Κονκορδάτο
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Με την ονομασία Κονκορδάτο, (Κονκορδάτον), φέρονταν παλαιότερα οποιαδήποτε διμερής συμφωνία που συνάπτονταν μεταξύ του Πάπα αφενός, και Ηγεμόνα ή κυβέρνησης χώρας αφετέρου, με την οποία συνηθέστερα κανονίζονταν συνολικά ή μερικά διαφορές ή απαιτήσεις (προνόμια) μεταξύ της Αγίας Έδρας και της συμβαλλόμενης χώρας. Ήταν με λίγα λόγια θρησκευτική συνθήκη.
Η αρχαιότερη τέτοια σύμβαση ήταν εκείνη της Ουορμοτίας () του 1122, που συνάφθηκε μεταξύ του Πάπα Καλλίστου Β΄ και του Αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄, που αποτέλεσε απ΄ ευθείας νόμος επί αμφοτέρων των πλευρών. Ως όρος όμως κονκορδάτο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1455, στη μεταξύ του Πάπα Νικόλαου Ε΄ και του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου του Γ΄. Το "γερμανικό κονκορδάτο" όπως αυτό αποκλήθηκε στη συνέχεια ήταν σεβαστό απ΄ όλους τους μετέπειτα Γερμανούς Αυτοκράτορες.
Γενικά τα κονκορδάτα συνομολογούνταν με ηγεμονίες που επικρατούσε το καθολικό δόγμα. Άλλοτε είχαν διεθνή χαρακτήρα, όταν απαιτούνταν εφαρμογή σε όλη την επικράτεια, και άλλοτε εσωτερική μόνο τοπική ρύθμιση συνηθέστερα σε μοναστήρια, θρησκευτικά τάγματα, ή κάποια πνευματικά ιδρύματα που επόπτευε η Αγία Έδρα. Τα πρώτα αφορούσαν Διεθνές Δίκαιο ενώ τα δεύτερα το εσωτερικό δίκαιο των χωρών.
Χαρακτηριστικά το από 14 Ιουνίου του 1929 "πρωσικό κονκορδάτο" ρύθμιζε σχέσεις Καθολικής Εκκλησίας και κράτους, εκτός από θέματα εκπαίδευσης, ή θρησκευτικής διδασκαλίας.
Τα κονκορδάτα όπως και οι λοιπές διεθνείς συνθήκες όριζαν χρόνο έναρξης ισχύος, τυχόν διάρκεια, τρόπο καταγγελίας, ανταλλαγή κυρωτικών εγγράφων κλπ.
Κατά τον 19ο και 20ο αιώνα έπαψε να χρησιμοποιείται ο όρος αυτός, τη θέση του οποίου πήρε ο όρος κονβέσιον, ή κονβεσιόν (= Συνθήκη), και στον πληθυντικό "κονβέσιονς", αντί "κονκορδάτα".
Παρά ταύτα ο όρος επανήλθε περισσότερο εθιμοτυπικά το 1993, το 2004 και το 2008. Το μεν 1993 με τη σύναψη του πολωνικού κονκορδάτου, (ή για την Αγία Έδρα Κονκορδάτο του 1993), το 2004 του πορτογαλικού κονκορδάτου, (ή ομοίως Κονκορδάτο του 2004) και το 2008 το βραζιλιανό κονκορδάτο (ή Κονκορδάτο του 2008).