Ο Θεόδωρος ο άθεος ήταν Κυρηναϊκός ή Ηδονιστικός Φιλόσοφος.[1] Γεννήθηκε περίπου το 340 π.Χ. και πέθανε στο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. (περίπου το 250 π.Χ.) στην Κυρήνη. Οι δάσκαλοι του ήταν ο Αρίστιππος ο νεώτερος,[2], ο Αννίκερις, ο μεγαρικός Διονύσιος και ο Αντισθένης ο Ρόδιος[3]. Ο Θεόδωρος εξορίστηκε από την Αθήνα[4] και κατέφυγε στην αυλή του Πτολεμαίου και μετά στην Κυρήνη απ´όπου επίσης εξορίστηκε για να επιστρέψει εκ νέου στην Ελλάδα. Υπήρξε ιδρυτής αίρεσης (Θεοδώρειος αίρεσις) της οποίας οι οπαδοί ονομάστηκαν Θεοδώρειοι.[5]. Κατηγορήθηκε για ασέβεια και αθεΐα και παραπέμφθηκε στον Άρειο Πάγο, αλλά αθωώθηκε με την παρέμβαση του άρχοντα Δημητρίου του Φαληρέως.

Θεόδωρος ο άθεος
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Θεόδωρος (Αρχαία Ελληνικά)
Γέννηση340 π.Χ.
Κυρήνη
Θάνατος250 π.Χ.
Κυρήνη
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο των Πτολεμαίων
Θρησκείααθεϊσμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταφιλόσοφος
Επηρεάστηκε απόΑρίστιππος ο Κυρηναίος

Αρχές της κοσμοθεωρίας του

Επεξεργασία

Ο Θεόδωρος στην εποχή του δεχόταν επιθέσεις για την αθεΐα του. Όπως λέει ο Λαέρτιος ήταν αντίθετος σε κάθε άποψη που ενσωμάτωνε σεβασμό στους Θεούς[6], ωστόσο δεν ήταν ξεκάθαρο αν ήταν απόλυτα αθεϊστής ή απλώς απέρριπτε τις υπάρχουσες θρησκευτικές δοξασίες. Πάντως ενώ ο τίτλος του άθεου του χρεώνεται από τον Κικέρωνα[7], τον Λαέρτιο, τον Ψευδοπλούταρχο[8], τον Σέξτο Εμπειρικό[9] και κάποιους χριστιανούς συγγραφείς ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς θεωρεί ότι ο Θεόδωρος εναντιώνονταν πρωτίστως στη λαϊκή Θεολογία.[10]

Ο Θεόδωρος απαξίωνε την υποταγή στους νόμους, ιδίως στον βαθμό που οι νόμοι αφορούσαν στους φιλόσοφους και θεωρούσε ότι απευθύνονται στο πλήθος για να χειραγωγείται. Ως εκ τούτου έπαιρνε σαφείς αποστάσεις και από τις ηθικές αξίες της εποχής του θεωρώντας, ότι δεν αφορούν στους φιλοσόφους. Μεταξύ των ηθικών αξιών αυτών συμπεριλαμβάνονταν και η φιλία. Επίσης ο Θεόδωρος θεωρούσε ότι η θυσία για την πατρίδα είναι πράξη που χαρακτηρίζει τους μωρούς και άφρονες. Στο βιβλίο του «Περί Θεών», για το οποίο ο Λαέρτιος αναφέρει ότι δεν πρέπει να απορριφθεί,[6] αμφισβήτησε την ύπαρξη του Θεού. Το βιβλίο αυτό μάλλον αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τις μετέπειτα θεωρίες του Επίκουρου. Μνημειώδης είναι η ερώτηση που έκανε στον Στίλπωνα για τη θεά Αθηνά[11]:

«Και δε μου λες βρε Στίλπων, πώς εξακρίβωσες πως η Αθηνά είναι θεά και όχι θεός; Σήκωσες μήπως το ιμάτιο της και είδες τον «κήπο» της;»

Αγαθά και κακά

Επεξεργασία

Στα αγαθά κατέτασσε τη δικαιοσύνη και τη φρόνηση που οδηγεί στη χαρά, ενώ την αδικία και την αφροσύνη που οδηγεί στη λύπη, στα κακά.[1] Για τη γνωσιοθεωρία του δεν γνωρίζουμε τίποτα.

  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 27, σελίδα 388

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα
  2. Διογένης Λαέρτιος ii, 86
  3. Διογένης Λαέρτιος ii, 98
  4. Διογένης Λαέρτιος (2,101-102)
  5. Διογένης Λαέρτιος, ii. 98 ff
  6. 6,0 6,1 Diogenes Laërtius, ii. 97
  7. Cicero, de Natura Deorum, i. 1
  8. Pseudo-Plutarch, De Placit. Philos., i. 7
  9. Sextus Empiricus, Pyrrhon. Hypotyp., lib. iii.
  10. Clement of Alexandria, Protrept. ad Gentes
  11. http://www.sarantakos.com/arx/arx_stilpwn38.html