Ο πειθαναγκασμός αποτελεί επιθετική στρατηγική για την αλλαγή της υφιστάμενης κατάστασης (status quo) με την απειλή χρήσης βίας ή την περιορισμένη χρήση βίας. Παρεμφερείς του πειθαναγκασμού είναι οι όροι εξαναγκασμός και καταναγκασμός.

Όπως και η έννοια της αποτροπής, έτσι και ο πειθαναγκασμός χαρακτηρίζεται από τη χρήση απειλής βίας. Στην περίπτωση του πειθαναγκασμού στο πλαίσιο του χειρισμού κρίσεων, όταν ο αντίπαλος παραβιάσει το στάτους κβο παρά τις απειλές μας (δηλαδή η αποτροπή μας καταρρεύσει), τότε μπορούμε να αποπειραθούμε να επαναφέρουμε την προϋφιστάμενη κατάσταση (status quo ante) με περιορισμένη, παραδειγματική μορφή βίας, χωρίς να καταφεύγουμε σε γενικό πόλεμο. Πρόκειται για μια γκρίζα ζώνη μεταξύ ειρήνης και πολέμου, η οποία μπαίνει κάτω από την έννοια του πειθαναγκασμού.

Βασικό στοιχείο του πειθαναγκασμού, όπως και της αποτροπής είναι η έννοια του σχετικού κόστους. Δηλαδή, ο αντίπαλος θα πρέπει πάντοτε να βρίσκεται σε χειρότερη θέση αν δεν συμμορφωθεί με την απειλή μιας απ’ό,τι αν συμμορφωθεί. Πιο συγκεκριμένα στην αποτροπή πρέπει να επιφυλλάσσεται στον αντίπαλο κόστος μεγαλύτερο από το όποιο όφελος αποκομίσει αλλάζοντας το στάτους κβο. Στον πειθαναγκασμό, ο αντίπαλος ούτως ή άλλως θα υποστεί κόστος, οπότε θα πρέπει να του επιφυλλάσσεται μεγαλύτερο κόστος αν δεν συμμορφωθεί απ’ότι αν συμμορφωθεί με την πειθαναγκαστική απειλή.

Θεμελιώδες στοιχείο της αποτροπής και του πειθαναγκασμού είναι η αξιοπιστία τους (credibility). Για να είναι αξιόπιστη μια αποτρεπτική ή πειθαναγκαστική απειλή, θα πρέπει όχι μόνο να υπάρχουν τα μέσα και η θέληση πραγματοποίησής της, αλλά επιπρόσθετα ο αντίπαλος θα πρέπει να γνωρίζει ότι υπάρχουν τα εν λόγω μέσα και να πιστεύει στην εν λόγω θέληση.