να αποχωρήσει μαζί με το στράτευμά του. Ο Αστόλφος αφού κάνει λίγη πλάκα με τον Καρλομάγνο, τον Γάνο και τους άλλους φυλακισμένους ευγενείς, ότι δήθεν υποχρεούνται να εκτελέσουν διάφορες αγγαρείες γιατί είχε χάσει δήθεν στη μονομαχία, πέφτει τελικά στα πόδια του βασιλιά, ζητά συγχώρεση και του αναγγέλει ότι κέρδισε και ότι ο Γραδάσος θα αποχωρήσει. Μετά ο Αστόλφος αναγγέλλει σε όλη την Αυλή ότι θα αναχωρήσει και αυτός καβάλα στον Βαγιάρδο για να βρει τον Ορλάνδο και τον Ρανάλδο.
 
'''Ογδοο άσμα'''
Ο Ρανάλδος έχει στο μεταξύ φτάσει στη νήσο όπου βρίσκεται το πολυτελές Παλάτι της Χαράς, μέσα στο οποίο συναντά όλα τα καλά του κόσμου: πολυτελή δωμάτια, πλούσια γεύματα και ωραίες κοπέλες που χορεύουν. Μια από τις κοπέλες που συνάντησε εκεί του λέει ότι όλα αυτά του τα προσφέρει η βασίλισσά τους, η πανέμορφη Αγγελική, που τον αγαπάει τόσο. Μόλις το ακούει ο Ρανάλδος χάνει κάθε διάθεση να μένει στο νησί, φεύγει από το παλάτι, μπαίνει στο πλοίο και σαλπάρει, φτάνοντας την άλλη μέρα σε μιαν έρημη ακτή όπου βρίσκει έναν γέρο να θρηνεί γιατί ένας κλέφτης του άρπαξε προ ολίγου την κόρη. Ο Ρανάλδος κυνηγά τον απαγωγέα, που μόλις βλέπει τον ιππότη να πλησιάζει αφήνει την κοπέλα και φυσά δυνατά με το κόρνο του, οπότε εμφανίζεται ένας γίγαντας. Ο Ρανάλδος καταδιώκοντας τον γίγαντα πέφτει σε μια παγίδα και οδηγείται στο φρικιαστικό κάστρο της Αλταρίπα, κατακόκκινο από ανθρώπινο αίμα. Εκεί μια κακάσχημη γριά του διηγείται ότι στο κάστρο αφέντευαν κάποτε ο ΓρύφωνΓρύφωνας (Grifone) και η γυναίκα του, η ωραία Στέλλα (Stella). Αυτήν την ερωτεύτηκε ο Μαρκίνος (Marchino) και γι' αυτό σκότωσε δόλια τον Γρύφωνα, επιτέθηκε στο κάστρο και τους κατέσφαξε όλους εκτός από τη Στέλλα, που την πήρε για παλλακίδα του.

Η ζηλιάρα σύζυγός του (που ήταν η κακάσχημη γριά) για να τον εκδικηθεί, σκότωσε τους δύο γιους που είχε αποκτήσει με τον Μαρκίνο, τους διαμέλισε, τους μαγείρεψε και τους έδωσε στον Μαρκίνο για να τους φάει. Η ίδια η Στέλλα του φανέρωσε τη φρικτή αλήθεια, όλη χαρά, φέρνοντάς του τα κεφάλια των γιων του σε ένα πιάτο. Ο Μαρκίνος τότε για εκδίκηση έδεσε τη Στέλλα πάνω στο σάπιο κουφάρι του Γρύφωνα. Ο πατέρας της Στέλλας, ο βασιλιάς της Οργκάνιας (Orgagna), ειδοποιημένος από τη γυναίκα του Μαρκίνου, πολιόρκησε το κάστρο. Ο Μαρκίνος τότε έκοψε το λαιμό της Στέλλας. Ο πατέρας της μετά από μάχη σκότωσε τον Μαρκίνο και τον έθαψε εκεί, κοντά στη Στέλλα και τον Γρύφωνα. Μετά από οκτώ μήνες βγήκε από τον τάφο ένας φοβερός δράκος που έπρεπε έκτοτε να τον ταΐζουν με έναν άνθρωπο την ημέρα. Ο Ρανάλδος αντιμετωπίζει τώρα πάνοπλος με τη Φουσμπέρτα (το σπαθί του) στο χέρι τον δράκο. Μετά από φοβερή μάχη που διήρκεσε όλη τη μέρα, ο δράκος κατάφερε να αρπάξει από τον καταπληγωμένο Ρανάλδο το σπαθί του, φέρνοντάς τον σε δυσχερή θέση.
 
'''Ένατο άσμα'''
Ο Μαλαγίσης επιστρέφει χωρίς τον Ρανάλδο στην Αγγελική και της λέει ότι κατάφερε μόνο να τον οδηγήσει με μαγικό τρόπο στο κάστρο της Αλταρίπα, όπου κινδύνευε τώρα από τον δράκο. H Αγγελική έχει νεύρα με τον Μαλαγίση, αλλά σπεύδει αμέσως για να σώσει μέσω της μαγείας τον Ρανάλδο. Εμφανίζεται ξαφνικά εμπρός του πετώντας από τον ουρανό, προσφερόμενη να τον μεταφέρει μακριά. Με μεγάλη έκπληξη όμως διαπιστώνει ότι ο Ρανάλδος αρνείται πεισματικά να την ακολουθήσει. Η Αγγελική τότε φεύγει, αλλά προηγουμένως δένει με ένα μαγικό σκοινί το τέρας και πετά μία ουσία σαν πίσσα που, όταν την χάφτει το τέρας, κολλάει το στόμα του. Ο Ρανάλδος καβαλικεύει στη ράχη του και το στραγγαλίζε και έπειτα σκοτώνει τον γίγαντα που τον είχε αιχμαλωτίσει και στη συνέχεια άλλους εξακόσιους. Έπειτα συναντά στην ακτή μια κοπέλα να θρηνεί απελπισμένη. Στο μεταξύ ο Αστόλοφος καβάλα στον Βαγιάρδο, είχε περάσει κι αυτός τον ποταμό Ντον φτάνοντας στην Κιρκασσία, όπου επικρατούσε μια εμπόλεμη κατάσταση. Ο βασιλιάς ''Αγρικάνης'' (Agricane) της Ταρταρίας είχε ζητήσει την Αγγελική για γυναίκα του, αλλά αυτή είχε αρνηθεί και τώρα ήταν σε πόλεμο με τον ''Σακριπάντη'' (Sacripante), τον βασιλιά της Κιρκασσίας, που ήταν και αυτός ερωτευμένος μαζί της.

Ο Σακριπάντης βλέποντας ότι ο Αστόλφος δεν ήταν επικίνδυνος, τον άφησε να φύγει. Είχε βάλει όμως στο νου του να αποκτήσει τον Βαγιάρδο. Στο δρόμο ο Αστόλφος νίκησε με τη μαγική του λόγχη σε μονομαχία τον ''Βρανδιμάρτη'', που φοβότανε για την αγαπημένη του ''Φιορδελίζα'' (Fiordelisa), την οποία είχε μαζί του. Ο Αστόλφος τον διαβεβαιώνει ότι δεν θα πειράξει την κοπέλα, ο Σακριπάντης όμως βλέποντας την κοπέλα θέλησε να την πάρει αυτός. Ο Αστόλφος τότε νικά και τον Σακριπάντη. Στη συνέχεια ο Αστόλφος με τον Βρανδιμάρτη, παρά τις προειδοποιήσεις της Φιορδελίζας να μην το κάνουν, μπαίνουν στον ίδιο κήπο όπου είχε προηγουμένως μπει και ο Ορλάνδος. Εκεί βρίσκουν πολλούς άλλους ιππότες, Χριστιανούς και Σαρακηνούς, όχι όμως τον Ορλάνδο. Όλοι είχαν χάσει τη μνήμη τους και επιτίθενται στον Αστόλφο και τον Βρανδιμάρτη. Τότε καταφτάνει ο Ορλάνδος, επίσης αμνήμων, και επιτίθεται στον Αστόλφο, που ξεφεύγει λόγω των ελιγμών του Βαγιάρδου. Ο Ορλάνδος καταδιώκει τον Αστόλφο καβάλα στον ''Βριλιαδόρο'' (Brigliadoro), το άλογό του και βγαίνει έτσι από τον κήπο.
 
===Άσματα 10-15===
Γραμμή 42 ⟶ 62 :
 
'''Δωδέκατο άσμα'''
Σε όλο το άσμα η Φιορδελίζα διηγείται στον Ρανάλδο την ιστορία του Πρασίλδου και της Θισβήνας. Η Θισβήνα και ο Ιρόλδος ήταν δυο ερωτευμένοι που έμεναν στη Βαβυλώνα. Έτυχε την Θισβήνα να την ερωτευτεί ο πλούσιος Πρασίλδος, μέχρι που ήθελε να αυτοκτονήσει για χάρη της. Η Θισβίνα για να τον ξεφορτωθεί του λέει να της φέρει ένα κλαδί ενός σπάνιου δέντρου που φυτρώνει στον Κήπο της [[Μέδουσα|Μέδουσας]], στην Μπαρμπαριά. Τότε μόνο θα τον παντρευόταν. Επειδή όποιος έβλεπε τη Μέδουσα έχανε τη μνήμη του, έτσι πίστευαν η Θισβήνα και ο Ιρόλδος να τον ξεφορτωθούν. Ο Πρασίλδος συναντά έναν γέροντα στο δρόμο που τον συμβουλεύει να μπει στον κήπο της Μέδουσας από την πύλη της φτώχειας και να μην την κοιτάξει κατά πρόσωπο. Κάνοντάς το αυτό, ο Πρασίλδος καταφέρνει να βρει κάτω από το δέντρο τη Μέδουσα κοιτάζοντάς την μέσα από ένα καθρέφτη, τον οποίον κοιτάζει όμως και η Μέδουσα και φεύγει αμέσως τρομαγμένη από το ίδιο της το είδωλο. Ο Πρασίλδος κόβει τότε το κλαδί του σπάνιου δέντρου και το δίνει στην Θισβήνα επιστρέφοντας στη Βαβυλώνα.

Η Θισβήνα θλίβεται τώρα που πρέπει να παντρευτεί τον Πρασίλδο. O Ιρόλδος της δηλώνει ότι θα πάρει φαρμάκι για να την απελευθερώσει έτσι ώστε να κρατήσει την υπόσχεσή της προς τον Πρασίλδο. Η Θισβίνα του λέει ότι θα πάρει τη μισή δόση για να φαρμακωθεί κι αυτή. Μόλις παίρνουν και οι δύο το δηλητήριο, η Θισβήνα το αναγγέλει στον Πρασίλδο. Αυτός μεγαλόψυχος την απαλλάσσει από την υπόσχεσή της. Εν τέλει αποκαλύπτεται ότι ο γιατρός, που είχε δώσει στην Θισβήνα και τον Ιρόλδο το δηλητήριο, τους είχε δώσει μόνο υπνωτικό. Ο Ιρόλδος μετά από αυτό αποφασίζει να φύγει από τη Βαβυλώνα και να αφήσει τον Πρασίλδο να παντρευτεί τη Θισβήνα. Αυτή ήταν η ιστορία που διηγήθηκε στον Ρανάλδο η Φιορδελίζα. Μόλις όμως τελείωσε τη διήγησή της, ακούστηκε ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό.
 
'''Δέκατο τρίτο άσμα'''
Γραμμή 48 ⟶ 70 :
 
'''Δέκατο τέταρτο άσμα'''
Ο Ρανάλδος καβάλα στο φτερωτό άλογο ψάχνει να βρει την Φιορδελίζα που την απήγαγε ο κένταυρος. Τους βρίσκει την ώρα που ο κένταυρος προσπαθεί να περάσει ένα ποτάμι. Πάνω στη μάχη με τον κένταυρο η Φιορδελίζα πέφτει από τη ράχη του και παρασύρεται από το ρεύμα. Ο Ρινάλδος μη έχοντας τώρα οδηγό, πορεύεται στην ίδια κατεύθυνση που είχε πάρει μέχρι τότε. Στο μεταξύ στην πολιορκημένη πόλη της Αλμπράκας οι εχθροί έχουν καταλάβει όλη σχεδόν την πόλη εκτός από την οχυρωμένη ακρόπολη στην οποία έχουν αποσυρθεί η Αγγελική, ο Σακριπάντης, ο Τρουφαλδίνος και ο Τορίνδος, ο Τούρκος. Είχε αρχίσει όμως να υπάρχει έλλειψη τροφών. Η Αγγελική αποφασίζει να βγει κρυφά για να φέρει βοήθεια. Με τη βοήθεια ενός μαγικού δαχτυλιδιού που την κάνει αόρατη βγαίνει από την πόλη και φτάνει στο σημείο όπου ο Ρανάλδος είχε σκοτώσει τον κένταυρο. Ο Ρανάλδος δεν είναι πια εκεί, όμως η Αγγελική βρίσκει έναν γέρο που τάχα θρηνεί για την κόρη του που πέθανε. Με αυτό το τέχνασμα ο γέρος (ο οποίος ήταν ένας απαγωγέας στην υπηρεσία του βασιλιά της Οργκάνιας) οδηγεί την Αγγελική σε έναν πύργο, όπου βρίσκεται αιχμάλωτη μαζί με άλλες εκατό γυναίκες, μεταξύ των οποίων είναι και η Φιορδαλίζα, η οποία είχε σωθεί από το ρέμα του ποταμού όταν έφτασε σε μια γέφυρα. Η Φιορδιλίζα της αναφέρει τότε για τους ιππότες που ήταν αιχμάλωτοι στον μαγικό κήπο και η Αγγελική αποφασίζει να πάει να τους βρει. Με την βοήθεια του μαγικού δαχτυλιδιού που την κάνει αόρατη καταφέρνει να δραπετεύσει και φτάνει τελικά στον μαγικό κήπο της Δρακοντίνας.

Εκεί, διαλύει τα μαγικά ξόρκια περνώντας το μαγικό δαχτυλίδι της στο δάχτυλο του Ορλάνδου και όλων των άλλων ιπποτών, οι οποίοι ήλθαν στα σύγκαλά τους, ξαναβρίσκοντας τη μνήμη τους μόλις το φόρεσαν, ενώ ο μαγικός κήπος, το παλάτι και ακόμα και η ίδια η Δρακοντίνα εξαφανίστηκαν. Οι υπόλοιποι ''παλαδίνοι'' (ευγενείς ιππότες) εκτός από τον Ορλάνδο και τον Βρανδιμάρτη ήταν ο Οβέρτος της Λεόνης, ο ''Ακυιλάντης'' (Aquilante), ο δίδυμος αδερφός του Ακυιλάντη ''ΓρίφωναςΓρύφωνας'' (Grifone), ο ''Κιαριόν'' (Chiarione), ο ''Αδριανός'' (Adriano), ο ''Αντίφορ της Αλβαρωσίας'' (Antifor de Albarosia) και ο ''Μπαλάνος'' (Ballano). Όλοι αυτοί υπόσχονται τώρα να βοηθήσουν την Αγγελική που τους ελευθέρωσε και φτάνουν στην Αλμπράκα με τη θριαμβευτική συνοδεία του φοβερού ήχου του κόρνου του Ορλάνδου, έτοιμοι να επιτεθούν κατά των εχθρών. Στο μεταξύ μέσα στην Αλμπράκα ο Τρουφαλδίνος είχε συλλάβει τον Σακριπάντη και τον Τορίνδο ρίχνοντάς τους σε ένα μπουντρούμι και είχε στείλει μήνυμα στον Αγρικάνη να έρθει να καταλάβει την ακρόπολη. Ο Αγρικάνης όμως είχε αρνηθεί με βδελυγμία να δεχτεί τη βοήθεια που του προσέφερε ο προδότης. Ο Αγρικάνης, ακούγοντας το κόρνο του Ορλάνδου, πίστευε ότι ερχόταν εναντίον του μια τεράστια στρατιά του βασιλιά Γαλάφρονα, του πατέρα της Αγγελικής, και βγήκε για να την αντιμετωπίσει.
 
'''Δέκατο πέμπτο άσμα'''
Γραμμή 58 ⟶ 82 :
 
'''Δέκατο έβδομο άσμα'''
Αυτός ο άνδρας που συνάντησε και νίκησε μονομαχώντας μαζί του ο Ρανάλδος ήταν ο Ιρόλδος (ο ήρωας της ιστορίας που διηγήθηκε στον Ρανάλδο η Φιορδελίζα στο δωδέκατο άσμα). Ο Ιρόλδος του λέει πως όταν έχασε για πάντα τη γυναίκα του, Θισβήνα, περιπλανήθηκε με έναν μεγάλο πόνο στην καρδιά, ώσπου έφτασε μπροστά στο κάστρο της μάγισσας ''Φαλερίνας'' (Falerina), της σφετερίστριας βασίλισσας της Οργκάνιας, η οποία είχε καταλάβει τον θρόνο ενόσω ο βασιλιάς της Οργκάνιας έλειπε για να βοηθήσει τον Αγρικάνη να κερδίσει την Αγγελική. Η Φαλερίνα αιχμαλώτισε στο κάστρο τον Ιρόλδο. Τους αιχμαλώτους της η Φαλερίνα τους έβαζε σε έναν κήπο, όπου μετά από λίγο τους έτρωγε ένας δράκοντας. Ο Πρασίλδος, που είχε κερδίσει τη γυναίκα του Ιρόλδου, μόλις έμαθε για την αιχμαλωσία του, δέχτηκε να φυλακιστεί στη θέση του. Η Φαλερίνα δέχτηκε να αντικαταστήσει τον Ιρόλδο με τον Πρασίλδο, που τώρα με τη σειρά του ο Ιρόλδος ήθελε να τον ελευθερώσει, σώζοντάς τον από τον θάνατο που τον περίμενε. Ο Ρανάλδος, θαυμάζοντας τη φιλία μεταξύ των δύο τους, αποφάσισε να βοηθήσει τον Ιρόλδο. Όταν οι δυο τους φτάνουν στο κάστρο, βλέπουν έναν όχλο με επικεφαλής έναν γίγαντα, τον ''Ρουβίκωνα'' (Rubicone) να βγάζει από το κάστρο τον Πρασίλδο και την Φιορδελίζα, η οποία είχε αιχμαλωτιστεί στο ίδιο κάστρο προ ολίγου (στο δέκατο τέταρτο άσμα), για να τους οδηγήσει στο μαρτυρικό τους θάνατο: θα γινόντουσαν τροφή για τον δράκοντα. Ο Ρανάλδος δεν διστάζει λεπτό, αλλά επιτίθεται και κόβει με το σπαθί στα δυο τον γίγαντα και τρομοκρατεί τον όχλο. Τόσο ο Πρασίλδος με την Φιορδελίζα, όσο και ο Ιρόλδος εκπλήττονται με την δύναμή του και τον δοξάζουν ως τον Μάκωνα, τον Θεό του Ουρανού.

Ο Ρανάλδος μετριάζει αυτή τη λατρεία τους στο πρόσωπό του και βρίσκει ευκαιρία να τους πει για τον Χριστό, προτρέποντάς τους να ασπαστούν την αληθινή πίστη. Τότε ενστερνίζονται την νέα πίστη και οι τρεις τους. Ο Ρανάλδος τώρα θέλει να δει τον μαγεμένο κήπο της Φαλερίνας, αλλά κάμπτεται από τις αντιρρήσεις της Φιορδελίζας, που του λέει ότι είναι προτιμότερο να πάει στον κήπο της Δρακοντίνας για να ελευθερώσει τον Ορλάνδο και τον Βρανδιμάρτη. Φτάνοντας εκεί βρίσκουν τον κήπο εξαφανισμένο και ανακαλύπτουν ότι ο Ορλάνδος και οι λοιποί ιππότες είχαν ήδη φύγει. Αναχωρώντας συναντούν έναν ιππότη που τους πληροφορεί ότι στην Αλμπράκα εμφανίστηκε ως υπερασπιστής της Αγγελικής κάποιος ιππότης που τέτοια δύναμη ως την δική του δεν είχε κανείς. Όλοι αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για τον Ορλάνδο και σπεύδουν αμέσως προς την Αλμπράκα. Πλησιάζοντας την πολιορκημένη πόλη συναντούν πλάι σε ένα ποτάμι την φοβερή πολεμίστρια Μαρφίζα, με την οποία ο Ρανάλδος συγκρούεται, αλλά δεν μπορεί να την ρίξει από το άλογο. Τότε καταφτάνει ένας αγγελιοφόρος, σταλμένος από τον βασιλιά Γαλάφρονα, που παρακαλούσε την Μαρφίζα να σπεύσει να τους βοηθήσει, καθώς ήταν η μόνη τους ελπίδα κατά του Αγρικάνη. Η Μαρφίζα είπε στον αγγελιοφόρο ότι θα ερχόταν αμέσως, αφού αιχμαλωτίσει πρώτα αυτούς τους τρεις.
 
'''Δέκατο όγδοο άσμα'''
Γραμμή 64 ⟶ 90 :
 
'''Δέκατο ένατο άσμα'''
Μετά από μια άγρια μάχη μέσα στη νύχτα ο Ορλάνδος καταφέρνει να τραυματίσει θανάσιμα τον Αγρικάνη, ο οποίος προτού ξεψυχήσει ζητά κλαίγοντας από τον Ορλάνδο να τον βαπτίσει Χριστιανό. Ο Ορλάνδος, με δάκρυα στα μάτια κι αυτός, βαπτίζει τον Αγρικάνη με το νερό της πηγής. Έπειτα αφήνει τον νεκρό πάνω σε ένα μάρμαρο κοντά στην κρήνη. Καβαλικεύει μετά τον Βαγιάρδο (που μέχρι τότε τον είχε ο Αγρικάνης) και κρατώντας από τα ηνία το δικό του άλογο, τον Βριλιαδόρο προχωρά σιγά-σιγά να βγει από το δάσος, όταν ακούει κάτι κραυγές. Ήταν τρεις γίγαντες που κρατούσαν αιχμάλωτη μια κοπέλα πάνω σε μια καμήλα και μαζί τους μαχόταν ένας ιππότης (ο οποίος ήταν ο Βρανδιμάρτης) για να την ελευθερώσει. Στο μεταξύ, λίγο πιο πριν, πίσω στο πεδίο της μάχης, οι δυνάμεις του Γαλάφρονα εξολόθρευαν το εχθρικό στράτευμα, που είχε μείνει μετά τον θάνατο του Αγρικάνη χωρίς αρχηγό. Ο Γαλάφρονας φτάνοντας στη σκηνή του Αγρικάνη βρίσκει αιχμαλώτους τον Αστόλφο, τον Αντίφορ της Αλβαρωσίας και τον Μπαλάνο, οι οποίοι, αφού πρώτα οδηγούνται στην Αγγελική για να εξακριβωθεί ποιοι είναι, μπαίνουν ευθύς στη μάχη. Ο Αστόλφος είναι τυχερός και πετυχαίνει έναν Τάρταρο που κουβαλούσε τη λόγχη και τον θώρακά του. Τον σκοτώνει και έτσι ξαναγίνεται κύριος της μαγικής λόγχης, οπότε και επιτελεί ξανά μεγάλα άθλα κατατροπώνοντας τους εχθρούς, που έφευγαν μέσα στον πανικό. Ο βασιλιάς Γαλάφρονας τότε άρχισε να τους κυνηγά με μανία, ώσπου έφτασε στο σημείο που ακόμα μάχονταν η Μαρφίζα με τον Ρανάλδο δίπλα στο ποτάμι. Βλέποντας ο Γαλάφρονας το φτερωτό άλογο του Ρανάλδου, αναγνωρίζει ότι ήταν ο Ραμπικάνος, ο ίππος που ανήκε κάποτε στον Αργαλία, τον αδερφό της Αγγελικής, τον γιο του. Νομίζοντας ότι ο Ρανάλδος ήταν αυτός που σκότωσε τον γιο του, ορμά με το σπαθί του καταπάνω του.

Η Μαρφίζα αισθάνεται τότε προσβεβλημένη από την παρέμβαση του Γαλάφρονα σε μια μονομαχία που ήταν δική της υπόθεση και του επιτίθεται. Φτάνουν τότε ο Βρανδιμάρτης με τον Αντίφορ της Αλβαρωσίας και προσπαθούν να προστατεύσουν τον βασιλιά από τη μανία της Μαρφίζας, που τον είχε ρίξει από το άλογο και είχε τείνει το ξίφος εναντίον του. Η παρέμβασή τους έσωσε τη ζωή του Γαλάφρονα, αλλά η Μαρφίζα πρώτα έριξε από το άλογο τον Αντίφορα και μετά άρχισε να μονομαχεί με τον Βρανδιμάρτη, ενώ ο Ρανάλδος κοιτούσε. Στο μεταξύ ο Αντίφορ και ο Γαλάφρονας είχαν ξανασηκωθεί και ήταν έτοιμοι να επιτεθούν κατά της Μαρφίζας. Αυτό δεν φαινόταν πολύ ιπποτικό στον Ρανάλδο, που ζήτησε άδεια από τη Μαρφίζα να την βοηθήσει. Αυτή δέχτηκε ευχαρίστως και τότε οι πρώην αντίπαλοι έγιναν σύμμαχοι. Μια φοβερή πάλη άρχισε, όταν κατέφτασε η Φιορδελίζα, που είχε αφήσει πιο πίσω τον Ιρόλδο και τον Πρασίλδο, φοβούμενη για την τύχη του Βρανδιμάρτη. Τον βρήκε να είναι παράμερα, μη θέλοντας να πολεμήσει τη Μαρφίζα. Ο Βρανδιμάρτης μόλις βλέπει την αγαπημένη του ξεχνά τη μοναμαχία, τον πόλεμο και όλα και την αγκαλιάζει θερμά. Αυτή, ντροπαλή, του λέει να πάνε στο δάσος. Εκεί, πάνω στη χλόη φιλιούνται ένα σωρό φορές και χαίρονται τον έρωτα έξι φορές. Έπειτα όμως συνέβη κάτι που χώρισε ξανά τους δυο εραστές.
 
'''Εικοστό άσμα'''
Την ώρα που ο Βρανδιμάρτης και η Φιορδελίζα χαίρονταν τον έρωτα, ένας γέρος ερημίτης και μάγος τους έβλεπε από ψηλά, από τη σπηλιά του στην πλαγιά ενός βουνού. Αποφάσισε να αρπάξει τότε την κοπέλα. Πλησίασε όταν οι δυο τους είχαν αποκοιμηθεί και με τη βοήθεια μιας υπνωτικής ρίζας την οποία πίεσε στον μηρό της Φιορδελίζας κατάφερε να την κρατήσει κοιμισμένη ακόμη και όταν την άρπαξε εκεί που κοιμόταν δίπλα στον Βρανδιμάρτη. Καθώς απομακρύνονταν μέσα στα δάση, η Φιορδελίζα ξύπνησε. Πίσω στο ξέφωτο ο Βρανδιμάρτης ξύπνησε από μια διαπεραστική κραυγή και έμεινε σαν απολιθωμένος μη βλέποντας δίπλα του την αγαπημένη του. Αμέσως αρματώθηκε, καβαλίκεψε στο άλογό του και κατευθύνθηκε προς τα εκεί που ακουγόταν η κραυγή, που φαινόταν να είναι γυναικεία. Καλπάζοντας συνάντησε τρεις γίγαντες που οδηγούσαν μια αιχμάλωτη κοπέλα πάνω σε μια καμήλα. Η κοπέλα έμοιαζε με τη Φιορδελίζα και ο Βρανδιμάρτης όρμησε εναντίον τους. Τότε εμφανίστηκε ο Ορλάνδος, που έβγαινε από το δάσος όπου είχε σκοτώσει τον Αγρικάνη. Με τη βοήθεια του Ορλάνδου ο Βρανδιμάρτης εξοντώνει τους τρεις γίγαντες και ελευθερώνει την κοπέλα, που όμως δεν ήταν η Φιορδελίζα (λεγόταν ''Λεοδίλλα'', Leodilla). Ο τραυματισμένος από τον έναν από τους γίγαντες Βρανδιμάρτης γίνεται κατάχλωμος μόλις συνειδητοποιεί πως η κοπέλα δεν ήταν η αγαπημένη του, τόσο που ο Ορλάνδος αναγκάζεται να του ρίξει νερό στο πρόσωπο για να τον συνεφέρει.

Στο μεταξύ στο πεδίο της μάχης πλάι στο ποτάμι (που είχε γίνει κόκκινο από το τόσο αίμα), η Μαρφίζα μαζί με τον Ρανάλδο πολεμούσαν κατά του στρατού του Γαλάφρονα και των ιπποτών, που όλοι καταπτοημένοι (ακόμα και ο κατά τα άλλα ατρόμητος Αστόλφος) κατέφυγαν εντός των τειχών της Αλμπράκας. Η Μαρφίζα απειλούσε να καταστρέψει το κάστρο γεμάτη μανία. Είπε στον Ρανάλδο ότι εκεί μέσα ήταν μια διαβολεμένη πόρνη μάγισσα, που λεγόταν Αγγελική, καθώς και ένας εγκληματικός και προδοτικός βασιλιάς, ο Τρουφαλδίνος. Η Μαρφίζα ήθελε να εξοντώσει, εκτός από αυτούς τους δύο, και τον Γραδάσο, τον βασιλιά της Σηρικανής, έπειτα τον Αγρικάνη, τον βασιλιά της Ταρταρίας (δεν ήξερε ότι ήταν ήδη νεκρός και τέλος τον ίδιο τον Καρλομάγνο, τον βασιλιά των Φράγκων! Ο Ρανάλδος της απάντησε ότι θα την βοηθήσει μόνον όσο αφορούσε τον Τρουφαλδίνο και όχι για τίποτε άλλο. Η Μαρφίζα συμφώνησε και την επόμενη ο Ρανάλδος βγήκε με το άλογο προκαλώντας τον Τρουφαλδίνοι σε μονομαχία. Αυτός ο δειλός μόλις άκουσε την πρόσκληση, παρακάλεσε τους ιππότες να τον βοηθήσουν, όπως είχαν υποσχεθεί. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Τορίνδος ο Τούρκος είχε αφεθεί ελεύθερος να φύγει (ο ερωτευμένος Σακριπάντης προτίμησε να μείνει κοντά στην Αγγελική). Φεύγοντας ο Τορίνδος απειλούσε τον Τρουφαλδίνο (που τον είχε ρίξει προηγουμένως στο μπουντρούμι) ότι θα τον εκδικηθεί. Ο Τορίνδος συναντήθηκε με την Μαρφίζα και της υποσχέθηκε να την βοηθήσει κατά της Αγγελικής και του Τρουφαλδίνου, τον οποίον μάταια περίμενε ο Ρανάλδος να βγει για τη μονομαχία.
 
===Άσματα 21-25===
'''Εικοστό πρώτο άσμα'''
Μετά τις κραυγές και τις βρισιές του Ρανάλδου, ο Τρουφαλδίνος βγαίνει από τα τείχη συνοδευόμενος από όλους τους υπερασπιστές του (εξαιρουμένου του Ορλάνδου, που έλειπε), στο σύνολο έξι ιππότες. Ο Ρανάλδος συνομιλεί λίγο μαζί τους και μετά τον λόγο έχουν τα όπλα. Ο Ρανάλδος νικά τον Οβέρτο και τον Αδριανό αμέσως, αλλά η μονομαχία του με τον ΓρίφωναΓρύφωνα είναι αμφίρροπη. Στο μεταξύ ο σοβαρά τραυματισμένος και απαρηγόρητος για τον χαμό της Φιορδελίζας Βρανδιμάρτης δέχεται τις φροντίδες της Λεοδίλλας, της κοπέλας που έσωσε από τους γίγαντες. Αυτή για να τον παρηγορήσει του διηγείται την ιστορία της. Ήταν η κόρη του πάμπλουτου βασιλιά των Μακρινών Νήσων και την είχαν ζητήσει δύο μνηστήρες: ο γηραιός ''Φολδέριχος'' (Folderico) και ο νεαρός και ωραίος ''Όρδαυρος'' (Ordauro). Η ίδια προτιμούσε προφανώς τον νεαρό, αλλά η απόφαση θα ήταν και του πατέρα της. Έκανε τότε αυτή το σφάλμα να ζητήσει από τον πατέρα της να δεχτεί να την πάρει ως σύζυγο αυτός που θα την νικήσει σε αγώνα δρόμου. Αυτός όμως που θα έχανε, θα έχανε και τη ζωή του.

Την ημέρα του αγωνίσματος κατέφθασαν οι δύο επίδοξοι μνηστήρες, ο νεαρός Όρδαυρος και ο γηραιός και παχύς Φολδέριχος, που είχε ένα μεγάλο πουγκί κρεμασμένο στα αριστερά του. Ο αγώνας δρόμου άρχισε και η Λεοδίλλα άφησε επίτηδες να περάσει εμπρός ο Φολδέριχος. Μόλις πήγε όμως να τον προσπεράσει, αυτός έβγαλε από το πουγκί του ένα ολόχρυσο μήλο και το άφησε να πέσει κάτω. Η Λεοδίλλα καθυστέρησε για να το μαζέψει. Το ίδιο συνέβη και για δεύτερη φορά, μόλις η Λεοδίλλα πλησίασε ξανά τον Φολδέριχο, ο οποίος προηγήθηκε ξανά με αυτό το κόλπο. Η Λεοδίλλα πλησίασε ξανά τον Φολδέριχο λίγο πριν τον τερματισμό, αλλά αυτός έριξε τότε ένα τρίτο ολόχρυσο μήλο και η Λεοδίλλα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο πειρασμό και έτσι έχασε τον αγώνα. Η Λεοδίλλα τότε αποφάσισε για εκδίκηση αυτή την αλεπού, δηλαδή τον γέρο σύζυγό της, να την κάνει τράγο (δηλαδή κερατά). Αυτό και έκαμε. Η Λεοδίλλα διέκοψε στο σημείο αυτό την διήγησή της γιατί έβλεπε τον Βρανδιμάρτη περισπασμένο. Ο Βρανδιμάρτης της είπε ότι ανησυχεί για την Φιορδελίζα και το μόνο που ήθελε ήταν να την βρει. Έτσι οι τρεις τους αποφάσισαν να μην σταματήσουν να ψάχνουν μέσα στο δάσος μέχρι να βρουν τη Φιορδελίζα.
 
'''Εικοστό δεύτερο άσμα'''
Παρά τις κραυγές της Φιορδελίζας, ο ερημίτης - μάγος απαγωγέας της την οδήγησε σε μια σπηλιά του βουνού και εκεί ετοιμαζόταν να ικανοποιήσει τις ορέξεις του, όταν ένα λιοντάρι του όρμησε και τον καταξέσχισε. Η Φιορδελίζα, τρομοκρατημένη έμεινε στην αρχή σαν νεκρή, στη συνέχεια όμως έτρεξε για να σωθεί, αλλά στο δρόμο συνάντησε έναν γενιοφόρο και μαλλιαρό αγριάνθρωπο, γίγαντα σχεδόν, που την έπιασε και την έδεσε σε μια βελανιδιά παρατώντας την εκεί πέρα. Στο μεταξύ, όχι πολύ μακριά, ο Ορλάνδος, ο Βρανδιμάρτης και η Λεοδίλλα έψαχναν να βρουν την Φιορδελίζα. Ο Ορλάνδος ζήτησε από την Λεοδίλλα να του πει τη συνέχεια της ιστορίας της, αφότου παντρεύτηκε αυτή τον γέρο μνηστήρα της, τον Φολδέριχο. Αυτή του διηγήθηκε ότι ο ζηλιάρης και σεξουαλικά ανίκανος Φολδέριχος την είχε κλείσει σε ένα κάστρο πλάι στη θάλασσα για να μην μπορεί να συναντιέται με κανέναν άλλο εκτός από εκείνον. Οι δε ερωτοτροπίες του προς αυτήν έφταναν μέχρι τα φιλιά και τις θωπείες στο στήθος της. Ο νεαρός Όρδαυρος ωστόσο βρήκε τρόπο να την συναντήσει, σκάβοντας μία υπόγεια σήραγγα.

Οι δύο έραστές έτσι χαίρονταν όσο ήθελαν τον πραγματικό έρωτα. Αλλά δεν τους αρκούσε μόνο αυτό. Αποφάσισαν να κάνουν το εξής κόλπο: ο Όρδαυρος προσκάλεσε τον Φολδέριχο στο παλάτι του για να γνωρίσει τη νέα του σύζυγο, η οποία ήταν η Λεοδίλλα, η οποία όμως συστήθηκε στον Φολδέριχο ως η δίδυμη αδερφή της Λεοδίλλας. Έτσι η Λεοδίλλα έπαιζε εφεξής διπλό ρόλο: τον δικό της, κλειδωμένης μέσα στο κάστρο του Φολδέριχου και της φανταστικής δίδυμης αδερφής της, της γυναίκας του Όρδαυρου. Ο Φολδέριχος δεν άργησε ωστόσο να ανακαλύψει την απάτη και την υπόγεια σήραγγα. Διέταξε μετά τους τρεις γίγαντες να μεταφέρουν σε ασφαλέστερο σημείο την Λεοδίλλα. Αυτοί, όμως, τον σκότωσαν και απήγαγαν την Λεοδίλλα, μέχρις ότου την απελευθέρωσαν από τα χέρια τους ο Βρανδιμάρτης και ο Ορλάνδος. Στο σημείο αυτό η Λεοδίλλα τελείωσε την διήγησή της. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε μπροστά τους ένα εντυπωσιακό ελάφι, που ανήκε στη ''Μάγισσα Μοργκάνα'' (Fata Morgana). Ο Βρανδιμάρτης άρχισε τότε να το κυνηγάει για να το πιάσει.
 
'''Εικοστό τρίτο άσμα'''
Ο Βρανδιμάρτης κυνηγά καβάλα στον Βριλιαδόρο το μαγικό ελάφι, αλλά χάνει τα ίχνη του. Την επόμενη μέρα συναντά τον αγριάνθρωπο που είχε δέσει στο δέντρο την Φιορδελίζα. Ακούει τις κραυγές της και ανακαλύπτει στο δέντρο δεμένη την Φιορδελίζα. Ο Βρανδιμάρτης ορμά τότε στον αγριάνθρωπο και μετά από μεγάλη πάλη, κατά την οποία κινδύνεψε σχεδόν να πέσει σ' έναν γκρεμό, καταφέρνει και τον σκοτώνει και στη συνέχεια ελευθερώνει την Φιορδελίζα. Επιστρέφοντας ο Βρανδιμάρτης με την Φιορδελίζα δεν βρίσκουν τον Ορλάνδο και την Λεοδίλλα, που είχαν κάποια άλλη περιπέτεια. Στο μεταξύ, πίσω στην Αλμπράκα, ο Ρανάλδος είχε καταβάλει και τον ΓρίφωναΓρύφωνα. Τότε όμως ο δίδυμος αδερφός του, ο Ακυιλάντης, που ήταν ντυμένος στα μαύρα (ενώ ο ΓρίφωναςΓρύφωνας στα λευκά, για να ξεχωρίζουν), έσπευσε να τον βοηθήσει. Ο Ρανάλδος διαμαρτύρεται γι' αυτή την ανισότητα. Ο Ακυιλάντης τον χτυπά τόσο δυνατά που ο Ρανάλδος θα έχανε το ξίφος του, αν δεν ήταν συνδεδεμένο με τον καρπό του με μία αλυσίδα. Ο Ρανάλδος αντεπιτίθεται και καταβάλει τον Ακυιλάντη που πέφτει αναίσθητος. Τότε επιτίθεται κατά του Ρανάλδου ο Κιαρόν, ενώ ο ΓρίφωναςΓρύφωνας στο μεταξύ συνέρχεται από το χτύπημα του Ρανάλδου και αντεπιτίθεται, ενώ συνέρχεται και ο Ακυιλάντης και μάχονται τώρα και οι τρεις ταυτοχρόνως κατά του Ρανάλδου, ο οποίος πολεμάει σαν θηρίο. Η Μαρφίζα παρατηρώντας αυτή την παράβαση των κανόνων της ιπποσύνης, τρέχει ορμητική σαν καταιγίδα να συνδράμει τον Ρανάλδο και επιτίθεται κατά του Ακυιλάντη, ο οποίος τη χτυπά με τη λόγχη στο κράνος κάνοντας τη μύτη της να ματώσει. Εκνευρισμένη αυτή τον χτυπά κατάστηθα με τέτοια δύναμη που θα τον είχε κόψει στα δύο, αν η πανοπλία του δεν ήταν μαγεμένη. Ο ΓρίφωναςΓρύφωνας, θεωρώντας τώρα ότι ο αδερφός του σκοτώθηκε, επιτίθεται στην Μαρφίζα, βρίζοντάς την σκαιά ως σκύλα.
 
'''Εικοστό τέταρτο άσμα'''
Η Μαρφίζα μάχεται τώρα κατά του Ακυιλάντη και του ΓρίφωναΓρύφωνα, ενώ ο Ρανάλδος κατά του Αδριανού και του Κιαρόν, ενώ ο Τορίνδος ο Τούρκος αντιμετώπιζε τον Οβέρτο. Όλες οι μονομαχίες είναι αμφίρροπες. Η Μαρφίζα θα είχε σκοτώσει τον ΓρίφωναΓρύφωνα, αν η πανοπλία του (όπως και του Ακυιλάντη) δεν ήταν μαγεμένη από την ''Λευκή Μάγισσα'' (Fata Bianca, για την οποία ο ποιητής θα κάνει λόγο στο εικοστό άσμα του Δεύτερου Βιβλίου). Η Μαρφίζα καταφέρνει να αποσπάσει την ασπίδα από τον Ακυιλάντη, αλλά ο ΓρίφωναςΓρύφωνας παρεμβαίνει και σώζει τον αδερφό του. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος, πάντα μαζί με την Λεοδίλλα, έψαχνε μέσα στους λόγγους και στα δάση να βρει τον Βρανδιμάρτη. Νύχτωσε και η Λεοδίλλα αναριωτόταν μέχρι πότε ο Ορλάνδος θα την άφηνε ανέγγιχτη. Αλλά ο Ορλάνδος δεν είχε όρεξη για τέτοια. Σύμφωνα με την παράδοση, που την μεταφέρει ο Τουρπίνος, ο Ορλάνδος ήταν παρθένος και αγνός - ας πιστέψει ό,τι θέλει κανείς (μας λέει ο ποιητής). Εν πάσει περιπτώσει, ο Ορλάνδος ξάπλωσε στη χλόη και ροχάλιζε όλη τη νύχτα πλάι στη δεσποσύνη, η οποία δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν τόσο αναίσθητος. Απογοητευμένη από την εγκράτειά του, ήθελε να φύγει παίρνοντας το άλογο του Ορλάνδου, όταν αυτός ξύπνησε και την ρώτησε γιατί ήταν έτσι συγχυσμένη. Αυτή του απάντησε ότι λόγω του ροχαλητού του δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα. Επιπλέον είχε και μια φαγούρα.

Ξάφνου εμφανίστηκε μπροστά τους μια κοπέλα πάνω σ' ένα άλογο, κρατώντας στο χέρι της ένα βιβλίο και έχοντας ένα ωραιότατο λευκό κόρνο κρεμασμένο στον ώμο της. Η κοπέλα, που ήταν στην πραγματικότητα η Μάγισσα του Νησιού της Λίμνης (Fata di Isola del Lago), στην υπηρεσία της Μάγισσας Μοργκάνας, ξεκαβαλίκεψε και προσκάλεσε τον Ορλάνδο σε μια νέα και πρωτόγνωρη περιπέτεια: έπρεπε να φυσήξει το κόρνο και να διαβάσει από το βιβλίο τι έπρεπε να κάνει με τα διάφορα τέρατα που θα εμφανίζονταν. Αντιμετωπίζοντας τη δοκιμασία με ατρόμητη καρδιά θα απεδείκνυε ότι ήταν ένας τέλειος ιππότης. Αν δείλιαζε όμως θα αιχμαλωτιζόταν στο Νησί της Λίμνης. Έπρεπε να φυσήξει το κόρνο τρεις φορές και την τρίτη φορά θα τον περίμενε μια μεγάλη αμοιβή. Ο Ορλάνδος φύσηξε και εμφανίστηκαν δύο άγριοι ταύροι, τους οποίους έπρεπε (σύμφωνα με τις οδηγίες του βιβλίου) να τους ζέψει σαν τον [[Ιάσονας|Ιάσονα]] και να οργώσει το παραδίπλα χωράφι, ειδάλλως θα πέθαινε.

Ο Ορλάνδος κατάφερε να δαμάσει τους δύο άγριους ταύρους και κάνοντας αλέτρι το σπαθί του όργωσε το χωράφι (στο μεταξύ η Λεοδίλλα, εκνευρισμένη ακόμα από την νυχτερινή απόρριψη, ευχόταν να πάρει ο Ορλάνδος ένα γερό μάθημα). Οι ταύροι στη συνέχεια φεύγουν και ο Ορλάνδος φυσά το κόρνο δεύτερη φορά. Ένας δράκοντας τότε πετάει καταπάνω του ερχόμενος από τον γειτονικό λόφο. Ο Ορλάνδος καταφέρνει μετά από σκληρή μάχη να κόψει το λαιμό του δράκοντα και (σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του βιβλίου) βγάζει τα δηλητηριώδη δόντια του και σπέρνει με αυτά το χωράφι. Όπως συμβαίνει και με την ιστορία του Ιάσονα, άγριοι πάνοπλοι πολεμιστές ξεπηδούν τότε από τη γη. Ο Ορλάνδος, πεζός μέχρι τότε, καβαλικεύει τον Βαγιάρδο (το άλογο του Ρανάλδου, αφού ο Βρανδιμάρτης είχε πάρει τον Βριλιαδόρο) και τους εξοντώνει με το σπαθί του, την Ντουριντάνα, όλους. Τότε η κοπέλα του είπε να φυσήξει ξανά για τρίτη φορά το κόρνο.
 
'''Εικοστό πέμπτο άσμα'''
Ο Ορλάνδος φύσηξε το κόρνο για τρίτη φορά και αυτό που συνέβη ήταν να έρθει προς το μέρος του ένας ωραίος άσπρος σκύλος. Ο Ορλάνδος έμεινε να απορεί κοιτώντας τον σκύλο. Γι' αυτό τα πέρασε όλα αυτά; Νόμιζε πως εξαπατήθηκε και έκανε να φύγει. Η νεαρή κοπέλα του εξήγησε τότε ότι αυτός ο σκύλος ανήκε στη μάγισσα Φάτα Μοργκάνα, η οποία διέθετε αναρίθμητα πλούτη κρυμμένα σε ένα νησί στη μέση μιας λίμνης και τα έδινε απλόχερα σε όποιον ιππότη το άξιζε. Η Μοργκάνα είχε και ένα ελάφι που πάντοτε έτρεχε μέσα στα δάση χωρίς να σταματά και το οποίο γινόταν να πιαστεί μόνο με τη βοήθεια αυτού του σκύλου. Αυτό θα τον βοηθούσε να πιάσει την έβδομη μέρα το ελάφι, αφού θα το είχε κυνηγήσει για έξι μέρες προηγουμένως. Τα κέρατά του είναι χρυσά και μεγαλώνουν έξι φορές τη μέρα, διακλαδίζονται και μπορούν να κάνουν κάποιον ζάπλουτο. Ο Ορλάνδος απαντά στην κοπέλα ότι δεν τον ενδιέφεραν τα πλούτη, αλλά μόνο η κυρά του, η Αγγελική. Έπειτα πήρε πισωκάπουλα την Λεοδίλλα και ξεκίνησε με το άλογο. Στο δρόμο συνάντησαν τον εραστή της Λεοδίλλας, τον Όδαυρο, που βλέποντάς την, απείλησε τον Ορλάνδο, λέγοντάς του να την αφήσει. Αυτός του την έδωσε αμέσως, ευχαριστημένος στην πραγματικότητα που την ξεφορτώθηκε, (πράγμα που έκανε τον άλλον να απορήσει) και με το μυαλό του στην Αγγελική ξεκίνησε για την Αλμπράκα.

Όταν έφτασε στο κάστρο, η τριπλή μονομαχία είχε σταματήσει και είχε συμφωνηθεί να επαναληφθεί την επομένη, ενώ ο Αστόλφος, μη θέλοντας να υπερασπίζεται πια τον Τρουφαλδίνο, είχε περάσει με το μέρος του Ρανάλδου και της Μαρφίζας (που από υπερασπίστρια της Αγγελικής είχε γίνει η κύρια εχθρός της). Συναντήθηκε μάλιστα στην είσοδο του κάστρου καθώς έβγαινε με τον Ορλάνδο που έμπαινε. Η Αγγελική υποδέχτηκε τον Ορλάνδο αγκαλιάζοντάς τον θερμά. Αφού τον έλουσε με τα ίδια της τα χέρια και του έβαλε να δειπνήσει, του ζήτησε με δάκρυα στα μάτια να γίνει υπερασπιστής της την επομένη εναντίον της Μαρφίζας και του Ρανάλδου. Του υποσχέθηκε πως αν το έκανε αυτό, θα γινόταν δική του για πάντα. Ο Ορλάνδος της το υποσχέθηκε, μιας και που θεωρούσε τον εξάδερφό του τον Ρανάλδο ως συναγωνιστή του για την αγάπη της Αγγελικής. Όλη τη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί και τρεις ώρες πριν ξημερώσει φόρεσε την πανοπλία του και το κράνος που ανήκε κάποτε στον''Αλμόντη'' (Almonte), γιο του βασιλιά των Σαρακηνών ''Αγολάντη'' (Agolante), πήρε στο χέρι του την Ντουριντάνα, το σπαθί του που κι αυτό κάποτε ανήκε στον Αλμόντη, όπως και το κόρνο του) και πήγε στους στάβλους, καβαλίκεψε τον Βαγιάρδο και σεργιάνιζε μέσα στο κάστρο περιμένοντας ανυπόμονα να ξημερώσει για να αντιμετωπίσει τον Ρανάλδο.
 
===Άσματα 26-29===
'''Εικοστό έκτο άσμα'''
Την άλλη μέρα βγαίνουν από το κάστρο ο Ορλάνδος, ο Ακυιλάντης, ο ΓρίφωναςΓρύφωνας, ο Κιαρόν, ο Αδριανός και ο φοβιτσιάρης Τρουφαλδίνος, που έχουν να αντιμετωπίσουν τον Ρανάλδο, τη Μαρφίζα, τον Τορίνδο, τον Ιρόλδο, τον Πρασίλδο και τον Αστόλφο αντιστοίχως. Ο Τρουφαλδίνος εξουδετερώνει τον Αστόλφο, ενώ ο Τορίνδος δέχεται χτύπημα από τον ΓρίφωναΓρύφωνα και πέφτει από τη σέλα. Στο μεταξύ ο Βαγιάρδος, το άλογο που ίππευε ο Ορλάνδος, αλλά που στην πραγματικότητα ήταν του Ρανάλδου, αναγνωρίζοντας στον Ρανάλδο τον αληθινό αφέντη του απέφευγε να τον πλησιάσει παρ' όλο που ο Ορλάνδος το σπιρούνιζε. Ο Ορλάνδος αποφασίζει τότε να επιτεθεί στην Μαρφίζα, ενώ στο μεταξύ ο Ρανάλδος κυνηγά τον Τρουφαλδίνο, που φεύγοντας φωνάζει για βοήθεια. Έρχεται τότε ο ΓρίφωναςΓρύφωνας και δέχεται τέτοια χτυπιά από τον Ρανάλδο που πέφτει αναίσθητος κάτω. Ο Τρουφαλδίνος ήταν ήδη μισό μίλι μακριά, αλλά ο Ρανάλδος (που ίππευε τον Ραμπικάνο, το φτερωτό άλογο) τον φτάνει γρήγορα αποφεύγοντας και τον Ακυιλάντη που ερχόταν από το πλάι.

Στο μεταξύ ο Ορλάνδος βλέπει τον Βρανδιμάρτη να ιππεύει τον Βριλιαδόρο, δηλαδή το δικό του άλογο και τον καλεί να ανταλλάξουν άλογά. Ενώ ο Βρανδιμάρτης με τον Βαγιάρδο επέστρεψε στο κάστρο, ο Ορλάνδος καβάλα στον Βριλιαδόρο, στάθηκε τώρα πιο αποφασιστικός απέναντι στη Μαρφίζα. Στο μεταξύ ο Ρανάλδος είχε αιχμαλωτίσει τον Τρουφαλδίνο και τον έφερνε μισοζώντανο, με το κεφάλι χάμω, δεμένο από την ουρά του αλόγου. Καθώς το κεφάλι του χτυπούσε συνεχώς στις πέτρες της ματωμένης από τη σφαγή πεδιάδας, ο Τρουφαλδίνος σύντομα ξεψύχησε. Ο Ρανάλδος πλησίασε τότε τον Ορλάνδο και τη Μαρφίζα που μάχονταν. Τότε ο Ορλάνδος (που δεν ήξερε ότι ο ιππότης με τον οποίον μαχόταν ήταν γυναίκα), ζήτησε συγγνώμη που θα διέκοπτε τη μονομαχία, λέγοντας ότι έπρεπε να ξεμπερδεύει πρώτα με τον άθλιο αυτόν. Ο Ρανάλδος δεν ήταν πρόθυμος να μονομαχήσει με τον εξάδερφό του και ο Ορλάνδος τον προκάλεσε αποκαλώντας τον δειλό. Ο Ρανάλδος θύμωσε και απαίτησε από τον Ορλάνδο το άλογό του πίσω. Θα ξεκινούσε μια τέτοια σύγκρουση που δεν είχε ξανασυμβεί έως τότε (μας λέει ο ποιητής).
 
'''Εικοστό έβδομο άσμα'''
Η μονομαχία ήταν τρομερή, τα φοβερά χτυπήματα που έδινε ο ένας στον άλλον αντηχούσαν ως πέρα. Μήτε ο Ηρακλής, ο Αχιλλέας,ο Έκτορας ή ο Σαμψών δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν σε αυτά. Μεταξύ τους αντάλλασσαν τέτοιες βαριές κουβέντες που έτρεμε ο αέρας όταν τις εκστόμιζαν. Ο Ρανάλδος κατηγορούσε τον Ορλάνδο ότι το σπαθί του, την Ντουριντάνα,το είχε αποκτήσει κλέβοντάς το από τον Αλμόντη, τον γιο του ''Αγολάντη'' (Agolante), του Σαρακηνού βασιλιά, τον οποίο είχε σκοτώσει. Τον κατηγορούσε επίσης για τον φόνο του ''Τρωιάνου'' (Troiano), του αδερφού του Αγολάντη, που τον σκότωσε κι αυτόν βαριά τραυματισμένο και ενώ του είχε κόψει μάλιστα το ένα χέρι. Ο Ορλάνδος κατηγορούσε τον Ρανάλδο επειδή σκότωσε προδοτικά τον Σαρακηνό βασιλιά ''Μαμβρίνο'' (Mambrino) και του έκλεψε το κράνος του. Και άλλα πολλά τέτοια έλεγαν. Μάχονταν σκληρά όλη μέρα και σταμάτησαν μόνο όταν τα αστέρια φάνηκαν στον ουρανό, αλλά και τότε ακόμα δεν έπαψαν να ανταλλάσσουν κατηγορίες. Αποφασίστηκε τελικά η μονομαχία να επαναληφθεί την επομένη μέρα.

Στο κάστρο η Αγγελική μιλώντας με τον Ορλάνδο έμαθε ότι ο αντίπαλός του ήταν ο αγαπημένος της Ρανάλδος και άρχισε να τρέμει από την αγωνία και το άγχος της. Βρισκόταν σε δύσκολη θέση, καθώς ο Ορλάνδος έπρεπε να την υπερασπιστεί μονομαχώντας ενάντια σε αυτόν που εκείνη αγαπούσε. Είπε στον Ορλάνδο ότι ήθελε να παρακολουθήσει από κόντά τη μονομαχία, αλλά φοβόταν τη Μαρφίζα. Έστειλε τότε τον Σακριπάντη (πρόθυμο να κάνει τα πάντα γι' αυτήν) μέσα στη νύχτα στην Μαρφίζα, ζητώντας της την άδεια να παραβρεθεί στη μονομαχία την επομένη. Η Μαρφίζα συγκαστατέθηκε στο αίτημα. Το άλλο πρωί η Αγγελική, ποθώντας να δει από κοντά τον αγαπημένο της Ρανάλδο, ξυπνά τον Ορλάνδο, κάνοντάς τον με διάφορα γυναικεία τερτίπια να την αγκαλιάσει θερμά, προσποιούμενη ότι τον αγαπά πολύ, ζητώντας του όμως ταυτόχρονα να μην την ατιμάσει παρά τη θέλησή της. Ο Ορλάνδος ζητά συγνώμη με δάκρυα στα μάτια και της υπόσχεται να κάνει ό,τι του ζητήσει εκείνη. Το ξημέρωμα, ο Ορλάνδος βγαίνει από το κάστρο πάνοπλος συνοδευμένος από τους δικούς του συναγωνιστές και την Αγγελική, ενώ από την άλλη μεριά έρχεται ο Ρανάλδος με τη Μαρφίζα και τους δικούς του συμπολεμιστές. Αφού φύσηξαν οι δύο ιππότες τα κόρνα τους, η φοβερή μονομαχία άρχισε ξανά.
 
'''Εικοστό όγδοο άσμα'''
Ο ποιητής αρχίζει με αναφορά στη δύναμη του έρωτα, που έχει προκαλέσει τέτοια φοβερή διαμάχη μεταξύ των δύο εξαδερφών, του Ορλάνδου και του Ρανάλδου. Το σκηνικό τώρα είναι το ίδιο με της προηγουμένης ημέρας. Οι δύο ιππότες ανταλλάσσουν ξανά βαριές κουβέντες. Ο ένας αμφισβητεί την τιμιότητα και τους άθλους του άλλου. Μετά από αυτό αρχίζουν ξανά να μονομαχούν έως ότου ο Ορλάνδος δίνει ένα τέτοιο χτύπημα στο κράνος του Ρανάλδου που τον πετά στο χώμα αφήνοντάς τον λιπόθυμο, ενώ το αίμα κυλά από το στόμα και τη μύτη του. Ο Ρανάλδος συνέρχεται και προσπαθεί να επιτεθεί στον Ορλάνδο, που στρέφεται καταπάνω του κραδαίνοντας το ξίφος του. Όλοι φοβήθηκαν τότε πως είχε έρθει το τέλος του Ρανάλδου. Τότε επενέβη η Αγγελική, η οποία έπιασε το χέρι του Ορλάνδου χαμογελαστή και του είπε ότι τώρα είχε να εκτελέσει μια επείγουσα αποστολή: να πάει στο βασίλειο της Οργκάνιας και να καταστρέψει τον μαγικό κήπο της Φαλερίνας, της σφατερίστριας βασίλισσας, τον οποίον φυλούσε ένας φοβερός δράκος από τον οποίον υπέφερε όλο το βασίλειο. Ο Ορλάνδος υπακούοντας στα λόγια της κάλπασε με τον Βριλιαδόρο για τη νέα του αποστολή, ενώ ο Ρανάλδος, που είχε συνέρθει, μάταια έψαχνε να τον βρει για να συνεχίσει τον αγώνα. Η Αγγελική ήθελε να του μιλήσει και να φροντίσει τις πληγές του, αλλά ο Ρανάλδος, που την μισούσε ακόμα, έφυγε για τη σκηνή του.

Η Αγγελική επέστρεψε στο κάστρο της, όπου έκλαιγε ασταμάτητα επειδή ο έρωτάς της για τον Ρανάλδο δεν είχε ανταπόκριση. Το σχέδιο της Αγγελικής ήταν να στείλει τον Ορλάνδο σε μια τέτοια επικίνδυνη απόστολή που σίγουρα θα εξοντωνόταν. Πώς όμως θα κέρδιζε την εύνοια του Ρανάλδου; Σκέφτηκε να του επιστρέψει το άτι του, τον Βαγιάρδο. Έστειλε τότε έφιππη μια κοπέλα που κρατούσε από τα ηνία τον Βαγιάρδο και έφερε μήνυμα στον Ρανάλδο ότι η Αγγελική του δίνει πίσω το άλογό του. Ο σκληρόκαρδος Ρανάλδος αψήφησε το μήνυμα και δεν πήρε τον Βαγιάρδο, όταν έμαθε ποια ήταν η αποστολέας. Ο Αστόλφος ωστόσο ακολούθησε την κοπέλα προτού επιστρέψει στο κάστρο και της πήρε τον Βαγιάρδο με επιχείρημα ότι αυτός είχε φέρει το άλογο σε αυτή τη χώρα. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος συνάντησε σε μια μαρμαρένια γέφυρα έναν ιππότη και είδε απέναντι μια γυναίκα να κρέμεται από τα μαλλιά από ένα πεύκο και να ουρλιάζει. Ο Ορλάνδος θέλησε να την σώσει, αλλά ο ιππότης του απαγόρευσε τη διάβαση του ποταμού, λέγοντας ότι αυτή η αχρεία γυναίκα ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο επτά ιπποτών.
 
'''Εικοστό ένατο άσμα'''
Ο ιππότης, που λεγόταν ''Ουλδάρνος'' (Uldarno) διηγείται στον Ορλάνδο ότι η πανούργα αυτή κοπέλα ονομαζόταν ''Οριγίλλη'' (Origille), γεννημένη στην [[Βακτρία]]. Αυτός ο ίδιος ήταν ερωτευμένος μαζί της. Ένας άλλος ιππότης, ο ''Λοκρίνος'' (Locrino), την είχε ερωτευτεί. Αυτή τους εξαπατούσε και τους δύο, δίνοντάς τους ελπίδες και κάνοντάς τους να πλαντάζουν από πόθο. Η προδοτική Οριγίλλη πρότεινε στον Ουλδάρνο ένα κόλπο για να βρεθούν μαζί: ο πατέρας της, θέλοντας να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του ''Κορβίνου'' (Corbino), του αδερφού της Οριγίλλης, από έναν πιο έμπειρο ιππότη τον ''Ορίγγο'' (Oringo), είχε βρει κάποιον άλλον ιππότη για να σκοτώσει τον Ορίγγο. Ο Ουλδάρνος έπρεπε να προσποιηθεί ότι είναι ο Ορίγγος, να μονομαχήσει με τον ιππότη που είχε προσλάβει ο πατέρας της και να αφεθεί να αιχμαλωτιστεί από αυτόν. Η Οριγίλλη τότε θα βρει τρόπο να περάσει χρόνο μαζί του και μετά θα τον βοηθήσει να δραπετεύσει. Αυτά τα ψεύδη του είπε και αυτός, γεμάτος έρωτα γι' αυτήν, την πίστεψε και αποδέχτηκε όλους τους κινδύνους για χάρη της. Άλλαξε ενδυμασία για να μοιάζει με αυτή του Ορίγγου και έφυγε.

Η Οριγίλλη όμως έπαιξε το ίδιο παιχνίδι και με τον Λοκρίνο. Σε αυτόν είπε ότι έπρεπε να εκδικηθεί το θάνατο του αδερφού της, σκοτώνοντας τον Ορίγγο! Έτσι τους έβαλε να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλον. Η Οριγίλλη είχε βάλει μάλιστα τον Λοκρίνο να φέρει τα εμβλήματα του ''Αριόντη'' (Arionte), ενός άλλου ιππότη που επίσης την αγαπούσε και είχε μάλιστα συμφωνήσει με τον πατέρα της να την πάρει γυναίκα του υπό τον όρο να του φέρει νεκρό ή ζωντανό τον φονιά του γιου του, τον Ορίγγο! Ο πραγματικός αυτός Αριόντης βρήκε τότε τον Ουλδάρνο, που είχε μεταμφιεστεί σε Ορίγγο, ο οποίος αφέθηκε να πιαστεί αιχμάλωτος σύμφωνα με το σχέδιο της Οριγίλλης. Στο μεταξύ ο Λοκρίνος, μεταμφιεσμένος σε Αριόντη, συνάντησε τον πραγματικό Ορίγγο και στη μεταξύ τους μάχη και οι δύο τραυματίστηκαν βαριά. Εν τέλει ο αληθινός Ορίγγος συνελήφθη. Ο πατέρας της Οριγίλλης χάρηκε βλέποντας τον Λοκρίνο (ήξερε ότι ήταν αυτός και όχι ο Αριόντης) να του φέρνει τον Ορίγγο και του υποσχέθηκε να του δώσει την Οριγίλλη γυναίκα του.

Στο μεταξύ όμως ο Αριόντης έφερε και τον δικό του αιχμάλωτο, δηλαδή τον Ουλδάρνο, τον ψεύτικο Ορίγγο. Οι τέσσερεις ιππότες κόντεψαν τότε να έρθουν στα χέρια, καθώς μάλιστα υπήρχε και αυστηρός νόμος που απαγόρευε ιππότες να φερουν εμβλήματα άλλων ιπποτών. Η απόφαση του βασιλιά της χώρας ήταν ότι όλοι έπρεπε να πεθάνουν, αλλά η Οριγίλλη θα έπρεπε να υποφέρει περισσότερο, γι' αυτό ήταν κρεμασμένη εκεί. Ο Ουλδάρνος την τάιζε και είχε σκοτώσει επτά ιππότες που είχαν προσπαθήσει να την σώσουν. Ακόμα όμως κι αν ο ίδιος σκοτωνόταν, οι άλλοι τρεις ιππότες θα έπαιρναν, ένας - ένας, τη θέση του. Η Οριγίλλη στο μεταξύ ικέτευε τον Ορλάνδο να της σώσει τη ζωή. Ο Ορλάνδος μονομάχησε και σκότωσε τον Ουλδάρνο. Το ίδιο έκανε και με τους άλλους τρεις ιππότες. Έπειτα ξεκρέμασε την Οριγίλλη, την κατέβασε απαλά και την πήρε πισωκάπουλα στο άλογό του. Ήταν τόσο όμορφη, που ο Ορλάνδος ξέχασε σχεδόν την Αγγελική. Η Οριγίλλη ωστόσο εξαπατώντας τον Ορλάνδο τον έκανε να κατεβεί από το άλογο για να δει, δήθεν, τις πύλες του Άδη και του Παραδείσου (στην πραγματικότητα ήταν ο τάφος του [[Νίνος|Νίνου]], του βασιλιά της [[Νινευή|Νινευής]]). Η Οριγίλλη τότε βρήκε ευκαιρία και κάλπασε μόνη της μακριά, αφήνοντας τον Ορλάνδο να περιπλανιέται πεζός μέσα στο δάσος. Σε αυτό το σημείο ο ποιητής αφήνει τον Ορλάνδο στην Ανατολή και επιστρέφει στη χώρα των Φράγκων για να διηγηθεί τα κατορθώματα ενός νέου ιππότη, του ''Ρογήρου'' ή ''Ρουτζέρο'' (Rugiero), του μυθικού ιδρυτή του [[Οίκος των Έστε|Οίκου των Έστε]].
 
==Δεύτερο Βιβλίο==
===Άσματα 1-5===
'''Πρώτο άσμα'''
Το σκηνικό μεταφέρεται τώρα από τον ποιητή στην [[Μπιζέρτα]] της Βόρειας Αφρικής, την πρωτεύουσα του βασιλιά ''Αγραμάντη'' (Agramante), γιου του ''Τρωιάνου'' (Troiano). Η γενεαλογία του Αγραμάντη έφτανε μέχρι τον [[Αλέξανδρος ο Μέγας|Μέγα Αλέξανδρο]], καθώς ο πατέρας του, Τρωιάνος, που αδέρφια είχε τον ''Αλμόντη'' (Almonte) και την ''Γαλατσιέλλα'' (Gallaciella), ήταν γιος του ''Αγολάντη'' (Agolante), που ήταν γιος του ''Βαρβάντη'' (Barbante), που ήταν γιος του ''Αργάντη'' (Argante), ενός από τους τριδύμους γιους της ''Ελιδόνιας'' (ElidoniasElidonia) και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Αγραμάντης, που ήταν νεαρός, εικοσιδύο ετών, και κανείς δεν τον έφτανε σε δύναμη στην Αφρική, εκτός από τον ''Ροδομόντη'', τον βασιλιά της ''Σάρτζας'' (Sarza) και γιο του Ουλιένου (Ulieno), είχε αποφασίσει να εκστρατεύσει στη ''Φραγκία'' (Francia, η χώρα των Φράγκων, η Γαλλία) για να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του, Τρωιάνου, που είχε σκοτωθεί από τον Ορλάνδο.

Ο Αγραμάντης συγκάλεσε στην άιθουσα του θρόνου (διακοσμημένη με παραστάσεις από την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου) τριάντα δύο υποτελείς Σαρακηνούς βασιλείς από όλη την Βόρεια Αφρική για να τους ανακοινώσει την απόφασή του για εισβολή. Ο γηραιός βασιλιάς ''Βραντζάρδος'' (Branzardo) της Μπουτζίας (Bugia), γονάτισε μπροστά στον Αγραμάντη για να τον αποτρέψει, υπενθυμίζοντάς του ότι ο ευγενικός βασιλιάς τους, ο Αγολάντης, μαζί με τους γιούς του, τον Αλμόντη και τον πατέρα του Αγραμάντη, τον Τρωιάνο, χάθηκαν σε μια τέτοια εκστρατεία κατά των Φράγκων. Ένας άλλος λευκογένειος βασιλιάς, ο συνετός ''Αλγόκος'' (Algoco) επεσήμανε την ισχύ των ιπποτών του Καρλομάγνου, ιδίως την ισχύ του Ρανάλδου, που ήταν ο κύριος του [[Μοντωμπάν|Μονταλβάνου]] (Montalbano), στη [[Γασκώνη]], την οποία έπρεπε να διασχίσουν για να επιτεθούν στο Παρίσι, αλλά και του Ορλάνδου, του Ολιβιέρου και όλων των άλλων. Σηκώθηκε τότε ο νεαρός και υπερήφανος Ροδομόντης, ο βασιλιάς της Σάρτζας, που απέρριψε τις εισηγήσεις των δύο βασιλέων, θεωρώντας τες ως αποτέλεσμα των γερατειών τους. Αντιθέτως, κάλεσε τους πάντες να ακολουθήσουν την πρόταση του βασιλιά Αγραμάντη, ειδάλλως θα ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ προδότες.

Ο βασιλιάς των Γαραμαντών, ιερέας του Απολλύωνος, αψηφώντας τις απειλές του Ροδομόντη, χρησμοδότησε ότι τόσο ο Ροδομόντης όσο και όλοι οι υπόλοιποι θα χάνονταν στην εκστρατεία αυτή. Τόσο όμως ο Ροδομόντης, όσο και οι νεαροί βασιλείς επέμειναν να γίνει ο πόλεμος κατά των Φράγκων, ο δε Αγραμάντης επανέλαβε ότι η εκστρατεία θα γίνει ούτως ή άλλως και αφού καταληφθεί η χώρα των Φράγκων θα ακολουθήσουν τα βασιλεία όλου του κόσμου. Όλοι οι υπόλοιποι βασιλείς ορκίστηκαν να τον ακολουθήσουν. Τότε ο βασιλιάς των Γαραμαντών μίλησε ξανά εξ ονόματος του Απολλύωνος, λέγοντάς στον Αγραμάντη ότι, αφού αποφάσισε για πόλεμο, έπρεπε οπωσδήποτε να πάρει μαζί του τον καλύτερο ιππότη που είχαν, τον εξάδερφό του τον ''Ρογήρο'' ή ''Ρουτζέρο'' (Rugiero), γιο της Γαλατσιέλλας, της αδερφής του Τρωιάνου, του πατέρα του Αγραμάντη. Ο πατέρας του, επίσης Ρογήρος, ήταν χριστιανός ιππότης από το [[Ασπρομόντε]] της Καλαβρίας. Η Γαλατσιέλα είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει έγκυος την Καλαβρία όταν σκοτώθηκε ο σύζυγός της και ερχόμενη στην Αφρική γέννησε τον μικρό Ρογήρο και ένα κορίτσι, που κανείς δεν ήξερε πού ήταν (όπως θα αποδεικνυόταν στη συνέχεια αυτό το κορίτσι ήταν η Μαρφίζα). Ο νεαρός Ρουτζέρος ανατράφηκε στη συνέχεια από τον νεκρομάντη ''Αταλάντη'' (Atalante), ό οποίος τον εκπαίδευσε στις πολεμικές τέχνες και τον κρατούσε σε έναν κήπο στο μαγικό κάστρο του στο όρος Καρένα για να τον προφυλάξει από κάθε κακό. Από εκεί έπρεπε να τον πάρουν, αν ήθελαν να έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας η εκστρατεία τους. Ο Αγραμάντης αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή του και να βρει και να φέρει τον Ρουτζέρο για να συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά των Φράγκων.
 
'''Δεύτερο άσμα'''
Οι βασιλείς των Σαρακηνών ευτυχώς δεν γνώριζαν ότι όλοι οι ιππότες του Καρλομάγνου έλειπαν, γιατί τότε θα εκστράτευαν αμέσως και θα κατέστρεφαν τους χριστιανούς. Ενώ όμως οι Σαρακηνοί έψαχναν να βρουν τον Ρουτζέρο, ο Ρανάλδος στην Αλμπράκα ήταν εκνευρισμένος που ο Ορλάνδος είχε φύγει παρατώντας στη μέση την μονομαχία τους. Απόφάσισε έτσι να φύγει καβάλα στον Βαγιάρδο, το άτι του, για να τον ψάξει. Ο Αστόλφος τον ακολούθησε καβάλα στον Ραμπικάνο. Ο Πρασίλδος και ο Ιρόλδος έφυγαν κι αυτοί μαζί τους. Στο δρόμο οι τέσσερίς τους συνάντησαν μια κοπέλα που κλαίγοντας τους παρακάλεσε να την βοηθήσουν γιατί ένας γίγαντας με ένα μεγάλο ρόπαλο είχε απαγάγει την αδελφή της και την είχε δέσει ψηλά σε ένα δέντρο πλάι σε μια λίμνη και τις έκανε φρικτά μαρτύρια. Στη μάχη με τον ροπαλοφόρο γίγαντα ο Πρασίλδος και ο Ιρόλδος ηττώνται και καταλήγουν πάνοπλοι στο βυθό της λίμνης. Το ίδιο παθαίνει και ο Ρανάλδος, που κρατώντας γερά τον γίγαντα τον παρέσυρε κι αυτόν στο βυθό της λίμνης, ενώ ο Αστόφος κοιτούσε γεμάτος αγωνία. Στο μεταξύ η κοπέλα έλυσε την αιχμάλωτη αδερφή της. Καθώς περνούσε η ώρα χωρίς οι ιππότες να φαίνονται, ο Αστόλφος άρχισε να πιστεύει πως πνίγηκαν. Οι δύο κοπέλες τον παρηγορούσαν. Αυτός τότε τις ανέβασε στα άλογα των άλλων ιπποτών και έφυγαν μαζί από εκεί. Μόλις έφτασαν σε ένα ποτάμι, ακούστηκε ο διαπεραστικός ήχος μιας σάλπιγγας.

Στο μεταξύ στην Αλμπράκα, όπου η Μαρφίζα και ο Τορίνδος ο Τούρκος (ο οποίος είχε μάλιστα ζητήσει ενισχύσεις από την Προύσα) συνέχιζαν την επίθεση, πολλοί υπερασπιστές της Αγγελικής την είχαν εγκαταλείψει: πρώτα είχε φύγει ο Βρανδιμάρτης και μετά οι δύο γιοι του Ολιβιέρου, οι δίδυμοι ΓρίφωναςΓρύφωνας και Ακυιλάντης. Αυτοί οι δύο έφτασαν κάποια στιγμή στις όχθες της [[Κασπία Θάλασσα|Κασπίας Θάλασσας]], όπου βρέθηκαν μπροστά σε ένα παλάτι τριγυρισμένο από έναν θελκτικό κήπο. Μόλις μπήκαν εκεί οι δύο ιππότες, τους υποδέχτηκαν μουσικοί και χορεύτριες και τους ανακοινώθηκε από μια κοπέλα (αυτή ήταν η Οριγίλλη, που είχε εξαπατήσει τον Ορλάνδο) ότι έπρεπε να μείνουν μία ολόκληρη νύχτα στο παλάτι και ότι επίσης ο Ορλάνδος ήταν δήθεν νεκρός. Εν τέλει κάποιοι τους συνέλαβαν μέσα στη νύχτα και τους αιχμαλώτισαν σε ένα μπουντρούμι κάποιου κάστρου. Στην Αλμπράκα στο μεταξύ η Μαρφίζα, προστατευμένη από τη μαγική της πανοπλία, είχε αιχμαλωτίσει κατά τη διάρκεια της μάχης τον Μπαλάνο, τον Κιαρόν και τον Αδριανό και είχε σκοτώσει τον Οβέρτο της Λεόνης. Βλέποντας ο Σακριπάντης τον τελευταίο να πέφτει νεκρός, όρμησε εναντίον της Μαρφίζας και τότε άρχισε μια φοβερή μονομαχία.
 
'''Τρίτο άσμα'''
Η μονομαχία μεταξύ της Μαρφίζας και του Σακριπάντη ήταν ισόπαλη, διότι παρ' όλο που η Μαρφίζα υπερείχε σε δύναμη και αξία, το άλογο του Σακριπάντη, ο ''Φρονταλάτης'' (Frontalate) ήταν πιο επιδέξιο στους ελιγμούς και απέφευγε τις επιθέσεις της πολεμίστριας, γλιτώνοντας τον αναβάτη του από πολλά χτυπήματα. Τότε ξαφνικά έφτασε μήνυμα προς τον Σακριπάντη ότι ο ''Μανδρικάρδος'' (Mandricardo), ο γιος του Ακρικάνη και νέος βασιλιάς της Ταρταρίας μετά τον θάνατο του πατέρα του, εισέβαλε στην Κιρκασσία. Ο Σακριπάντης μάταια ζητούσε από την Μαρφίζα την αναβολή της μονομαχίας τους, για να μπορέσει να πάει στη χώρα του να αμυνθεί κατά του εχθρού. Η Μαρφίζα επέμενε να συνεχιστεί ο αγώνας. Στο μεταξύ, πίσω στη Βόρειο Αφρική, κανείς από τους ιππότες του Αγραμάντη δεν μπόρεσε να ανακαλύψει τον κήπο όπου βρισκόταν κρυμμένος ο ΡουτζέροΡουτζέρος στα όρη Κατένα. Ο γηραιός βασιλιάς των Γαραμαντών, που βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου, τους αποκάλυψε ότι ο μόνος τρόπος για να βρουν το μαγικό κάστρο όπου ο μάγος Αταλάντης φύλαγε τον Ρουτζέρο ήταν να βρουν και να φέρουν το μαγικό δαχτυλίδι της Αγγελικής από την Ανατολή, το οποίο διέλυε κάθε μαγεία. Ο Ροδομόντης στο άκουσμα αυτό αρνήθηκε να περιμένει κι άλλο και είπε ότι θα περάσει τη θάλασσα και θα εκστρατεύσει μόνος του με τη δική του στρατιά κατά των Φράγκων. Οι υπόλοιποι ας έρχονταν αργότερα. Ο Αγραμάντης λέει ενώπιον του συμβουλίου ότι αν κάποιος ανάμεσά τους έχει το κουράγιο να πάει στην Ανατολή για να φέρει το μαγικό δαχτυλίδι που φορούσε η κόρη του Γαλάφρονα, μπορεί να το κάνει και για αντάλλαγμα αυτός θα τον έκανε βασιλιά σε κάποια από τις κτήσεις του.

Αναλαμβάνει να το κάνει ο ''Μπρουνέλλος'' (Brunello), ένας μικροσκοπικός και συμπαθητικός, πλην παμπόνηρος απατεώνας και κλέφτης, ο οποίος ήταν στην υπηρεσία του βασιλιά του [[Φεζ]]. Μετά από αυτό ο Αγραμάντης διαλύει τη συνέλευση και αρχίζει τις προετοιμασίες για την εκστρατεία. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος μετά την εξαπάτηση από την Οριγίλλη περιπλανιόταν μέσα στο δάσος πεζός χωρίς τον Βριλιαδόρο, το άλογό του. Η τύχη το έφερε να βγει η Οριγίλλη ξανά μπροστά του. Είδε να έρχεται κατά το μέρος του μια συνοδεία εφίππων και πεζών που έφεραν δυο αιχμάλώτους ιππότες μαζί τους: ήταν ο ΓρίφωναςΓρύφωνας και ο Ακυιλάντης. Μπροστά τους πήγαινε η Οριγίλλη καβάλα στον Βριλιαδόρο, δεμένη κι αυτή. Ο Ορλάνδος ρώτησε τον επικεφαλής πού τους πήγαιναν και αυτός του απάντησε ότι τους πήγαιναν για να ταΐσουν έναν δράκοντα, όπως ήταν ο νόμος για κάθε ξένο που έμπαινε στο έδαφος της χώρας τους, της Οργκάνιας. Το ίδιο έπρεπε να αιχμαλωτίσουν τώρα κι αυτόν. Ο Ορλάνδος εξολόθρευσε με το σπαθί του όσους πήγαν να τον συλλάβουν και ελευθέρωσε τους ιππότες και την όμορφη αλλά απατηλή Οριγίλλη, η οποία στο μεταξύ είχε γίνει η αγαπημένη του ΓρίφωναΓρύφωνα. Ξάφνου βλέπουν να έρχεται μια κοπέλα που προειδοποιεί τον Ορλάνδο να μην προχωρήσει γιατί πλησίαζε τον κήπο της Φαλερίνας. Ο Ορλάνδος της λέει ότι ίσα - ίσα αυτός ήταν ο προορισμός του, αλλά αν είχε οποιαδήποτε συμβουλή για να ξεπεράσει τους κινδύνους του κήπου, αυτή θα ήταν ευπρόσδεκτη. Η κοπέλα τότε έδωσε ένα βιβλίο στον Ορλάνδο που οι οδηγίες του θα τον βοηθούσαν να βγει σώος από τον κήπο.
 
'''Τέταρτο άσμα'''
Η κοπέλα αναφέρει στον Ορλάνδο (χωρίς να γνωρίζει ότι είναι αυτός) ότι η βασίλισσα Φαλερίνα, που είναι μάγισσα, γνωρίζει πως ο ερχομός ενός ιππότη από τη Δύση, του Ορλάνδου, θα την καταστρέψει. Γι' αυτό είχε φτιάξει ένα ειδικό σπαθί για να τον αντιμετωπίσει. Επειδή νύχτωνε προτού φτάσει στον κήπο, ο Ορλάνδος έπεσε να κοιμηθεί και η Οριγίλλη βρήκε ευκαιρία να του κλέψει ξανά τον Βριλιαδόρο, αλλά και την Ντουριντάνα, το σπαθί του. Ο Ορλάνδος μόλις ξύπνησε την άλλη μέρα και αντελήφθη ότι το άλογο και το σπαθί του έλειπαν εξοργίστηκε, αλλά αποφάσισε ατρόμητος να μπει στον μαγικό κήπο, όπου και σκότωσε τον δράκοντα συντρίβοντάς του το κρανίο με ένα αυτοσχέδιο ρόπαλο. Αντιλαμβάνεται ωστόσο ότι είναι παγιδευμένος, καθώς δεν φαινόταν πουθενά η έξοδος για να βγει. Κατευθύνεται προς ένα μαρμάρινο παλάτι, που βρισκόταν δίπλα σε ένα ποτάμι. Στην πύλη του παλατιού βλέπει μια γυναίκα που φορούσε χρυσό στέμμα και κρατούσε ένα σπαθί. Μόλις τον είδε έφυγε προς τον κήπο. Ο Ορλάνδος την ακολούθησε και την έπιασε, παίρνοντάς της το σπαθί και φοβερίζοντάς την να του δείξει την έξοδο. Αυτή όμως δεν μιλούσε, ούτε και όταν ο Ορλάνδος την έδεσε σε ένα δέντρο. Τότε θυμήθηκε το βιβλίο που του είχε δώσει η κοπέλα. Ακολουθώντας τις οδηγίες του βιβλίου βουλώνει τα αυτιά του με ροδοπέταλα για να μην ακούει τίποτα και φτάνει σε μια λίμνη όπου υπήρχε μια Σειρήνα που τραγουδούσε γλυκά και παρέσυρε όσους την άκουγαν στον βυθό.

Ο Ορλάνδος, ακολουθώντας τις οδηγίες, προσοποιείται τον κοιμισμένο και μόλις πλησιάζει η σειρήνα της κόβει το κεφάλι και με το αίμα της αλοίφει την πανοπλία του. Έπειτα αντιμετωπίζει έναν ταύρο που είχε ένα κέρατο από φωτιά που θα κατέκαιε τον ιππότη αν δεν είχε αλοίψει την πανοπλία του με το αίμα της σειρήνας. Ο Ορλάνδος σκοτώνει τον ταύρο και φτάνει στην νότια έξοδο που την φυλούσε ένας όνος που καλυμμένος με χρυσές φολίδες, που η ουρά του ήταν σαν ζωντανό φίδι. Προϊδεασμένος από τις οδηγίες του βιβλίου, ο Ορλάνδος πλησίασε πρώτα ένα δέντρο όπου κρυβόταν ένα δηλητηριώδες πολύχρωμο πουλί, το οποίο του επιτέθηκε. Αφού σκότωσε τόσο το πουλί όσο και τον επικίνδυνο όνο, παρατήρησε ότι ως δια μαγείας η πύλη είχε εξαφανιστεί. Προχωρώντας προς την βόρεια πύλη σκότωσε ένα ανθρωποφάγο τέρας, την ''Φαύνη'' (Fauna), που είχε πρόσωπο γυναίκας και ήθελε να του στήσει μια παγίδα. Στη συνέχεια, φτάνοντας στη βόρεια πύλη, αντιμετώπισε έναν θεόρατο γίγαντα, που τον σκότωσε. Από το αίμα του όμως ξεπετάχτηκαν δύο γίγαντες. Για να μη διπλασιασθούν και αυτοί ο Ορλάνδος δεν χρησιμοποίησε εναντίον τους το σπαθί του, αλλά μετά από πολύωρη μάχη τους κατέβαλε με τα ίδια του τα χέρια και τους έδεσε με μια μεγάλη αλυσίδα με την οποία ήθελε να τον παγιδέψει η Φαύνη. Μετά από αυτό μπορούσε ο Ορλάνδος να βγει από τον κήπο.
 
'''Πέμπτο άσμα'''
Προτού όμως βγει από τον κήπο ο Ορλάνδος, ήθελε να τον καταστρέψει για να μην χαθούν εκεί και άλλες δεσποσύνες και ιππότες. Διάβασε στο βιβλίο ότι για να γίνει αυτό έπρεπε να βρει στο κέντρο του κήπου ένα συγκεκριμένο δέντρο και να κόψει το πιο ψηλό κλαδί του. Τότε θα καταστρεφόταν ο κήπος. Ωστόσο από το δέντρο κρέμονταν βαριά χρυσά μήλα, τα οποία εάν σκαρφάλωνε κανείς έπεφταν πάνω του διαλύοντας την πλάτη του. Ο Ορλάνδος γνωρίζοντάς το από το βιβλίο, κόβει το δέντρο από τη ρίζα του και αφού πέφτει αυτό καταγής, τότε κόβει και το ψηλότερο κλαδί του. Ευθύς ο κήπος εξαφανίζεται, σαν να ήταν κάποιο πνεύμα της κόλασης. Μονάχα η μάγισσα Φαλερίνα παρέμεινε δεμένη στο δέντρο όπου την είχε δέσει ο Ορλάνδος. Η Φαλερίνα θρηνώντας είπε στον Ορλάνδο ότι είχε φτιάξει τον κήπο μόνο και μόνο για να εκδικηθεί την Οριγίλλη και τον Αριάντη. Έτυχε δυστυχώς εκεί να παγιδευθούν ένα σωρό άλλοι ιππότες και άλλες δεσποσύνες, όχι όμως αυτοί οι δύο. Η Φαλερίνα του υποσχέθηκε να ελευθερώσει όσους ιππότες και δεσποσύνες ήταν αιχμαλωτισμένοι στον πύργο, όπου τους οδηγούσε ο γέρος τον οποίο η ίδια είχε βάλει στη γέφυρα για να τους απαγάγει και να τους φυλακίζει προτού οδηγηθούν στον κήπο. Αν ο Ορλάνδος την σκότωνε, τόσο ο πύργος, όσο και οι αιχμάλωτοι σ' αυτόν θα εξαφανίζονταν. Ο Ορλάνδος της υποσχέθηκε να μην τη σκοτώσει (έτσι κι αλλιώς δεν σκότωνε γυναίκες).

Στο μεταξύ στην Αλμπράκα, όπου συνεχιζόταν ο αγώνας μεταξύ του Σακριπάντη και της Μαρφίζας, έφτασε ο Μπρουνέλλος για να κλέψει το μαγικό δαχτυλίδι της Αγγελικής. Σκαρφάλωσε επιδέξια πρώτα στο γκρεμό και μετά στα τείχη του κάστρου και μετά σαν την αλεπού κατάφερε να φτάσει μέχρι τα δώματα της Αγγελικής. Την πλησίασε εκεί όπου μαζί με άλλους παρακολουθούσε τη μονομαχία μεταξύ της Μαρφίζας και του Σακριπάντη κάτω στην πεδιάδα. Κατάφερε και της πήρε από το δάχτυλο το δαχτυλίδι και αμέσως εξαφανίστηκε. Κατεβαίνοντας γρήγορα από τον γκρεμό έφτασε στην πεδιάδα, όπου η Μαρφίζα και ο Σακριπάντης είχαν κάνει ένα διάλειμμα. Επωφελήθηκε έτσι και έκλεψε από τον Σακριπάντη το άλογό του, τον Φρονταλάτη, και από την Μαρφίζα το σπαθί της. Τώρα, ενώ η Μαρφίζα κυνηγούσε τον κλέφτη που το είχε σκάσει καβάλα στον Φρονταλάτη, ο Σακριπάντης γύρισε στην Αλμπράκα, όπου έμαθε για την κλοπή του δαχτυλιδιού. Στο μεταξύ έφτασαν οι ενισχύσεις από την Τουρκία που είχε ζητήσει ο Τορίνδος. Η Αγγελική τώρα δεν είχε κανέναν να την υπερασπιστεί και επιπλέον είχε χάσει το μαγικό της δαχτυλίδι. Μόνη σωτηρία της είχε μείνει ο Σακριπάντης. Ο βασιλιάς Γαλάφρονας πρότεινε να ζητήσουν βοήθεια από τον Γραδάσσο (που σχεδίαζε τώρα νέα εκστρατεία κατά της Δύσης). Ο Σακριπάντης ανέλαβε, μετά από παράκληση του Γαλάφρονα, να μεταφέρει το μήνυμα για βοήθεια στον Γραδάσσο.
 
===Άσματα 6-10===
'''Εκτο άσμα'''
Στο μεταξύ ο Ροδομόντης, παρά τις προειδοποιήσεις του Σκομβράνου (Scombrano), του Μαροκινού γέρου πλοηγού του, να μην ξανοιχτεί ο στόλος στη θάλασσα, γιατί ο άνεμος ηταν ενάντιος και ο καιρός αγρίευε, αποφασίζει να σαλπάρει αμέσως από το [[Αλγέρι]] για την χώρα των Φράγκων διασχίζοντας την Μεσόγειο. Ο στόλος σαλπάρει και πράγματι πέφτει σε τρομερή τρικυμία, στην οποία χάνονται τα δύο τρίτα των πλοίων. Στο μεταξύ ο Καρλομάγνος, αναμένοντας την εισβολή, διατάζει το δούκα ''Αίμονα'' (Amone) τον πατέρα του Ρανάλδου, να φυλάσσει με τους δικούς του το Μοντάλβανο στη Γασκώνη, ενώ στέλνει τον δούκα της [[Βαυαρία|Βαυαρίας]] ''Νάμο'' (Namo) να φυλά την [[Προβηγκία]] μαζί με τους δικούς του. Στην Προβηγκία στέλνει και την ''Βραδαμάντη'' (Bradamante), την αδερφή του Ραλάνδου, μια γενναία πολεμίστρια ίσης αξίας με τη Μαρφίζα. Τα πλοία του Ροδομόντη που δεν είχαν βυθιστεί από την τρικυμία καταφέρνουν να προσεγγίζουν την τέταρτη ημέρα την βραχώδη ακτή του [[Μονακό]].

Καθώς οι Σαρακηνοί αποβιβάζονται δέχονται την επίθεση των ντόπιων με βέλη και πέτρες. Οι Σαρακηνοί αρματωμένοι εξαπλώνονται ολόγυρα. Μία στρατιά που βγαίνει από το κάστρο του Μονακό υπό τον ''Αρχιμβάλδο'' (Arcimbaldo), κόμη της [[Κρεμόνα|Κρεμόνας]] και γιο του βασιλιά ''Δεσιδέριου'' (Desiderio) της [[Λομβαρδία|Λομβαρδίας]], αποτυγχάνει να εμποδίσει την αποβίβαση του Ροδομόντη, ο οποίος με την θηριώδη δύναμή του αρχίζει να εξολοθρεύει σχεδόν μόνος του το χριστιανικό στράτευμα. Ενώ ο καιρός καλυτερεύει και ο Ροδομόντης συγκεντρώνει το στρατό του στο Μονακό, ο Αρχιμβάλδος ζητά βοήθεια από τον πατέρα του Δεσιδέριο, ο οποίος σπεύδει με τη στρατιά του από τη [[Σαβόνα]], όπου βρισκόταν. Παράλληλα σπεύδει και ο Νάμος με τους στρατιώτες του (ανάμεσα στους οποίους ήταν και η Βραδαμάντη) από τη [[Μασσαλία]]. Ο λογγοβαρδικός στρατός του Δεσιδέριου προς στιγμή τρέπει σε φυγή τους εισβολείς, αλλά η ισχύς του Ροδομόντη είναι τέτοια που οι Σαρακηνοί τελικά βαστούν τις θέσεις τους.
 
'''Έβδομο άσμα'''
Γραμμή 123 ⟶ 187 :
 
'''Ογδοο άσμα'''
Ο Ορλάνδος και ο γίγαντας Αριδάνος φτάνοντας σφιχταγκαλιασμένοι στον κατασκότεινο βυθό της μαγεμένης λίμνης βρέθηκαν ξάφνου σε ένα ολοφώτεινο και χαρωπό λιβάδι, μέρος ενός ολόκληρου νέου κόσμου που υπήρχε κρυμμένος εντός ενός τεράστιου απαστράπτοντος μαρμάρινου σπηλαίου. Αυτό ήταν το θαυμαστό βασίλειο της μάγισσας Μοργκάνας. Εκεί ξαναρχίζουν να μάχονται ώσπου εν τέλει ο Ορλάνδος σκοτώνει τον γίγαντα. Ο Ορλάνδος κατευθύνθηκε προς μια πύλη που ήταν κοντά και ξάφνου βρέθηκε μέσα σε έναν λίθινο λαβύρινθο, γεμάτο πέτρινους διαδρόμους, σπηλιές, γέφυρες πάνω από ποταμάκια και αναρίθμητες εισόδους και κάμαρες, στολισμένες με πολύτιμα πετράδια και διακοσμημένες με εικόνες ιπποτών και κυριών που είχαν περιπλανηθεί και χάθηκαν εκεί μέσα. Περνά μια γέφυρα που την φρουρούσαν κάποια μαγεμένα αγάλματα σαν ροπαλοφόροι οπλισμένοι άνδρες που εμπόδιζαν την είσοδο και φτάνει σε ένα μέρος όπου η μάγισσα Μοργκάνα φύλαγε τον θησαυρό της. Εκεί βλέπει άλλα αγάλματα: ενός βασιλιά, σκεπτικού και ανήσυχου, με όλους τους συμβούλους του καθισμένους τριγύρω και στη μέση ένα τραπέζι με πλούσια φαγητά. Τα πάντα ήταν από χρυσό, ρουμπίνια και άλλους πολύτιμους λίθους. Πάνω απ' το κεφάλι του Ορλάνδου αιωρείτο απειλητικό ένα ξίφος και ένα άλλο άγαλμα σημάδευε με ένα τόξο. Μια επιγραφή υποδήλωνε ότι τα πλούτη δεν αξίζουν τίποτε, αν κάποιος είναι υπό την επήρρεια του φόβου. Ακριβώς μπροστά στο άγαλμα του βασιλιά επάνω στο τραπέζι βρισκόταν μια πολύτιμη λίθος που φώτιζε όλη την τεράστια σάλα. Ο Ορλάνδος αψηφά την λίθο και ανοίγει μία - μία κάθε πόρτα που υπήρχε εκεί. Όλες οδηγούσαν σε κατασκότεινα μέρη. Δοκιμάζει να πάρει τη φωτεινή λίθο, αλλά τότε το άγαλμα του τοξότη της ρίχνει ένα βέλος, πράγμα που προκαλεί μεγάλο σεισμό. Μόλις ηρεμούν τα πράγματα, ο Ορλάνδος προσπαθεί να πάρει ξανά τη λίθο, το ίδιο επεισόδιο επαναλαμβάνεται.

Την τρίτη φορά ο Ορλάνδος βάζει μπροστά την ασπίδα του και το βέλος πέφτει σε αυτή και όχι στη λίθο. Παίρνοντας στα χέρια τη λίθο συνέχισε σε ένα διασταυρούμενο διάδρομο, διαλέγοντας την καθοδική οδό, που τον οδήγησε εκεί που κρατούνταν φυλακισμένοι ο Ρανάλδος και άλλοι ιππότες, όπως ο ''Δούδων'' (Dudone), αλλά και ο Βρανδιμάρτης που η μάγισσα Μοργκάνα τον είχε δελεάσει με υποσχέσεις ερωτικές εκεί πέρα. Μία επιγραφή σε μιαν αρχαία πέτρα έλεγε ότι "Όποιος ιππότης ή κυρά εδώ μπει δεν πρόκειται ποτέ να ξαναβγεί, παρά αφού πιάσει απ' το μαλλί την λυγερή αυτή μάγισσα που είναι από πίσω καραφλή". Ο Ορλάνδος δε δίνει σημασία και προχωρά. Βρίσκεται σε μια θαυμάσια τοποθεσία, ολοφώτεινη και κάτω από καταγάλανο ουρανό, γεμάτη με ωραία δέντρα και καταπράσινη χλόη. Στο λιβάδι κοιμόταν πλάι σε μια μαργαριταρένια κρήνη μια όμορφη γυναίκα: ήταν η μάγισσα Μοργκάνα. Ο Ορλάνδος προσέχει να μην την ξυπνήσει, ενώ ακούει μια φωνή που τον συμβουλεύει να την πιάσει αμέσως από το μαλλί. Ο Ορλάνδος πλησίαζε για να δει ποιος μίλησε και είδε ένα διαφανές πλην αδιαπέραστο τείχος πίσω από το οποίο ήταν οι φυλακισμένοι. Αυτός που του μίλησε ήταν ο Δουδών και μετά είδε και τον Ρανάλδο και τον Βρανδιμάρτη, που του είπαν να μην προσπαθήσει να θραύσει με το σπαθί το τείχος γιατί όλοι θα έπεφταν σε μια σκοτεινή παγίδα. Τον συμβούλεψαν να πιάσει τη Μοργκάνα από το μαλλί. Ο Ορλάνδος επέστρεψε στο σημείο που την είχε δει και την βρήκε να χορεύει. Μόλις αυτή τον είδε άρχισε να τρέχει προς ένα βουνό. Ο Ορλάνδος την ακολούθησε μέσα από ένα κακοτράχαλο μονοπάτι, ενώ ένας δυνατός άνεμος φυσούσε και ο ουρανός σκοτείνιαζε και έπεφτε βροχή και αστραπόβροντα. Ο Ορλάνδος ωστόσο επέμενε να την κυνηγά δίχως να καμφθεί απο καμία αντιξοότητα.
 
'''Ένατο άσμα'''
Ο ποιητής συμβουλεύει τους αναγνώστες να μην αφήνουν την Τύχη να τους ξεφύγει, γιατί δύσκολα θα βρουν νέα ευκαιρία για την ξαναπιάσουν. Τώρα ο Ορλάνδος δυσκολευόταν να πιάσει τη Μοργκάνα, ενώ θα μπορούσε να το κάνει εύκολα όσο κοιμόταν. Εν τέλει, μόλις την είχε σχεδόν πιάσει, εμφανίστηκε βγαίνοντας από μια σπηλιά του βουνού μία γριά μέγαιρα, η ''Μετάνοια'', που αυτομαστιγώνοταν στην πλάτη ασταμάτητα και ήθελε να μαστιγώσει και τον Ορλάνδο για να δείχνει υπομονή. Ο Ορλάνδος, διόλου υπομονετικός, έκανε να την πιάσει για να την εκσφενδονίσει μακριά, αλλά το μόνο που άδραχνε ήταν αέρας. Η μέγαιρα συνέχισε να τον μαστιγώνει και τότε ο Ορλάνδος, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έσπευσε να προλάβει τη Μοργκάνα που είχε απομακρυνθεί πολύ, αφήνοντας στο μεταξύ τη Μετάνοια να τον μαστιγώνει. Μετά από πολλά χτυπήματα ο ουρανός έγινε ξάφνου αίθριος και η μέγαιρα έγινε καλοσυνάτη και τον συμβούλεψε να πιάσει τώρα την Τύχη (τη Μοργκάνα) και να την κρατήσει καλά ακόμα και αν αυτή του ήταν υπάκουη, γιατί ήταν γυναίκα άστατη και άπιστη. Αφού η Μετάνοια επέστρεψε στη σπηλιά της, ο Ορλάνδος έπιασε τη Μοργκάνα γερά και με τη μια με απειλές και με την άλλη με καλοπιάσματα της ζητούσε το κλειδί της φυλακής όπου κρατούσε τόσους ιππότες και κυράδες. Αυτή του το έδωσε όταν αυτός της υποσχέθηκε να αφήσει έναν κρατούμενο με τον οποίο αυτή έλεγε πως ήταν ερωτευμένη: τον Ζηλιάντη, γιο του Μανοδάντη βασιλιά των Μακρινών Νήσων και αδερφού της Λεοδίλλας και, όπως θα αποδειχθεί, του Βρανδιμάρτη.

Πράγματι, ο Ορλάνδος παίρνοντας το κλειδί και κρατώντας γερά τη Μοργκάνα πήγε και ελευθέρωσε τους φυλακισμένους, μεταξύ των οποίων ήταν ο Ρανάλδος, ο Δουδών και ο Βρανδιμάρτης, αφήνοντας μέσα μόνο τον Ζηλιάντη, παντά τις διαμαρτυρίες και τα δάκρυά του. Ο Ορλάνδος έπειτα τους οδήγησε όλους μέχρι την αίθουσα των θησαυρών. Εκεί ο Ρανάλδος άρπαξε ένα χρυσό κάθισμα για να το πάρει μαζί του στη Φραγκία, καθώς ο ίδιος είχε αφραγκία. Μάταια όμως. Αναγκάστηκε να το παρατήσει γιατί έναν σφοδρός άνεμος δεν τον άφηνε να προχωρήσει ούτε αυτόν ούτε τους υπόλοιπους. Μόλις βγήκαν στο λιβάδι κάθε ιππότης ξαναφόρεσε την αρματωσιά του (όλες κρεμόντουσαν στα δέντρα). Οι παγανιστές ιππότες τότε αφού ευχαρίστησαν τον Ορλάνδο έφυγαν. Ο Δουδών είπε στον Ορλάνδο ότι ο Αγραμάντης σκόπευε να επιτεθεί στη Φραγκία και ότι ο ίδιος είχε σταλεί από τον βασιλιά Καρλομάγνο για να ψάξει και να βρει αυτόν και τον Ρανάλδο ζητώντας τους να επιστρέψουν για να πολεμήσουν κατά του εχθρού. Ο Ρανάλδος αποφάσισε να επιστρέψει αμέσως, ενώ ο Ορλάνδος έμεινε να συλλογιέται. Εν τέλει μέσα του νίκησε ο έρωτας και αποφάσισε να επιστρέψει στην Αγγελική, ενώ ο Βρανδιμάρτης αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Μετά από πέντε ημέρες, ο Ρανάλδος μαζί με τον Δουδώνα, τον Ιρόλδο και τον Πρασίλδο, καθώς προχωρούσαν προς τη Δύση, βρέθηκαν στη χώρα του βασιλιά Μανοδάντη, του πατέρα του Ζηλιάντη. Εκεί τους πληροφορεί ένας γέρος ότι έπρεπε να υπηρετήσουν τον βασιλιά μαχόμενοι κατά ενός γίγαντα, του ''Βαλισάρδου'' (Basilardo), που ήταν μεγάλος σαν πύργος και τους έφεραν μπροστά του.
 
'''Δέκατο άσμα'''
Γραμμή 133 ⟶ 201 :
===Άσματα 11-15===
'''Ενδέκατο άσμα'''
Ο Μπρουνέλλος τρέχει στην πεδιάδα καβάλα στο άλογο του Σακριπάντη και η Μαρφίζα τρέχει ξοπίσω του, ενώ ο Ορλάνδος και ο Βρανδιμάρτης τους κοιτούν. Ο Μπρουνέλλος, έχοντας πλήρως τον έλεγχο της κατάστασης, περνά δίπλα από τον Ορλάνδο και το αρπάζει το σπαθί της Φαλερίνας και κάνοντας έναν δεύτερο γύρο του αρπάζει και το κόρνο που ο Ορλάνδος είχε πάρει από τον Σαρακηνό Αλμόντη κατά τη μάχη του Ασπρομόντε. Ο Ορλάνδος και ο Βρανδιμάρτης αιφνιδιάζονται τόσο που δεν καταλαβαίνουν τι τους συνέβη. Προχωρώντας βλέπουν δύο γυναίκες να καβγαδίζουν πλάι σε ένα ποτάμι. Η μία είναι η Οριγίλλη, η απατεώνισσα, που κρατούσε τον Βριλιαδόρο, το άλογο του Ορλάνδου από τα ηνία. Βλέποντας τον Ορλάνδο έγινε κατάχλωμη από τη ντροπή της και χαμήλωσε το βλέμμα. Ο Ορλάνδος, όμως, που ένιωθε ερωτευμένος μαζί της, όπως ποτέ άλλοτε (είχε ξεχάσει προς το παρόν την Αγγελική) ήταν διατεθειμένος να της συγχωρήσει τα πάντα και είχε διαγράψει από μέσα του την προηγούμενη συμπεριφορά της. Οι τρεις τους τώρα παρακαλούν την άλλη κοπέλα να τους περάσει απέναντι. Περνώντας το ποτάμι βλέπουν έναν γέρο που λέει στον Ορλάνδο και τον Βρανδιμάρτη ότι θα πρέπει να πολεμήσουν προς χάριν του βασιλιά της τον γίγαντα Βαλισάρδο (ό,τι ακριβώς είχε πει και στον Ρανάλδο). Ο Ορλάνδος αφήνει το άλογό του και προχωρά για να αντιμετωπίσει τον γίγαντα. που αρχίζει να μεταμορφώνεται, όπως έγινε και με τους άλλους ιππότες, ώσπου στο τέλος γίνεται ένας δαίμονας που κρατά μια πιρούνα στο χέρι. Σηκώνοντας την ουρά του αφήνει μια δυσάρεστη οσμή, έτσι που ο Ορλάνδος αιφνιδιάζεται. Τότε τον πιάνει και τον φέρνει στο ίδιο πλοίο όπου είχαν οδηγηθεί ο Ρανάλδος και οι άλλοι ιππότες.

Ο Βρανδιμάρτης στο μεταξύ, που είχε ακολουθήσει από κοντά τον Ορλάνδο και είχε ορμήσει στον γίγαντα προτού ακόμα αυτός συλληφθεί, καταφέρνει τέλος να κόψει με το σπαθί του τα πόδια του σταματώντας έτσι την μαγεία των συνεχών μεταμορφώσεών του. Στη συνέχεια πετά τον Βαλισάρδο στη θάλασσα και ορμά στον πλοίαρχο του πλοίου που παραδίδεται. Ο πλοίαρχος του εξηγεί ότι ο Μανοδάντης, ο βασιλιάς των Μακρινών Νήσων, ο πιο πλούσιος μονάρχης του κόσμου, είχε χάσει τους δύο γιους του. Ο ένας είχε απαχθεί από έναν αξιωματικό, τον ''Βαρδίνο'' (Bardino) και ο άλλος, ο Ζηλιάντης ήταν αιχμάλωτος μιας μάγισσας που λεγόταν Μοργκάνα. Αυτή, αν και αγαπούσε τον Ζηλιάντη, υποσχέθηκε στο βασιλιά να τον ανταλλάξει με έναν ιππότη που λεγόταν Ορλάνδος και η Μοργκάνα ήθελε να τον εκδικηθεί επειδή είχε καταστρέψει το μαγικό της κόρνο. Ο Βαλισάρδος είχε καυχηθεί τότε στον βασιλιά ότι θα αιχμαλώτιζε αυτόν τον Ορλάνδο. Τόσο ο πλοίαρχος, όσο και οι ναύτες δεν ήξεραν όμως ότι ο Ορλάνδος βρισκόταν εκεί. Ο Ορλάνδος, ελεύθερος τώρα, μαζί με τον Βρανδιμάρτη καταστρώνουν τώρα ένα σχέδιο για να ελευθερώσουν τους ιππότες που ήταν αιχμάλωτοι του Μανοδάντη. Παίρνουν μαζί τους την Οριγίλλη (η οποία, νιώθοντας ότι ο αγαπημένος της ΓρίφωναςΓρύφωνας θα ήταν κι αυτός φυλακισμένος του Μανοδάντη, επιθυμούσε διακαώς να τον ξαναδεί) και σαλπάρουν για το βασίλειο των Μακρινών Νήσων.
 
'''Δωδέκατο άσμα'''
Μόλις έφτασαν στις Μακρινές Νήσους, αμέσως η προδότρια Οριγίλλη ενημερώνει τον βασιλιά Μανοδάντη ότι ο Ορλάνδος βρισκόταν στο βασίλειό του με σκοπό να ελευθερώσει με κάποιο τρόπο τους αιχμαλώτους συντρόφους του. Ο βασιλιάς, χαρούμενος που ο Ορλάνδος είχε βρεθεί, δίνει στην Οριγίλλη ως αμοιβή τον ΓρίφωναΓρύφωνα, ο οποίος απαιτεί να ελευθερωθεί και ο αδελφός του ο Ακυιλάντης. Έτσι η Οριγίλλη, ο ΓρίφωναςΓρύφωνας και ο Ακυιλάντης αναχωρούν από τις Μακρινές Νήσους. Ο Μανοδάντης διατάζει τώρα να συλλάβουν τον Ορλάνδο, ώστε να μπορέσει να τον ανταλλάξει με τον γιο του, τον Ζηλιάντη, αιχμάλωτο της Μοργκάνας. Όταν έρχονται και τους συλλαμβάνουν, ο Ορλάνδος ως πιστός χριστιανός αρχίζει να επικαλείται τους αγίους. Ο Βρανδιμάρτης, που ήταν Σαρακηνός, αν και με επιπόλαια πίστη, τον ρωτά τι κάνει. Ο Ορλάνδος βρίσκει ευκαιρία να του εκθέσει την χριστιανική πίστη, εξηγώντας του τόσο την Παλαιά, όσο και την Καινή Διαθήκη. Εν τέλει ο Βρανδιμάρτης βαπτίζεται από τον Ορλάνδο και για αντάλλαγμα της σωτηρίας της ψυχής του, αποφασίζει να σώσει τον Ορλάνδο. Του λέει ότι θα εμφανιστεί αυτός ως Ορλάνδος, ώστε εκείνος να ελευθερωθεί.

Ο Ορλάνδος δεν αποδέχεται αυτή τη γενναιόδωρη προσφορά για να σώσει τη ζωή του στον κόσμο αυτό, πράγμα όχι μεγάλης αξίας. Μόλις ωστόσο έρχονται οι στρατιώτες του Μανοδάντη να πάρουν τον Ορλάνδο για να τον πάνε στον βασιλιά, ο Βρανδιμάρτης πετάγεται αυθορμήτως μπροστά λέγοντας ότι είναι ο Ορλάνδος και έτσι οι στρατιώτες οδηγούν αυτόν στον βασιλιά ως Ορλάνδο. Ο βασιλιάς λέει στον Βρανδιμάρτη (πιστεύοντας ότι είναι ο Ορλάνδος) ότι πρέπει να τον παραδώσει στη μάγισσα Μοργκάνα για να ξαναπάρει πίσω τον γιο του, τον Ζηλιάντη. Ο Βρανδιμάρτης του λέει να τον κρατήσει στη φυλακή ένα μήνα, δίνοντας ευκαιρία στον σύντροφό του να φέρει μέσα σε αυτό το διάστημα τον γιο του βασιλιά. Ο Μανοδάντης δέχεται πιστεύοντας ότι έχει στα χέρια του τον Ορλάνδο, ενώ ο αληθινός Ορλάνδος σαλπάρει για να βρεθεί ξανά στο υπόγειο βασίλειο της Μοργκάνας. Ο Αστόλφος στο μεταξύ έτυχε να ακούσει από το κελί του ότι είχε φυλακιστεί και ο Ορλάνδος και μήνυσε στον βασιλιά ότι ήθελε να δει ο ίδιος τον Ορλάνδο. Ο Βρανδιμάρτης μαθαίνοντας ότι ο Αστόλφος γύρευε να δει τον Ορλάνδο και φοβούμενος ότι θα αποκαλυφθεί ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν ο Ορλάνδος, προσπαθεί να προϊδεάσει τον βασιλιά, λέγοντάς του να μη δώσει σημασία στα λεγόμενα του Αστόλφου, διότι ήταν ένας τρελός ιππότης με βλάβη στον εγκέφαλο, που καμιά φορά εκρήγνυται από τον θυμό του σαν σεληνιασμένος.

Όταν οδηγείται ο Αστόλφος στον βασιλιά και τον Βρανδιμάρτη (τον υποτιθέμενο Ορλάνδο) νομίζει ότι του έχουν σκαρώσει κάποιο αστείο. Μη γνωρίζοντας τα καθέκαστα και μη καταλαβαίνοντας το κόλπο, εξοργίζεται, πόσο μάλλον ότι μαθαίνει ότι ο Βρανδιμάρτης τον απεκάλεσε τρελό. Τους λέει ότι δεν βλέπει τον Ορλάνδο πουθενά στην αίθουσα. Μόλις τον δένουν αρχίζει να ηρεμεί. Αναγνωρίζοντας τον Βρανδιμάρτη, ανακοινώνει στον βασιλιά ότι έπεσε θύμα απάτης, λέγοντάς του ότι αυτός δεν είναι ο Ορλάνδος. Του λέει ότι δέχεται να τον μαστιγώσουν, αν λέει ψέματα. Ο Βρανδιμάρτης αρχίζει να γίνεται νευρικός και τελικά ομολογεί την απάτη. Μόλις τον δένουν με αλυσίδες και τον οδηγούν αιχμάλωτο σε έναν πύργο, ο Αστόλφος λυπάται που μαρτύρησε τον φίλο του και δεν μπορεί να εμποδίσει την φυλάκισή του, αλλά είναι πλέον αργά. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος, που είχε φτάσει στη λίμνη της Μοργκάνας, συνάντησε μια δεσποσύνη που έκλαιγε πάνω από έναν νεκρό δράκοντα. Η γυναίκα πήρε τον δράκοντα στα χέρια της, μπήκε σε μια βάρκα και φτάνοντας στη μέση της λίμνης, βυθίστηκε μαζί του. Την ίδια στιγμή έφτασε καβάλα στο άλογο μια άλλη κοπέλα καβάλα σε άλογο με συνοδεία ενός υπηρέτη και παρακάλεσε τον Ορλάνδο να την βοηθήσει.
 
'''Δέκατο τρίτο άσμα'''
Η γυναίκα που βυθίστηκε με τον δράκοντα στη λίμνη ήταν η Μοργκάνα· ο δράκοντας ήταν ο Ζηλιάντης, ο γιος του βασιλιά Μανοδάντη, μεταμορφωμένος από τη μάγισσα, ώστε να τρομάζει τους ξένους. Η μεταμόρφωσή του δεν πέτυχε εντελώς, διότι όταν συντελέστηκε, ο μεταμόρωμένος Ζηλιάντης ούρλιαξε από τον πόνο και πέθανε. Γι' αυτό και η μάγισσα, που τον αγαπούσε, θρηνούσε τώρα και τον πήρε στα βάθη της λίμνης για να τον θάψει. Η άλλη γυναίκα, που ζήτησε βοήθεια από τον Ορλάνδο, ήταν η Φιορδελίζα, η οποία είχε φτάσει εκεί ψάχνοντας να βρει τον Βρανδιμάρτη. Η Φιορδελίζα συνοδευόταν από ένα γηραιό αξιωματικό που ήταν ο Βαρδίνος, αυτός που είχε απαγάγει τον έναν από τους δύο γιους του βασιλιά Μανοδάντη. Αυτός ο νέος, που τότε δόθηκε στον κόμητα του Κάστρου του Δάσους, τώρα είναι ένας γενναίος ιππότης: είναι ο Βρανδιμάρτης! Τώρα το Κάστρο του Δάσους απειλείται από έναν ιππότη που λεγόταν ''Ρουπάρδος'' (Rupardo). Γι' αυτό, λέει η Φιορδελίζα στον Ορλάνδο, είναι ανάγκη να ελευθερωθεί ο Βρανδιμάρτης, ώστε να υπερασπιστεί το βασίλειό του. Ο Ορλάνδος της εξήγησε τι ακριβώς είχε συμβεί και πού ακριβώς βρισκόταν φυλακισμένος τώρα ο Βρανδιμάρτης και τι έπρεπε να κάνει ο ίδιος ο Ορλάνδος για να ξανακερδίσει ο Βρανδιμάρτης την ελευθερία του.

Ο Ορλάνδος μαζί με την Φιορδελίζα καταβαίνουν τότε στα βάθη της λίμνης μέσω της μυστικής διόδου και φτάνουν στο μέρος όπου βρήκαν την Μοργκάνα, η οποία είχε καταφέρει να αναστήσει τον Ζηλιάντη, ξαναφέρνοντάς τον στην προηγούμενή του κατάσταση. Τώρα τον χάιδευε και τον φιλούσε και στην αγκαλιά του φαινόταν σαν να ήταν στον παράδεισο. Ο Ορλάνδος δεν έχασε καιρό όπως πριν, αλλά αμέσως της έπιασε το ξανθό μαλλί αιφνιδιάζοντάς την. Παρά τις προσφορές της σε χρυσό και πλούτη, παρά τις κραυγές και τα παράπονά της, παρά τις απειλές και τα παρακάλια της, ο Ορλάνδος παίρνει με το άλλο χέρι τον Ζηλιάντη και κατευθύνεται προς την έξοδο, βάζοντάς την παράλληλα να ορκιστεί στο όνομα του φοβερού Δημογόργωνα, του Κυρίου της μαγείας, ότι δεν θα τον βλάψει ποτέ. Η Μοργκάνα, τρομοκρατημένη, ορκίστηκε και τότε ο Ορλάνδος, ξέροντας ότι τώρα δεσμευόταν από τον φοβερό όρκο, την άφησε ελεύθερη. Ο τέσσερίς τους τώρα (ο Ορλάνδος, η Φιορδελίζα, ο Ζηλιάντης και ο αξιωματικός) σαλπάρουν για τις μακρινές Νήσους. Εκεί ο ευτυχής βασιλιάς υποδέχτηκε τον γιο του, τον Ζηλιάντη και έβγαλε από τον φυλακή τον Βρανδιμάρτη, ρωτώντας τον ποιοί ήταν οι γονείς του. Ο Βρανδιμάρτης θυμόταν μόνο το όνομα της μητέρας του: Αλμπίνα (Albina). Ο Μανοδάντης, δακρυσμένος, αναγνώρισε και αγκάλιασε τον γιο του. Πράγματι, ο Βρανδιμάρτης έμοιαζε πολύ στον Ζηλιάντη.

Ο βασιλιάς συγχωρεί τον Βαρδίνο και εν συνεχεία, στο παλάτι, ο Βρανδιμάρτης έπεισε τους πάντες να γίνουν χριστιανοί. Ο Αστόλφος, ο Ρανάλδος και οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι ελευθερώθηκαν. Μεταξύ τους ήταν και η Λεοδίλλα, η οποία αναγνωρίζεται ως η αδερφή του Βρανδιμάρτη και επομένως ως κόρη του βασιλιά. Μετά τους εορτασμούς ο Ορλάνδος, λόγω της αγάπης του για την Αγγελική, μένει στην Ανατολή, μαζί με τον Βρανδιμάρτη, τον πιστό του φίλο, ενώ ο Δουδών, ο Αστόλφος, ο Πρασίλδος, ο Ιρόλδος και ο Ρανάλδος αναχωρούν για τη Φραγκία, που είχε δεχτεί την επίθεση των Σαρακηνών. Ωστόσο, οι τρεις ιππότες φτάνουν σε κάποια ακτή όπου υπήρχε το παλάτι, ο κήπος και τα παράξενα πλάσματα μιας μάγισσας που λεγόταν ''Αλκίνα'' (Alcina, Αλτσίνα), που ήταν η αδερφή της Μοργκάνας και ψάρευε με μαγικό τρόπο στην παραλία τα ψάρια. Αυτή μόλις βλέπει τον Αστόλφο, τον ερωτεύεται και καταφέρνει να τον πάρει μαζί της, κάνοντάς τον να ανεβεί σε μια φάλαινα, την οποία ελέγχει με τα μάγια της. Ο Ρανάλδος, καβάλα στον Βαγιάρδο, που κολυμπούσε σαν ψάρι, σπεύδει να προλάβει την φάλαινα που απομακρυνόταν αργά-αργά από την ακτή έχοντας στη ράχη της τον Αστόλφο.
 
'''Δέκατο τέταρτο άσμα'''
Γραμμή 145 ⟶ 223 :
 
'''Δέκατο πέμπτο άσμα'''
Ο πόλεμος σταματά ενώ μάχονται οι δύο αντρειωμένοι πολεμιστές, ο Ρανάλδος με τον Ροδομόντη, σαν άγρια θηρία, σαν διάβολοι βγαλμένοι από την ίδια την κόλαση. Η τρομερή μονομαχία διαρκεί όλη την ημέρα, τα χτυπήματα που δίνουν ο ένας στον άλλον θα διέλυαν τον καθένα, αλλά η έκβαση είναι αβέβαιη. Την ώρα αυτή εμφανίζεται ο βασιλιάς Καρλομάγνος με τη στρατιά του και ο Ροδομόντης, ατρόμητος όπως πάντα, αφήνει προς στιγμήν μόνο του τον έκπληκτο Ρανάλδο για να αντιμετωπίσει τους νεοερχόμενους, τους οποίους αρχίζει να κατασφάζει. Δεν έχει ξεχάσει όμως τον αντίπαλό του. Η νύχτα έρχεται και ο Ροδομόντης συνεχίζει να κατασφάζει ανελέητα τους χριστιανούς, οι υπόλοιποι όμως Σαρακηνοί αντιθέτως καταδιώκονται σκληρά από τη στρατιά του νεαρού Δουδώνα και αναγκάζονται να καταφύγουν στα πλοία. Ο Ροδομόντης σπεύδει να βοηθήσει τους δικούς του και σφάζει πολλούς χριστιανούς και άλλους αιχμαλωτίζει, μεταξύ των οποίων και τον Δουδώνα. Ο Ρανάλδος στο μεταξύ γυρεύει να ελευθερώσει τους αιχμαλώτους. Με τον ερχομό της νύχτας, ο Ροδομόντης και ο Ρανάλδος εξακολουθούν να ψάχνουν ο ένας τον άλλον. Ο Ροδομόντης βασανίζει κάποιους αιχμαλώτους για να του πουν πού είναι ο Ρανάλδος και αυτοί εφευρίσκουν μια ψεύτικη ιστορία, ότι δήθεν ο Ρανάλδος έχει φύγει για το δάσος των Αρδεννών, εκεί που υπήρχε η πηγή του μάγου Μέρλιν. Ο Ροδομόντης αποφασίζει αμέσως να πάει να τον βρει. Εν συνεχεία και ο Ρανάλδος μαθαίνει από έναν Σαρακηνό ότι ο αντίπαλός του έφυγε για το δάσος των Αρδεννών και φεύγει κατευθείαν για το δάσος. Αντιθέτως, ο Ροδομόντης, μη γνωρίζοντας τον δρόμο, φτάνει σε μια πεδιάδα κοντά στην ακτή και ρωτά κάποιον ιππότη να του πει προς τα πού πρέπει να πάει. Ο ιππότης αυτός τυχαίνει να είναι ο Φεραγούτος, που είχε φύγει από τη Γρανάδα ερχόμενος μυστικά στη Φραγκία για να μάθει αν είχε επιστρέψει η αγαπημένη του Αγγελική. Ακόμα ήταν ερωτευμένος πολύ μαζί της και ήταν σε απελπισία, καθώς δεν είχε νέα της παρόλο που είχε ρωτήσει όλους όσους είχε συναντήσει. Ενώ οι δυο τους συνομιλούν, ο Ροδομόντης ανακαλύπτει ότι κάποτε ο Φεραγούτος αγαπούσε την ''Δωραλίκη'' (Doralice), την κόρη του ''Στορδιλάνου'' (Stordilano), του βασιλιά του Μαρόκου. Τυχαίνει τώρα να είναι ερωτευμένος με την Δωραλίκη ο Ροδομόντης, ο οποίος βλέπει στο πρόσωπο του Φεραγούτου έναν ερωτικό αντίζηλο. Μια νέα φοβερή μονομαχία ξεσπά μεταξύ του Ροδομόντη και του Φεραγούτου.
 
Εν συνεχεία και ο Ρανάλδος μαθαίνει από έναν Σαρακηνό ότι ο αντίπαλός του έφυγε για το δάσος των Αρδεννών και φεύγει κατευθείαν για το δάσος. Αντιθέτως, ο Ροδομόντης, μη γνωρίζοντας τον δρόμο, φτάνει σε μια πεδιάδα κοντά στην ακτή και ρωτά κάποιον ιππότη να του πει προς τα πού πρέπει να πάει. Ο ιππότης αυτός τυχαίνει να είναι ο Φεραγούτος, που είχε φύγει από τη Γρανάδα ερχόμενος μυστικά στη Φραγκία για να μάθει αν είχε επιστρέψει η αγαπημένη του Αγγελική. Ακόμα ήταν ερωτευμένος πολύ μαζί της και ήταν σε απελπισία, καθώς δεν είχε νέα της παρόλο που είχε ρωτήσει όλους όσους είχε συναντήσει. Ενώ οι δυο τους συνομιλούν, ο Ροδομόντης ανακαλύπτει ότι κάποτε ο Φεραγούτος αγαπούσε την ''Δωραλίκη'' (Doralice), την κόρη του ''Στορδιλάνου'' (Stordilano), του βασιλιά του Μαρόκου. Τυχαίνει τώρα να είναι ερωτευμένος με την Δωραλίκη ο Ροδομόντης, ο οποίος βλέπει στο πρόσωπο του Φεραγούτου έναν ερωτικό αντίζηλο. Μια νέα φοβερή μονομαχία ξεσπά μεταξύ του Ροδομόντη και του Φεραγούτου.
Ο Ρανάλδος στο μεταξύ είχε φτάσει στο δάσος των Αρδεννών. Μόλις είχε φτάσει κοντά στην πηγή του Μέρλιν (αυτή που το νερό της έκανε τους ερωτευμένους να μισούν όποιον αγαπούσαν παθολογικά), συναντά έναν γυμνό νεαρό που το κατηγόρησε για προδοσία. Δίπλα στον νεαρό ήταν τρεις νεαρές ωραίες κοπέλες. Ο νεαρός ήταν ο Έρωτας και οι κοπέλες οι τρεις [[Χάριτες]]. Αυτές επιτίθενται στον Ρανάλδο χτυπώντας τον με άνθη που έβγαζαν από τα καλάθια τους. Ο Έρωτας, μόλις οι Χάριτες είχαν ξοδέψει τα λουλούδια τους, σημαδεύει με έναν κρίνο τον Ρανάλδο κατακέφαλα, τον σωριάζει στο έδαφος και αρχίζει να τον σέρνει ολόγυρα στο λιβάδι. Παράλληλα, οι Χάριτες τον μαστιγώνουν με γιρλάντες για ώρες, ενώ ο ιππότης ικέτευε να τον λυπηθούν, γιατί παρ' όλο που ήταν αρματωμένος, η αρματωσιά του έκαιγε ολόκληρη από τα χτυπήματα και αισθανόταν τρομερές πληγές στο κορμί του. Εν τέλει οι τέσσερις βγάζουν φτερά και πετούν στα ύψη, αφήνοντας τον Ρανάλδο να βασανίζεται από φριχτούς πόνους. Η μία από τις Χάριτες, η [[Πασιθέα]], επιστρέφει τότε, σταλμένη από τον Έρωτα. Αφού του αποκαλύπτει ποιοι ήταν στην πραγματικότητα οι τέσσερίς τους, του λέει ότι για να σωθεί από τον οδυνηρό θάνατο που τον περίμενε, θα έπρεπε να αισθανθεί ακριβώς αυτόν τον πόνο που ένιωθε αυτή που είχε εκείνος απορρίψει την αγάπη της: αυτός ήταν ο νόμος του έρωτα. Έπειτα του δείχνει την πηγή εκείνη που θα τον γιάτρευε από τους φοβερούς πόνους, που το νερό της θα τον έκανε να ερωτευθεί αυτή που που μέχρι τότε μισούσε, ενώ εκείνη δεν θα τον αγαπούσε πια. Λέγοντας αυτά, η Πασιθέα πέταξε μακριά σαν πουλί. Ο Ρανάλδος, πονώντας φοβερά, πίνει από εκείνη την πηγή (για την οποία το αντίδοτο βρισκόταν στη άλλη πηγή, που είχε φτιάξει ο Μέρλιν). Μόλις πίνει ο Ρανάλδος, κάθε πόνος περνά. Πίνει αχόρταγα και είναι πάλι ερωτευμένος τρελά με την Αγγελική, νιώθοντας φοβερές τύψεις για την προηγούμενη συμπεριφορά του. Αμέσως θέλει να ξαναπάει στην Ανατολή για να την βρει. Ξεκινά καβάλα στον Βαγιάρδο, το άλογό του. Δεν είχε προχωρήσει πολύ, όταν βλέπει από μακριά, χωρίς να διακρίνει ποιοι είναι, μια πανέμορφη κοπέλα πάνω σε ένα λευκό άλογο και έναν έφιππό ιππότη δίπλα της (αυτοί θα αποδειχθεί ότι ήταν η Αγγελική και ο Ορλάνδος, που είχαν επιστρέψει από την Ανατολή). Την ίδια ώρα όμως στη Δύση είχε φτάσει και ο κλέφτης Μπρουνέλλος (που έκλεβε πάντα κατιτί από όσους συναντούσε στο δρόμο), καβάλα στον ταχύ Φρονταλάτη, το άλογο του Σακριπάντη, ενώ η ακούραστη Μαρφίζα τον ακολουθούσε πάντα καβάλα στο δικό της άλογο για να τον πιάσει.
 
Ο Ρανάλδος στο μεταξύ είχε φτάσει στο δάσος των Αρδεννών. Μόλις είχε φτάσει κοντά στην πηγή του Μέρλιν (αυτή που το νερό της έκανε τους ερωτευμένους να μισούν όποιον αγαπούσαν παθολογικά), συναντά έναν γυμνό νεαρό που το κατηγόρησε για προδοσία. Δίπλα στον νεαρό ήταν τρεις νεαρές ωραίες κοπέλες. Ο νεαρός ήταν ο Έρωτας και οι κοπέλες οι τρεις [[Χάριτες]]. Αυτές επιτίθενται στον Ρανάλδο χτυπώντας τον με άνθη που έβγαζαν από τα καλάθια τους. Ο Έρωτας, μόλις οι Χάριτες είχαν ξοδέψει τα λουλούδια τους, σημαδεύει με έναν κρίνο τον Ρανάλδο κατακέφαλα, τον σωριάζει στο έδαφος και αρχίζει να τον σέρνει ολόγυρα στο λιβάδι. Παράλληλα, οι Χάριτες τον μαστιγώνουν με γιρλάντες για ώρες, ενώ ο ιππότης ικέτευε να τον λυπηθούν, γιατί παρ' όλο που ήταν αρματωμένος, η αρματωσιά του έκαιγε ολόκληρη από τα χτυπήματα και αισθανόταν τρομερές πληγές στο κορμί του. Εν τέλει οι τέσσερις βγάζουν φτερά και πετούν στα ύψη, αφήνοντας τον Ρανάλδο να βασανίζεται από φριχτούς πόνους. Η μία από τις Χάριτες, η [[Πασιθέα]], επιστρέφει τότε, σταλμένη από τον Έρωτα. Αφού του αποκαλύπτει ποιοι ήταν στην πραγματικότητα οι τέσσερίς τους, του λέει ότι για να σωθεί από τον οδυνηρό θάνατο που τον περίμενε, θα έπρεπε να αισθανθεί ακριβώς αυτόν τον πόνο που ένιωθε αυτή που είχε εκείνος απορρίψει την αγάπη της: αυτός ήταν ο νόμος του έρωτα. Έπειτα του δείχνει την πηγή εκείνη που θα τον γιάτρευε από τους φοβερούς πόνους, που το νερό της θα τον έκανε να ερωτευθεί αυτή που που μέχρι τότε μισούσε, ενώ εκείνη δεν θα τον αγαπούσε πια. Λέγοντας αυτά, η Πασιθέα πέταξε μακριά σαν πουλί. Ο Ρανάλδος, πονώντας φοβερά, πίνει από εκείνη την πηγή (για την οποία το αντίδοτο βρισκόταν στη άλλη πηγή, που είχε φτιάξει ο Μέρλιν). Μόλις πίνει ο Ρανάλδος, κάθε πόνος περνά. Πίνει αχόρταγα και είναι πάλι ερωτευμένος τρελά με την Αγγελική, νιώθοντας φοβερές τύψεις για την προηγούμενη συμπεριφορά του. Αμέσως θέλει να ξαναπάει στην Ανατολή για να την βρει. Ξεκινά καβάλα στον Βαγιάρδο, το άλογό του. Δεν είχε προχωρήσει πολύ, όταν βλέπει από μακριά, χωρίς να διακρίνει ποιοι είναι, μια πανέμορφη κοπέλα πάνω σε ένα λευκό άλογο και έναν έφιππό ιππότη δίπλα της (αυτοί θα αποδειχθεί ότι ήταν η Αγγελική και ο Ορλάνδος, που είχαν επιστρέψει από την Ανατολή). Την ίδια ώρα όμως στη Δύση είχε φτάσει και ο κλέφτης Μπρουνέλλος (που έκλεβε πάντα κατιτί από όσους συναντούσε στο δρόμο), καβάλα στον ταχύ Φρονταλάτη, το άλογο του Σακριπάντη, ενώ η ακούραστη Μαρφίζα τον ακολουθούσε πάντα καβάλα στο δικό της άλογο για να τον πιάσει.
 
Έπειτα η Πασιθέα δείχνει στον Ρανάλδο την πηγή εκείνη που θα τον γιάτρευε από τους φοβερούς πόνους, που το νερό της θα τον έκανε να ερωτευθεί αυτή που που μέχρι τότε μισούσε, ενώ εκείνη δεν θα τον αγαπούσε πια. Λέγοντας αυτά, η Πασιθέα πέταξε μακριά σαν πουλί. Ο Ρανάλδος, πονώντας φοβερά, πίνει από εκείνη την πηγή (για την οποία το αντίδοτο βρισκόταν στη άλλη πηγή, που είχε φτιάξει ο Μέρλιν). Μόλις πίνει ο Ρανάλδος, κάθε πόνος περνά. Πίνει αχόρταγα και είναι πάλι ερωτευμένος τρελά με την Αγγελική, νιώθοντας φοβερές τύψεις για την προηγούμενη συμπεριφορά του. Αμέσως θέλει να ξαναπάει στην Ανατολή για να την βρει. Ξεκινά καβάλα στον Βαγιάρδο, το άλογό του. Δεν είχε προχωρήσει πολύ, όταν βλέπει από μακριά, χωρίς να διακρίνει ποιοι είναι, μια πανέμορφη κοπέλα πάνω σε ένα λευκό άλογο και έναν έφιππό ιππότη δίπλα της (αυτοί θα αποδειχθεί ότι ήταν η Αγγελική και ο Ορλάνδος, που είχαν επιστρέψει από την Ανατολή). Την ίδια ώρα όμως στη Δύση είχε φτάσει και ο κλέφτης Μπρουνέλλος (που έκλεβε πάντα κατιτί από όσους συναντούσε στο δρόμο), καβάλα στον ταχύ Φρονταλάτη, το άλογο του Σακριπάντη, ενώ η ακούραστη Μαρφίζα τον ακολουθούσε πάντα καβάλα στο δικό της άλογο για να τον πιάσει.
 
===Άσματα 16-20===
'''Δέκατο έκτο άσμα'''
Δεκαπέντε ημέρες ήδη είχαν περάσει από τότε που η Μαρφίζα άρχισε να καταδιώκει τον Μπρουνέλλο και ήταν πλέον πολύ αδύνατη, καθώς δεν τρεφόταν καλά. Ήδη από την έκτη μέρα το άλογό της είχε ψοφήσει και αυτή ήταν πεζή και δίχως πανοπλία. Παρόλα αυτά εξακολουθούσε να κυνηγάει τον Μπρουνέλλο και θα τον είχε προφτάσει, αν δεν της αποσπούσαν την προσοχή μία πανέμορφη κοπέλα πάνω σε ένα λευκό άλογο που συνοδευόταν από έναν ιππότη. Ο Μπρουνέλλος βρήκε τότε ευκαιρία να της ξεφύγει. Έφτασε σε λίγες μέρες στη θάλασσα, βρήκε ένα πλοίο, πέρασε τη θάλασσα γρήγορα και έφτασε στην Αφρική. Αποβιβάστηκε στη Μπιζέρτα, όπου βρήκε τον Αγραμάντη, εκνευρισμένο που ο στόλος θα αναχωρούσε δίχως να έχουν βρει τον Ρουτζέρο. Παρουσιάζεται σε αυτόν και όλη την Αυλή, αναγγέλλοντας ότι φέρνει το μαγικό δαχτυλίδι που θα τους βοηθήσει να αποκαλύψουν το καταφύγιο του μάγου Αταλάντη όπου βρισκόταν ο Ρουτζέρος. Τους διηγείται λεπτομερώς πώς κατάφερε να πάρει το δαχτυλίδι και για απόδειξη δείχνει στον Αγραμάντη το κόρνο του Αλμόντη, που ο Ορλάνδος είχε πάρει κατά τη μάχη του Ασπτρομόντε. Όλοι θαύμασαν και τότε ο Μπρουνέλλος βγάζει και δείχνει το δαχτυλίδι στον Αγραμάντη, που αμέσως τον αντάμειψε αναγορεύοντάς τον βασιλιά της Τιγγιτάνης, δηλαδή της [[Ταγγέρη|Ταγγέρης]] στο [[Μαρόκο]].

Όλοι σπεύδουν τότε να βρουν τον Ρουτζέρο στο πανύψηλο όρος Καρένα, το οποίο ως κόλουρος κώνος είχε στην κορυφή του μια μεγάλη πεδιάδα γεμάτη δάση που την διέσχιζε ένας ποταμός. Στο κέντρο της πεδιάδας υπήρχε ένα μικρότερο όρος, πολύ απόκρημνο, που η κορφή του άγγιζε, λες, τον ουρανό. Αυτό ήταν περιτριγυρισμένο από ένα μαγικό κρυστάλλινο τείχος, ούτως ώστε να μη φαίνεται τίποτα πίσω του. Αυτή τη μαγεία αποκάλυψε το δαχτυλίδι, διαλύοντας το μαγικό ξόρκι που περιέβαλε το όρος. Πάνω στην κορυφή υπήρχε ένας κήπος με καταπράσινους κέδρους και φοίνικες όπου ο μάγος Αταλάντης έκρυβε τον Ρουτζέρο. Ωστόσο το κρυστάλλινο αυτό τείχος ήταν τόσο γλιστερό και απότομο που θα έπρεπε κανείς να διαθέτει φτερά για να το υπερβεί. Ο Μπρουνέλλος είχε τότε μια ιδέα. Ξέροντας ότι ο Ρουτζέρο θα παρακολουθούσε κρυμμένος βάζει τον Αγραμάντη και τους στρατιώτες του να παραστήσουν ότι μάχονται γενναία μεταξύ τους. Η φασαρία της υποτιθέμενης μάχης κάνει τον Ρουτζέρο να κοιτάξει και αμέσως θέλει να συμμετάσχει κι αυτός στη μάχη. Παρά τις προειδοποιήσεις του Αταλάντη, ότι θα πέθαινε πολεμώντας και προδιδόμενος, ο Ρουτζέρο πείθει τον μάγο να τον αφήσει να πάει έξω. Αρματώνεται, παίρνει το ξίφος και βγαίνει, δελεασμένος και από το άλογο του Σακριπάντη που ίππευε ο Μπρουνέλλος, τον Φρονταλάτη, τον οποίο ιππεύει αμέσως ο ίδιος με ένα σάλτο. Ο πονηρός Μπρουνέλλο του λέει ότι του χαρίζει το άλογο υπό τον όρο να ακολουθήσει τον Αγραμάντη στην εκστρατεία στη χώρα των Φράγκων και ο Ρουτζέρο δέχεται, μετονομάζοντάς τον Φρονταλάτη σε ''Φροντίνο'' (Frontino).
 
'''Δέκατο έβδομο άσμα'''
Γραμμή 160 ⟶ 244 :
 
'''Δέκατο ένατο άσμα'''
Εκεί που μιλούσαν ο Βρανδιμάρτης με την Φιορδελίζα βλέπουν να έρχεται ένας καβαλάρης που πέρασε σαν σίφουνας από μπροστά τους. Αυτός ήταν ο Μπρουνέλλος, που τον ακολουθούσε τρέχοντας πεζή η Μαρφίζα. Η προσοχή της Μαρφίζας αποσπάται από τη συνάντηση με την Φιορδελίζα και τον Βρανδιμάρτη και ο Μπρουνέλλος της ξεφεύγει (καταφέρνοντας στη συνέχεια να φτάσει στον Αγραμάντη με το μαγικό δαχτυλίδι της Αγγελικής). Μη μπορώντας πλέον να τον πιάσει, η Μαρφίζα εγκαταλείπει την προσπάθεια και ξεσπά στον Βρανδιμάρτη προκαλώντας τον σε μονομαχία. Ο Βρανδιμάρτης αρνείται να μονομαχήσει με μια γυναίκα. Τότε η Μαρφίζα αρπάζει την Φιορδελίζα, απειλώντας να την πετάξει από έναν γκρεμό. Ο Βρανδιμάρτης δέχεται να χαρίσει την πανοπλία και το άλογό του στη Μαρφίζα, ανταλάσσοντάς τα με τη Φιορδελίζα. Αυτό και γίνεται και η Μαρφίζα εξακολουθεί την οδό της αρματωμένη και έφιππη ξανά. Ο Βρανδιμάρτης και η Φιορδελίζα παίρνοντας έναν άλλο δρόμο συναντούν μια σπείρα ληστών που τους αιχμαλωτίζουν, αφού ο Βρανδιμάρτης ήταν πλέον άοπλος. Η τύχη όμως το φέρνει να περάσουν από το ίδιο δάσος όπου ο Ορλάνδος είχε σκοτώσει τον βασιλιά Αγρικάνη πλάι σε μια πηγή και είχε αποθέσει εκεί το πτώμα του. Η ανάγκη κάνει τον Βρανδιμάρτη να βγάλει την πανοπλία από τον βασιλιά και να τη φορέσει (αφήνει ωστόσο το βασιλικό στέμμα).

Ο Βρανδιμάρτης, πάνοπλος τώρα, αρχίζει να κατασφάζει τους ληστές. Μόνο ένας τους καταφέρνει να μείνει ζωντανός και τρέχει να ειδοποιήσει τον αρχηγό τους, τον άσπλαχνο ''Μπαριγκάτσιο'' (Baricaccio). Αυτός καταφτάνει, οπότε και αρχίζει μια άγρια μονομαχία μεταξύ του αρχιληστή και του Βρανδιμάρτη. Ενώ μονομαχούν, ο Βρανδιμάρτης προσπαθεί να πείσει με επιχειρήματα τον Μπαριγκάτσιο να εγκαταλείψει αυτή την φαύλη ενασχόληση με τις ληστείες. Ο Μπαριγκάτσιο λέει στον Βρανδιμάρτη ότι κλέβει μόνο για το προς το ζην, ενώ οι ιππότες και οι ευγενείς κλέβουν ασυστόλως για να πλουτίσουν, ενώ ούτε καν έχουν ανάγκη όλων αυτών. Εντέλει ο Βρανδιμάρτης σκοτώνει τον αρχηγό των ληστών και του παίρνει το άλογο. Μετά φεύγει μαζί με την Φιορδελίζα. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος έχοντας σώσει την Αγγελική από τα χέρι των κανιβάλων Λαιστρυγόνων, είχε φτάσει μαζί της στην [[Βηρυτός|Βηρυτό]] και παίρνουν στο λιμάνι της ένα ωραίο πλοίο για να μεταβούν στην [[Κύπρος|Κύπρο]]. Το πλοίο μεταφέρει τον βασιλιά της Δαμασκού ''Νορανδίνο'' (Norandino), ο οποίος θέλει να λάβει μέρος σε ιπποτικούς αγώνες (τουρνουά) που διοργάνωνε στο νησί ο βασιλιάς του νησιού ''Θηβιανός'' (Tibiano). Ο νικητής θα έπαιρνει την κόρη του, την ωραία ''Λουσίλλα'' (Lucilla), για γυναίκα του. Ο Νορανδίνος συστήνεται στον Ορλάνδο ως ''Ροτολάντης'' (Rotolante), απόκρύπτοντας την πραγματική του ταυτότητα. Ο Ορλάνδος αποφασίζει να τον βοηθήσει να κερδίσει την Λουσίλλα.
 
'''Εικοστό άσμα'''
Στην Κύπρο είχαν μαζευτεί για τους αγώνες πρίγκιπες και γενναίοι ιππότες, Έλληνες και Σαρακηνοί. Ανάμεσά τους, οι σπουδαιότεροι ήταν ο ''Κωνστάντιος'' (Costanzo), ο γιος του αυτοκράτορα των Ελλήνων, καθώς και δύο Τούρκοι της Ανατολίας, ο ''Βασάλδος'' (Basaldo) και ο ''Μορμπέκος'' (Morbecco). Στο πλευρό του Κωνστάντιου του Έλληνα είναι ο Ακυιλάντης και ο ΓρίφωναςΓρύφωνας (που είχαν χωριστεί, μαζί με την Οριγίλλη, από τον Ορλάνδο στο δωδέκατο άσμα του δεύτερου βιβλίου). Ο Ορλάνδος, που μάχεται στο πλευρό του Ροτολάντη - Νορανδίνου, αποδεικνύει την αξία και τη γενναιότητα ουκ ολίγες φορές κατά τη διάρκεια των αγώνων και έρχεται τελικά αντιμέτωπος με τον Ακυιλάντη και τον ΓρίφωναΓρύφωνα, που είχαν σπεύσει να βοηθήσουν τον Κωνστάντιο από την επίθεση του Νορανδίνου. Οι δύο ιππότες αρχίζουν να υποψιάζονται ότι ο αντρειωμένος αντίπαλος ιππότης είναι ο Ορλάνδος και ο ΓρίφωναςΓρύφωνας το αναφέρει στον Κωνστάντιο. Ενώ ο ΓρίφωναςΓρύφωνας και ο Ακυιλάντης αποφασίζουν να μην πάρουν άλλο μέρος στους αγώνες, ο Κωστάντιος αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ένα τέχνασμα. Σε ένα διάλειμμα των αγώνων παίρνει κατά μέρος τον Ορλάνδο και του λέει, δήθεν εμπιστευτικά, ότι τάχα ο Θηβιανός οργάνωσε αυτό το τουρνουά σε συνεννόηση με τον Γάνο για να αιχμαλωτίσει ο Γάνος τον φημισμένο αντίπαλό του στην Αυλή του Καρλομάγνου, τον ιππότη Ορλάνδο. Ο Ορλάνδος τον πιστεύει και αποφασίζει, μετά από συμβουλή της Αγγελικής, να φύγει μυστικά από το νησί.

Με τη βοήθεια του ίδιου του Κωνστάντιου, που τους προμηθεύει ένα καλό πλοίο, φτάνουν μετά από ένα καλό ταξίδι στην Προβηγκία. Μετά από λίγες ημέρες η τύχη το φέρνει να βρεθούνε ο Ορλάνδος και η Αγγελική στο δάσος των Αρδεννών την ώρα που ήταν εκεί και ο Ρανάλδος, ο οποίος είχε πιεί από το νερό της φυσικής πηγής και ήταν τώρα ξανά τρελά ερωτευμένος με την Αγγελική (όπως είδαμε στο δέκατο πέμπτο άσμα του δεύτερου βιβλίου). Φτάνοντας εκεί η Αγγελική διψασμένη πίνει από την πηγή που είχε φτιάξει ο Μέρλιν και που είχε τα αντίθετα αποτελέσματα από την διπλανή φυσική πηγή από την οποία είχε πιει ο Ρανάλδος. Τώρα η Αγγελική μισεί όσο ποτέ προτού τον Ρανάλδο, την ώρα που εκείνος την αγαπάει παράφορα. Ο Ρανάλδος ζητά συγγνώμη για την προηγούμενη συμπεριφορά του και εξομολογείται τον νέο έρωτά του στην Αγγελική, παρόντος του Ορλάνδου και χωρίς να ξέρει ότι ήταν αυτός. Ο Ορλάνδος εξοργίζεται νομίζοντας ότι ο Ρανάλδος τον κοροϊδεύει και αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Οι δύο αρχίζουν να λογομαχούν, όταν ο Ρανάλδος λέει στην Αγγελική ότι ο Ορλάνδος δεν έχει κανένα δικαίωμα να την διεκδικεί. Ο Ορλάνδος, που βαριέται τα πολλά λόγια, τραβά εν τέλει το σπαθί του, την Ντουριντάνα. Ο Ρανάλδος τότε τραβά το δικό του, την Φουσμπέρτα. Μια φοβερή μονομαχία πρόκειται να ξεσπάσει μετάξύ των δυο τους χάριν της Αγγελικής.
 
===Άσματα 21-25===
'''Εικοστό πρώτο άσμα'''
Ενώ ο Ορλάνδος και ο Ραλάνδος μάχονται για χατίρι της, η Αγγελική το σκάει τρομαγμένη καβάλα στο λευκό της άλογο. Συναντά στο δρόμο ένα χριστιανό ιππότη, τον Ολιβιέρο, που την φέρνει στο χριστιανικό στράτευμα που στρατοπεδεύει εκεί κοντά ενόψει της επικείμενης εισβολής των αφρικανικών στρατευμάτων του Αγραμάντη. Ο Ολιβιέρος της λέει ότι είχαν δεχτεί την επίθεση ενός φοβερού Σαρακηνού που τώρα δεν ήξεραν πού ακριβώς βρισκόταν και επιπλέον ο Ορλάνδος ήταν απών. Η Αγγελική κάνει γνωστό στον Ολιβιέρο ότι ο Ορλάνδος και ο Ρανάλδος ήταν εκεί κοντά στο δάσος των Αρδεννών και μάχονταν μεταξύ τους. Ο Καρλομάγνος πληροφορούμενος από τον Ολιβιέρο ότι οι δύο καλύτεροι ιππότες του είναι εκεί, αλλά βρίσκονται σε διένεξη, έρχεται αυτοπροσώπως στον τόπο όπου μονομαχούν για να τους δει και να τους συνετίσει. Μαθαίνοντας κατάπληκτος ότι μάχονται επειδή και οι δύο είναι ερωτευμένοι με την Αγγελική, παραδίδει την ίδια στη φύλαξη του γέροντα δούκα Νάμου, υποσχόμενος στους δύο ιππότες ότι θα επιληφθεί αυτός ο ίδιος του θέματος κρίνοντας με δίκαιο τρόπο την υπόθεση. Τους λέει ότι θα αμειφθεί με την ωραία κοπέλα αυτός που θα διακριθεί περισσότερο στη μάχη. Έπειτα η βασιλική φρουρά επιστρέφει στο Παρίσι.

Στο μεταξύ στην Αφρική ο Αγραμάντης διατάσσει να τερματιστεί η ψεύτικη μάχη που διεξάγεται για να βγει από το μαγικό κάστρο ο Ρουτζέρο. Οι ιππότες στρέφονται κατά του Μπρουνέλλου, όταν τους ανακοινώνει ότι ο Ρουτζέρος είχε βρεθεί και ήταν εκεί ανάμεσά τους. Θεωρούν ότι τους κοροϊδεύει και ότι αίτιος των παθημάτων τους κατά τη μάχη ήταν ο ίδιος ο Μπρουνέλλος. Τον κατηγορούν επιπλέον για τον θάνατο του Βαρδουλάστου. Μάταια επιμένει για την αθωότητά του ο Μπρουνέλλος (λέγοντας την αλήθεια για πρώτη και μοναδική φορά). Η αλήθεια ωστόσο αποκαλύπτεται όταν βγαίνει ξανά ο Ρουτζέρο από το μαγικό κάστρο, γιατρεμένος τώρα χάρη στις φροντίδες του μάγου Αταλάντη. Όλοι αγαλλιούν για την εύρεση του νεαρού γενναίου πολεμιστή που, όπως πιστεύουν, θα τους δώσει τη νίκη. Ο Αγραμάντης ευχαριστεί τον ουρανό και χρίζει ιππότη τον Ρουτζέρο. Ο Αταλάντης, ο οποίος παρευρίσκεται, κλαίει λυπημένος, καθώς γνωρίζει ότι ο Ρουτζέρο είναι μοιραίο να γίνει χριστιανός και να σκοτωθεί από τις δολοπλοκίες του οίκου των Μαγκάντσα, ενώ οι απόγονοί του θα μείνουν στη χριστιανοσύνη και θα είναι οι ένδοξοι πρόγονοι του φημισμένου [[Οίκος των Έστε|Οίκου των Έστε]].
 
'''Εικοστό δεύτερο άσμα'''
Γραμμή 179 ⟶ 269 :
 
'''Εικοστό πέμπτο άσμα'''
Γύρω από τους δύο ιππότες όλοι παραμερίζουν, γιατί η δύναμή τους είναι τρομερή και όλοι οι πολεμιστές φοβούνται να τους πλησιάσουν. Όχι όμως ακριβώς όλοι, διότι εκείνη της στιγμή έρχεται η πολεμίστρια Βραδαμάντη, οδηγώντας στη μάχη μια μυριάδα από στρατιωτικές ενισχύσεις για να βοηθήσει τον Καρλομάγνο. Η τρομερή πολεμίστρια είναι ακόμα εξαγριωμένη με τον Ροδομόντη, ο οποίος ήταν αιτία να σκοτωθεί το άλογό της κατά τη μάχη στην Προβηγκία (στο έβδομο άσμα του δεύτερου βιβλίου) και τώρα παρεμβαίνει αυτή στη μονομαχία μεταξύ Ροδομόντη και Ορλάνδου. Ο ποιητής σε αυτό το σημείο επιστρέφει στον Βρανδιμάρτη, ο οποίος, αφού είχε σκοτώσει τον ληστή Μπαρικάτσιο και είχε σώσει την Φιορδελίζα από τα χερια των Λαιστρυγόνων, πορευόταν τώρα μαζί με την αγαπημένη του προς τη Δύση για να συναντηθεί ξανά με τον Ορλάνδο. Κάποτε έφτασαν μπροστά σε ένα παλάτι που είχε έναν τεράστιο κήπο με θολωτά περιστύλια. Το παλάτι ανήκε σε μια μάγισσα, την ''Φοιβοσίλλα'' (Febosilla). Τώρα είχε για φρουρό του έναν γίγαντα που κρατούσε από την ουρά ένα τεράστιο και τρομαχτικό φίδι. Οι δύο αγαπημένοι δεν το ξέρουν αυτό, αν και είχαν δει πριν μπουν στο παλάτι μια κοπέλα να τους κάνει νόημα από μακριά, προφανώς για να μην μπουν μέσα.

Μόλις μπαίνουν από την κύρια πύλη του παλατιού, ο Βρανδιμάρτης έχει τώρα να αντιμετωπίσει τον φοβερό γίγαντα, τον οποίον πληγώνει θανάσιμα έξι φορές. Αυτός όμως πάντα ανασταίνεται, μεταμορφωμένος σε φίδι, ενώ το ίδιο το φίδι γίνεται γίγαντας. Την έβδομη φορά ο Βρανδιμάρτης με ένα τρομαχτικό χτύπημα κόβει στα δύο το φίδι, κάνοντας τον γίγαντα να το βάλει στα πόδια. Εν τέλει τον σκοτώνει κι αυτόν. Τότε όμως η πύλη από όπου μπήκαν εξαφανίζεται. Προχωρώντας βρίσκουν μια αίθουσα με ένα τάφο και ένα ιππότη, που ήταν ο φύλακας ενός τάφου. Ο Βρανδιμάρτης μονομαχεί μαζί του και τον σκοτώνει. Οι δύο εραστές τώρα ψάχνουν να βρουν την πόρτα από την οποία είχε φανεί η κοπέλα που τους είχε προειδοποιήσει να μην μπουν μέσα. Ξαφνικά, κατά μαγικό τρόπο βρίσκονται σε μια γαλαρία στην οποία υπάρχουν διάφορες ζωγραφιές που παριστάνουν επεισόδια από την ιστορία του Οίκου των Έστε. Εν τέλει εμφανίζεται από το πουθενά μια κοπέλα που τους προτρέπει να μη χαζεύουν άλλο κοιτώντας τους πίνακες. Πρέπει να ανοίξουν εκείνον τον τάφο για να βγουν έξω, αλλιώς θα πεθάνουν εκεί μέσα από την πείνα. Μόλις το κάνουν αυτό πρέπει όμως να μείνουν ψύχραιμοι και θαρραλέοι, αλλιώς θα χαθούν στα σίγουρα.
 
===Άσματα 26-31===
'''Εικοστό έκτο άσμα'''
Ο Βρανδιμάρτης με τη βοήθεια της κοπέλας πλησιάζει τον τάφο και σηκώνει την πλάκα του. Η κοπέλα του λέει ότι πρέπει να δώσει ένα φιλί σε ό,τι κι αν βγει από τον τάφο. Από τον τάφο βγαίνει ένα φρικιαστικό ερπετό που σύριζε απειλητικά και φαινόταν πως ήθελε να του επιτεθεί. Ο Βρανδιμάρτης σαστίζει και ενστικτωδώς πιάνει το σπαθί του. Συγκρατείται ωστόσο από την κοπέλα που του λέει να μην το κάνει αυτό, γιατί θα άνοιγε η γη να τους καταπιεί. Αντιθέτως, πρέπει να φιλήσει το φίδι αυτό. Ο Βρανδιμάρτης, παρ' όλη την τρομαχτική όψη του φιδιού, προχωρά με προσοχή, οπισθοχωρεί προς στιγμήν, αλλά μετά από τις φωνές της κοπέλας που τον λέει δειλό, επιστρέφει και του δίνει ένα φιλί. Εκείνη τη στιγμή λύνονται τα μάγια και από το ερπετό προβάλλει ολόλαμπρη η μάγισσα Φοιβοσίλλα, αυτή που είχε χτίσει το παλάτι και ήταν κάποτε η ένοικός του. Η Φοιβοσίλλα ως ανταμοιβή μαγεύει το άλογο και τα όπλα του Βρανδιμάρτη που μέσω της μαγείας γίνονται άτρωτα. Μετά από αυτά, ο Βρανδιμάρτης, η Φιορδελίζα και η κοπέλα, που ονομαζόταν ''Δωριστέλλα'' (Doristella), αναχωρούν από το παλάτι. Η Δωριστέλλα τους διηγείται καθ' οδόν την ιστορία της για να περάσει η ώρα. Τους λέει πως η μικρότερη αδερφή της, που είχαν υποσχεθεί οι δικοί της, όταν γεννήθηκε, να την παντρέψουν με τον πρίγκιπα της Αρμενίας όταν αυτός μεγάλωνε, είχε απαχθεί όντας ακόμα μωρό. Στο σημείο αυτό η Φιορδελίζα την διακόπτει για να την ρωτήσει κάτι, όμως ο Βρανδιμάρτης της λέει να μη διακόπτει την κοπέλα.

Συνεχίζοντας η Δωριστέλλα τους λέει ότι ο πρίγκιπας, που λεγόταν Θεόδωρος, επισκεπτόταν από μικρός τον πατέρα της, τον Δoλισθένη (Dolistone) και εν τέλει του ζήτησε το χέρι της. Την ίδια ημέρα όμως ο πατέρας της είχε υποσχεθεί να την δώσει γυναίκα στον κακούργο που σκότωσε ο Βρανδιμάρτης μέσα στο παλάτι. Αυτός ήταν ένας Τούρκος, ο ''Ουζμπέκος'' (Uzbego), πολύ άσχημος και πολύ γέρος για να κάνει έρωτα. Επιπλέον ήταν τόσο ζηλιάρης που δεν άφηνε την Δωριστέλλα να ξεμυτίσει από το σπίτι, αλλά την κλείδωνε μέσα με φύλακα έναν πιστό υπηρέτη. Όταν ο σύζυγός της έλειπε κάποια φορά στον πόλεμο, Ο Θεόδωρος δωροδόκησε τον υπηρέτη για να μπει μέσα. Ο Ουζμπέκος όμως επιστρέφει νωρίτερα από ό,τι περίμεναν από τον πόλεμο και βρίσκει τα ρούχα του Θεόδωρου, ενώ ο ίδιος ήταν κρυμμένος σε μια ντουλάπα. Τότε ο ζηλότυπος σύζυγος κλείνει την Δωριστέλλα σε ένα παλάτι που το είχε μαγέψει καταλλήλως ένας νεκρομάντης. 'Ήταν το ίδιο παλάτι από το οποίο την είχε ελευθερώσει προ ολίγου ο Βρανδιμάρτης. Ενώ έλεγε αυτά η Δωριστέλλα, εμφανίζονται ξαφνικά στο δρόμο από τα δάση κάποιοι ληστές με αρχηγό τους έναν σωματώδη τύπο, τον ''Φυγόφορκο'' (Fugiforco). Ο Βρανδιμάρτης, χρησιμοποιώντας τα αήττητα όπλα του εξοντώνει τους ληστές και συλλαμβάνει τον αρχηγό τους για να τον παραδώσει στις αρχές.
 
'''Εικοστό έβδομο άσμα'''
Ο αρχηγός των ληστών παρακαλεί με πολλά κλάματα τον Βρανδιμάρτη να μην τον παραδώσει στον βασιλιά της Λυδίας (Liza), τον Δολισθένη. Του αναφέρει ότι πολύ καιρό πριν είχε απαγάγει ο ίδιος από το παλάτι του την μικρή του κόρη όταν ακόμα ήταν μωρό, δίνοντάς την, έναντι αδρής αμοιβής, στον κόμητα του Κάστρου του Δάσους. Ο Βρανδιμάρτης χαίρεται που είχε πιάσει τον απαγωγέα και είναι ανυποχώρητος ότι πρέπει να τον παραδώσει στον βασιλιά της Λυδίας. Πλησιάζοντας την πόλη της Λυδίας, η παρέα δέχεται την επίθεση στρατιωτών και παρ' όλη την αντίσταση του Βρανδιμάρτη αυτοί καταφέρνουν να αιχμαλωτίσουν τις δύο γυναίκες, καθώς και τον αρχηγό των ληστών. Αρχηγός αυτού του στρατεύματος ήταν ο νεαρός πρίγκιπας Θεόδωρος και πολιορκούσε την πόλη του βασιλιά Δολισθένη γιατί τον θεωρούσε υπεύθυνο για τον γάμο και την φυλάκιση της Δωριστέλλας σε εκείνο το μαγεμένο παλάτι. Ενώ ο Βρανδιμάρτης εξακολουθεί να μάχεται κατά των στρατιωτών, ο Θεόδωρος ρίχνει ένα βλέμμα στην Δωριστέλλα και αμέσως την αναγνωρίζει, όπως και αυτή αυτόν. Ο Θεόδωρος την λύνει αμέσως. Όπως ήταν επόμενο, παύει η μάχη και ελευθερώνονται οι αιχμάλωτοι εκτός από τον Φυγόφορκο. Αυτός παραδίδεται στον βασιλιά της Λυδίας, που αναγνωρίζει αμέσως τον απαγωγέα της κόρης του. Όπως αποδεικνύεται, στην πραγματικότητα εκτός από την Δωριστέλλα, κόρη του ήταν και η Φιορδελίζα. Αυτή ήταν που είχε απαχθεί τόσο μικρή από τον ληστή. Η μητέρα της, βασίλισσα ''Πειρωδία'' (Perodia) την αναγνώρισε από ένα εκ γενετής σημάδι που είχε στο δεξί στήθος της.

Επικρατεί τώρα ένα γενικός ενθουσιασμός και η ατμόσφαιρα είναι εορταστική. Ο Θεόδωρος και η Δωριστέλλα παντρεύονται. Παντρεύονται επίσης ο Βρανδιμάρτης με την Φιορδελίζα. Η Φιορδελίζα πείθει την Δωριστέλλα και τον Θεόδωρο να γίνουν Χριστιανοί και από τότε η Αρμενία είναι χριστιανική. Ωστόσο, μετά τις χαρές αυτές ο Βρανδιμάρτης αρχίζει να σκέφτεται πάλι τον Ορλάνδο. Παίρνει έτσι την άδεια από τον βασιλιά να πάρει ένα πλοίο για να ψάξει να βρει τον φίλο του. Ο βασιλιάς του δίνει επίσης και μια σκηνή διακοσμημένη με διάφορες παραστάσεις. Το πλοίο του Βρανδιμάρτη πέφτει σε τρικυμία λίγο πριν φτάσει στην Κρήτη και ναυαγεί κοντά στην Μπιζέρτα της Βόρειας Αφρικής, στην περιοχή της αρχαίας [[Καρχηδόνα|Καρχηδόνας]]. Επειδή υπήρχε διάταγμα να θανατώνονται όλοι οι χριστιανοί που θα ναυαγούσαν εκεί (λόγω μιας προφητείας που έλεγε ότι ένας Ιταλός πρίγκιπας θα ερήμωνε εκείνα τα μέρη), ο Βρανδιμάρτης τους λέει ότι κατάγεται από τις Μακρινές Νήσους. Ο Βρανδιμάρτης καβάλα σε ένα άλογο προχωρά προς την Μπιζέρτα και βρίσκεται σε λίγο ανάμεσα στους στρατιώτες του Αγραμάντη. Προκαλεί τον ίδιο τον Αγραμάντη σε μονομαχία. Έπειτα στήνει τη σκηνή του, όπου η Κυμαία Σίβυλλα είχε σχεδιάσει παραστάσεις από το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, που αφορούσαν τον Οίκο των Έστε.
 
'''Εικοστό όγδοο άσμα'''
Γραμμή 192 ⟶ 288 :
 
'''Εικοστό ένατο άσμα'''
Η μεγάλη αρμάδα με τα αφρικανικά στρατεύματα του Αγραμάντη, έχοντας αποπλεύσει για την Ισπανία, φτάνει σε λίγες ημέρες στις εκβολές του ποταμού [[Έβρος (Ισπανία)|'Εβρου]]. Από εκεί κατευθύνονται προς την Γαλλία περνώντας τα Πυρηναία Όρη. Από τα βουνά αντικρίζουν την πεδιάδα του Μονταλβάνου, όπου ήδη ο βασιλιάς Μαρσίλιος πολιορκεί την πόλη, αντιμετωπίζοντας τον βασιλιά Καρλομάγνο. Στη μάχη που διεξάγεται ο Ραλάνδος είναι αντιμέτωπος με τον Φεραγούτο και η Βραδαμάντη με τον Ροδομόντη, όπως είδαμε. Ο Ορλάνδος, ενώ η Βραδαμάντη μονομαχούσε με τον Ροδομόντη, δεν ήθελε να παρέμβει και κοιτούσε από μακριά, από φόβο να μην παραβεί τους κανόνες της ιπποσύνης. Τότε ξαφνικά βλέπει τα νέα εχθρικά στρατεύματα ψηλά στα Πυρηναία Όρη με τις πολεμικές σημαίες τους να ανεμίζουν. Ο Ορλάνδος, ατρόμητος, ορμά καβάλα στον Βριλιαδόρο κατά των εχθρών. Επιτίθεται και αιχμαλωτίζει τον Σαρακηνό βασιλιά της [[Κωνσταντίνη|Κωνσταντίνης]], ''Πιναδώρο'', (Pinadoro) τον οποίον είχε αποστείλει ο Αγραμάντης για να κατοπτεύσει το πεδίο. Από αυτόν μαθαίνει ο Ορλάνδος ότι ο Αγραμάντης και οι Σαρακηνοί είχαν αρχίσει την επιδρομή τους στη Γαλλία. Χαίρεται τώρα που θα μπορεί να αποδείξει την αξία του στον Καρλομάγνο και κυρίως στην Αγγελική. Ελευθερώνει

Ο Ορλάνδος ελευθερώνει τον αιχμάλωτο, λέγοντάς του να πει στον Αγραμάντη να σπεύσει να μπει στον αγώνα. Όταν ο Πιναδώρος λέει στον βασιλιά Αγραμάντη τι του συνέβη, ο ''Σωβρίνος'' (Sobrino), ο βασιλιάς του Αλγόκου και ο πιο σώφρων μεταξύ των Σαρακηνών, λέει στον Σαρακηνό μονάρχη ότι αυτός ο ιππότης ήταν σίγουρα ο Ορλάνδος και ότι θα συναντούσαν δυσκολίες να τον καταβάλουν. Τώρα ο Αγραμάντης, έχοντας δίπλα του τον Ρουτζέρο, που έχει δίπλα του άγρυπνο φύλακά του τον Αταλάντη, οδηγώντας το τεράστιο στράτευμα αρχίζουν να κατεβαίνουν από τα βουνά στην πεδιάδα της Γασκώνης. Στο μεταξύ ο Καρλομάγνος, που σχεδόν είχε διαλύσει τον Μαρσίλιο και τον στρατό του, αντιλαμβανόμενος τον τεράστιο κίνδυνο που προερχόταν από τα καινούργια εχθρικά στρατεύματα, διαιρεί τον χριστιανικό στρατό στα δύο: καλεί τον Ρανάλδο να παρατήσει τη μονομαχία με τον Φεραγούτο (τον οποίο είχε σχεδόν καταβάλει) και να σπεύσει κατά του νέου εχθρού. Το υπόλοιπο τμήμα του στρατού θα συνέχιζε να μάχεται κατά του Μαρσιλίου. Ο Σωβρίνος βλέπει από μακριά τον Ρανάλδο και καταλαβαίνει ότι είναι αυτός. Προετοιμάζεται έτσι για τη μονομαχία.
 
'''Τριακοστό άσμα'''
Γραμμή 198 ⟶ 296 :
 
'''Τριακοστό πρώτο άσμα'''
Ο Φεραγούτος πλησίασε να πιεί λίγο νερό από μια πηγή και κατά λάθος το κράνος του έπεσε μέσα στα νερά της και το ρέμα το παρέσυρε. Ο Ορλάνδος τον άκουσε να φωνάζει εκνευρισμένος και μόλις τον είδε τον αναγνώρισε. Τον πλησίασε και του μίλησε με ευγένεια, λέγοντάς του ότι δεν θα τον σκοτώσει. Ο Φεραγούτος νόμιζε ότι ο ιππότης που του μιλούσε ήταν ο Ρανάλδος και του είπε πως θα ήταν τιμή του να μονομαχήσει και πάλι με τον φημισμένο Ρανάλδο, τον γενναιότερο ιππότη που υπήρχε. Ο Ορλάνδος αισθάνεται προσβεβλημένος με αυτά τα λόγια και εξοργίζεται. Παρ' όλα αυτά δεν επιτίθεται στον Φεραγούτο, αλλά τρέχει γρήγορα και μπαίνει στη μάχη, όπου ο Καρλομάγνος προσπαθούσε με όλες τις δυνάμεις του να εμψυχώσει τους χριστιανούς που μάχονταν κατά των μωαμεθανικών ορδών. Ο Ορλάνδος επιπίπτει κατά των εχθρών με την τεράστια δύναμή του και αρχίζει να τους κατασφάζει. Οι χριστιανοί τότε αναθάρρησαν και ο Καρλομάγνος ευχαριστεί τον Θεό. Ο Ορλάνδος εξολοθρεύει όσους γενναίους βασιλείς ή ιππότες έρχονται εναντίον του. Εν τέλει του επιτίθεται ο νεαρός Ρουτζέρος, που είχε το ίδιο σπαθί που είχε κλέψει ο Μπρουνέλλος από τον Ορλάνδο, ο οποίος το είχε πάρει από τη μάγισσα - βασίλισσα της Οργκάνιας.

Παρά το μαγικό σπαθί και την γενναιότητα του Ρουτζέρου, ο Ορλάνδος θα είχε νικήσει τον νεαρό Σαρακηνό, αν δεν επενέβαινε ο μάγος Αταλάντης, ως προστάτης - φύλακας του νεαρού. Ο μάγος με τη βοήθεια της μαγείας δημιούργησε ψευδαισθητικές εικόνες ενός τεράστιου στρατού Σαρακηνών που επιτίθεται και κατατροπώνει τον Καρλομάγνο και τους χριστιανούς, που ζητάνε βοήθεια από τον Ορλάνδο. Αυτός βγαίνει από τη μάχη καταδιώκοντας καβάλα στον Βριλιαδόρο έναν τερατώδη γίγαντα, ο οποίος μετά από μεγάλη καταδίωξη από τον Ορλάνδο εξαφανίζεται, καθώς ήταν κι αυτός ένα πλάσμα δημιουργημένο από τα μάγια του Αταλάντη. Ο Ρουτζέρο τώρα, αφού είχε φύγει ο Ορλάνδος, αρχίζει ελεύθερα να εξολοθρεύει καβάλα στον Φροντίνο τους χριστιανούς, οι δε λοιποί Σαρακηνοί, που προηγουμένως ήταν σε πανικό, αναθαρρημένοι τώρα επιπίπτουν κατά των Φράγκων με επικεφαλής τους τον βασιλιά Αγραμάντη. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος βρισκόταν τώρα σε μια όμορφη παραθαλάσσια τοποθεσία όχι πολύ μακριά από το δάσος των Αρδεννών. Εκεί υπήρχε ένα άλσος από δάφνες και στη μέση μια κρυστάλλινη διαυγής πηγή. Ο Ορλάνδος έσκυψε για να πιει και διέκρινε μέσα της ένα κρυστάλλινο παλάτι και ωραίες κοπέλες σαν γοργόνες που έπαιζαν μουσικά όργανα και χόρευαν. Θέλησε να τις δει από κοντά και έπεσε μέσα στην πηγή πάνοπλος. Γρήγορα βρέθηκε στον βυθό, όπου υπήρχε ένα χλοερό λιβάδι. Ο Ορλάνδος προχώρησε τότε γεμάτος χαρά προς εκείνο το παλάτι και στάθηκε μπροστά στην ανοιχτή θύρα του.
 
==Τρίτο Βιβλίο==
===Άσματα 1-5===
'''Πρώτο άσμα'''
Ο υπερήφανος ''Μανδρικάρδος'' (Mandricardo), νέος βασιλιάς της Ταρταρίας, θέλει να εκδικηθεί τον ξένο ιππότη που είχε σκοτώσει τον πατέρα του, Αγρικάνη. Αυτός ήταν ο Ορλάνδος, αλλά ο νέος ηγεμόνας δεν το ήξερε ακόμα. Ο Μανδρικάρδος αποφασίζει να ανακαλύψει τον δολοφόνο και να τον εκδικηθεί με την αξία του. Αναχωρεί έτσι προς τη Δύση δίχως όπλα και πεζός. Περνά από την Αρμενία και από άλλα μέρη και φτάνει κάποτε σε μια μεγάλη μαρμάρινη κρήνη πλάι στην οποία υπήρχε ένα περίπτερο κτίσμα. Εκεί βρίσκει μια πανοπλία και έναν πολεμικό ίππο. Μόλις φορά την πανοπλία ξεσπά μια πυρκαγιά που άρχισε να κατακαίει τα πάντα εκτός από το κτίσμα και την κρήνη. Τα ρούχα και η πανοπλία του πιάνουν φωτιά και αναγκάζεται να πέσει γυμνός μέσα στα νερά της κρήνης. Τότε προβάλλει από τα νερά μια υπέροχη κοπέλα, που τον πιάνει από το μπράτσο λέγοντάς του πως ήταν αιχμάλωτος της μαγεμένης κρήνης, όπως και πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, ανάμεσά τους ο Γραδάσος, ο Γρύφωνας και ο Ακυιλάντης. Του λέει ότι αν αντιμετώπιζε με επιτυχία κάποιες δοκιμασίες θα αποκτούσε την πανοπλία που ανήκε κάποτε στον ένδοξο [[Έκτορας|Έκτορα]] της Τροίας. Το σπαθί του Έκτορα το είχε αποκτήσει μετά το θάνατό του η [[Πενθεσίλεια]] και μετά τον θάνατό της χάθηκε, έως ότου βρέθηκε στα χέρια του Αλμόντη, από τον οποίον το είχε πάρει ο Ορλάνδος. Ήταν η περίφημη σπάθα του, η Ντουριντάνα. Αντιθέτως, την πανοπλία και τα άλλα όπλα του Έκτορα τα είχε πάρει μετά τον θάνατό του ο [[Αινείας]], από τον οποίον όμως τα πήρε μια μάγισσα. Αυτή είχε θέσει αυτή την δοκιμασία και η κοπέλα αυτή ήταν ορισμένη να προσκαλεί κάθε ιππότη που περνούσε από εκεί.

Ο Μανδρικάρδος της λέει ότι ήθελε διακαώς να αποκτήσει την περίφημη πανοπλία, ντρεπόταν όμως να βγει έτσι γυμνός από την κρήνη. Τότε η κοπέλα καλύπτει το σώμα του με την πλούσια κόμη της. Οι δυο τους αγκαλιασμένοι βγαίνουν από τα νερά και μπαίνουν στο περίπτερο κτίσμα, όπου η κοπέλα ντύνει τον Μανδρικάρδο, του φορά μια νέα πανοπλία και τον προτρέπει να ανέβει στον ίππο. Του λέει ότι πρέπει να μονομαχήσει με τον βασιλιά Γραδάσσο, ο οποίος πράγματι εμφανίζεται να έρχεται πάνοπλος εναντίον του καβάλα στο άλογό του. Μετά από σκληρή και πολύωρη μονομαχία ο Μανδρικάρδος καταφέρνει να νικήσει τον Γραδάσσο. Ενώ ο Γραδάσος αποσύρεται από την δοκιμασία, η κοπέλα λέει στον Μανδρικάρδο ότι την επομένη θα δει τα όπλα του Έκτορα. Ο Μανδρικάρδος την παρακαλεί να μην χάνουν χρόνο. Τότε αυτή την οδηγεί στο φωτισμένο ανάκτορο όπου βρισκόταν ένας γίγαντας που ήταν ο φύλακας του κάστρου. Τον Μανδρικάρδο υποδέχονται διάφορες κοπέλες. Εμφανίζεται τότε ο φοβερός γίγαντας. Μετά από σύντομη μάχη, ο Μανδρικάρδος φονεύει τον γίγαντα, οπότε και οι κοπέλες αρχίζουν τον χορό και τα τραγούδια, ενώ ο Μανδρικάρδος αποσύρεται για να ξεκουραστεί σε ένα υπνοδωμάτιο του πύργου.
 
'''Δεύτερο άσμα'''