Οι καρβαπενέμες (παλαιότερα καλούμενες θειεναμυκίνες) είναι τάξη αντιβιοτικών β-λακτάμης με ευρύ πεδίο δράσης. Έχουν δομή που τις καθιστά πολύ ανθεκτικές κατά των περισσοτέρων β-λακταμασών (ένζυμα βακτηρίων που καθιστούν αδρανή τα αντιβιοτικά). Εκπρόσωποι είναι η ιμιπενέμη, ερταπενέμη, μεροπενέμη, και η δοριπενέμη. Οι καρβαπενέμες θεωρούνται «αντιβιοτικά εσχάτου ανάγκης».[1]

Βασική δομή μιας καρβαπενέμης με τον, εδώ μπλέ διεξαιρούμενο, δακτύλιο β-λακτάμης.

Η ιμιπενέμη είναι ισχυρά νεφροτοξική. Για την νεφροπροφύλαξη και την επέκταση του χρόνου ημιζωής του, το αντιβιοτικό συνδυάζεται με τον αναστολέα ανυδροπεπτιδάσης σιλαστατίνη (εμπορική ονομασία π.χ. Zienam). Με αυτόν τον τρόπο καθυστερείται η νεφρική υδροδιάλυση του φαρμάκου. Σε άλλες καρβαπενέμες δεν απαιτείται αυτός ο συνδυασμός.

Οι καρβαπενέμες χρησιμοποιούνται για την θεραπεία σοβαρών νοσοκομειακών λοιμώξεων, όπως δύναται να προκληθούν π.χ. από το βακτήριο Pseudomonas aeruginosa.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. J. Schölmerich (συγγρ.): Medizinische Therapie 2007 / 2008, 3. Auflage (August 2007), σελ. 53, ISBN 978-3-540-48553-7.