Στα οικονομικά, το κέρδος στη λογιστική έννοια στο πλεόνασμα των εσόδων έναντι του κόστους είναι το άθροισμα των δύο συνιστωσών: το κανονικό κέρδος και το οικονομικό κέρδος. Το κανονικό κέρδος είναι το κέρδος που είναι απαραίτητο για την κάλυψη μόνο του κόστους ευκαιρίας του ιδιοκτήτη-διαχειριστή ή των επενδυτών της επιχείρησης. Ελλείψει αυτού του μεγάλου κέρδους, οι τρίτοι θα αποσύρουν το χρόνο και τα κεφάλαιά τους από την επιχείρηση και θα τα χρησιμοποιήσουν για να επωφεληθούν καλύτερα αλλού. Αντίθετα, το οικονομικό κέρδος, που μερικές φορές ονομάζεται πλεονάζον κέρδος, είναι κέρδος μεγαλύτερο από αυτό που απαιτείται για την κάλυψη του κόστους ευκαιρίας.

Το επιχειρηματικό στοιχείο του κανονικού κέρδους είναι το κέρδος που ο ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης κρίνει απαραίτητο για την διαχείριση της επιχείρησης, δηλαδή είναι συγκρίσιμο με το επόμενο βέλτιστο ποσό που θα μπορούσε να κερδίσει ο επιχειρηματίας για να κάνει άλλη δουλειά.[1] Ειδικότερα, εάν η επιχείρηση δεν συμπεριληφθεί ως παράγοντας παραγωγής, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως επιστροφή κεφαλαίου για τους επενδυτές, συμπεριλαμβανομένου του επιχειρηματία, που ισοδυναμεί με την απόδοση που ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου θα μπορούσε να αναμένει (σε μια ασφαλή επένδυση), συν την αποζημίωση για τον κίνδυνο.[2] Το κανονικό κέρδος ποικίλει εντός και ανάμεσα στις βιομηχανίας: είναι ανάλογο με την επικινδυνότητα που σχετίζεται με κάθε τύπο επένδυσης.

Σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού υπάρχουν μόνο κανονικά κέρδη όταν επιτυγχάνεται μακροπρόθεσμη οικονομική ισορροπία. Έτσι δεν υπάρχει κίνητρο για τις επιχειρήσεις είτε να εισέλθουν είτε να εγκαταλείψουν τη βιομηχανία.[3]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Carbaugh, 2006. p. 84.
  2. Lipsey, 1975. p. 217.
  3. Lipsey, 1975. pp. 285–59.