Κοινωνική τάξη λέγεται η διαστρωμάτωση των ανθρώπων με βάση κάποιες κοινωνικές κατηγορίες,[1] συνήθως μεταξύ της ανώτερης, της μεσαίας και της κατώτερης τάξης. Η συμμετοχή σε μια κοινωνική τάξη μπορεί για παράδειγμα να εξαρτάται από την εκπαίδευση, τον πλούτο, το επάγγελμα, το εισόδημα και την συμμετοχή σε μια συγκεκριμένη υποκουλτούρα ή κοινωνικό δίκτυο.[2]

Η «τάξη» είναι ένα θέμα ανάλυσης για κοινωνιολόγους, πολιτικούς επιστήμονες, ανθρωπολόγους και ιστορικούς με ειδίκευση στην κοινωνική ιστορία. Ο όρος έχει ένα ευρύ φάσμα ενίοτε αντικρουόμενων σημασιών και δεν υπάρχει ευρεία συναίνεση για τον ορισμό της «τάξης». Μερικοί άνθρωποι υποστηρίζουν ότι λόγω της κοινωνικής κινητικότητας, τα ταξικά όρια δεν υπάρχουν πλέον, αφού μέσω της εκπαίδευσης ένα άτομο της κατώτερης τάξης μπορεί να μεταπηδήσει στην ανώτερη τάξη. Στην κοινή γλώσσα, ο όρος "κοινωνική τάξη" είναι συνήθως συνώνυμος με την " κοινωνικοοικονομική τάξη", που ορίζεται ως "άτομα που έχουν την ίδια κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή εκπαιδευτική υπόσταση". Ωστόσο, οι ακαδημαϊκοί διακρίνουν την κοινωνική τάξη από την κοινωνικοοικονομική κατάσταση, χρησιμοποιώντας τον πρώτο όρο για να αναφερθούν στο σχετικά σταθερό κοινωνικοπολιτισμικό υπόβαθρο κάποιου και τον δεύτερο για να αναφερθούν στην τρέχουσα κοινωνική και οικονομική κατάσταση του ατόμου, η οποία κατά συνέπεια είναι πιο μεταβλητή με την πάροδο του χρόνου.[3]

Οι ακριβείς ορισμοί του όρου "κοινωνική τάξη" στην κοινωνία ποικίλλουν με την πάροδο του χρόνου. Ο Καρλ Μαρξ πίστευε ότι η «τάξη» ορίζεται από τη σχέση κάποιου με τα μέσα παραγωγής. Η αντίληψή του για τις τάξεις στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία είναι ότι το προλεταριάτο εργάζεται αλλά δεν κατέχει τα μέσα παραγωγής, και η αστική τάξη, όσοι δηλαδή επενδύουν και ζουν από το πλεόνασμα που δημιουργείται από τη λειτουργία των μέσων παραγωγής από το προλεταριάτο, δεν εργάζονται καθόλου. . Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ, ο οποίος υποστήριξε ότι η «κοινωνική τάξη» καθορίζεται από την οικονομική θέση, σε αντίθεση με την «κοινωνική θέση» που καθορίζεται από το κοινωνικό κύρος και όχι από απλώς τις σχέσεις του ανθρώπου με τα μέσα παραγωγής.[4]

Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο όρος «τάξη» άρχισε να ορίζεται όχι με βάση κληρονομικά κριτήρια (ευγενείς π.χ.) αλλά με βάση τον πλούτο και το εισόδημα.[5][6]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Grant, J. Andrew (2001). «class, definition of». Στο: Jones, R.J. Barry, επιμ. Routledge Encyclopedia of International Political Economy: Entries A–F. Taylor & Francis. σελ. 161. ISBN 978-0-415-24350-6. 
  2. «The Class Structure in the U.S. | Boundless Sociology». courses.lumenlearning.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Φεβρουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 5 Μαρτίου 2021. 
  3. Rubin, M., Denson, N., Kilpatrick, S., Matthews, K.E., Stehlik, T., & Zyngier, D. (2014). «"I am working-class": Subjective self-definition as a missing measure of social class and socioeconomic status in higher education research». Educational Researcher 43 (4): 196–200. doi:10.3102/0013189X14528373. https://archive.org/details/sim_educational-researcher_2014-05_43_4/page/196. 
  4. Weber, Max (1921/2015). "Classes, Stände, Parties" in Weber's Rationalism and Modern Society: New Translations on Politics, Bureaucracy and Social Stratification. Edited and Translated by Tony Waters and Dagmar Waters, pp. 37–58.
  5. Kuper, Adam, επιμ. (2004). «Class, Social». The social science encyclopedia. Taylor & Francis. σελ. 111. ISBN 978-0-415-32096-2. 
  6. Penney, Robert (2003). «Class, social». Στο: Christensen, Karen, επιμ. Encyclopedia of community: from the village to the virtual world, Volume 1. SAGE. σελ. 189. ISBN 978-0-7619-2598-9.