Η ταβέρνα

Μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά

Η Ταβέρνα (Γαλλικά: L'Assommoir) (1877) είναι μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Εμίλ Ζολά, το έβδομο στον εικοσάτομο μυθιστορηματικό κύκλο του Οι Ρουγκόν-Μακάρ.

Η Ταβέρνα
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου, 1877
ΣυγγραφέαςΕμίλ Ζολά
ΤίτλοςL'Assommoir
Γλώσσαγαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1876
Πολιτιστικό κίνημαΝατουραλισμός
Μορφήμυθιστόρημα
ΘέμαΝατουραλισμός
ΣειράΟι Ρουγκόν-Μακάρ
ΧαρακτήρεςÉtienne Lantier
ΤόποςΠαρίσι
ΠροηγούμενοSon Excellence Eugène Rougon
ΕπόμενοΜια σελίδα αγάπης
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του Ζολά. Το μυθιστόρημα, μια μελέτη πάνω στον αλκοολισμό και τη φτώχεια στις περιοχές της εργατικής τάξης του Παρισιού, εκδόθηκε το 1877 και είχε τεράστια εμπορική επιτυχία συνεισφέροντας στην καθιέρωση της φήμης του συγγραφέα σε όλη τη Γαλλία και τον κόσμο.[1]

Υπόθεση Επεξεργασία

 
Διαφημιστική αφίσα του 1879 για μια αμερικανική θεατρική διασκευή του έργου
 
Ο Εμίλ Ζολά σε φωτογραφία του Ναντάρ

Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία της Ζερβαίζ Μακάρ, η οποία είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της στο πρώτο μυθιστόρημα της σειράς, Η Μοίρα των Ρουγκόν. Η Ζερβαίζ, εγκαταλείποντας τη φανταστική επαρχιακή πόλη της Προβηγκίας Πλασσάνς, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι με τον εραστή της Λαντιέ, με τον οποίο είχε αποκτήσει δύο παιδιά. Σύντομα ο Λαντιέ την εγκατέλειψε με μια άλλη γυναίκα και η Ζερβαίζ γνώρισε και παντρεύτηκε - η γαμήλια πομπή που κατέληξε στο Λούβρο είναι ένα από τα πιο διάσημα αποσπάσματα του έργου του Ζολά[2]- τον Κουπώ, έναν καλόκαρδο εργάτη, που την βοήθησε και στην ανατροφή των παιδιών της.

Στην αρχή του γάμου όλα πήγαιναν καλά και το ζευγάρι έκανε οικονομίες για να πραγματοποιήσει η Ζερβαίζ το όνειρό της και να ανοίξει δικό της κατάστημα-πλυντήριο, ήδη εργαζόταν σαν πλύστρα. Η ευτυχία του ζευγαριού φαίνονταν πλήρης με τη γέννηση μιας κόρης, της Άννας, που την αποκαλούσαν Νανά (πρωταγωνίστρια επόμενου μυθιστορήματος - Νανά -του Ζολά).

Ωστόσο, αργότερα στην ιστορία, βλέπουμε την πτωτική πορεία της ζωής της Ζερβαίζ. Ο σύζυγός της τραυματίστηκε σε πτώση από την οροφή όπου εργαζόταν και κατά τη διάρκεια της μακράς ανάρρωσης κατέφυγε στο ποτό. Σε λίγους μήνες, ο Κουπώ μεταμορφώθηκε σε βίαιο αλκοολικό άτομο που τη χτυπούσε, χωρίς να ενδιαφέρεται πλέον να αναζητήσει εργασία.

Ο γείτονας Γκουζέ, ένας σιδεράς ερωτευμένος κρυφά με τη Ζερβαίζ, τη βοήθησε να βρει τα χρήματα που της επέτρεψαν να ανοίξει δικό της πλυντήριο. Γρήγορα απέκτησε μεγάλη πελατεία και πολλούς εργαζόμενους. Η Ζερβαίζ αγωνίστηκε σκληρά να διατηρήσει το μαγαζί της αλλά η υπερβολική της υπερηφάνεια την οδήγησε σε μια σειρά αποτυχιών και σύντομα όλα κατέρρευσαν. Σε μια προσπάθεια να εντυπωσιάσει τους άλλους και να ζήσει ως αστή, ξόδευε τα χρήματά της σε πλούσιες γιορτές ενώ ο Κουπώ βυθιζόταν όλο και περισσότερο στον αλκοολισμό.[3]

Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω με την επιστροφή του Λαντιέ, τον οποίο ο Κουπώ δέχθηκε να φιλοξενήσει, χάνοντας από αυτό το σημείο το ενδιαφέρον του τόσο για τη Ζερβαίζ όσο και για την ίδια τη ζωή και αρρωσταίνοντας σοβαρά. Το επακόλουθο χάος και η οικονομική πίεση ήταν πολύ μεγάλη για την Ζερβαίζ, η οποία έχασε την επιχείρησή της ενώ τα χρέη της συσσωρεύονταν ανεξέλεγκτα, γεγονός που την οδήγησε στην απελπισία. Τελικά, αναζήτησε και η ίδια παρηγοριά στο ποτό και, όπως ο Κουπώ, κατέληξε αλκοολική. Όλα αυτά ώθησαν τη Νανά - η οποία ήδη υπέφερε από τη χαοτική ζωή στο σπίτι και αντιμετώπιζε προβλήματα καθημερινά - να φύγει από το σπίτι των γονιών της και να γίνει μια περιστασιακή πόρνη.

Η Ζερβαίζ είδε τον Κουπώ να πεθαίνει στο νοσοκομείο - οι κρίσεις τρομώδους παραληρήματος του Κουπώ είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά σημεία του μυθιστορήματος. Η ίδια βρέθηκε σχεδόν στο δρόμο, καταφεύγοντας στην επαιτεία. Πέθανε μέσα στην πείνα και τη δυστυχία κάτω από τις σκάλες του κτηρίου και το πτώμα της βρήκαν οι παλιοί γείτονές της δύο μέρες μετά το θάνατό της.[4]

Ο Ζολά αφηγείται την ιστορία της Ζερβαίζ με φόντο μια σειρά από πολλούς άλλους καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες με τις δικές τους ιδιοσυγκρασίες, παρουσιάζει όλον τον μικρόκοσμο μιας παρισινής εργατικής συνοικίας. Αξιοσημείωτη παρουσία μεταξύ αυτών είναι ο Γκουζέ, ο νεαρός σιδεράς, ο μόνος ακέραιος χαρακτήρας του μυθιστορήματος.[5]

Σχόλια Επεξεργασία

 
Σιδερώστρες, έργο του Εντγκάρ Ντεγκά, 1869

Στην Ταβέρνα, ο Ζολά προσπάθησε να καταδείξει την πραγματικότητα της ζωής της εργατικής τάξης, έναν κόσμο τον οποίο ο ίδιος γνώρισε πολύ καλά στα παιδικά του χρόνια, όταν αυτός και η μητέρα του μετακόμισαν στο Παρίσι, ζώντας φτωχικά σε ένα δωμάτιο ή όταν δούλευε στις αποβάθρες και στη συνέχεια στο βιβλιοπωλείο Hachette, μεταξύ 1860 και 1865, πριν αρχίσει να συνεργάζεται σε εφημερίδες που του επέτρεψαν να αλλάξει κατοικία.

Μέχρι τότε, αυτή η κοινωνική τάξη είχε παρουσιασθεί ελάχιστα στη βιβλιογραφία ή μόνο με εξιδανικευμένο τρόπο. Ο Ζολά θέλησε να περιγράψει τα πράγματα όπως ακριβώς είχαν. Έτσι, βεβαίωσε ότι «θα είχε το θάρρος να μιλήσει ειλικρινά και να παρουσιάσει, μέσω της έκθεσης των γεγονότων, τη ζωή, την ατμόσφαιρα και την εκπαίδευση των κατώτερων τάξεων». Σύμφωνα με τον ίδιο, το σχέδιό του ήταν να δημιουργήσει μια κοινωνική τοιχογραφία, έναν «πίνακα ενός νοικοκυριού της εργατικής τάξης στην εποχή μας. Εσωτερικό και βαθύ δράμα της παρακμής της εργατικής τάξης στο Παρίσι με την αξιοθρήνητη επιρροή του κόσμου των ταβερνών και των καμπαρέ». [6]

Στον πρόλογο του μυθιστορήματος, ο Ζολά δήλωσε ότι δεν πρέπει να συμπεράνουμε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι κακοί και ότι οι χαρακτήρες του δεν ήταν στην πραγματικότητα κακοί, απλώς είχαν διαφθαρεί από το περιβάλλον της σκληρής δουλειάς και της δυστυχίας στο οποίο ζούσαν, ρίχνοντας όλο το φταίξιμο στην φτώχεια και στη δυστυχία τους.

Όπως το συνήθιζε, ο Ζολά δημιούργησε ένα προπαρασκευαστικό αρχείο στο οποίο κατέγραψε, μεταξύ άλλων, πολλές πληροφορίες για τη συνοικία Γκουτ-ντ'Ορ, στο 18ο διαμέρισμα του Παρισιού, όπου τοποθέτησε τη δράση.

Ελληνικές μεταφράσεις Επεξεργασία

  • μτφ. Χ. Νεοκλέους (Φέξης, 1897)
  • μτφ. Γιάννης Κότσικας (Ζηκάκης, 1925)
  • μτφ. Σωτήρης Πατατζής (εκδ. Δελής, 1953)
  • μτφ. Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου (Ζαχαρόπουλος, 1981)

Παραπομπές Επεξεργασία