Η νεκρή ερωμένη

φανταστικό διήγημα του Τεοφίλ Γκωτιέ

Η νεκρή ερωμένη (γαλλικός τίτλος: La Morte amoureuse) είναι φανταστικό διήγημα του Τεοφίλ Γκωτιέ, που δημοσιεύτηκε το 1836 στο La Chronique de Paris. Αφηγείται την ιστορία ενός ιερέα που ερωτεύτηκε μια όμορφη γυναίκα που αποδεικνύεται ότι είναι βαμπίρ. Το έργο ​​προκάλεσε την κατακραυγή της Καθολικής εκκλησίας τον 19ο αιώνα.[1][2]

Η νεκρή ερωμένη
«Το κεφάλι της έγειρε πίσω, αλλά ακόμη με αγκάλιαζε». Εικονογράφηση του 1904.
ΣυγγραφέαςΘεόφιλος Γκωτιέ
ΤίτλοςLa Morte amoureuse
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1836
Μορφήδιήγημα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το διήγημα μεταφράστηκε στα ελληνικά το 1995.

Υπόθεση Επεξεργασία

Η ιστορία ξεκινά με τον ηλικιωμένο ιερέα Ρομυάλ να αφηγείται σε έναν άλλο ιερέα την ιστορία του πρώτου του έρωτα και τα περίεργα γεγονότα που ακολούθησαν τη χειροτονία του, μια εμπειρία που περιγράφει ως «μοναδική και τρομερή», και για την οποία δεν είναι σίγουρος αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα.[3]

Ο Ρομυάλ αφηγείται πώς έως τότε είχε ζήσει αγνοώντας τον έξω κόσμο - «Ήξερα αμυδρά ότι υπήρχε κάτι που λέγεται γυναίκα» - και πώς δεν υπήρχε τίποτα ανώτερο γι' αυτόν από τη θρησκευτική ζωή. Την ημέρα της χειροτονίας του, όταν ήταν 24 ετών και μόλις είχε τελειώσει τις θεολογικές σπουδές του, είδε στην εκκλησία και ερωτεύτηκε μια όμορφη και μυστηριώδη νεαρή γυναίκα και άκουσε μια γυναικεία φωνή να του υπόσχεται να τον αγαπήσει και να τον κάνει πιο ευτυχισμένο από όσο θα ήταν στον Παράδεισο, συγχρόνως να τον παρακινεί να μην χειροτονηθεί. Παρά τις προσπάθειές του, τελικά χειροτονήθηκε.[4]

Στο δρόμο της επιστροφής, ένας υπηρέτης τον χαιρετάει και του δίνει ένα σημείωμα που περιείχε μόνο τις λέξεις: Κλαριμόντ. Παλάτι Κοντσίνι.

 
Η Κλαριμόντ τρυπάει το χέρι του Ρομυάλ με μια χρυσή καρφίτσα για να τραφεί με το αίμα του. 1904

Ο Ρομυάλ αισθάνεται παγιδευμένος από το λειτούργημά του καθώς η σκέψη του βασανίζεται από την ανάμνηση της γυναίκας. Ο ηλικιωμένος αββάς Σεραπιόν διαισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά με τον νεαρό ιερέα και του αφηγείται τον θρύλο της διαβόητης εταίρας Κλαριμόντ, η οποία πέθανε πρόσφατα. Ο Ρομυάλ ρωτά τον Σεραπιόν για το παλάτι και αυτός του λέει ότι είναι το παλάτι όπου ζει η Κλαριμόντ και προσθέτει ότι είναι ένας τόπος μεγάλης απώλειας. Τον προειδοποιεί επίσης ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η Κλαριμόντ πεθαίνει.

Ένα βράδυ, ένας μυστηριώδης άνδρας έφιππος φτάνει στην ενορία του Ρομυάλ και του ζητά να έρθει μαζί του γιατί πεθαίνει η κυρία του. Φθάνοντας σε έναν πολυτελή πύργο και καθώς ο Ρομυάλ κατεβαίνει το άλογό του, του λένε ότι είναι πολύ αργά για τη γυναίκα, έχει πεθάνει. Οδηγείται στο δωμάτιο της νεκρής για να κάνει τις ιεροτελεστίες, και ανακαλύπτει ότι η γυναίκα είναι η Κλαριμόντ. Μέσα στη θλίψη του και πιστεύοντας ότι είναι νεκρή, δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό και τη φιλάει στα χείλη. Όμως, προς έκπληξή του, η Κλαριμόντ του ανταποδίδει το φιλί και του λέει ότι σύντομα θα συναντηθούν. Ο Ρομυάλ λιποθυμά καθώς βλέπει το πνεύμα της να φεύγει.[1]

 
«Διαχύθηκε στον αέρα σαν καπνός και δεν την είδα πια», Πωλ Αλμπέρ Λωράνς, 1904.

Ο Ρομυάλ πιστεύει ότι αυτό που έζησε ήταν ένα όνειρο αλλά λίγες μέρες αργότερα, η Κλαριμόντ εμφανίζεται στο δωμάτιό του. Από τότε, και για τα επόμενα τρία χρόνια, ο νεαρός ιερέας δέχεται κάθε βράδυ τη γυναίκα, η οποία τον παίρνει μαζί της στη Βενετία και γίνονται εραστές. Αλλά κάθε μέρα, ο ιερέας ξυπνά στο σπίτι του, στην ενορία του, περιμένοντας το βράδυ για να συναντήσει την Κλαριμόντ. Ο Ρομυάλ δεν είναι ικανός (ούτε θα είναι ποτέ) να ξέρει αν όλα όσα ζει είναι πραγματικότητα ή όνειρο, όλα γίνονται όλο και πιο μπερδεμένα, δεν ξέρει πια ποιο πρόσωπο, ο ιερέας ή ο εραστής, αντιπροσωπεύει τη χιμαιρική ταυτότητα - «Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω το όνειρο από την εγρήγορση, και δεν ήξερα πού άρχιζε η πραγματικότητα και πού τελείωνε η παραίσθηση».[4]

Ο αββάς Σεραπιόν τον προειδοποιεί για την Κλαριμόν, πως το μόνο που επιδιώκει είναι να τον κρατήσει μακριά από τον Θεό και να τον φέρει στον διάβολο. Και πράγματι, αποδεικνύεται ότι είναι βρικόλακας, καθώς χρησιμοποιεί το αίμα του Ρομουάλ για να μείνει ζωντανή, όπως ανακαλύπτει ο ίδιος μια νύχτα, μην πίνοντας το ναρκωμένο κρασί που του είχε ετοιμάσει. Ωστόσο, τρελά ερωτευμένος, συνεχίζει τη σχέση του μαζί της.[2]

Ο αββάς Σεραπιόν ανησυχεί για την περιπέτεια του νεαρού και τον μεταφέρει στον τάφο της Κλαριμόν. Η όμορφη εταίρα είναι ξαπλωμένη εκεί, σαν ολοζώντανη, γαλήνια, μια στάλα αίματος κυλάει από τα χείλη της. Ο γέρος ηγούμενος γίνεται έξαλλος και την αποκαλεί δαίμονα καθώς ραντίζει με αγιασμό το πτώμα, το οποίο μετατρέπεται σε σκόνη. Το επόμενο βράδυ, η Κλαριμόντ επιστρέφει στον Ρομυάλ και τον κατακρίνει για την προδοσία του. Στη συνέχεια εξαφανίζεται για πάντα.[5]

Η ιστορία τελειώνει με τον ηλικιωμένο Ρομυάλ να είναι ευγνώμων που έσωσε τη ζωή και την ψυχή του, αλλά εξακολουθεί να μετανιώνει για τον χωρισμό του από την Κλαριμόντ και αισθάνεται ανείπωτη νοσταλγία.

Διασκευές Επεξεργασία

1979: ο Πέτερ Κασοβίτς σκηνοθέτησε μια ομώνυμη τηλεταινία, προσαρμοσμένη στην εποχή μας, βασισμένη στο διήγημα του Γκωτιέ.

1998: Το Κλαριμόντ είναι ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς Les Prédateurs.

2010: μεσαίου μήκους ταινία σε σκηνοθεσία Φλάβιας Κοστ, εμπνευσμένη από το έργο.

2011: Το γαλλικό συγκρότημα E.C.H.O. έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο La Morte Amoureuse εμπνευσμένο άμεσα από την ιστορία του Τεοφίλ Γκωτιέ.[6]

Ελληνική μετάφραση Επεξεργασία

  • Η Νεκρή Ερωμένη, μετάφραση: Γιώργος Καραβασίλης, εκδόσεις Αιγόκερως, 1995

Οξυγραφίες του Εζέν Ντεσιζί από ακουαρέλλες του Πωλ Αλμπέρ Λωράνς, 1904 Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία