Ζήτημα των αζύμων ονομάζεται η οξύτατη θεολογική και δογματική διαμάχη, η οποία ξέσπασε μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κατά τον 11ο. αιώνα ως προς το είδος του άρτου (ένζυμου ή άζυμου) που θα έπρεπε να χρησιμοποιείται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η θεολογική διαφορά περί των άρτων της θείας Ευχαριστίας ήταν ένα από τα ζητήματα που οδήγησαν στο οριστικό Σχίσμα των δύο Εκκλησιών.

Η θεολογική διαφορά Επεξεργασία

Άζυμα χρησιμοποιούσαν οι πρώτοι αιρετικοί ―οι ιουδαΐζοντες Εβιωναίοι τον 2ο αιώνα [1], οι Ιακωβίτες και οι Απολλιναριστές [2] και χρησιμοποιούν στη Θεία Ευχαριστία και οι Αβησσυνοί, οι Αρμένιοι, σύμφωνα με απόφαση του Πατριάρχη τους Νερσή Δ’.

Το θεολογικό ζήτημα των αζύμων, που προκύπτει από τον 9ο αιώνα[3], και η σχετική με αυτό διαμάχη έλαβαν τέτοια έκταση κατά τον 13ο αιώνα, ώστε να θεωρείται ως μια από τις σοβαρότερες αφορμές τού Σχίσματος μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, κατά τον Γεννάδιο Σχολάριο[4]. Μάλιστα, οι Ορθόδοξοι (ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος) αποκαλούσαν τούς Ρωμαιοκαθολικούς «αζυμίτες», ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί (καρδινάλιος Ουμβέρτος) αποκαλούσαν τούς Ορθόδοξους «προζυμίτες αιρετικούς».

Οι Δυτικοί, με δεδομένο ότι διατηρούσαν την αρχαία συνήθεια της χωριστής μεταδόσεως του άρτου και του οίνου (άνευ λαβίδος) της Θείας Ευχαριστίας, αιτιολογούσαν τη χρήση άζυμου άρτου από τον κίνδυνο της πιθανής βεβήλωσης του Μυστηρίου με την πτώση ψιχίων κατά τον τεμαχισμό τού άρτου τής Θ. Ευχαριστίας, γι’ αυτό και καθιέρωσαν την Όστια. Κατά τούς Ανατολικούς Πατέρες [5] και μάλιστα τον Πατριάρχη Αντιοχείας Πέτρο Γ’ (1052-1056), η υιοθέτηση της καινοτόμου χρήσης των αζύμων

  • αντέβαινε στην ιστορικότητα της εκκλησιαστικής Παράδοσης, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς Χριστός στον Μυστικό Δείπνο εποίησε την Ευχαριστία με «πασχάλιον» ένζυμο [«ομοία εστίν η βασιλεία τών ουρανών ζύμη» (Ματθ. 13, 33)] και όχι «ιουδαϊκόν» άζυμο άρτο,
  • επίσης, οδηγούσε λεληθότως στην αίρεση του Απολλινάριου, αφού ο πλήρης ένζυμος άρτος (κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό [6], τα άζυμα δεν μπορούν να υποτυπώσουν τον τέλειο, άρτιο, αυτοτελή, πλήρη και ολόκληρο «ουράνιον» Άρτο [7]) συμβολίζει την πλήρη ψυχοσωματική ανθρώπινη φύση τού Χριστού, την οποία οι αιρετικοί Απολλιναριστές αρνούνταν (μη δεχόμενοι ανθρώπινη ψυχή στον Χριστό), δεδομένου ότι όπως η ψυχή ζωογονεί το σώμα, έτσι και η ζύμη το ψωμί, και
  • τέλος, απηχούσε την ιουδαϊκή θυσιαστική προσφορά νεκρής και όχι τής ζώσας πασχάλιας σάρκας τού αναστάντος Χριστού [8]

Αντίθετα, στον αναθεματισμό τού Ουμβέρτου κατά τών Ανατολικών, αναγράφεται ότι οι Βυζαντινοί καθετί ζυμωμένο θεωρούσαν ως έμψυχο [9]

Ιστορική αναδρομή Επεξεργασία

Ήδη από τον 9ο αιώνα, ο πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867), προκειμένου να απαντήσει στις σχετικές με το ζήτημα αυτό κατηγορίες τών Ελλήνων κατά τών Λατίνων, είχε ζητήσει από τον Αρχιεπίσκοπο Mainz, Liutbert (863-889), τη σύγκληση Συνόδου τών Γερμανών επισκόπων, πράγμα που έγινε τον Μάιο του 868 στη Βορμς, όπου, μεταξύ τών άλλων διδασκαλιών τής Δυτικής Εκκλησίας που εκτέθηκαν και επαναβεβαιώθηκαν, περιλαμβανόταν και η χρήση των αζύμων [10]

Πρώτος (το 1053) ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριος (1043-1059), αφού απαγόρευσε την τήρηση των λατινικών εθίμων από τούς Λατίνους τής Κωνσταντινουπόλεως, απειλώντας μάλιστα με κλείσιμο ναών και μονών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης (1052), απέστειλε επιστολή του στον Μητροπολίτη Αχρίδας Λέοντα, δείχνοντάς του το κακόδοξο της χρήσεως άζυμου άρτου εκ μέρους τών Δυτικών. Με αυτήν την προτροπή του Κηρουλάριου, ο Αχρίδας Λέων έγραψε επιστολή στον επίσκοπο Traina της Απουλία Ιωάννη, με σκοπό να προφυλάξει τους Χριστιανούς τής Νότιας Ιταλίας από τα λατινικά λειτουργικά έθιμα, ζητώντας μάλιστα από αυτόν να διαβιβάσει την επιστολή του στον πάπα και τους επισκόπους τής Δύσης, εξορκίζοντάς τους να διορθωθούν.

Ο αρχιεπίσκοπος Σικελίας και καρδινάλιος Umberto Da Silva, ευρισκόμενος στην Απουλία, μετέφρασε την επιστολή τού Λέοντα [11] στα λατινικά και τη μετέφερε στον πάπα Ρώμης Λέοντα Θ΄ [12] Συνέταξε και απάντηση προς τον Κηρουλάριο και τον Λέοντα Αχρίδας καθώς και αναίρεση των κατηγοριών τής Ανατολής κατά των λατινικών εθίμων, εκτοξεύοντας κατηγορίες κατά του Πατριάρχη Μιχαήλ και προβάλλοντας το παπικό πρωτείο. Στη συνέχεια, τη στάση τού Κηρουλάριου ακολούθησαν πολλοί άλλοι μεταγενέστεροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως οι: Στουδίτης μοναχός Νικήτας Στηθάτος (1054), Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Λέων, Πατριάρχες Αντιοχείας Πέτρος Γ’ και Ιωάννης, Μητροπολίτης Νικαίας Ευστράτιος, επίσκοπος Μεθώνης Νικόλαος, Γεννάδιος Σχολάριος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων Συμεών, Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας Ιωάννης, Ευστράτιος Αργέντης (+ 1759) κ.ά. Ομοίως, και πολλοί ιεροί Κανόνες [13] καταδικάζουν τη χρήση άζυμου άρτου στη Θ. Ευχαριστία.

Επί Πατριαρχίας Ιωάννου Θ’ του Αγαπητού (1111-1134), ο Αρχιεπίσκοπος Μεδιολάνων Πέτρος Χρυσολάνος (1113-1114) μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου συζήτησε με εκπροσώπους τής Εκκλησίας τής Ανατολής, υπό την παρουσία και του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού, μεταξύ όλων τών άλλων θεολογικών διαφορών τών εκκλησιών Ανατολής και Δύσης, και το ζήτημα της χρήσης τών αζύμων. Ως εκπρόσωποι των Ορθοδόξων κατά τις συζητήσεις αυτές (1112 μ.Χ.) ορίστηκαν ο Μητροπολίτης Νικαίας Ευστράτιος και ο λόγιος διάσημος θεολόγος, ηγούμενος και «Πρώτος» τής ιεράς Μονής τού όρους Γάνου, Ιωάννης Φουρνής. Οι συζητήσεις διεξήχθησαν με την αντιπαράθεση της έναντι του πιο πάνω ζητήματος λατινικής και ορθόδοξης Παράδοσης.

Η παράλληλη και αντιρρητική ανάπτυξη των επιχειρημάτων τών δυο πλευρών δεν ήταν δυνατόν να καταλήξει σε θετικά αποτελέσματα. Η θεμελίωση της ορθόδοξης διδασκαλίας με την εκτενή αναφορά στην Πατερική Παράδοση της αδιαίρετης Εκκλησίας δεν αρκούσε για να μεταπείσει τον Πέτρο Χρυσολάνο. Οι συζητήσεις αποδόθηκαν σε αυτοτελείς μελέτες από τούς Ευστράτιο Νικαίας και Ιωάννη Φουρνή, ενώ συγχρόνως συντάχθηκαν και άλλες σχετικές μελέτες από τον Νικήτα Σεΐδη, τον μοναχό Ιωάννη Ζωναρά και τους λαϊκούς Θεόδωρο Πρόδρομο και Θεόδωρο τον εκ Σμύρνης. Οι μελέτες αυτές προστέθηκαν στην αντιλατινική πραγματεία τού Πατριάρχη Αντιοχείας Ιωάννη Οξείτη, ο οποίος διέμενε στην Κωνσταντινούπολη μετά την άλωση της Αντιόχειας από τούς Σταυροφόρους. Η προδρομική αυτή αντιλατινική Γραμματεία όχι μόνο ανέδειξε, αλλά και θεμελίωσε την ευρύτητα των θεολογικών αντιθέσεων Ανατολής και Δύσης, με εκτενή μάλιστα αναφορά στην κοινή Πατερική Παράδοση [14].

Το 1136 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, ως απεσταλμένος τού βασιλιά τής Γερμανίας Λοθάριου Γ’, ο επίσκοπος Avelberg, Άνσελμος, ο οποίος είχε σκοπό να προετοιμάσει μια κοινή βυζαντινο-γερμανική επίθεση εναντίον τού βασιλιά τής Σικελίας Rogerus ΙΙ κατά την παραμονή τού Άνσελμου στην Κωνσταντινούπολη οργανώθηκε υπαίθρια δημόσια συζήτηση μεταξύ αυτού και του Μητροπολίτη Νικομήδειας Νικήτα, υπό την παρουσία και του βυζαντινού αυτοκράτορα, ως διερμηνέας δε χρησιμοποιήθηκε κάποιος Ιταλός ονόματι Μωσής. Οι συζητήσεις, που διέπονταν από μετριοπαθές πνεύμα, περιλάμβαναν και το ζήτημα των αζύμων. Ο Νικομήδειας Νικήτας απέκρουσε τη χρήση τών αζύμων με την ειδικότερη μνεία τών αντιτιθεμένων προς τη λατινική αυτήν καινοτομία μαρτυριών τών παπών τού Δ’ αιώνα, Μιλτιάδη και Σιρίκιου [15]

Με τον δεύτερο γάμο του Ιωάννη Βατάτζη(1222-1254), αυτοκράτορα της Νικαίας, με την Κωνσταντία (που ασπάστηκε την Ορθοδοξία και έλαβε το όνομα Άννα), θυγατέρα τού βασιλιά τής Γερμανίας Φρειδερίκου Β’ (άσπονδο εχθρό τού Παπισμού), διευκόλυνε την έναρξη διαπραγματεύσεων για την ένωση των Εκκλησιών. Οι συζητήσεις, που μεταξύ τών άλλων περιείχαν πάλι το θέμα των αζύμων, διεξήχθησαν στο Νυμφαίον (Ιανουάριος – Μάιος 1324). Στην ιδιότυπη αυτή συνοδική συνέλευση συμμετείχαν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γερμανός Β΄ (1222-1240), τέσσερεις παπικοί αντιπρόσωποι, Ορθόδοξοι επίσκοποι και θεολόγοι. Το κείμενο της απάντησης των Ορθοδόξων συντάχθηκε από τον φιλόσοφο και θεολόγο Νικηφόρο Βλεμμύδη, αλλά δεν έγινε δεκτό από τούς παπικούς αντιπροσώπους, οι οποίοι διέκοψαν τις συζητήσεις και κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη [16] Ο ίδιος πάλι Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Β’ συγκάλεσε άλλη Σύνοδο με αντιπροσώπους τού πάπα Γρηγόριου, καταδικάζοντας τη χρήση τών αζύμων στη Θεία Ευχαριστία [17]

Τέλος, κατά την ενωτική Σύνοδος Φλωρεντίας(1438-1439), έγινε δεκτή εκ μέρους τών Ορθοδόξων, που υφίσταντο την αφόρητη πίεση του αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου (1425-1448), μια συμβιβαστική αντιμετώπιση της ως άνω διαφοράς αυτής μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, ώστε «εν αζύμω ή ενζύμω άρτω σιτίνω τού Χριστού σώμα τελείσθαι αληθώς».

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αντιλατινική Γραμματεία», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Β’, *Δημητρακόπουλος Α., Εκκλησιαστική Βιβλιοθήκη, τ. Α’, Λειψία 1866, σ. 18-36, 100-127
  • Leib B., “Deux inedits byzantins sur les azymes”, Orientalia Christiana, II (1924) 217-263 *Michael A., Humbert und Kerullarios, Paterborn 1930, II, S. 112-130
  • Παπαδόπουλος Σ. Γ., «Αζύμων, ζήτημα», ΘΗΕ 1 (1962) 488-489• Erickson J. H., “Leavened and Unleavened: Some Theological Implications of the Schism of 1054”, St. Vladimir’s Theological Quarterly 14 (1970) 155-176
  • Smith III M. H., And Taking Bread…Cerularius and the Azyme Controversy of 1054, Paris 1978 *Στεφανίδης Β. Κ., Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 41978
  • Meyendorff J., “Azymes”, The Oxford Dictionary of Byzantium, Vol. I, New York – Oxford, Oxford University Press 1991, p. 241
  • Φειδάς Β. Ι, «Αζυμίτες», Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 21 (1992) 19, του ιδίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Β’, Αθήναι 32002.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Επιφάνιος Κύπρου, Κατά αιρέσεων Ι, 2, 16, MPG 41, 432B
  2. Πέτρος Αντιοχείας, Επιστολή 2, 23, MPG 120, 777A―
  3. Ραβάνου Μαύρου, De institutione clericorum, κεφ. 31
  4. MPG 159, 1189• πρβλ. Άπαντα τα ευρισκόμενα, Α’, Paris 1928, σ. 538, η χρήση αζύμων «πάνδεινον έδοξεν» στους Ορθόδοξους. Xαρακτηριστικά σημειώνει ο ίδιος: «Δια γαρ την αζυμοθυσίαν ηνείχοντο του πάπα οι ημέτεροι, απειλούντες αεί τον χωρισμόν, αλλ’ ου χωριζόμενοι, ήλπιζον γαρ οψέ τον Ρώμης διορθωθήσεσθαι» (όπ.π., σ. 539)
  5. (Μ. Αθανάσιο, MPG 26, 1328• Θεοδώρητο Κύρου, MPG 80, 424• Ιωάννη Δαμασκηνό, MPG 94, 367. 95, 388-389• Θεόδωρο Στουδίτη, MPG 99, 1719• Ιλαρίωνα Μοναχό, MPG 158, 977),
  6. Ιωάννης Δαμασκηνός(MPG 95, 389BC)
  7. (Ιω. 6, 51)
  8. (Ιωάννου Δαμασκηνού, Περί τών αζύμων, MPG 95, 389A• Πατριάρχου Πέτρου Γ’, Επιστολή, MPG 120, 764-777).
  9. (Mirbt, Quellen, 1924, σ. 139 εξ.).
  10. (MPL 119, 1201-1212).
  11. (MPG 120, 836)
  12. Στεφανίδης, σ. 376
  13. (70ός τών Αγίων Αποστόλων, 38ος της εν Λαοδικεία Συνόδου, ο 32ος και ο 11ος της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου)
  14. (Φειδάς, σ. 577-578)
  15. (Φειδάς, σ. 578).
  16. (Φειδάς, σ. 585-586).
  17. (Mansi, XXIII, 298-299).