Καντέντσα

ενσωματωμένο πέρασμα εντός μίας μουσικής σύνθεσης που υποδεικνύει τη δεξιοτεχνία ενός σολίστ


Καντέντσα (ιτ. cadenza) ονομάζεται το μουσικό μέρος που συναντάμε ενσωματωμένο στο Κοντσέρτο καθώς και άλλα μουσικά είδη (π.χ. άρια, σονάτα κλπ) και έχει σκοπό την ανάδειξη των δεξιοτεχνικών ικανοτήτων του εκτελεστή-σολίστα. Συνηθέστερα η καντέντσα τοποθετείται προς το τέλος ενός έργου, τη λεγόμενη επανέκθεση και είναι το σημείο όπου η ορχήστρα σταματά και ο σολίστας μόνος του, χωρίς καμιά συνοδεία, έχει τη δυνατότητα να κάνει επίδειξη της δεξιοτεχνίας του. Παλαιότερα οι συνθέτες δεν έγραφαν το μέρος της καντέντσας, αλλά άφηναν την πρωτοβουλία στον εκτελεστή να αυτοσχεδιάσει, ή ακόμη και να την παραλείψει. Αργότερα, λόγω των συχνών υπερβολών και μουσικών αυθαιρεσιών των εκτελεστών που είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση από το ύφος του συνολικού έργου, οι συνθέτες άρχισαν να γράφουν οι ίδιοι τις καντέντσες για τα κοντσέρτα τους και πλέον, η καντέντσα είναι ένα μουσικό μέρος με τεχνικές απαιτήσεις που ο εκτελεστής μαθαίνει από πριν.

Καντέντσα από το κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα εγχόρδων του Σνίτκε νούμερο 136.

Η πρώτη καντέντσα που εμφανίζεται στην ιστορία της δυτικής ευρωπαϊκής μουσικής είναι στο Βραδεμβούργειο Κοντσέρτο Νο. 5 (κίνηση α΄) του Μπαχ και αφορά στο μέρος του τσεμπάλου. Αρκετοί συνθέτες έγραψαν καντέντσες για κοντσέρτα άλλων συνθετών, όπως για παράδειγμα οι καντέντσες που έγραψε ο Μπετόβεν για τα κοντσέρτα για πιάνο του Μότσαρτ. Οι καντέντσες εμφανίζονται όχι μόνο σε κοντσέρτα, αλλά και σε σονάτες, σε ορχηστρικά κομμάτια και πολύ συχνά σε άριες της Ρομαντικής εποχής, όπου κυριαρχεί το στυλ μπελ κάντο και η κολορατούρα. Αξιοσημείωτη, επίσης, είναι η χρήση της σε είδη εκτός κλασσικής μουσικής, όπως στην τζαζ και στην ποπ μουσική, παρότι εκεί προτιμάται ο όρος "σόλο".